O πολυλογάς Αργύρης Ξάφης αντιμετωπίζει τη σιωπή ως τρόπο ύπαρξης

Ο Αργύρης Ξάφης έχει πάθος με την τεχνολογία. Με το που πατιέται το κουμπί της ηχογράφησης στο σχετικό app του κινητού, αρχίζει να τεστάρει τη φωνή του και ενθουσιάζεται «Α, έχει και equalizer. Τέλειο. Θυμάμαι  όταν ήμουν 13 χρονών, πήραμε στο σπίτι CD Player, με ενισχυτή, με ηχεία, όλα κανονικά. Πήγα λοιπόν σε ένα διάσημο “σιντάδικο” και τους είπα ότι θέλω να μου δώσουν κάτι να ακούσω που θα μου δώσει να καταλάβω πόσο καλή είναι η ποιότητα όταν ακούς από CD. Μου έδωσαν ένα live του Phil Collins, το “Serious Hits…Live” που είχαν κάνει μια συγκλονιστική ηχογράφηση. Πάω λοιπόν στο σπίτι, κλείνω τα φώτα, πατάω το on κι αρχίζουν τα equalizer. Τρελάθηκα. Ανατρίχιασα γιατί ένιωσα ότι είχα ταξιδέψει στο μέλλον». Διανθίζει τον λόγο του κάνοντας τον ήχο των equalizer, κουνώντας τα χέρια, είναι φουλ εκφραστικός κι εγώ έχω ήδη καταλάβει ότι εκτός από την τεχνολογία αγαπάει πολύ τη μουσική «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς μουσική, ακούω συνέχεια, κυρίως τζαζ και indie» και το να αφηγείται ιστορίες. Το τελευταίο το κάνει εξαιρετικά, είτε πάνω στη σκηνή είτε εκτός.

Η συνάντηση έγινε στο Αερόστατο στην πλατεία Προσκόπων γιατί αμέσως μετά την συνέντευξη θα πάει στο Ωδείο Αθηνών, εκεί όπου διδάσκει υποκριτική τα τελευταία εφτά χρόνια. «Το Ωδείο είναι ένας καταπληκτικός χώρος, τρομακτικά ανεκμετάλλευτος δυστυχώς. Μπορεί να σε πιάσουν ακόμη τα κλάματα βλέποντας την εγκατάλειψή του, ειδικά τώρα που έχει φύγει και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Έχω πει σε διάφορους ανθρώπους ότι θα έπρεπε όλες οι καλλιτεχνικές σχολές να μαζευτούν σε ένα χώρο, το Εθνικό, κάποιο κομμάτι της ΑΣΚΤ που ασχολείται με τις παραστατικές τέχνες και να είναι ένα σοβαρός εκπαιδευτικός, καλλιτεχνικός πυρήνας. Παρά την κατάσταση ο διευθυντής της σχολής, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης έχει κάνει ένα πολύ σοβαρό πρόγραμμα σπουδών, έχει πολύ υψηλό επίπεδο σπουδών. Έχω μεγάλη αίσθηση ευθύνης ως διδάσκοντας και προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Έχουμε 36 δραματικές σχολές και εάν δεις το πρόγραμμα σπουδών θα σου πέσει το σαγόνι και θα καταλάβεις πόσο χαμηλά είναι τα standard σε κάποιες από αυτές» Τον ρωτάω τι διαφορές υπάρχουν σε σχέση με την εποχή που ο ίδιος φοιτούσε σε δραματική σχολή και είναι κατηγορηματικός «Ας μη γελιόμαστε. Ανήκω σε μια γενιά που δεν υπήρχε κανένα σύστημα στη διδασκαλία της υποκριτής. Όλα τα μάθαμε στην πράξη, συνεργαστήκαμε με σπουδαίους ανθρώπους, δοκιμάσαμε, προσπαθήσαμε και τώρα είναι η ώρα να καταγραφεί όλο αυτό σαν σύστημα και να περάσει στους επόμενους». Τώρα πια διδάσκει αλλά πώς είχε πάρει την απόφαση να παίξει; «Ενστικτωδώς. Πήγα να συνοδεύσω μια φίλη μου στο Εθνικό και βρέθηκα να κάνω κι εγώ τα χαρτιά μου. Μέχρι τότε είχα δει μόνο μία παράσταση. Ήμουν Γ’ γυμνασίου, και ήταν τότε με τις μεγάλες καταλήψεις που ηγείτο ο Αλέξης ο Τσίπρας, αυτή η γενιά είμαστε. Επί 4 μήνες δεν είχαμε κάνει μάθημα, είχαμε πάρα πολύ χρόνο και ψάχναμε μια αφορμή να βρεθούμε μεταξύ μας αφού δεν βρισκόμασταν στο σχολείο. Πήγαμε λοιπόν στη θεατρική ομάδα του σχολείου, ανεβάσαμε τη «Μικρή μας πόλη» και την επόμενη χρονιά μας πήγαν με το σχολείο να το δούμε. Αυτή ήταν η σχέση μου με το θέατρο».

Όπως μιλάει τον φαντάζεσαι εύκολα από μικρό να αφηγείται ιστορίες, του πάει πολύ. «Έχει να κάνει πάρα πολύ με τον τρόπο που έχω μεγαλώσει. Ήταν ένας συνδυασμός πόλης και χωριού, έχω πολύ Αθήνα μέσα  μου γιατί εδώ μεγάλωσα αλλά έχω και πολύ Νάουσα μέσα μου, γιατί συνολικά 3-4 μήνες το χρόνο τους περνούσα εκεί. Η Νάουσα ήταν πάντα πολύ έντονη γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν είναι αδιάφοροι και καταγράφονται μέσα σου αυτοί οι έντονοι χαρακτήρες, κάτι που εμένα μου αρέσει πολύ. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει φοβερές, ατελείωτες ιστορίες και μετά αντίστοιχα στην Αθήνα επειδή περνούσα πολλές ώρες μόνος με την αδερφή μου, της έλεγα εγώ με τη σειρά πολλές ιστορίες, κάποιες τις είχα ακούσει άλλες τις έφτιαχνα». Και η ιστορία που καλείται να αφηγηθεί φέτος πάνω στη σκηνή; «Το Μότζο είναι τρελό rock ‘n’ roll, με καταιγιστικούς ρυθμούς και γι’ αυτό το προτιμά πιο νεανικό κοινό. Μιλάμε ότι είναι κάτι με τις ταχύτητες του Trainspotting, ίσως γι’ αυτό δεν έχει τόσο ανταπόκριση στους μεγαλύτερους ενώ για τους νέους αυτός είναι ο φυσικός τους χρόνος αντίληψης. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό αλλά ισχύει. Θα χαρακτήριζα το Mojo μια παράσταση οπλοπολυβόλο όπου εκτυλίσσεται στο πίσω μέρος ενός κλαμπ της δεκαετίας του ’60, όπου βρίσκεται νεκρό το αφεντικό και όσοι δουλεύουν εκεί προσπαθούν να διαλευκάνουν το φόνο. Στην πραγματικότητα βλέπουμε ένα τρομακτικό παιχνίδι για το ποιος θα πάρει το πάνω χέρι και ποιος θα επιβιώσει εις βάρος τον άλλον αλλά όλα αυτά με πολύ δυνατό χιούμορ και σκληρή, βρετανική γλώσσα» Τον διακόπτω για να του πω ότι μου θυμίζει Guy Richie «Τέτοια φάση είναι, τελείως Guy Richie και ως προς το κείμενο και ως προς το στιλ. Είναι λες και ο Richie και ο Tarantino συνάντησαν τον Pinter. Θυμίζει το θέατρο “in your face” της δεκαετίας του ’90 αλλά όχι με το να σου δείξει τον κανιβαλισμό ενός μωρού όπως η Sarah Kane αλλά με τη δυνατή, σκληρή γλώσσα». Αναρωτιέμαι γιατί δεν έχουμε αντίστοιχα ελληνικά κείμενα «Μα γιατί αυτά είναι αποτέλεσμα μιας σχολής χρόνων που υπάρχει στη Βρετανία. Είναι αποτέλεσμα που προκύπτει από ανθρώπους που κάθονται όλη μέρα στο θέατρο, κάνουν όλη μέρα πρόβα με ηθοποιούς, τους δίνουν θέματα, οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, οι συγγραφείς παίρνουν τα θέματα σπίτι τους, ξαναγράφουν κείμενα, τα προτείνουν στους ηθοποιούς οι οποίοι βελτιώνουν το κείμενο, το δίνουν ξανά πίσω κ.ο.κ. Είναι αποτέλεσμα μια συνεργατικής δουλειάς. Ενώ εδώ οι συγγραφείς είναι ο σώζων εαυτό σωθήτω». Και ο ίδιος όμως αγαπά τις συνεργασίες, το έχει αποδείξει αυτό τα χρόνια που βρίσκεται στο θέατρο «Έχω κεντρικές συνεργασίες. Έχω δουλέψει πάρα πολλά χρόνια με τον Θωμά Μοσχόπουλο και τα τελευταία χρόνια με την Ιώ Βουλγαράκη και τη Δέσποινα Κούρτη που οι τρεις μας αποτελούμε την ομάδα ΠΥΡ. Σε αυτές τις δύο παρέες βρίσκομαι, έχω ιστορία μαζί τους κι ελπίζω και μέλλον. Ταυτόχρονα όμως επειδή έχω κι άλλους αγαπημένους συναδέλφους με τους οποίους είμαστε φίλοι και θέλω να δουλεύω με αυτούς -όπως όλοι άλλωστε- επιλέγω τις συνεργασίες μου φυσικά, όπως επιλέγω τους φίλους μου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τον ρωτάω αν οι φίλοι του είναι άνθρωποι που του μοιάζουν «Δεν βλέπω πολλούς ανθρώπους να μου μοιάζουν. Νομίζω περισσότερο ταιριάζω με τελείως διαφορετικούς ανθρώπους. Δεν μου μοιάζουν ούτε στους τρόπους, ούτε στο πόσο παρορμητικός μπορεί να είμαι εγώ ή λογάς, δεν έχω πολλούς φίλους αυτά ως βασικά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς». Γελάω και του αντικρούω ότι η πολυλογία δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα γιατί πάντα σημασία έχει το τι λες «Ρώτα έναν φίλο μου να σου πει αν θα είχε προλάβει να μιλήσει κανείς άλλος σε μια παρέα. Πρέπει να είμαι αποφασισμένος να κάνω πίσω σε μια κουβέντα για να χωρέσει ο άλλος. Είμαι λίγο υπερβολικός σε αυτό. Το ξέρω αλλά τι να κάνω; Δεν θέλω να αυτολογοκρίνομαι ιδιαίτερα. Νομίζω ότι τα πράγματα που λέω αξίζουν να ειπωθούν. Το λέω επειδή έχω ως χαρακτηριστικό να “πετάω” γενικότερες αλήθειες κι όποιος πονάει πονάει ακόμη κι εγώ. Με τον καιρό το έχω κερδίσει αυτό ανάμεσα στους φίλους μου. Βέβαια πολλές φορές παλιότερα έκανα και πολλά λάθη γιατί δεν διέκρινα τις στιγμές που δεν έπρεπε να γίνει. Νόμιζα ότι όλες οι στιγμές ήταν ίδιες, δεν πάει ο άλλος να ήταν σε μια πολύ δύσκολη στιγμή εγώ θα την πέταγα τη μαλακία. Αυτό είναι λάθος. Δεν μπορείς να δοκιμάζεις τους ανθρώπους 24 ώρες το 24ωρο». Συμφωνώ μαζί του γιατί κι εγώ θεωρώ ότι δεν είναι όλες οι στιγμές κατάλληλες να διατυπώσεις μια άποψη, μπορεί να χρειάζεται απλώς να βρίσκεσαι κοντά στον άλλον και όταν έρθει η στιγμή θα του πεις πώς κρίνεις τα πράγματα. «Ναι, αυτό το έχω βελτιώσει με τα χρόνια. Όταν είμαι βέβαια με φίλους κι είμαι σε φάση που μιλάμε τότε είναι δεδομένο ότι πάμε με φουλ τις μηχανές κι ό, τι γίνει». Αφού μιλάμε για παρέες και συναναστροφές τον ρωτάω αν βγαίνει και «Όχι. Δεν βγαίνω. Έβγαινα πολύ μέχρι τα 23-25, σχεδόν καθημερινά μετά σχεδόν καθόλου. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα τα μαγαζιά ίσως επειδή δούλευα και σε αυτά. Ήμουν σε πολλά, από το Μαρούσι μέχρι σε ένα στην Αλεξάνδρας που λεγόταν “Μυσταγωγία” που ξεκίνησε ως mainstream τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο έγινε ελληνάδικο. Tα ελληνάδικα της Αλεξάνδρας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού η πρώτη στιγμή που έπαιρνες μια ανάσα για να κάνεις ένα χαλαρό τσιγάρο ήταν 6:30 το πρωί». Πως ήταν άραγε οι θαμώνες, τον διακόπτω. «Το βράδυ όλοι προσπαθούν να είναι παγόνια, θέλουν να τους παρατηρεί. Όταν όλοι θέλουν, τις περισσότερες φορές είναι όλοι αδιάφοροι. Πάντα υπήρχαν περιπτώσεις που είχαν κάτι ιδιαίτερο, ίσως ένα πολύ ήσυχος άνθρωπος μέσα στον απόλυτο χαμό. Υπήρχαν περιπτώσεις που μου έχουν μείνει. Ο τύπος π.χ. που ερχόταν έπινε 5 Lagavulin και έφευγε αφήνοντας 500 ευρώ χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, έχοντας παραγγείλει μόνο την πρώτη φορά και από τότε δεν ξανάκουσα τη φωνή του. Αυτός ο άνθρωπος σε βάζει να σκεφτείς γι’ αυτόν, να αναρωτηθείς γιατί πίνει κάθε βράδυ, αν έχει λεφτά, αν καταστρέφεται και ό,τι σχετικό και στη ίδια λογική σε βάζουν κι άνθρωποι που βρίσκονται στο άλλο άκρο, πολύ στραφταλιζέ και στο επίκεντρο του κόσμου».

Άρα αφού δε βγαίνει με τι του αρέσει να ασχολείται, επιμένω «Πολύ αγαπημένη μου ενασχόληση είναι η μουσική, μετά οι ταινίες και μετά η τεχνολογία. Ακούω μουσική ατελείωτες ώρες, δύσκολο μπορώ να φανταστώ στιγμές χωρίς μουσική. Θα πάω είτε προς τη τζαζ είτε την indie rock και κάποια βράδια αργά θα ακούσω κλασική. Ενώ στις ταινίες δεν έχω κριτήριο, τα βλέπω όλα, είμαι παμφάγος. Αλλά μου λείπει η μεγάλη οθόνη. Ετοιμάζουμε με τους ΠΥΡ να ανεβάσουμε τη «Μισαλλοδοξία» του Griffith,  τον Ιανουάριο στη Στέγη. Η πρώτη πρόβα πραγματοποιήθηκε με προβολή της ταινίας στον Δαναό. Κι ενώ είχα δει ήδη δύο φορές την ταινία εκεί ήταν που είπα “πωωωω, για εδώ είναι φτιαγμένη”. Το ανέβασμα της «Μισαλλοδοξίας» προέκυψε από ένα δικό μου κόλλημα να ασχοληθώ με το θέμα εμφύλιος. Αναζητώντας έφτασα στη «Γέννηση ενός έθνους» του Griffith και μετά στη «Μισαλλοδοξία» όπου εκεί μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά πάθαμε πλάκα. Ο πλήρης τίτλος είναι “Intolerance, Love’s Struggle Throughout the Ages”.  Σκέψου τι λέει αυτός ο τίτλος. Η μάχη της αγάπης για να υπάρξει. Όλα είναι εναντίον της αλλά δε γίνεται να μην υπάρχει. Πάντα υπάρχει κι αν κοιτάξεις γύρω σου πάντα υπάρχουν πιθανότητες αγάπης. Η αγάπη πρέπει να παλέψει ενώ το μίσος είναι αυθύπαρκτο. Γεννιέται χωρίς πολύ ζόρι. Σκέψου για να σε αγαπήσω πρέπει να παιδευτείς για να το κερδίσεις ενώ για να σε μισήσω αρκεί ένα λάθος σου. Δε θα έλεγε ποτέ «Η μάχη του μίσους δια μέσου των αιώνων» γιατί το μίσος δεν μάχεται για να υπάρξει, το μίσος ξαπλώνει και υπάρχει γιατί ζητάει πολλά προαπαιτούμενα. Κι αν σου ακούγεται πολύ ακραίο το εύκολα μισείς, μπορείς να πεις ότι εύκολα ακυρώνεις, εύκολα διαγράφεις, εύκολα πετάς.  Ο κεντρικός λοιπόν άξονας των ιστοριών της «Μισαλλοδοξίας» είναι το πώς οι άνθρωποι πάντα σφάζονταν και εξακολουθούν να το κάνουν γιατί οι άνθρωποι δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Οι άνθρωποι σφαζόντουσαν στο γόνατο για το τίποτα και ακόμη το κάνουν. Δεν μαθαίνουμε από την ιστορία. Βέβαια εμείς ζούμε σε μικρά κομμάτια της ιστορίας, δεν είμαστε παντεπόπτες για να καταλάβουμε πόσο έχει βελτιωθεί ή όχι το ανθρώπινο είδος. Αν μπορούσαμε να κάνουμε zoom out, θα βλέπαμε ίσως ότι πριν 15000 χρόνια η ζωή δεν είχε καν αξία ενώ τώρα το ξέρουμε κι αυτό ίσως να είναι ένα βήμα εμπρός. Τώρα μπορούμε να λέμε έχει αξία και μετά να σκοτώνουμε. Η δική μας η παράσταση, η απόδοση της «Μισαλλοδοξίας» θα είναι χωρίς λόγο. Όχι επειδή δεν έχουμε πια τα τεχνικά  μέσα ή γιατί θέλουμε να αναπαραστήσουμε την τεχνική του βωβού κινηματογράφου αλλά γιατί εξετάζουμε την σιωπή ως κεντρικό θέμα. Η σιωπή είναι ο πυρήνας του έργου, την ερευνούμε ως τρόπο ύπαρξης. Καταλαβαίνεις τι κόστος είναι για εμένα τον πολυλογά;».

Μότζο, στο Θέατρο Πόρτα,  Μεσογείων 59, τηλ.2107711333, 21077805118
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου