Είναι ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο Ισλανδός. Μπορεί να τον έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει μέσα από τα ηλεκτρονικά του αριστουργήματα αλλά η καριέρα του ξεκίνησε εντελώς διαφορετικά, ως ντράμερ σε μια hardcore μπάντα η οποία έπαιζε ως σαπόρτ σε ένα γνωστό γερμανικό μέταλ συγκρότημα στην περιοδεία του στην Ισλανδία.
Εκείνος τότε ως θαυμαστής τους, αποφάσισε να ηχογραφήσει στο σπίτι του μερικά κομμάτια γεμάτα πιάνα κι έγχορδα και τους τα έδωσε και λίγο καιρό μετά του ζήτησαν να γράψει εισαγωγές για κάποια τραγούδια τους και το άλμπουμ αυτό έγινε επιτυχία. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν όπως γίνονται συνήθως σε μία επιτυχημένη μουσική ιστορία, μια δισκογραφική εταιρεία που μύρισε λαβράκι, το άκουσε και του ζήτησε να δημιουργήσει ένα πλήρες άλμπουμ με παρόμοιες συνθέσεις. Και ενώ ο ίδιος δεν είχε φανταστεί ποτέ του ότι θα αφοσιωθεί σε αυτού του είδους τη σύνθεση, τελικά αυτό ήταν που τον κέρδισε. Τον Οκτώβριο του 2007, κυκλοφόρησε το πρώτο σόλο άλμπουμ του, “Eulogy for Evolution” και αμέσως μετά έφυγε για περιοδεία με τους Sigur Rós.
Κάθε άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει έχει δημιουργηθεί με μαεστρία, όχι μόνο σε σχέση με το μουσικό μέρος του. Καταπιάστηκε με το ταξίδι της ζωής προς τον θάνατο, πάντρεψε αριστοτεχνικά την κλασική με την ηλεκτρονική μουσική και έπαιξε με τον συμπαντικό αριθμό 7, με πιο ιδιαίτερη περίπτωση το άλμπουμ «Island Songs» για το οποίο ταξίδεψε επτά εβδομάδες στην Ισλανδία, επισκεπτόταν επτά διαφορετικές πόλεις (μία πόλη κάθε βδομάδα), συνεργάστηκε με επτά διαφορετικούς μουσικούς και έβγαζε ένα τραγούδι και ένα βίντεο κάθε επτά ημέρες.
Για έναν μουσικό τόσο ο ανήσυχο όσο ο ίδιος όμως πάντα υπάρχουν κι άλλα πρότζεκτ που περιμένουν να αποκαλυφθούν. Έτσι, δημιούργησε το πειραματικό techno duo Kiasmos με τον Janus Rasmussen ενώ σε πολλές περιπτώσεις συνεργάστηκε με τον Γερμανό πιανίστα και συνθέτη Nils Frahm και το 2015 με την πιανίστα Alice Sera Ott πάνω σε κομμάτια του Frédéric Chopin. Το “The Chopin Project” είναι ένα από αυτά τα μαγικά άλμπουμ που μπορούν να καταπραΰνουν την καρδιά και το μυαλό μας ακόμα και τις πιο δύσκολες στιγμές, αφού οι δύο μουσικοί δίνουν μία σύγχρονη πνοή στις κλασικές συνθέσεις του Chopin διατηρώντας όλη την ομορφιά των πρωτότυπων.
Στις συνθέσεις του ο πρωταγωνιστής είναι πάντα το πιάνο, με τα έγχορδα και τους ατμοσφαιρικούς ηλεκτρονικούς ήχους να μπλέκονται υπέροχα μεταξύ τους, σαν να παρακολουθούμε έναν αέρινο χορό που αντικατοπτρίζει όλο τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης σε έναν κόσμο χαοτικό, με έναν συναρπαστικό τρόπο. Εσωστρεφής αλλά άκρως αισιόδοξος, έχει τη δύναμη να μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι που περνά μέσα από την απομόνωση αλλά έχει ως προορισμό την ελευθερία. Με λίγα λόγια, η μουσική του είναι λυτρωτική και κάθε του εμφάνιση που συνοδεύεται από υπέροχα visuals, είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία.
Έχει δώσει συναυλίες σε μερικούς από τους σημαντικότερους συναυλιακούς χώρους στον κόσμο, όπως το Royal Albert Hall, το Guggenheim Museum στο Μπιλμπάο, το Μουσείο του Λούβρου και η Όπερα του Σίδνεϋ. Στο Ηρώδειο, στις 15 Ιουλίου 2021, ο Ólafur Arnalds θα αποκαλύψει στο ελληνικό κοινό τον εσωτερικό του κόσμο παρουσιάζοντας στιγμές από ολόκληρη την καριέρα του αλλά και το τελευταίο του άλμπουμ “Some kind of peace” το οποίο ξεκίνησε να γράφεται πριν από το lockdown και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας στο στούντιό του στο λιμάνι του Ρέικιαβικ. Μιλήσαμε για τη μουσική παράδοση της Ισλανδίας, τις σημαντικές συνεργασίες του και τις περιβαντολλογικές του ανησυχίες λίγο πριν έρθει στη χώρα μας.
Ποιο ήταν το σημείο κλειδί για τη μετάβασή σου από το hardcore metal στους ηλεκτρονικούς ήχους; Δεν υπήρξε κάποια επίσημη μετάβαση. Δημιουργούσα πιο κλασικά εμπνευσμένη μουσική την ίδια στιγμή που έπαιζα πανκ. Μου φαινόταν πάντα πολύ φυσικό για μένα. Το βλέπω ως δύο διαφορετικές πλευρές της μουσικότητάς μου, όχι ως αμοιβαία αποκλειστικές.
Και ο συνδυασμός ανάμεσα στην ορχηστρική και την ηλεκτρονική μουσική (το duo project Kiasmos και η συνεργασία με τον Bonobo); Ποιο ήταν το έναυσμα; Είναι κάτι που επίσης συνέβη φυσικά. Πάντα άκουγα πολλή ηλεκτρονική μουσική και χιπ χοπ. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τις πρώτες μου μουσικές τις έφτιαχνα στο κομπιούτερ μου, με έκανε να πρέπει να μάθω και πώς να τις δημιουργώ. Αλλά όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μουσικούς, καταλήγεις να φτιάχνεις τη μουσική που σου αρέσει να ακούς.
Προέρχεσαι από μία χώρα με τεράστια μουσική παράδοση στους ατμοσφαιρικούς ήχους. Αισθάνεσαι ότι τα ατμοσφαιρικά τοπία της Ισλανδίας ταξιδεύουν μέσα από τη μουσική σου και πώς εξηγείς αυτή την τεράστια επιτυχία σε χώρες που το περιβάλλον τους είναι τόσο διαφορετικό; Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες η ισλανδική μουσική έχει πραγματικά εξελιχθεί σε κάτι γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ιστορικά η Ισλανδία είναι μία μουσική έρημος. Έχουμε την παλιά μας μελοποιημένη ποίηση (“rímur”), αλλά ήταν μόνο αυτό μέχρι τον 20ο αιώνα. Νομίζω ότι το μέρος από όπου προέρχεσαι πάντα σε επηρεάζει, είτε θέλεις να το παραδεχτείς, είτε όχι. Ως μουσικός από την Ισλανδία αυτό που με επηρεάζει περισσότερο δεν είναι τόσο τα τοπία της χώρας μου όσο το πόσο ήσυχα μπορεί να είναι εδώ, ακόμη και στο Ρέικιαβικ. Όσο το γιατί η ισλανδική μουσική φαίνεται να έχει τόσο μεγάλο κοινό, πραγματικά δεν ξέρω. Αλλά νομίζω ότι γενικά δεν φοβόμαστε να πειραματιζόμαστε και να βγαίνουμε έξω από το κουτάκι μας. Αυτό σε συνδυασμό με τη φήμη που έχει η χώρα, καθιστά τη μουσική μας ως κάτι ξένο και συναρπαστικό.
Είναι το τελευταίο σου άλμπουμ “Some kind of peace” ένα αντίδοτο στη δύσκολη πραγματικότητα που βιώνουμε; Πιστεύω ότι η μουσική σαν τέχνη γενικότερα είναι ακόμη πιο σημαντική σε περιόδους σαν αυτήν. Βέβαια είναι λίγο ειρωνικό το γεγονός ότι όλο αυτό δημιούργησε την κατάρρευση της ζωντανής μουσικής, των συναυλιών, γενικά της βιομηχανίας των θεαμάτων αλλά έχουμε γεννηθεί για να δημιουργούμε και δεν πρόκειται να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό. Η μουσική σε τέτοιους καιρούς μας θυμίζει την αξία της κοινωνικότητας και της ανθρώπινης επαφής. Βρίσκουμε σε αυτήν παρηγοριά και μας βοηθάει να αναρρώσουμε.
Είσαι ένας καλλιτέχνης που υποστηρίζει την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση. Πόσο δύσκολο είναι να συνδυαστεί η κλιματική ουδετερότητα και η βιωσιμότητα με την ανάγκη του σύγχρονου μουσικού να κάνει τουρνέ για να επιβιώσει, καθώς οι πωλήσεις έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το παρελθόν και το streaming δεν πληρώνει αρκετά; Είναι πολύ δύσκολο και είναι κάτι που το σκέφτομαι πολύ. Μέσα στα τελευταία 3-4 χρόνια προσπαθήσαμε να κάνουμε αλλαγές και πειράματα για να μειώσουμε το αποτύπωμα του άνθρακα στις συναυλίες μας. Στο τέλος όμως, παρ’ ότι προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό ώστε να είναι οι τουρνέ μας φιλικές προς το περιβάλλον, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα και είναι αναγκαίες κάποιες συστηματικές αλλαγές ώστε τα πράγματα να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Πραγματικά είχα την ελπίδα ότι όλο το σύστημα θα εκμεταλλευόταν αυτή την παύση που κάναμε ώστε να σκεφτεί ξανά τα πράγματα και να τα οργανώσει από την αρχή. Αλλά η αλήθεια είναι ότι όλοι θέλουν τόσο απελπισμένα να δώσουν συναυλίες και σόου, μιας και όπως είπες και εσύ υπάρχει ο οικονομικός παράγοντας, έτσι με την πρώτη ευκαιρία απλώς επιστρέφουν στις ίδιες συνήθειες που είχαν και πριν την πανδημία.
Σε διακρίνει η μεγάλη αγάπη που έχεις για κλασικούς συνθέτες. Να περιμένουμε κάποιο άλλο πρότζεκτ αντίστοιχο του “Chopin Project” στο μέλλον; To “Chopin Project” στο οποίο αναφέρεσαι, έχει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος άλλος κλασικός συνθέτης που θα με έκανε να δημιουργήσω ένα αντίστοιχο πρότζεκτ για να είμαι ειλικρινής αλλά ποτέ δεν ξέρεις!
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Ticket Services, Τηλεφωνικό κέντρο, 210 7234567. Εκδοτήρια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου. Δίκτυο μεταπωλητών: PUBLIC STORES. Κρατήσεις ΑΜΕΑ στο tameia@greekfestival.gr και στο τηλέφωνο 210 3221 897.
Ακολουθήστε το event εδώ.