ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος θεωρεί σημαντικό να μπορείς να γελάς με την ματαίωση

«Την ημέρα όπου το κέντρο της Αθήνας ζει άλλη μια συνηθισμένη αναστάτωση, ο νεαρός δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης γιορτάζει τα γενέθλιά του. Μόνο που το εικοσιτετράωρο των γενεθλίων του θα εξελιχθεί εντελώς απρόσμενα – προσγειώνοντάς τον από τα δικαστήρια της Ευελπίδων σε λαμπερές καντίνες και σκοτεινά πάρκιν της Εθνικής οδού, από το τακτοποιημένο εργένικο σπίτι του στο Λυκαβηττό σε αγροικίες στο Χαλκούτσι και πολυτελείς βίλες στην Αλίαρτο – και θα τελειώσει απρόβλεπτα τα ξημερώματα στην Αθήνα», αυτή είναι η ιστορία που θέλει να μας πει ο Σωτήρης Γκορίτσας στην νέα του ταινία με τίτλο «Εκεί που ζούμε». Στον ρόλο του Αντώνη Σπετσιώτη, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος.

Ο ταλαντούχος ηθοποιός καλείται αυτή τη φορά να υποδυθεί έναν άνθρωπο της γενιάς του, σε μια ταινία που αποτελεί μια ευφυέστατη μικρογραφία της σύγχρονης Ελλάδας. Η Popaganda τον συνάντησε ένα μεσημέρι στην γειτονιά του τον Χολαργό και μας μίλησε για το ελληνικό σινεμά, την σχέση του με τα social media, αλλά και τα όσα τον ενώνουν ή τον χωρίζουν με τον Αντώνη.

Πες μου λίγο για την νέα ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα. Πως προέκυψε η συνεργασία;  

Η συνεργασία προέκυψε με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Ο Σταύρος Ράπτης, ο casting director πρότεινε στον Σωτήρη για τον ρόλο του Αντώνη εμένα. Συναντηθήκαμε μια φορά για έναν καφέ, συμπαθηθήκαμε, μιλήσαμε για σινεμά, μιλήσαμε για τη ζωή, για τις σχέσεις. Το αφήσαμε λίγο ανοιχτό. Μου έστειλε μετά το σενάριο, το διάβασα, με κέρδισε στην πορεία του και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Στην ταινία υποδύεσαι έναν νεαρό δικηγόρο, ο οποίος την ημέρα τον γενεθλίων του βιώνει ένα χάος. Εσένα πως είναι οι μέρες σου, που είσαι καλλιτέχνης και δεν κάνεις ένα τεχνοκρατικό επάγγελμα;

Νομίζω ότι τουλάχιστον στη χώρα μας αυτό το χάος θα το αντιμετωπίσεις ό,τι δουλειά κι αν κάνεις. Δηλαδή αν πρέπει να βγεις από το σπίτι σου, σίγουρα θα το συναντήσεις. Κάποιες μέρες περισσότερο κάποιες λιγότερο. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά, επειδή ο Σωτήρης έχει πάντα την διάθεση να στηλιτεύει την ελληνική πραγματικότητα, αυτό ήταν το λιγότερο που με τράβηξε στο σενάριο του. Περισσότερο με ενδιέφεραν οι σχέσεις, κυρίως η σχέση του Αντώνη με τον πατέρα του. Αυτή ήταν που με άγγιξε πιο πολύ. Σιγά σιγά κατάλαβα την αξία του κοινωνικού σχολίου στην ταινία και βρήκα τρόπους να εμπλουτίσω το χαρακτήρα μου μέσα από αυτό το χάος που βιώνει.

Στην ταινία εκτός από εσένα, υπάρχει και ένα καστ σπουδαίων ηθοποιών. Αυτό σου προκαλεί άγχος για το πως θα τοποθετηθείς ανάμεσά τους ή σε κάνει να αισθάνεσαι το εντελώς αντίθετο;

Ασφάλεια μου προκαλεί. Μόνο ασφάλεια μπορεί να μου προκαλέσει. Ειδικά αν γνωρίζω τους ανθρώπους ή γνωρίζω γι’ αυτούς ότι είναι ωραίοι άνθρωποι, καλοί συνεργάτες. Ο μόνος φόβος που θα μπορούσα να έχω είναι αυτός. Δηλαδή, ότι ξέρω ή έχω ακούσει πως κάποιος είναι πολύ κακός συνεργάτης, αυτό μπορεί να το φοβόμουν, ειδικά αν είχα τριβή, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε καθόλου τέτοιο θέμα, το αντίθετο μάλιστα. Γενικά οι επιλογές του Σωτήρη, επειδή μπήκα από νωρίς στο project, έχουν να κάνουν πάρα πολύ και με τους ανθρώπους. Δηλαδή αν για κάποιον έχει ακούσει κάτι, δεν θα το ρισκάρει εύκολα, καθόλου εύκολα. Οπότε εμένα αυτό το σπουδαίο καστ μόνο ασφάλεια μου προκαλούσε. 

Επειδή έχεις κάνει και πάρα πολύ θέατρο, πόση διαφορά έχει ο τρόπος που προσεγγίζεις έναν ρόλο στη σκηνή και έναν ρόλο στο σινεμά;

Η πηγή είναι πάντα η ίδια. Δηλαδή η πηγή της έμπνευσης είναι πάντα το κείμενο. Μέσα από το κείμενο ο ηθοποιός αρχίζει και φαντάζεται, πλάθει εικόνες, αποκτά αισθήσεις. Απλώς στο θέατρο η διαφορά είναι περισσότερο στην διαδικασία αργότερα. Δεν είναι τόσο στην έναρξη, στο πως προσεγγίζεις τον ρόλο, όσο στο τελικό αποτέλεσμα. Δηλαδή στο τελικό αποτέλεσμα στο θέατρο ψάχνεις μέγεθος, ψάχνεις γκελ, ψάχνεις flow, ενώ στο σινεμά ψάχνεις λεπτομέρειες, ψάχνεις αλήθεια, βλέμματα, χαμόγελα ή τουλάχιστον έτσι δουλεύω εγώ. Αλλά η έναρξη πάντα ακόμα και όταν στο θέατρο κάνουμε κάτι εξπρεσιονιστικό για παράδειγμα, για μένα πάντα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας. Πάντα χαρακτήρα προσπαθώ να φτιάξω. 

Θεωρείς ότι είναι αυτή μία κομβική στιγμή για το ελληνικό σινεμά; Βλέπουμε να γίνονται πολύ αξιόλογες δουλειές τα τελευταία χρόνια, ενώ οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου για παράδειγμα, έχουν φτάσει μέχρι και τα Όσκαρ.

Νομίζω ότι είναι μια κομβική περίοδος για το σινεμά στο σύνολο του, παγκόσμια. Δηλαδή η επίθεση από τις πλατφόρμες, άρα η επίθεση της τηλεοπτικής κινηματογραφικής ας πούμε έκφρασης, γιατι πια μπορεί να γίνει και με αρκετά κινηματογραφικούς όρους τηλεόραση, σε συνδυασμό και με την πανδημία, βάζει σε ένα πρωτοφανές σημείο το σινεμά. Το φαινόμενο του Λάνθιμου βέβαια, ξεπερνάει τα ελληνικά δεδομένα. Ο Λάνθιμος τυγχάνει να είναι Έλληνας. Είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες παγκοσμίως αυτή τη στιγμή, αλλά όλη η τάση που δημιουργήθηκε να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κατά τη γνώμη μου ναυαγεί, δεν μπορεί άλλος να κάνει αυτό που κάνει ο Λάνθιμος.

Τώρα όσο αφορά στο αν γίνονται περισσότερες παραγωγές και τα λοιπά… Κοίταξε όλο αυτό που έχει γίνει με τον ΕΚΟΜΕ έχει σίγουρα ανοίξει πόρτες για να γίνονται πράγματα, να έρχονται ξένες παραγωγές και να γίνονται μεγαλύτερες ελληνικές παραγωγές. Αυτό βέβαια μας δίνει δουλειά και πολλά άλλα θετικά, αλλά κατά την γνώμη μου έχει και κάποια αρνητικά. Δηλαδή χρήζονται άνθρωποι, ηθοποιοί, φωτογράφοι ή σκηνοθέτες μέσα σε μια νύχτα χωρίς να έχουν την εμπειρία. Αυτό δεν είναι και πάρα πολύ καλό, γιατί δεν θα έπρεπε να μετριέται ποσοτικά, αλλά ποιοτικά.

Κατά την γνώμη μου αυτό που λείπει από το σινεμά σε παγκόσμιο επίπεδο είναι μια μέση οδός. Επειδή συνήθως τα πράγματα ξεκινούν από την Αμερική, υπάρχουν τα popocorn movies που απευθύνονται στους έφηβους που γεμίζουν τις αίθουσες και μετά υπάρχουν οι ταινίες των φεστιβάλ, που δεν μπορούν να τις δουν οι περισσότεροι άνθρωποι και δεν υπάρχει μια μέση οδός, όπου θα κάνεις κάτι γνήσιο και ποιοτικό, χωρίς ταμπέλα αλλά με ουσία. Που θα απευθύνεται στον κόσμο, δεν θα ειναι ελιτίστικο ή θα θέλεις λυσσάρι για να το καταλάβεις. Αυτό νομίζω ότι λείπει πάρα πολύ. Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που κάνει σινεμά για τους πολλούς. Τον τελευταίο καιρό είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις σκηνοθέτες που να κάνουν αυτό το πράγμα. Πρέπει να θυμόμαστε πως δεν υπάρχουν μόνο εκείνοι που θέλουν να καταναλώσουν βαριά κουλτούρα και να προβληματίζονται για ένα εξάμηνο μετά ή μόνο εκείνοι που θέλουν να δουν κάτι πολύ ελαφρύ και μετά να πέσουν για ύπνο. Υπάρχουν κι εκείνοι που θέλουν να ψυχαγωγηθούν και να σκεφτούν και λίγο.

Για να επιστρέψουμε στην ταινία, εντοπίζεις κοινά ανάμεσα στον Προμηθέα και στο ρόλο που υποδύεσαι;

Φυσικά. Πάντα εντοπίζω κοινά. Είναι δουλειά μου να εντοπίζω τα κοινά. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος της γενιάς μου, στο τώρα, στη χώρα μου. Αλίμονο αν δεν έβρισκα κοινά. Σε αυτό που ταυτίστηκα αρκετά ήταν η επιθυμία του να κάνει το σωστό, να είναι νόμιμος και δίκαιος. Είναι κάτι που κάνω κι εγώ κι ας τρώω πολλές φορές τα μούτρα μου. Κάτι όμως, που δεν εκφράζει μόνο εμένα, αλλά και ολόκληρη τη γενιά μου, είναι η ματαίωση των ονείρων και των προσδοκιών του. Και ταυτόχρονα η προσπάθεια για να κάνουμε πιο αληθινές σχέσεις οι άνθρωποι μεταξύ μας, με τους γονείς μας, με τις σχέσεις μας τις ερωτικές, με τους φίλους μας, κάπως να ακουμπήσουμε πέρα από αυτό το επιφανειακό πράγμα που διακατέχει την εποχή μας τόσο έντονα.

Προσωπικά αυτό που προσπαθώ είναι να μην αυτομαστιγώνομαι οπότε κάνω ένα λάθος, γιατί έχω αυτή την τάση.

Με αφορμή την ματαίωση. Τελικά η δουλειά του ηθοποιού σου βγήκε έτσι όπως την φανταζόσουν πριν βγεις από την σχολή ή υπήρχε κάποια ματαίωση στην πορεία;

Πολλές ματαιώσεις υπήρχαν προφανώς. Θέλω να πω δεν νομίζω να υπάρχει κάνεις που να μην τρώει ματαιώσεις. Πόσο μάλλον όταν βγαίνεις από μια σχολή και μετά από τρία χρόνια έρχεται η οικονομική κρίση. Μετά που πήγαμε να ανασάνουμε ήρθε ο κωρονοϊός. Δηλαδή θέλω να πω, πως δεδομένα και πρακτικά υπάρχουν ματαιώσεις. Αλλά υπάρχουν και ματαιώσεις προσωπικές και ματαιώσεις καλλιτεχνικής φύσης μέσα από την δουλειά. Βέβαια, δεν είχα κάποια συγκεκριμένη εικόνα για τη ζωή του ηθοποιού.

Όταν ήμουν στο σχολείο ανέβηκα στην σκηνή και ήταν σαν να μου τα σκάει το καλύτερο ναρκωτικό στο στήθος. Και ήθελα να το ξανακάνω. Ήθελα να μην τελειώσει βασικά. Αυτό ήθελα. Οπότε αυτό μπορώ και το ξαναζώ και αυτό είναι στο χέρι μου να το ζω, σαφώς και των συμπαικτών μου, αρκεί να είμαι πραγματικά διαθέσιμος στην στιγμή. Γιατί η υποκριτική είναι μόνο στιγμή. Αυτό που ψάχνουμε στην ζωή μας να είμαστε παρόντες, στην υποκριτική είναι το πρώτο ζητούμενο, δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό, όσο καλά και να προετοιμάσεις τα λόγια σου, όσο καλά και να στήσεις τις αντιδράσεις σου. Μεγαλώνοντας βέβαια καταλαβαίνω ότι με τις ματαιώσεις είναι σημαντικό να μπορείς να γελάς και λίγο, δηλαδή να γελάς με τα προηγούμενα όνειρα σου, να γελάς με την ίδια την ματαίωση, με αυτόν που σε ματαιώνει, με εσένα που ματαιώθηκες. Είναι πολυ απελευθερωτικό.

Η όποια κριτική, καλή ή κακή, σε επηρεάζει;

Μόνο κατόπιν εορτής. Ποτέ την ώρα που το κάνω ή που δημιουργώ έναν ρόλο. Μετά φυσικά. Δεν με απασχολεί βέβαια πάρα πολύ ή τελοσπαντων έχω αποφασίσει ότι δεν θέλω να με απασχολεί τόσο πολύ. Όλοι όμως έχουμε τις πολύ αδύναμες στιγμές μας και όλους μια πολύ κακή γλώσσα, ένας πολύ κακός τρόπος έκφρασης μιας κριτικής, μπορεί να μας πληγώσει, άλλες φορές να μας εκνευρίσει και άλλες φορές απλώς να γελάσουμε.

Εσύ μεγαλώνοντας τι σινεμά έβλεπες;

Έχω περάσει από διάφορα στάδια. Η εισαγωγή μου στις ταινίες ήταν εκείνες που επέλεγαν οι γονείς μου να δω. Από τις πρώτες ταινίες που θυμάμαι είναι το “My left foot” με τον Daniel Day Lewis. Θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιάστει τόσο και νόμιζα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν έτσι όντως, δεν είχα ακόμα αντίληψη της υποκριτικής. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και ο πατέρας μου με έπαιρνε συχνά και πηγαίναμε στον κινηματογράφο. Βλέπαμε πιο mainstream ταινίες, αλλά θυμάμαι πως είχα τρελαθεί με τον Hook. Όταν πια άρχισα να επιλέγω μόνος μου, έπαθα πώρωση με τον Νονό. Δηλαδή καθόμουν και μάθαινα τους μονολόγους απ’ έξω. Μετά πέρασα σε Lars von Trier και Aρονόφσκι, έβλεπα δηλαδή πράγματα που με σοκάρανε εκεί γύρω στα 18. Γενικά όμως είμαι πολύ ανοιχτός στα είδη των ταινιών που θα επιλέξω να δω, δεν έχω τέτοια στεγανά. Ας πούμε μου αρέσει πολύ το κορεάτικο σινεμά. Είδα τώρα στις Νύχτες Πρεμιέρας την καινούρια ταινία του Παρκ Τσαν-γουκ και είπα κοίτα να δεις τώρα τι κάνει ο άνθρωπος. Μέσα σε μια ταινία αλλάζει είδη, αλλάζει κινηματογραφικες γλώσσες, μου μπερδεύει τα συναισθήματα, μετά γίνεται και λίγο θρίλερ. Όλο αυτό ήταν τόσο ποιητικό και έφυγα συγκινημένος. Αυτό για μένα ειναι  ζητούμενο. 

Είπες πως ένας από τους λόγους που σε έκανε να πεις ναι στον ρόλο του Αντώνη είναι η σχέση με τον πατέρα του και αναφέρθηκες πριν λίγο και στον δικό σου πατέρα. Σε παλαιότερη συνέντευξή σου είχες μιλήσει για το διαζύγιο των γονιών σου, οι οποίοι ξαναπαντρεύτηκαν και ξαναχώρισαν, αλλά μιλούσες για όλο αυτό με έναν πολύ υγιή τρόπο.

Κοίταξε, έχει πολύ υγιή κατάληξη. Δηλαδή φυσικά και υπήρχε drama μέσα στην οικογένεια και ποια οικογένεια δεν έχει drama; Μου έλεγε πρόσφατα ένας φίλος ότι το παιδί σου ό, τι και να κάνεις, τραύματα θα έχει. Στην τελική μπορεί να λέει στον ψυχολόγο του μετά από 30 χρόνια ότι δεν του πήρες εκείνο το παιχνίδι που ήθελε και πληγώθηκε. Όμως στην οικογένειά μας υπήρχε αγάπη ακόμη κι αν υπήρχαν δυσκολίες ή αυταρχισμοί. Υπήρχε αγάπη και υπήρχε τρυφερότητα. Είχαμε δηλαδή πολύ βασικά συστατικά για να προχωρήσεις στην ζωή σου και να αγαπήσεις για αρχή, που είναι το πιο βασικό. Η κατάληξη αυτού είναι ότι τώρα μπορούμε και μαζευόμαστε όλοι μαζί και περνάμε τέλεια. Και υπάρχει μια αποδοχή, μια αγάπη βαθιά. Που βαθιά αγάπη ίσον βαθιά αποδοχή. Πολύ ωραία και πολύ λυτρωτική.

Εσύ με τον γιο σου σαν μπαμπάς πως είσαι;

Το παλεύω όπως νομίζω κάνουν και οι περισσότεροι γονείς. Παλεύεις να βρεις ποια είναι η χρυσή ισορροπια. Σίγουρα δεν είμαι των άκρων. Μου αρέσει πολύ να του προτείνω πράγματα. Αν παρατηρώ ότι κάτι του αρέσει του το φέρνω. Αλλά γενικά η πατρότητα και η μητρότητα είναι ένας αγώνας να κάνεις όσο πιο καλά τα πράγματα μπορείς, ποτέ δεν είσαι ευχαριστημένος με τον εαυτό σου. Προσωπικά αυτό που προσπαθώ είναι να μην αυτομαστιγώνομαι οπότε κάνω ένα λάθος, γιατί έχω αυτή την τάση.

Αναπόφευκτα θα σε πάω και στο #Μetoo και στα σκάνδαλα βίας ή κατάχρησης εξουσίας που ξέσπασαν τα τελευταία δύο χρόνια στο ελληνικό θέατρο και την τηλεόραση. Εσύ και σαν θεατής όλου αυτού αλλά και ως ηθοποιός από μέσα, ποιες ήταν οι πρώτες σου αντιδράσεις;

Δεν φοβήθηκα και αυτό είναι σημαντικό. Σίγουρα για κάποιους ανθρώπους χαμογέλασα, για κάποιες γνωστές ιστορίες. Το πρόβλημα μου με τα κινήματα είναι ο φανατισμός και η πόλωση που δημιουργούν. Πλέον και με τα social media είμαστε θεατές και νομίζουμε κιόλας ότι δρούμε, κάτι που είναι πολύ συζητήσιμο ή τέλοσπαντων δεν αρκεί. Θεωρώ ότι όλο αυτό που έγινε είναι μια απαραίτητη αλλαγή, ή όποια έχει πάρα πολλά καλά και στο #Metoo θεωρώ ότι τα καλά υπερτερούν των κακών, γιατί είναι πιο σημαντικό να προστατεύονται οι άνθρωποι, απλώς, ίσως θα ήθελα να γίνεται με καλύτερο τρόπο. Δηλαδή θα ήθελα να πηγαίνουμε πιο βαθιά. Να δούμε πως εκπαιδευόμαστε, ώστε να μην γινόμαστε υποψήφια θύματα και δεν εννοώ ότι τα θύματα έχουν την ευθύνη σε καμία περίπτωση, μπορεί όμως να μην έχουν την ικανότητα να προστατευτούν. Το θέμα είναι να δώσεις στους ανθρώπους την ικανότητα να προστατευτούν. Δηλαδή απαιτεί οι γονείς να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας και να καταλαβαίνουν ότι δεν καθορίζονται από την καριέρα τους και ότι η καριέρα δεν είναι αυτό που καθορίζει την αξία των ανθρώπων. Αν έχεις δώσει στο παιδί σου μια στοιχειώδη αυτοεκτίμηση δεν θα λυγίσει  εύκολα απέναντι στις όποιες πιέσεις ή θα καταλάβει μια κακοποιητική συμπεριφορά νωρίτερα και θα απομακρυνθεί ή θα αντιδράσει. Γιατί ξέρεις η πίεση δεν είναι πάντα βιασμός με τα χέρια, είναι και χιλιάδες άλλα πράγματα, μπορεί να είναι ψυχολογική, λεκτική και πολλά πολλά άλλα. Οπότε θα ήθελα λιγότερο φανατισμό, παρότι κάποια πράγματα θα πρέπει να είναι απόλυτα και κάποια όρια να είναι απόλυτα. Αυτό δεν τίθεται καν υπό συζήτηση. Θα ήθελα όμως περισσότερη ουσία, δηλαδή περισσότερο ψάξιμο στο πως θωρακίζουμε και διαμορφώνουμε καλύτερους ανθρώπους. Στο πως αντί να προστατεύσουμε τις κόρες μας, εκπαιδεύουμε τους γιους μας, τέτοια απλά πράγματα, για να ερχόμαστε πιο κοντά και να μην χωριζόμαστε πάλι σε δύο γήπεδα συντηρητικών και προοδευτικών και όλο αυτό το πράγμα να επαναλαμβάνεται. 

Εσένα ποια είναι η σχέση σου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Περιστασιακή. Περνάω φάσεις που μπαίνω πιο πολύ, φάσεις που τα χρησιμοποιώ λίγο για την δουλειά μου, όχι πολύ πετυχημένα θα έλεγα. Είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι τους. Τα φίλτρα ας πούμε με διαλύουν. Αν διάλεγα να αφαιρέσω έννοιες από την περίοδο που ζούμε θα ήταν τα φίλτρα. Νομίζω ότι είναι τόσο κόντρα στην φύση, τόσο ψεύτικο και δίνει λάθος σήματα και ταλαιπωρεί ανθρώπους.


Η ταινία «Εκεί που Ζούμε», σε σενάριο και σκηνοθεσία Σωτήρη Γκορίτσα, έρχεται στους κινηματογράφους στις 27 Οκτωβρίου από την Feelgood.

Σκηνοθεσία / Σενάριο: Σωτήρης Γκορίτσας
Φωτογραφία: Διονύσης Ευθυμιόπουλος
Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής
Μουσική: Νίκος Πορτοκάλογλου
Πρωταγωνιστούν: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Στέλιος Μάινας, Μάκης Παπαδημητρίου, Χριστίνα Τσάφου, Μαρία Καλλιμάνη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ναταλία Τσαλίκη, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιούλικα Σκαφιδά, Τάκης Σακελλαρίου, Μαίρη Μηνά, Λένα Παπαληγούρα
Παραγωγή: Ηρακλής Μαυροειδής

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι