Μια ημέρα πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Ο θεός της σφαγής» περνάω την βαριά πόρτα του θεάτρου «Αθηνών» για να βρεθώ με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τη Στεφανία Γουλιώτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου που φέτος ανεβάζουν το βραβευμένο θεατρικό της Γιασμίν Ρεζά, που ο μέγας Ρομάν Πολάνσκι μετέφερε στον κινηματογράφο. Δυο ζευγάρια συναντιούνται στο σαλόνι ενός σπιτιού -«τίποτα ρεαλιστικό, τίποτα περιττό» είναι η σκηνογραφική οδηγία της Ρεζά- για να συζητήσουν ύστερα από έναν τσακωμό που είχαν τα παιδιά τους για να λύσουν το όλο θέμα με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο. Ενώ στην αρχή τα πράγματα είναι πολιτισμένα, σταδιακά η ατμόσφαιρα αλλάζει και η ένταση ανάμεσα στις δύο οικογένειες αρχίζει να μεγαλώνει, μέχρι που εκρήγνυται. Ενώ καθόμαστε να συζητήσουμε γύρω μας επικρατεί ένας μικρός χαμός. Οι τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες πριν την πρεμιέρα πρέπει να λυθούν άμεσα, η Στεφανία μόλις βλέπει τον Γεράσιμο να βγάζει τη φωτογραφική παθαίνει ένα αστείο μικρό πανικό και ζητάει από τη Λουκία κονσίλερ, ο Κωνσταντίνος το παίζει αυστηρός και μας ζητάει να συγκεντρωθούμε. Συγκεντρωνόμαστε και ξεκινάμε.
Γιατί αυτό το έργο, γιατί με αυτούς τους συντελεστές; Ο Κωνσταντίνος, ως σκηνοθέτης, παίρνει τον λόγο «Νομίζω πώς ο “Θεός της σφαγής” δικαιώνεται στη δική μου ψυχή ως εγχείρημα όχι μόνο επειδή το έργο είναι σπουδαίο αλλά γιατί η συνάντηση των τεσσάρων με το έργο και η μεταξύ μας συνάντηση έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Βρίσκουμε ότι έχει ενδιαφέρον γιατί μας κλείνει το μάτι ότι είναι τάχα μου αστικό θέατρο, στα όρια του μετά-μπουλβάρ, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: «στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ καλό έργο που δεν έχει ανάγκη να καμωθεί οποιοδήποτε είδος, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα καλά έργα, με όλες τις σπουδαίες ιστορίες. Σκέψου ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που ξεπερνάει τα όρια ενός απλά καλού μυθιστορήματος δεν μπορείς να το κατατάξεις σε κάποιο είδος. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι θα μπορούσε άνετα να αντέξει το χαρακτηρισμό του αστυνομικού εάν κάποιος αντιλαμβανόταν μόνο αυτή του την πλευρά αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορείς να το περιορίσεις σε ένα μόνο είδος. Ο «Θεός της Σφαγής» είναι ένα σπουδαίο έργο επειδή αντέχει, όσο δουλεύεις επάνω του, να μιλάς γι’ αυτό και όσο περισσότερο μιλάς γι’ αυτό εκείνο να αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Ξεκινάς στην αρχή την προσέγγισή σου λέγοντας “α, ένα απλό εργάκι είναι. Δύο ζευγάρια που βρίσκονται σε ένα σπίτι και μιλάνε και συγκρούονται. Αυτό είναι. Δεν συμβαίνει κάτι άλλο στην πλοκή. Και μετά από 25 πρόβες είμαστε εδώ και αναρωτιόμαστε “τι πάθαμε, πόσο ζόρικο και δύσκολο πράγμα είναι αυτό”.
Λουκία Μιχαλοπούλου: «Η δυσκολία και η γοητεία είναι ότι δεν μπορούμε να του βάλουμε ταμπέλα. Κι αυτή την ισορροπία προσπαθούμε να βρούμε. Δεν είναι μια ατόφια κωμωδία καθώς φλερτάρει με πολλά πεδία».
ΚΜ: «Δεν είναι δράμα αν και οι ήρωες μιλούν για πράγματα που τους αφορούν πολύ βαθιά, όχι τόσο για τις σχέση μεταξύ των δύο ζευγαριών αλλά για την σχέση γυναίκα-άνδρα μέσα στο ζευγάρι. Διαβάζοντας κανείς τις αγγλοσαξωνικές αλλά και τις ελληνικά κριτικά σημειώματα θα θεωρήσει ότι το έργο μιλάει για την υποκρισία της αστικής τάξης. Διαφωνώ. Το αντιλαμβάνεται κανείς λανθασμένα αυτό το έργο όταν νομίζει ότι είναι κάτι μπουρζουάδες που παριστάνουν τους ευγενικούς για να συζητήσουν το θέμα των παιδιών τους και μετά με μια αφορμή “κουβέντες βαριές αντάλλαξαν” και πέφτουν οι μάσκες της ευγένειας. Εμείς οι τέσσερις, σαν άνθρωποι , πιστεύουμε ότι η επιθυμία να υπερβούμε τον πρωταρχικό, πρωτόγονο εαυτό δεν είναι μια μάσκα αλλά είναι το ίδιο ειλικρινής με τον πιθανό θυμό μας, με τον βίαιο εαυτό μας. Είναι το ίδιο ειλικρινής και εξ ίσου αναγκαία. Η πιο ευγενική δράση του ανθρώπου ήταν η ικανότητα του να κατασκευάσει έναν τρόπο για να συνυπάρξει μαζί με τους άλλους ανθρώπους»
Άρα οι τέσσερις πρωταγωνιστές είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ειλικρινείς; «Όχι», απαντάει ο Οδυσσέας «αλλά είναι ειλικρινής η προσπάθεια τους να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με γνήσιο πολιτισμό, ευγένεια και κατανόηση. Όταν κάποιο παιδί χτυπήσει το παιδί του ο γονιός, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν θα νιώσει οργή μόνο για το συμβάν αλλά και για το άλλο το παιδί, και θα σχηματίσει και μια γνώμη για την οικογένεια που επέτρεψε στο παιδί της να εκτραπεί αλλά οφείλει ταυτόχρονα να εντάξει το συμβάν μέσα στη σφαίρα της πολιτισμένης αντιμετώπισης και να δώσει ελαφρυντικά, να κατανοήσει, να συνεννοηθεί. Όλη αυτή η συμπεριφορά -που υπερνικά την πρωταρχική σου ανάγκη για εκδίκηση, για ανταπόδοση του κακού- είναι η προσπάθεια του πολιτισμού να καταπολεμήσει την αντίδραση «θα σε δαγκώσω επειδή με δάγκωσες» και είναι εξόχως συγκινητική. Η προσπάθεια μας να αντισταθούμε στα βίαια ένστικτα που μας καταδιώκουν από την αρχή την ανθρωπότητας είναι ίσως η πιο συγκινητική πλευρά μας. Δεν υποκρινόμαστε για κρύψουμε την οργή μας, επιλέγουμε να μην αφήσουμε στην οργή να πάρει τα ηνία, επιλέγουμε να προσπαθήσουμε να είμαστε ευγενικοί και πολιτισμένοι». Τότε γιατί αποτυγχάνουμε; «Δεν είναι εύκολη αυτή η προσπάθεια και γι’ αυτό είναι τόσο συγκινητική. Αν ήταν τόσο εύκολο να τιθασεύσουμε εκείνες τις ορμές που μας καθιστούν ζώα τότε ο πολιτισμός μας δεν θα ήταν τίποτα το σπουδαίο. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε το γνήσιο θυμό μας μπροστά σε άλλους, δεν μπορούμε να είμαστε ταυτόχρονα έξαλλοι και έτοιμοι να συνεννοηθούμε. Πρέπει να φτιάξουμε ένα γήπεδο πολιτισμού. Μέσα στο σπίτι σου ναι, πρέπει να παραδέχεσαι την οργή σου, μπροστά στον άνθρωπο σου πρέπει να το κάνεις διαφορετικά έχεις πρόβλημα. Αλλά ας πούμε εσύ, έρχεσαι να μας πάρεις συνέντευξη, πες ότι εγώ έχω νεύρα για κάποιο λόγο, δεν πρέπει να προσπαθήσω να φτιάξουμε ένα γήπεδο πολιτισμού για να κάνουμε και εμείς κι εσύ τη δουλειά σου. Αυτό το γήπεδο είναι το έργο», θα πει ο Οδυσσέας.
Ποιοι είναι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι που μας παρουσιάζει ο «Θεός της σφαγής»; ΚΜ: Καθημερινά ο «μέσος άνθρωπος» περνάει από μια σειρά βασάνων και μαχών. Αυτούς παρουσιάζει το έργο. Δεν είναι τίποτα μπουρζουάδες, δεν είναι ήρωες του Oscar Wilde, είναι βγαλμένοι από την τεράστια δεξαμενή της μεσαίας τάξης. Δείτε τους με συμπάθεια. Αν τα καταφέρεις να τα βγάλεις πέρα στο ταμείο της τράπεζας, στην ουρά του σούπερ μάρκετ, στον μποτιλιάρισμα, στο γκισέ της Εφορίας τότε γυρνάς σπίτι όπου σε περιμένει η μητέρα των μαχών: η μάχη του ζευγαριού.
Οι άνθρωποι όταν καλούνται να επιλέξουν συνήθως μιμούνται ο ένας τον άλλον. Η ελευθερία δε σε οδηγεί σε «τρελές» επιλογές. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο κύριος σκοπός τους είναι η δημιουργία οικογένειας, αλλά όταν λέμε οικογένεια δεν εννοούμε απαραίτητα αυτό το σχήμα που λειτούργησε εδώ και αιώνες αλλά πάντα μπορεί να είναι υπό αίρεση. Η δημιουργία οικογένειας μπορεί να εμπεριέχει σχήματα κοινοβιακά, σχήματα ομόφυλα, ο ορισμός της οικογένειας αλλάζει μορφές.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια νοοτροπία που ταυτίζει τον άνθρωπο της μεσαίας τάξης που ίσως θέλει να δει ίσως και κάτι παραπάνω από αυτό που του προσφέρει η καθημερινότητα με ένα τύπο που «είναι υποκριτής, δεν είναι γνήσιος, δεν είναι λαϊκό παιδί, είναι κουλτουριάρης». Γιατί; ΚΜ: Η λέξη «αστός» είναι πολύ παρεξηγημένη στη χώρα μας. Όταν τη χρησιμοποιούμε δεν εννοούμε τον άνθρωπο της πόλης αλλά κάποιον βολεμένο, που έχει χρήματα, ψηφίζει Νέα Δημοκρατία. Κατά βάση έχει αρνητική χροιά η λέξη. Έχει αξία που το συγκεκριμένο έργο, με τον συγκεκριμένο θίασο παίζεται σε ένα θέατρο που θεωρείται κατ’εξοχήν αστικό: έχει βελούδινα καθίσματα, βελούδινες πόρτες, έπαιζε εδώ ο Δημήτρης Μυράτ και το επισκέπτεται ένα «αστικό» κοινό, με κυρίες που καταφέραμε να τις φέρουμε μέχρι εδώ να δουν τον «Πουπουλένιο». Σε αυτές τις κυρίες λοιπόν, που τις αναφέρω με πολύ συμπάθεια, θα δείξουμε το πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρχεις και το πόσο άσχετη είναι αυτή η δυσκολία με την υποκρισία μιας συγκεκριμένης τάξης.
Τόση ώρα η Στεφανία μας παρακολουθεί σιωπηλή. Χωρίς να τις απευθύνω κάποια συγκεκριμένη ερώτηση παρεμβαίνει και να που αυτά που ακούω είναι αυτά που σκέφτομαι κι εγώ πάνω κάτω, όταν σκέφτομαι για τις σχέσεις. «Εμένα που μου αρέσει πάρα πολύ η ψυχανάλυση θεωρώ ότι άλλο σου λέει η λογική σου κι άλλο το ασυνείδητό σου. Δυστυχώς το ασυνείδητο του άλλου καταλαβαίνει αυτό που λέει το ασυνείδητό σου και που είναι αντίθετο από αυτό που λέει η γλώσσα. Λέω δυστυχώς γιατί για να έρθει κοντά η λογική με το ασυνείδητο χρειάζονται 20 χρόνια ψυχανάλυση, κανείς δεν τα έχει κάνει κι έτσι το πρόβλημα διαιωνίζεται. Έτσι λειτουργεί η μηχανή του ανθρώπου, πρώτα με το ασυνείδητο, μετά με τη λογική. Μπορεί να πεις «σ’ αγαπώ» γιατί έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπάς και ο άλλος να νιώθει τον θυμό από κάτω γιατί στην πραγματικότητα σου θυμίζει έναν παλιό γκόμενο που σε απέρριψε. Υπάρχουν ζευγάρια που χωρίζουν ή που σκοτώνονται μετά από 30 χρόνια γιατί έχει συσσωρευτεί τόσος θυμός από κάτω που κάποια στιγμή αναπόφευκτα σκάει. Αυτό είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας».
Info: «Ο Θεός της σφαγής» της Γιασμίν Ρεζά σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Παίζουν: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, οΟδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Λουκία Μιχαλοπούλου. Στο θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10.Απόγ.: Σάβ. (λαϊκή) 6.15 μ.μ. Βραδ.: Τετ.-Κυρ. 9.15 μ.μ.