Όταν αποφασίζω να γράψω για τον Θανάση, είναι γιατί νιώθω την ανάγκη να στείλω γράμμα στο καλοκαίρι, να του πω ότι μου λείπει το αλάτι στο ξεροκαμένο καλαμπόκι, τα άσκοπα σε πυρωμένα σκαλιά ξενύχτια, οι μπύρες που μετράς βγάζοντας απ’ το ψυγείο του περιπτέρου, το φλερτ που ιδρώνει στα ματοτσίνορα μικρές προσδοκίες, τα κύματα που αυτοκτονούν μπροστά στα μικρά πολύχρωμα βότσαλα. Όταν αποφασίζω να γράψω για τον Θανάση, είναι γιατί νιώθω την ανάγκη να στείλω γράμμα στον χειμώνα, να του πω ότι μου λείπουν τα βουνά που αχνίζουν στην αγκαλιά μιας ομίχλης, το τζάκι που μοσχοβολάει κάτι που είναι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, ο ήχος της βροχής που ζει ελεύθερος μέσα στη ζήλια μας. Όταν αποφασίζω να γράψω γα τον Θανάση, είναι γιατί νιώθω ότι μας λείπει…
Ένας χρόνος πανδημίας και θανάτου και στον σταθμό Πανεπιστήμιο, έχει βγάλει ήλιο. Ξεχνιόμαστε με τον Κώστα και κάνουμε χειραψία. Λογικά, θα βάλουμε αντισηπτικό και οι δύο όταν χαθούμε ο ένας απ’ το οπτικό πεδίο του άλλου. Βγάζει και μου δίνει τον νέο δίσκο του Θανάση, όμως έχει πολλές σελίδες. Χαιρετιόμαστε και χωρίζουμε.
Περπατώντας στην Ασκληπιού, τραβάω τον δίσκο που μάλλον είναι βιβλίο, απ’ την τσάντα και αρχίζω να το ξεφυλλίζω. Η Αλεξία Οθωναίου, κατάφερε και βρήκε το ιδανικό μπλε, το πιο ταιριαστό πράσινο, το πιο απαλό μαύρο και την απόχρωση εκείνη του πορτοκαλί που έκανε τα τραγούδια του Θανάση και του Σωκράτη εικόνες μαγικές, τα έκανε πουλιά με ανθρώπινο σώμα, λουλούδια που φυτρώνουν σε γυναικεία γοβάκια, άστρα που κρέμονται από μια ατσαλάκωτη γραβάτα, έναν καρχαρία που για δόντια έχει πορτοπαράθυρα.
«Εδώ και χρόνια ο-εν τη μουσική-αδερφός Σωκράτης απέκτησε το χούι να μου στέλνει στο κινητό ποιήματα που διάβαζε και του αρέσαν. Δεν ξέρω γιατί το κάνει. Κάποια στιγμή, ευρισκόμενος στο καναβάτσο, άρχισα να διασκευάζω μανιωδώς αυτά τα ποιήματα και να του τα επαναπροωθώ σαν αντίδωρο. Σύντομα άρχισα -επίσης μανιωδώς- να ντύνω με μουσική αυτές τις διασκευές με αποτέλεσμα σε ένα μήνα να έχω ετοιμάσει ικανό αριθμό τραγουδιών που αποτέλεσαν το υλικό του δίσκου Απροστάτευτος».
Αυτά έγραψε τέλος Γενάρη κάτω από την «Αδέσποτη Ζωή» στο κανάλι του στο YouTube και σήμερα, δέκα τραγούδια γυρίζουν φάρμακο ίασης στην ψυχή μας. Του τηλεφωνώ, τον ευχαριστώ του λέω να ξέρει πως έναν χρόνο τώρα, σε μικρά διαμερίσματα των Εξαρχείων, φίλες και φίλοι βρίσκονται, πίνουν παγωμένη ψημένη από την Αμοργό, ξεχνιούνται και αγκαλιάζονται, χορεύουν μεταξύ σαλονιού και μπαλκονιού τις συναυλίες του.
Διαβάζω ξανά και ξανά τους στίχους, ξεχνιέμαι και διαβάζω τα σχόλια πιο κάτω. Μια κοπέλα δίνει Πανελλήνιες, είναι, γράφει, αγχωμένη αλλά «Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα ανοίξω όλα τα παράθυρα και θα βάλω να παίζει Θανάσης». Δεν εξηγείται αλλιώς, πρέπει να υπάρχει ένα αόρατο νήμα που ενώνει τις ιστορίες όσων κουτουλίσαμε ο ένας πάνω στον άλλον, μεθυσμένοι και εκστασιασμένοι, για μια ζωή που δεν προβλέψαμε ποτέ ότι θα μυρίζει Dettol και θα κυλάει μέσα σε μια μάσκα που δεν πρέπει να ξεχαστείς χωρίς να την αλλάξεις μετά τις τρεις ώρες.
Σιγομουρμουράω τους στίχους. «Άνθρωποι σε ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί και θάνατο και ήλιο, σα να ‘τανε θεοί. Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ την άγρια πλευρά τους να μην τη ξαναδώ» και ίσως εδώ άναβε ένα κόκκινο καπνογόνο.
Ένας δίσκος με τραγούδια ποίησης, και τη φωνή του Θανάση που δραπέτευσε από τη ρωγμή κάποιου βράχου και που συνάντησε ξανά του Σωκράτη που ζωντανεύει κάθε νεκρική σιγή, μιας εποχής που πασχίζει να βρει μια ελπίδα για να την ταλαιπωρήσει. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΧΟΣ και φέρνει μια χούφτα φως, μέχρι το ξημέρωμα.