Ένα μεσημέρι πριν από δύο περίπου χρόνια έλαβα ένα email από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπαβέλλα, τον οποίο δεν γνώριζα προσωπικά. Είχε ακούσει ένα τραγούδι από τον πρώτο δίσκο του πατέρα μου, Περικλή Χαρβά, «Κάτω από τα παραμύθια», που είχε κυκλοφορήσει το 1971 και ήθελε να το συμπεριλάβει στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του που βρισκόταν στο post production στάδιο. Το γεγονός και μόνο ότι ένας άνθρωπος έψαξε μουσικές από το παρελθόν που μόνο οι βαθιά μουσικόφιλοι, κυρίως της νεότερης γενιάς, μπορούσαν να γνωρίζουν, αυτομάτως με έκανε να τον συμπαθήσω και να θέλω να βοηθήσω ώστε να ξεπεράσουμε οποιοδήποτε γραφειοκρατικό εμπόδιο. Όπως και έγινε. Όταν επιτέλους έφτασε η στιγμή να δούμε την ταινία στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, οικογενειακώς, δεν νιώσαμε μόνο συγκίνηση που το «Έρχομαι φίλε» ακουγόταν από τα ηχεία της Αίγλης του Ζαππείου, 49 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, αλλά παρασυρθήκαμε σε ένα από τα πιο feel good ταξίδια που έχουμε απολαύσει ποτέ στη μεγάλη οθόνη.
Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ είναι ένα μικρό θαύμα. Γιατί το λέω αυτό; Για ένα σωρό λόγους. Αρχικά είναι μία ταινία που έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες και αντιξοότητες από την αρχή της παραγωγής της. Αφού κατάφερε να ολοκληρωθεί με χαμηλό μπάτζετ, έχοντας στο καστ της σπουδαίους ηθοποιούς, και βετεράνους και της νεότερης γενιάς, χωρίς το αποτέλεσμα να υστερεί σε τίποτα από μεγάλες παραγωγές, η προγραμματισμένη αρχική της κυκλοφορία στις αίθουσες συνέπεσε με την πανδημία και τους περιορισμούς, κι έτσι όλα πήγαν έναν χρόνο αργότερα. Μέχρι τώρα έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, έχει αποσπάσει βραβεία και επιτέλους ήρθε η ώρα να τη δούμε στο θερινό σινεμά ΒΟΞ από τις 22 Ιουλίου.
Το σενάριο υπογράφει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας, σε συνεργασία με την Κατερίνα Κλειτσιώτη και πρόκειται πραγματικά για ένα ανατρεπτικό σενάριο, με πολύ γέλιο και πολλή συγκίνηση. Η απόλυτα ταιριαστή μουσική και του Γιώργου Μπουσούνη αλλά και τα τραγούδια που ακούγονται, πρωταγωνιστούν στην ταινία, οι διάλογοι είναι σαν να έχουν ακουστεί όντως από την παρέα μας και φτάνοντας στο υπέροχο φινάλε το μόνο που θες είναι να την ξαναδείς από την αρχή. Και σε αυτό συντελεί και η μοναδική χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Ένα κινηματογραφικό δίδυμο που εγώ προσωπικά θα μπορούσα να απολαμβάνω ξανά και ξανά. Ποιο είναι στόρι της ταινίας; Ο Αντώνης Τιτσάνης (Μάκης Παπαδημητρίου) και ο Χρήστος Φερτάκης (Μιχάλης Σαράντης) είναι δύο φίλοι που συγκατοικούν σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Άνεργοι και πλήρως αποκομμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ζουν όπως μπορούν, είτε με τα ελάχιστα έσοδα από τις μικροδουλειές που κάνουν, είτε με τα χρήματα από το ταμείο ανεργίας του Χρήστου.
Τους δυο τους ενώνει ο κοινός, πλατωνικός έρωτας για τη Λώρα Ντουράντ (Άννα Καλαϊτζίδου), μια μυθική πορνοστάρ της δεκαετίας του ‘90, τα ίχνη της οποίας έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Όταν τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, οι φίλοι αποφασίζουν κι αυτοί να πάνε κόντρα στην τύχη τους ξεκινώντας την αναζήτησή της. Έτσι μπαίνουν σε μια fully-fledged ροκ εν ρολ Οδύσσεια (με Λωτοφάγους, Κύκλωπες και Πηνελόπες) όπου τα κινηματογραφικά κλισέ σταδιακά παρεμβαίνουν μέχρι εν τέλει να γίνουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας. Στην ταινία παρευλαύνει πλήθος αγαπημένων ηθοποιών, όπως η Υβόννη Μαλτέζου, ο Δάνης Κατρανίδης, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ο Νίκος Χατζόπουλος, ο Ηλίας Κουνέλας, η Μαίρη Μηνά, ο Κρις Ραντάνοφ, ο Γιώργος Μπουσούνης, η Αναστασία Πλέλλη, ο Κωνσταντίνος Γώγουλος, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, η Μαρία Σκουλά και άλλοι. Ακόμα θυμάμαι ότι στη σκηνή με την Υβόννη Μαλτέζου δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από τα γέλια.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Σαράντης, μίλησαν στην Popaganda για αυτή την εμπειρία που λάτρεψαν όσο και όλοι εμείς που είχαμε την ευκαιρία να τη δούμε πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας αλλά και μέσω streaming στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας κέρδισε στο σενάριο;
Μάκης: Η ιστορία, ότι πρόκειται για ένα road buddy movie. Κυρίως αυτό. Αλλά και ότι είναι άνθρωποι που δεν έχουν ξεπεράσει ακόμη τις δεκαετίες των ‘80s και ‘90s κι εγώ που ανήκω σε αυτή τη γενιά, ταυτίζομαι αρκετά. Είναι κάποια πράγματα εκείνης την εποχής που σήμερα τα βλέπω με νοσταλγία.
Μιχάλης: Ότι ήταν καλογραμμένο και παραλληλα όλη αυτή η περιπέτεια που υποσχόταν ότι θα συμβεί. Η ιστορία δύο αγοριών που ψάχνουν το εφηβικό τους κόλλημα ενώ κοντεύουν τα 40 με συγκίνησε, ενώ ταυτόχρονα έβλεπα τι έχουμε να κάνουμε στην ταινία και έλεγα «Ωχ κοίτα τώρα, τι ωραία, θα τρέχουμε πάνω-κάτω συνέχεια».
Και ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν είδατε την ταινία;
Μάκης: Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν την έχω δει ακόμα εντελώς ολοκληρωμένη, θα τη δω μαζί σας αυτή την εβδομάδα. Είχα δει ένα πρώτο cut αλλά λόγω συνθηκών και δουλειάς δεν τα κατάφερα και επειδή δεν ήθελα να τη δω σε streaming, περίμενα να βγει στις αίθουσες.
Μιχάλης: Ήμουν με ένα χαμόγελο φορεμένο χωρίς να το καταλαβαίνω. Σου δίνει ένα hype συναίσθημα η ταινία με ένα φινάλε κάπως γλυκόπικρο. Έχει κάτι το εφηβικό με την έννοια του ξέγνοιαστου. Με συγκίνησε επίσης το πόσο καλά ήταν φτιαγμένη και μάλιστα τηρουμένων των αναλογιών, επειδή γνωρίζω με τι μπάτζετ έγινε, θα σου πω ειλικρινά ότι δεν φαίνεται καθόλου, απεναντίας. Το αποτέλεσμα είναι σούπερ. Οπότε στην προβολή πραγματικά ήταν σαν να είχε φορεθεί ένα χαμόγελο στα χείλη μου και απλά χάζευα και χαιρόμουν.
Το κινηματογραφικό δίδυμο Αντώνης-Χρήστος είναι το καλύτερο που έχουμε δει σε ελληνική ταινία, κατά την άποψή μου. Πέρα από το σενάριο και τους διαλόγους, οι δυο σας είχατε μια τρομερή χημεία. Υπάρχει περίπτωση να το ξαναδούμε αυτό το δίδυμο; Σε ένα διαφορετικό σίκουελ της ταινίας ίσως ή με κάποιον άλλο τρόπο; Το έχετε σκεφτεί;
Μάκης: Η αλήθεια είναι ότι με τον Μιχάλη συνεργαστήκαμε πολύ καλά, είναι και ένας πολύ καλός ηθοποιός και άψογος συνεργάτης οπότε τηρουμένων των συνθηκών και δοθείσης της ευκαιρίας με χαρά θα συνεργαζόμουν πάλι μαζί του. Αλλά δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο στα σκαριά προς το παρόν. Μακάρι.
Μιχάλης: Ήθελα να δω πρώτα τι θα πει για να απαντήσω, χαχα. Ειλικρινά δέσαμε πάρα πολύ με τον Μάκη, τον γνωριζω και τον θαυμάζω χρόνια, γουστάρω πολύ που κάναμε αυτό το πράγμα μαζί και μακάρι να προκύψει πάλι η συνθήκη και η συγκυρία να ξαναδουλέψουμε, ανυπομονώ.
Πόσες φορές χρειάστηκε να διακόψετε κάποια σκηνή επειδή γελούσατε; Προέκυψαν δικές σας αυθόρμητες στιγμές που μπήκαν στην ταινία επειδή έδεσαν τέλεια;
Μιχάλης: Πολλές φορές χρειάστηκε να διακόψουμε. Είναι και ο Μάκης πηγή έμπνευσης, δεν θέλει και πολύ να σε παρασύρει! Είμαι κι εγώ πολύ χάχας οποτε μπορώ να γελάσω για πλάκα άμα και ο άλλος είναι πειραχτήρι. Υπάρχει μάλιστα μια στιγμή που είναι εκτός σεναρίου που μου λέει ο Μάκης κάτι και σκάμε στα γέλια και ο Δημήτρης την κράτησε. Δεν φαίνεται σαν blooper, απεναντίας είναι σαν να βλέπεις τον Αντώνη και τον Χρήστο να λένε τα δικά τους.
Υπήρξε κάποια σκηνή για την οποία σκέφτηκε κάποιος από εσάς «φίλε, αυτό θα μπορούσε όντως να έχει συμβεί και σε μένα»;
Μάκης: Ουκ ολίγες θα έλεγα. Η αλήθεια είναι ότι κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, ξέρεις, που μεγαλώνοντας πολλές φορές σκεφτόμαστε σε ποια εποχή θα θέλαμε να ζήσουμε, νομίζω ότι αυτή την εποχή θα ήθελα να ξαναζήσω. Να μην είμαι δηλαδή πέντε χρονών, να τη ζήσω πιο μεγάλος, 15-20 και να βιώσω πώς είναι να έχεις αυτή την αφέλεια, τη ρομαντική αθωότητα, το κυνήγι στην παραλία που τους παίρνουν τα γέλια, με τα μηχανάκια συνέχεια, δεν έχουν μια σταθερή δουλειά αλλά δεν αγχώνονται γιατί η ζωή είναι μπροστά τους. Βγάζει μια οικειότητα η ταινία και σε μένα και στη γενιά μου των 40 φεύγα και φαντάζομαι και οι μεγαλύτεροι θα το νιώσουν αυτό. Η αφέλεια εκείνης της εποχής είναι κάτι που λείπει τώρα, τα πράγματα έχουν γίνει πιο πονηρά. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή τους παρ’ ότι ζουν στο 2021, που μοιάζει σαν να τους έχει προσπεράσει η εποχή, είναι κάτι που βρίσκω γοητευτικό και ρομαντικό.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία έχει πολλά κωμικά στοιχεία με πολλή σουρεαλιστική δράση, έχει και κάποιες πολύ δυνατές συναισθηματικά στιγμές. Υπήρξε κάποια σκηνή που σας συγκίνησε ιδιαίτερα (ακολουθούν spoilers);
Μάκης: Ναι βέβαια, η σκηνή στο δέντρο, που εκφράζω την αγάπη μου στον φίλο μου με έναν πολύ ωραίο τρόπο και με πολύ ωραία λόγια. Λόγια που συνήθως εμείς οι άντρες θεωρούμε ταμπού να τα πούμε σε έναν άλλο άντρα. Ότι δεν θέλω να χαθείς, να μου λείψεις και να μην έχω προλάβει να σου πω ότι σε αγαπάω, ότι εσύ είσαι ο φίλος μου, ο άνθρωπός μου. Γνωρίζουμε ότι κάτι συμβαίνει στον Χρήστο με ένα θέμα υγείας αλλά είναι πολύ συγκεχυμένο, δεν ξέρουμε αν είναι σοβαρό ή όχι, ούτε εγώ ως Αντώνης και προσπαθώ με έναν τρόπο να εκφράσω αυτά που νιώθω χωρίς να του πω ξεκάθαρα ότι κάτι έχω καταλάβει. Αντί δηλαδή να τον ρωτήσω ευθέως τι συμβαίνει με την υγεία του, χρησιμοποιώ ένα παράδειγμα για να το φέρω πλαγίως και αυτό το βρίσκω αρκετά συγκινητικό και δυνατό.
Μιχάλης: Ο Αντώνης είναι, κατά κάποιον τρόπο στο δικό μου κεφάλι, σαν να κάνει δώρο αυτό το ταξίδι στον Χρήστο που έχει αρρωστήσει, για να μη μείνει απωθημένο. Σαν να του λέει «Πάμε να το ζήσουμε τώρα που μπορούμε». Έχει λοιπόν έτσι κι αλλιώς μια στενάχωρη αφετηρία αυτή η ταινία και ναι μεν ο Δημήτρης δεν ρίχνει εκεί το βάρος αλλά υπάρχει εκεί σαν υπενθύμιση. Η ιστορία εξαρχής πάντως από μόνη της με συγκινεί ούτως ή άλλως. Με συγκίνησαν πολύ επίσης οι μεγάλες σεκάνς που είχαμε με τον Δάνη Κατρανίδη, που τον είχα και δάσκαλο, την Υβόννη Μαλτέζου που τη λατρεύω και φυσικά τον Αλέξανδρο Λογοθέτη και τον Νίκο Χατζόπουλο. Όποτε ερχόταν κάποιος να γυρίσουμε μια μεγάλη σκηνή μαζί του είχα μεγάλη συγκίνηση με την έννοια ότι ένιωθα σαν οικοδεσπότης που υποδέχεται με μεγάλη χαρά τους καλεσμένους του και θέλει να πάνε όλα καλά, να περάσουν ωραία, να διασκεδάσουν, να γελάσουν και να κάνουμε την δουλειά μας όπως πρέπει.
Ο Δημήτρης Μπαβέλλας ασχολήθηκε με αφοσίωση και λεπτομέρεια ακόμη και επάνω στις μουσικές που ντύνουν την ταινία.
Μάκης: Ενώ στην πραγματικότητα αφορούν μια άλλη εποχή, είναι τόσο απόλυτα ενσωματωμένες επάνω στην ταινία και στις ζωές τους που δεν φαντάζουν ξένες. Είναι καταπληκτική η δουλειά που έγινε.
Μιχάλης: Ακριβώς. Η ταινία έχει ακόμη έναν πρωταγωνιστή, τη μουσική. Που είναι πολύ βασικός και παίζει κι αυτός πολύ καλά, αν μπορώ να το πω έτσι. Μια βεντάλια μουσικών ρευμάτων η οποία δένει πολύ αρμονικά με την κάθε σεκάνς στην οποία υπάρχει. Έγινε πολύ ωραία δουλειά εκεί.
Η Λώρα Ντουράντ ήταν μια πορνοστάρ των ‘90s με την οποία πρωταγωνιστές είχατε φάει μεγάλη καψούρα. Εσείς στη ζωή σας είχατε κάποια αγαπημένη πορνοστάρ;
Μάκης: Χαχα, όχι. Εννοείται βλέπαμε τσόντες τότε απλώς δεν ήταν το star system του πορνό τόσο έντονο ώστε να πεις ότι αυτή είναι η πορνοστάρ που μου αρέσει περισσότερο. Η διάσημη της εποχής δηλαδή ήταν η Τσιτσιολίνα.
Μιχάλης: Αγαπημένους πρωταγωνιστές, συνθέτες, σκηνοθέτες ναι, αλλά όχι δεν είχα αγαπημένη πορνοστάρ.
Δεν υπήρχε κάποια γυναίκα της showbiz που θαύμαζες και είχες το πόστερ της στο δωμάτιό σου Μιχάλη;
Θυμάμαι ότι μικρός έβλεπα το Baywatch και η Πάμελα ήταν η φαντασίωση όλων αλλά εμένα μου άρεσε περισσότερο η Γιασμίν. Πόστερ όμως δεν είχα, χαχα.