Μελαγχολικός, αντικοινωνικός, παραιτημένος (και πιθανόν αυτιστικός, όπως υπαινίσσεται η ταινία), ο Μπάτμαν του Ρόμπερτ Πάτινσον, με αρχιτέκτονα το σκηνοθέτη Ματ Ριβς, δεν θα μπορούσε να αποτελεί περισσότερο προΐόν της τωρινής στιγμής ούτε αν αντάλλαζε το Batsuit για φαρδιά τζιν και είχε κολλήσει την Όμικρον χωρίς συμπτώματα. Με το μουτζουρωμένο του eyeliner και τη γενική του κούραση με τον κόσμο γύρω του παρόλο που μετράει μόλις δύο χρόνια στο βιτζιλαντισμό, ο 90% Μπάτμαν και 10% Μπρους Γουέιν (η αναλογία των ταυτοτήτων που εμφανίζονται στην ταινία) δεν αντλεί ευχαρίστηση από τίποτα, έχοντας υποστεί μια αξεπέραστη απώλεια και ζώντας σε μια πόλη που σαπίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο εξαιτίας της πολιτικής υποκρισίας, της θεσμικής διαφθοράς, της κοινωνικής αδικίας και του κακού κλίματος. (He is the moment, όπως θα έλεγαν και στο Ίντερνετ… στο οποίο βρισκόμαστε οπότε μπορούμε να το πούμε.) Μάλιστα σχετικά με το τελευταίο, η ταινία περιέχει μια σκηνή καταστροφής πολύ κοντινότερη στην κλιματική πραγματικότητα από ό,τι ολόκληρο το «αλληγορικό» Don’t Look Up.
Το μόνο που καταφέρνει να τον κάνει να βγει για λίγο από την «αγαπητό ημερολόγιο» μαυρίλα του και να σταματήσει να κοιτάει ένα μύρτιλο (ο Μπάτμαν σε αυτή την ταινία διατηρεί χειρόγραφο ημερολόγιο και σε μια σκηνή παρατηρεί επίμονα ένα actual μύρτιλο) είναι μια σειρά από βίαιες δολοφονίες επιφανών προσωπικοτήτων του Γκόθαμ Σίτι, οι οποίες συνοδεύονται από περίπλοκους γρίφους, γεγονός που ανακοινώνει την άφιξη ενός serial killer που σκοπό έχει να ξεσκεπάσει τα ψέματα και τον ηθικό ξεπεσμό που μαστίζουν την πόλη. (Κοινώς, σε άλλον έναν παραλληλισμό με το σήμερα, ο Μπάτμαν βρίσκει διέξοδο στην κομιξική εκδοχή του Wordle, δραπετεύοντας από τη μονοτονία της ύπαρξής του λύνοντας παζλ.) Με τη βοήθεια του μελλοντικού Επιθεωρητή Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ), ο Μπάτμαν προσπαθεί να συναρμολογήσει τα στοιχεία και να μαντέψει το μεγάλο σχέδιο του Γρίφου (ο Πολ Ντέινο εμπέδωσε το προφίλ του τοξικού οπαδού QAnon του διπλανού ρούτερ), με κρίσιμες επωδούς το Ave Maria, το Something In The Way των Nirvana και το γοτθικό, ταιριαστό μουσικό θέμα του Μάικλ Τζακίνο, άξιου μαθητή των προκατόχων του, Ντάνι Έλφμαν και Χανς Ζίμερ, αλλά και του Τζον Γουίλιαμς, του οποίου το The Imperial March αποτελεί όχι και τόσο κρυφή έμπνευση.
O Ριβς έχει αποδεδειγμένα το ανανεωτικό άγγιγμα που χρειάζεται ένα πολυπαιγμένο franchise (η δουλειά του στα reboots του Πλανήτη των Πιθήκων ήταν μάλλον το διαβατήριό του για το Γκόθαμ), αν και ο σκηνοθέτης είναι αποφασισμένος να αφαιρέσει οποιαδήποτε έννοια διασκέδασης ή πνεύματος από το νέο αυτό Μπάτμαν. Αν η τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν, που αποτέλεσε το προσχέδιο για τη μετέπειτα σοδειά του υπερηρωικού mood piece, χρεώνεται τη «σοβαρή» στροφή του χαρακτήρα, δεν το έκανε εις βάρος του διακριτικού χιούμορ, κάτι που όλοι οι συνεχιστές επιλέγουν να παραβλέψουν. Εδώ, οι δύο φιγούρες που τολμούν να ξεφύγουν από την πένθιμη ατμόσφαιρα είτε στο πλαίσιο του χαρακτήρα τους είτε γιατί έτσι αποφάσισαν οι ηθοποιοί που τους υποδύονται, είναι ο γκάνγκστερ Πιγκουίνος (υποτίθεται ότι είναι ο Κόλιν Φάρελ θαμμένος κάτω από ατελείωτα στρώματα προσθετικού μακιγιάζ, αλλά είναι τόσο εξαφανισμένος και αγνώριστος που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το πιστέψουμε) και η Σελίνα Κάιλ (Ζόι Κράβιτζ), μια σερβιτόρα σε κλαμπ που έχει πολλές γάτες για κατοικίδια και προσωπικούς λόγους για να θέλει να τιμωρήσει τους εγκληματίες του Γκόθαμ, ειδικά τον αρχιμαφιόζο Καρμάιν Φαλκόνε (Τζον Τορτούρο, πιο απειλητικός από ποτέ).
Στο The Batman, ο Ριβς αφοσιώνεται πλήρως στο εφιαλτικό όραμά του που δίνει έναν αέρα αρρώστιας στο περιβάλλον όπου κινούνται οι ήρωες και οι εχθροί τους. Στο Γκόθαμ βρέχει συνεχώς, σαν να έχουν γίνει ένα το Blade Runner και το Se7en. (Οι φιντσερικές αναφορές δεν σταματούν εκεί, με τους γρίφους στις σκηνές του εγκλήματος, αλλά και την εμμονή του διδύμου Μπάτμαν-Γκόρντον να τους αποκρυπτογραφήσουν, να παραπέμπουν στο Zodiac.) Ο ίδιος ο Μπάτμαν μοιάζει να έχει βασίσει το λουκ του εξίσου στον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure και τον Κόνραντ Φάιτ του Εργαστηρίου του Δρα. Καλιγκάρι. Όμως παρά την πλήρη παράδοση στις σκιές για τρεις ώρες, εκ των οποίων οι δύο περιλαμβάνουν τις δύο καλύτερες σκηνές της ταινίας (την εναρκτήρια δολοφονία και ένα κυνήγι με αυτοκίνητα) και πραγματικά κυλούν χωρίς πρόβλημα, συστήνοντάς μας αυτή τη φορά ένα δυσλειτουργικό ήρωα, το The Batman δεν τολμά να αγκαλιάσει ολοκληρωτικά, και όχι μόνο αισθητικά, το σκοτάδι. Οι σκηνές βίας του χαρακτηρίζονται από μια παράξενη εξυγίανση, οι γρίφοι είναι υπερβολικά εύκολοι, η ερωτική ένταση είναι σχεδόν ανεπαίσθητη, ο Μπάτμαν υποκύπτει σε ακόμα ένα sign of the times, τη φιλοσοφία του “treat people with kindness” (διπλή αναφορά στον Χάρι Στάιλς, ελπίζουμε να διαβάζει). Ο Πάτινσον, που πέρασε την τελευταία δεκαετία κάνοντας περιπετειώδεις επιλογές για να θολώσει το λαμπύρισμα του Twilight, εδώ σηκώνει το βάρος του κόσμου στους ώμους του σαν καταραμένος πρίγκιπας, συμπονετικός, δυνατός αλλά ακίνδυνος.