Ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν κρατάει πίσω τις γροθιές του. Δεν χρειάζεται να τον έχεις παρακολουθήσει πολύ. Μια παράστασή του να έχεις πετύχει, απ’ τις υπερεπιτυχημένες καλοκαιρινές τουρνέ του με καίρια κείμενα του Αριστοφάνη, μέχρι τα χειμωνιάτικα μουσικοθεατρικά βαριετέ του με τη Σπείρα – Σπείρα, θα έχεις βρεθεί αντιμέτωπος με την κοφτερή του ρητορική και την ασυμβίβαστη πολιτική θέση, που δεν περιορίζεται σε στείρα αντικυβερνητικά βέλη, αλλά κοιτάζει ευθέως τις κοινωνιολογικές πληγές που χρειάζονται καυτηριασμό. Κι αν τον περασμένο χειμώνα η παρέμβασή του είχε την ήπια, γελαδερή μετα-επιθεωρησιακή μορφή του Όταν Έχω Εσένα, αυτό δεν ήταν παρά μια μικρή ανάπαυλα πριν ο Κραουνάκης περάσει στο ίσως πιο άγριο κι απροκάλυπτα δηκτικό, αλλά και δαιμονισμένα παιγνιώδες κείμενο της πρόσφατης πορείας του.
Κάτι σαν την καταιγίδα μετά τη νηνεμία, που λένε, το καλοκαιρινό, περιορισμένων παραστάσεων πόνημα του Κραουνάκη και της Σπείρα-Σπείρα, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, είναι ένα θυελλώδες, ισοπεδωτικό θεατρικό τόλμημα, μια δραματοποίηση ενός στιβαρότατου, όσο και μεθυστικού λογοτεχνικού κειμένου, με τον μαέστρο της ομάδας να απογειώνει την μεταφορά του μνημειώδους έργου του Κώστα Βάρναλη, σ’ έναν χειμαρρώδη μονόλογο που σε παρασέρνει όχι μονάχα χάρη στη δύναμη της γλώσσας του, αλλά και στην ολοκληρωτική αφοσίωση του ερμηνευτή στο κείμενό του. «Τόσο διάβασμα δεν είχα ρίξει ούτε στις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο» λέει ο Κραουνάκης στην Popaganda, που βρέθηκε στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης για την τελευταία πρόβα της ομάδας πριν την πρεμιέρα της ερχόμενης Πέμπτης.
Το βιβλίο που κρατάει, μια ταλαιπωρημένη έκδοση με τη ράχη έτοιμη να παραδώσει πνεύμα και το εξώφυλλο πεντέξι ίνες απόσταση απ’ το να αποχωρήσει απ’ το σώμα, είναι στο εσωτερικό του σαν ασπρόμαυρος χάρτης. Μια υδρόγειος κατάστικτη από σημειώσεις, αλλαγές, μικρές χαρακιές για το ρυθμό, μεγαλύτερες για τις εναλλαγές του τόνου, γραμμές και βέλη να σημειώνουν τα ταξίδια της δημοτικής, που τόσο περίτεχνα είχε μετατρέψει σε συμφωνία ιδεών ο Βάρναλης στο κείμενό του. Ένα έργο που χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός της δίκης του Αθηναίου φιλοσόφου όχι για να μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα εξιδανικευμένο αρχαιολαγνικό παρελθόν, κι ούτε απλώς για να υποδείξει τις ομοιότητες της μακρινής εκείνης εποχής με τη σημερινή. Αλλά για να καυτηριάσει την ανικανότητα του ίδιου του κοινωνικού συνόλου να τις ανατρέψει, ακόμη και τόσες χιλιάδες χρόνια μετά.
Χωρίς να θέλει να εξορίσει το κακό χρεώνοντάς το σε μια απόμακρη καθεστηκυία τάξη, ο Βάρναλης φέρνει τον αναγνώστη προ των ευθυνών του, κατηγορώντας ξεκάθαρα τις μεσαίες και κάτω τάξεις για την αποδοχή ενός βολικού σκοταδισμού και μιας άνετης κοινωνικής ανελευθερίας, προς χάρην της ασφάλειας της συνήθειας. «Βλέπουμε θεούς κι οράματα, περασμένα και μελλούμενα, μα δε βλέπουμε τη μύτη μας», λέει ένα απ’ τα αποσπάσματα που έχει μετατρέψει σε χορικά η ομάδα της παράστασης, λίγο πριν ο Σωκράτης μιλήσει για την δημόσια γνώμη: αυτό το «κοπρόσκυλο» που κοιμάται όλη μέρα δεμένο στην πλατεία, μα «λυσσάει κι αγριεύει άμα πας να του σπάσεις την αλυσίδα και να το βγάλεις απ’ τη συνήθεια του». «Πολύ άγριο κείμενο», συμφωνεί ο Κραουνάκης, όταν η κουβέντα έρχεται στην απόσταση που το χωρίζει απ’ την παράσταση του περασμένου χειμώνα. «Αγρίεψε κι η κατάσταση όμως, έχουμε μια προσχηματική τυραννική κυβέρνηση που εκτελεί κόσμο, κάνει πραξικοπηματικά κλεισίματα της Βουλής για να μην πάνε φυλακή, και μια αντιπολίτευση δύσπραγη. Δεν είμαστε πια σε φάση χειμώνα δηλαδή, έχουμε περάσει στη φάση των φυλακών τύπου Γ, όπως τα στρατόπεδα του Καλπακίου που μάζευαν τους αριστερούς φαντάρους το ‘31 που έγραφε το κείμενο ο Βάρναλης».
Ένας απ’ τους πιο δυναμικούς σκηνοθέτες που έχουν γνωρίσει τα αθηναϊκά σανίδια τα τελευταία χρόνια, ο Ένκε Φεζολλάρι αντιμετώπισε την πυκνή πρόζα του Βάρναλη ακραιφνώς αφαιρετικά. Ο πλούτος των γλωσσικών του παιχνιδισμάτων, οι εναλλαγές ύφους απ’ το περιπαικτικό στο λυρικό κι από ‘κει στο ευθύβολα πολιτικό, και τα έντονα μπολιάσματα της αφήγησης με βιτριολικό κυνισμό, είναι όλα εκεί, όπως έιναι και η -εκστατική σε σημεία- καυστική του σάτιρα. Η πρόκληση όμως, τόσο για τον πρωταγωνιστή, όσο και για τον σκηνοθέτη και την συνεργάτιδά του στην δραματουργία, Ναταλί Μινιώτη, ήταν το πώς θα ακονίσουν το κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε «να μην μοιάζει με κάτι που έγινε κάποτε, αλλά με κάτι που γράφτηκε χθες και μιλάει για το σήμερα». Αντίστοιχη είναι και η παρουσίασή του επί σκηνής: σχεδόν μηδενικά, τα σκηνικά περιορίζονται σε μια σειρά από παιδικά σκαμνάκια, τακτικά τοποθετημένα γύρω απ’ την καρέκλα του κατηγορούμενου πρωταγωνιστή. Έναν ξύλινο θρόνο που μοιάζει με κάτι που θα μπορούσε να έχει ξεβραστεί σε μια παραλία, περίπου όπως η θάλασσα της αδράνειας της μάζας, ξέβρασε απ’ τις τάξεις της εκείνη την ενοχλητική αλογόμυγα που άκουγε στο όνομα Σωκράτης.
Η ανοιχτή σκηνή δίνει στον Φεζολλάρι την ευχέρεια να ενσωματώσει οργανικά τα χορικά διαλείμματα της παράστασης, κομμάτια του κειμένου που επελέγησαν για να αλαφρύνουν τον ρυθμό της παράστασης και να δώσουν στο κοινό ευκαιρίες ν’ ανασάνει. Ανάσες απαραίτητες για τους θεατές, αλλά ιδιαίτερος πονοκέφαλος για τον συνθέτη της παράστασης, Άρη Βλάχο: «Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για ‘μένα να μπορέσω να μελοποιήσω Βάρναλη», λέει ο συνθέτης, που έπρεπε να γράψει μουσική έχοντας μπροστά του όχι στίχο, αλλά μπλόκια λογοτεχνικού κειμένου. «Έπρεπε να πετύχω αυτά τα κομμάτια να ακούγονται ως τραγούδια, να έχει μια αναφορά αυτό το πράγμα στον κόσμο, να μην είναι κάτι αόριστο. Και το δυσκολότερο ήταν ότι όταν πήρα τα κείμενα δεν είχα ακόμη ακριβή εικόνα του έργου, το τι φέρνει το κάθε τραγούδι δηλαδή και προς τα πού πηγαίνει», συμπληρώνει ο συνθέτης, που κατάφερε να αναδείξει αναπάντεχες πτυχές της λυρικότητας του Βάρναλη, συνδυάζοντας μουσικές αναφορές απ’ το λαϊκό ζεϊμπέκικο ως την επιθετική ραπ.
Αυτό είναι όμως κι όλο το νόημα της Σπείρα – Σπείρα, όπως υπογραμμίζει κι ο Κραουνάκης: «ο στόχος είναι ολόκληρη η ομάδα, χρόνο με το χρόνο να κάνει κάτι που να μας προχωράει όλους μαζί. Κι όπως ο Άρης με αυτή τη δουλειά μπαίνει νικηφόρα στους καλούς Έλληνες συνθέτες θεάτρου, έτσι και για όλη την υπόλοιπη ομάδα, το στοίχημα ήταν -και με την αριστοφανικής δομής σκηνοθεσία του Ένκε-, να μπορέσουμε να μετατρέψουμε την δημοτική γλώσσα του Βάρναλη σε εργαλείο κωμωδίας. Μέσα από τη γλώσσα δηλαδή, να βγει το στοιχείο της Σωκρατικής ειρωνίας». Γιατί άλλωστε, «το έργο του Βάρναλη δεν είναι μονοσήμαντα δραματικό. Έχει πολλή πλάκα μέσα του κι έχει πολλά αστεία κομμάτια, όπως έχει και πολλά λυρικά. Βλέπεις άλλωστε ότι ο Βάρναλης χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη λέξη “κοροϊδία”, γιατί αυτό ακριβώς είναι κι ο ήρωάς του: ένας μέγας κοροϊδευτής».
*Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, του Κώστα Βάρναλη σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι με τον Σταμάτη Κραουνάκη στο ρόλο του τίτλου και την ομάδα Σπείρα – Σπείρα ως χορό κατήγορων και μαθητών, θα παρουσιάζεται από την Πέμπτη 10 έως Σάββατο 19 Ιουλίου (εκτός Κυριακής 13 Ιουλίου) στις 9μμ στο θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος, 210 341 8550)