Categories: ΣΙΝΕΜΑ

O Ντάνιελ Κρεγκ αποχαιρετά με θέαμα και συναίσθημα τον Τζέιμς Μποντ στο No Time To Die

Δεκαέξι χρόνια είναι άφθονος χρόνος για να κατασταλάξει στην ταυτότητά του ένα franchise και ο Μποντ της γενιάς μας είχε αποφασίσει τουλάχιστον 2 ταινίες πιο πριν ότι οι ανησυχίες του είναι περισσότερο υπαρξιακές παρά κατασκοπικές.

Το ερώτημα της σημασίας του ήρωα στον 21ο αιώνα, που τέθηκε με τον πιο καταλυτικό τρόπο στο Skyfall και συνεχίστηκε με κατώτερα αποτελέσματα στο Spectre, λαμβάνει μια οριστική (τουλάχιστον μέχρι το μελλοντικό Bond 26) απάντηση στη νέα ταινία (και τελευταία με πρωταγωνιστή το μακροβιότερο Μποντ, Ντάνιελ Κρεγκ) No Time To Die, που κυκλοφορεί επιτέλους στους κινηματογράφους μετά από καθυστέρηση ενάμιση χρόνου εξαιτίας της πανδημίας. Άλλωστε τα κρίσιμα μυστικά και οι τολμηρές αφηγηματικές αποφάσεις της ταινίας δεν θα άντεχαν μια διακεκομμένη, υποτονική έξοδο στις αίθουσες έτσι όπως θα την υπαγόρευαν οι συνθήκες της τελευταίας χρονιάς και, αν μη τι άλλο, χρειαζόμαστε όσα κινηματογραφικά events είναι πρόθυμα να μας προμηθεύσουν τα στούντιο.

Και ο νέος Μποντ είναι πολλά πράγματα, αλλά πάνω απ’ όλα παραμένει event: το υπενθυμίζουν με τον καλύτερο τρόπο οι δύο εναρκτήριες σεκάνς της ταινίας, πριν τους τίτλους αρχής, η μια στην παγωμένη λίμνη ενός νορβηγικού δάσους και η άλλη στα πέτρινα σοκάκια της (πολύ hot τουριστικά) Ματέρα στην Ιταλία, όπου ο Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα (της πρώτης σεζόν του True Detective και ο πρώτος Αμερικανός που αναλαμβάνει σκηνοθετικά καθήκοντα στις ταινίες του 007) ακονίζει τις ικανότητές του στη δράση με άψογη αίσθηση του χώρου και πρακτικά εφέ. Από εκεί και πέρα, η δράση δεν περνάει ακριβώς σε δεύτερη μοίρα αλλά, στη σχεδόν τρίωρη διάρκεια της ταινίας, αναγκάζεται να συνυπάρξει με την πιο δραματική πλοκή σε ταινία Τζέιμς Μποντ που γυρίζει πραγματικά νέα σελίδα στο franchise, όμως θυσιάζει μερικές από τις πιο επιφανειακές (κι όμως τόσο χαρακτηριστικές) απολαύσεις αυτής της σειράς.

Το No Time To Die αποτελεί απευθείας συνέχεια του Spectre (συγχωρείστε αν δεν το θυμάστε, έχουν περάσει 7 χρόνια και επίσης ήταν κάκιστο), με τον Μποντ να έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να ζει –προσωρινά– τον έρωτά του με την Μάντλεν Σουάν (Λεά Σεντού), ενώ ο Μπλόφελντ (Κρίστοφ Βαλτς) βρίσκεται στη φυλακή. Η ευτυχία δεν κρατάει για πολύ, αφού η οργάνωση Σπεκτρ συνεχίζει να τον καταδιώκει και ένας παλιός φίλος, ο Φίλιξ (Τζέφρι Ράιτ), του ζητάει τη βοήθειά του για να εντοπίσει έναν Ρώσο επιστήμονα και το θανάσιμο δημιούργημά του που βεβαίως απειλεί να καταστρέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα κάνοντας όπλο το ατομικό DNA. Ο Μποντ βιώνει μια κορλεονική “just when I thought I was out, they pull me back in” στιγμή και δεν αργούν να εμφανιστούν συναδελφικές φιγούρες από τα παλιά όπως ο Q (Μπεν Γουίσο), η Μάνιπενι (Ναόμι Χάρις) και ο Μ (Ρέιφ Φάινς), αλλά και η νέα κάτοχος του κωδικού 007 (Λασάνα Λιντς). Δεν έχουν όλοι τους ιδιαίτερη χρησιμότητα και ορισμένες υποπλοκές εγκαταλείπονται ανεξήγητα παρά το χτίσιμό τους στο δρόμο για την κλιμάκωση, που περνάει μέσα από “κοιλάδες και κορυφές”, δηλαδή από περιττή πολυλογία και εκπληκτικά setpieces δράσης, όπως εκείνο στην Κούβα με την εκθαμβωτική και διασκεδαστική Άνα Ντε Άρμας να βοηθάει πρώην και νυν 007 να βγάλουν από τη μέση μερικούς κακούς. Η ταινία δείχνει σταθερά πανέμορφη, χάρη στο βραβευμένο με Όσκαρ για το La La Land διευθυντή φωτογραφίας του, Λίνους Σάντγκρεν, μάλλον το μεγαλύτερο ατού της μετά τον Κρεγκ.

Η ανάγκη του No Time To Die να απομακρυνθεί από τη δοκιμασμένη φόρμουλα δεν περνάει απαρατήρητη, είτε πρόκειται για την προσθήκη της Λιντς ως ασυγκίνητης μπροστά στη γοητεία του Μποντ και πολύ πιο cool νέας 007 είτε για εκείνη της Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ (Fleabag) στη σεναριακή ομάδα για λίγο χιούμορ (ο Μποντ κάνει μέχρι και αναφορά στην ποπ κουλτούρα, και μάλιστα στο μιούζικαλ The Book Of Mormon, που ξεκίνησε ολόκληρο ντιμπέιτ μετά την προβολή για το πού μπορεί να το ξέρει: “- περνάει οδηγώντας έξω από το θέατρο στο Γουέστ Εντ” “- ναι αλλά πώς ξέρει λεπτομέρειες;”) το οποίο είναι πολύ πιο ανεπαίσθητο από όσο ισχυρίζονται άλλες κριτικές. Όμως εδώ, περισσότερο από ποτέ, θυμίζει τη συνταγή άλλων δοκιμασμένων μπλοκμπάστερ, όπως του υπερηρωικού MCU, με τη στενή εξάρτησή του από τις πλοκές των προηγούμενων ταινιών, και της τριλογίας του Σκοτεινού Ιππότη, με την έμφαση στο βασανισμένο εσωτερικό κόσμο ενός ήρωα που είχε πρωτοσυστηθεί πολύ πιο μονοδιάστατα. (Ένα πράγμα που δεν του λείπει είναι ο κλισέ μανιακός κακός, αυτή τη φορά με τη μορφή του Ράμι Μάλεκ, που έχει εξελίξει το μηδενικό χάρισμα που επέδειξε στο Bohemian Rhapsody σε μηδενική απειλή εδώ.) 

Ο Κρεγκ, που είχε διαταραγμένη σχέση με τον ήρωα τα τελευταία χρόνια, έχει αποφασίσει για το τελευταίο του νούμερο να αναδείξει την καρδιά κάτω από το σμόκιν, ίσως σε μια προσπάθεια να καθορίσει την κληρονομιά που αφήνει ως σύμβολο, με τον ίδιο τρόπο που αυτό απασχολεί και τον Μποντ. Αλλά δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί κανείς αν έχει υποκύψει ακόμα και το πιο αειθαλές franchise στην κυρίαρχη τάση της ψυχαγωγίας της εποχής, που αποθεώνει την καλοσύνη και το συναισθηματισμό εις βάρος πιο περίπλοκων προκλήσεων (η επιτυχία του Ted Lasso αποτελεί πρόσφατο παράδειγμα, αποκαλύπτοντας την στροφή του κουρασμένου από την ειρωνεία κοινού προς πιο παρήγορα κόνσεπτ) και νιώθει ότι πρέπει να ανεβάσει το διακύβευμα σε απίστευτα ακόμα και για τα δεδομένα του Μποντ ύψη για να πετύχει τη συναισθηματική προσγείωση. Ένας τρωτός Μποντ που παραδέχεται το πέρασμα του χρόνου αποτελεί, βέβαια, το στοίχημα των παραγωγών καθώς προστίθενται δεκαετίες στην πλάτη του και ταυτόχρονα ο κόσμος αλλάζει. “Ο Τζέιμς Μποντ θα επιστρέψει” υπόσχεται το μήνυμα των τίτλων τέλους – η νέα του εκδοχή θα είναι ευπρόσδεκτη, ακόμα και μετά τις θυσίες αυτής ταινίας.

Η ταινία No Time To Die κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip Entertainment.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου