Ο Laurent Cantet δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για την Αριστερά

Χαιρετισμένος ως μια απ’ τις σημαντικότερες πολιτικοποιημένες φωνές του σύγχρονου γαλλικού σινεμά, ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα και υποψήφιος για μη αγγλόφωνο Όσκαρ σκηνοθέτης δεν έκρυψε ποτέ τις αριστερές του ανησυχίες. Με το Ανθρώπινο Δυναμικό / Human Resources (1999) που του έφερε το Cesar καλύτερου ντεμπούτου, και το Ελεύθερος Ωραρίου / Time Out (2001) που τον έμπασε δυναμικά στην ευρωπαϊκή σκηνή, ο Laurent Cantet έχτισε μια εκρηκτική πορεία ως την εδραίωση του κινηματογραφικού του στίγματος με το Ανάμεσα στους Τοίχους / Entre les Murs (2008), που τον πήγε ως την κορυφή των Κανών, πριν τον ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Οι δύο επόμενες κινηματογραφικές του περιπέτειες (η συμμετοχή του στη συλλογή μικρού μήκους ταινιών με τίτλο 7 Μέρες στην Αβάνα / 7 Days in Havana (2012), αλλά και το άσφαιρο Foxfire (2012)), έδειξαν μια κάποια αμηχανία στο να ακολουθήσει τον σαφή κοινωνικό και έντονα πολιτικό του προσανατολισμό, κι η αιτία μάλλον βρίσκεται γυμνή και εύγλωττη σ’ αυτή τη νέα του επιστροφή στη μεγάλη οθόνη: η Επιστροφή στην Ιθάκη της οποίας το σενάριο συνυπογράφει με τον εμβληματικό Κουβανό νοβελίστα Leonardo Padura, είναι μια τσουχτερή, όσο και μελαγχολική ωδή σ’ αυτήν την απογοήτευση και τη ματαίωση των αριστερών ιδανικών, που έχει μουδιάσει λίγο-πολύ και όλη την Ευρώπη. Και λέει πολλά για την ευστοχία της το γεγονός ότι προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο και βραβεύθηκε στη Βενετία, αλλά αποκλείστηκε απ’ το φεστιβάλ της Αβάνας.

Πώς προέκυψε ο τίτλος της ταινίας; Πώς ταυτίζεται δηλαδή η Κούβα με μια Ιθάκη; Επελέγη κυρίως γιατί επέμενε πάρα πολύ σε αυτό ο συγγραφέας, o Leonardo Padura, ο οποίος ήθελε να δώσει τη διάσταση της διήγησης του ανθρώπου που επιστρέφει στο νησί του και πρέπει να ξαναβρεί τη θέση του εκεί –αυτή είναι η ιστορία του ήρωά μας. Κι ύστερα ήθελε να δώσει μια παγκοσμιοποιημένη διάσταση, το τι σημαίνει εξορία, το να λείπεις από κάπου, και πώς μπορείς να επιστρέψεις, να βρεις τη θέση σου, και να βρεις τον τρόπο να ανήκεις στον τόπο σου, στους φίλους σου, στη ζωή σου. Όλες μου οι ταινίες έχουν μια κοινωνικοπολιτική διάσταση, κι είναι κι αυτό που είναι σημαντικό για μένα κι ως θεατή ακόμα: οι ταινίες που κάνω και που βλέπω, να δίνουν μια εικόνα της περιπλοκότητας του κόσμου στον οποίο ζούμε.

Θα περίμενε κανείς να εντοπίζετε πολλά κοινωνικοπολιτικά εφαλτήρια στην Ευρώπη της κρίσης, δεν είναι κάπως παράδοξο που καταφύγατε στην Κούβα; Η Κούβα είναι ένα μέρος που επισκέπτομαι εδώ και 15 χρόνια και πραγματικά όποτε βρίσκομαι εκεί αναλογίζομαι την πολυπλοκότητα της ζωής. Και αναρωτιέμαι κατά πόσο όλα αυτά που αντιμετωπίζουν οι Κουβανοί είναι τελικά δικά τους προβλήματα, ή είναι συνδεδεμένα με όλα όσα αντιμετωπίζουμε κι εμείς οι Ευρωπαίοι. Το πιο οικουμενικό θέμα της ταινίας, κατά την άποψή μου, είναι το ζήτημα της απογοήτευσης, της διάψευσης των ελπίδων: για πάρα πολλά χρόνια ζήσαμε όλοι με ψευδαισθήσεις για το τι θα συμβεί, προς τα πού βαδίζουμε… Πλέον όμως όλες οι ελπίδες που είχαμε για τον κόσμο ή τις ζωές μας, έχουν διαψευσθεί πλήρως. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε, και πώς θα διαχειριστούμε όλην αυτήν την ματαίωση που βρίσκεται μπροστά μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η ματαίωση που αισθάνονται οι ήρωές σας αντιπροσωπεύει και ένα γενικευμένο αντίστοιχο αίσθημα και στην Γαλλία δηλαδή, αλλά και την Ευρώπη γενικότερα; Σαφώς, η μυθολογία της Κουβανικής επανάστασης ήταν κάτι το οποίο είχε μεγάλο αντίκτυπο σε όλον τον κόσμο. Στη Γαλλία ας πούμε, παραδοσιακά υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι θεωρούσαν ως ιδανικό παράδειγμα την Επανάσταση στην Κούβα. Εγώ ήμουν μικρός τότε, αλλά άνθρωποι 5-10 χρόνια μεγαλύτεροι από εμένα, είχαν πάρει σαφώς θέση υπέρ της επανάστασης του Κάστρο. Αυτό λοιπόν που ήθελα ήταν να αντιπαραθέσω το ιδανικό του τότε, με την σημερινή πραγματικότητα. Επίσης, μέσα από την ταινία μιλάω και για τη δική μου ματαίωση ιδεών και ονείρων. Ποτέ δεν ήμουν ακτιβιστής, αλλά πάντα ήμουν ένας άνθρωπος πολιτικοποιημένος, με απόψεις και ιδέες που εξέφραζα δημοσίως, τόσο με δηλώσεις, όσο και κυρίως μέσα απ’ τις τταινίες μου. Δυστυχώς τώρα δεν έχω πια ιδανικά, δεν υπάρχουν πια τα ιδανικά στα οποία βασίστηκα στο παρελθόν. Αυτο είναι και το πράγμα που με κάνει να ταυτίζομαι με τους Κουβανούς.

   

Στην ταινία σας παρατίθενται τρεις γενιές της Κούβας: οι πατεράδες της Επανάστασης ας πούμε, μέσα απ’ τον νουθετικό χαρακτήρα της μητέρας, οι αγωνιστές της, που είναι κι οι ήρωες της αφήγησής σας, αλλά κι οι επίγονοι, η νέα γενιά της χώρας, που δεν φαίνεται να εκτιμά και πολύ το αποτέλεσμα των αγώνων των γονιών της. Αυτή η γενιά που δεν έζησε την υπόσχεση της ιστορικότητας της Επανάστασης, πώς βιώνει τον αντίκτυπό της; Ο Padura στα βιβλία του μιλά συνέχεια για τη Χαμένη Γενιά: τη γενιά των πενηντάρηδων, των ανθρώπων που γεννήθηκαν εντός της Επανάστασης, γαλουχήθηκαν με τα ιδεώδη της, πίστεψαν σε αυτά. Στα βιβλία του επανέρχεται πολύ συχνά το θέμα της απώλειας των ονείρων, της ελπίδας, του τι κάνουμε τώρα. Ο χαρακτήρας το γιου νομίζω αντιπροσωπεύει πολύ χαρακτηριστικά τη νέα γενιά Κουβανών, στο ότι έχουν λάβει μια πάρα πολύ καλή παιδεία –γιατί πλέον το σύστημα στην Κούβα ήταν εξαιρετικό και κατόρθωσε να προσφέρει πάρα πολλά–, των οποίων όμως αυτή τη στιγμή η Κούβα πρέπει να δει πως θα αποτρέψει τη μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, ή την Ευρώπη και την Ισπανία. Είναι ένα πραγματικό brain drain αυτό που συμβαίνει τώρα εκεί. Δεν κρίνω βέβαια τις επιλογές και τις αποφάσεις αυτών των παιδιών –είναι εξαιρετικά σκληρό να είσαι νέος στην Κούβα αυτή τη στιγμή–, αλλά είναι νομίζω κάτι το οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε πώς μπορεί και πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί, γιατί είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο πλήγμα για τη χώρα.

Τα αισθήματα απογοήτευσης, ματαίωσης, καταργημένων ελπίδων, είναι αισθήματα όχι ιδιαίτερα προσφιλή στην αφήγηση της Αριστεράς. Συναντήσατε δυσκολίες, ή πολιτικές πιέσεις όταν ετοιμάζατε την ταινία; Η αλήθεια είναι πως, ενώ περίμενα ότι θα έχω κάποια προβλήματα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν υπήρξε κανενός είδους αντίδραση: υποβάλαμε το σενάριο, πήραμε την άδεια, κι όλα έγιναν κανονικά. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι ο Padura είναι πραγματικά ο αστέρας της κουβανικής λογοτεχνίας, οπότε η ύπαρξή του στην παραγωγή και η στήριξή του διευκόλυνε πολύ τα πράγματα. Αυτό που ήταν συναισθηματικά δύσκολο για μένα προσωπικά, ήταν όταν ο δ/ντης του Φεστιβάλ της Αβάνας είδε την ταινία στο Τορόντο: με βρήκε, με αγκάλιασε, μου είπε ότι θέλει οπωσδήποτε να συμπεριλάβει την ταινία στο φεστιβάλ του, κι ενώ είχαν συμφωνηθεί όλα, είχαν τυπωθεί τα προγράμματα κι είχαν οργανωθεί τα πάντα, μόλις 2 βδομάδες πριν το φεστιβάλ, έλαβα ένα μήνυμα που μου έλεγε ότι τελικά η ταινία δεν θα προβληθεί, γιατί οι αρχές δεν πρόλαβαν να τη δουν για να εγκρίνουν την επιλογή της. Για μένα αυτό ήταν σαφώς ένα πρόσχημα, και προσωπικά με πλήγωσε πάρα πολύ, γιατί πίστευα ότι δεν υπήρχαν πια αυτές οι πρακτικές της λογοκρισίας. Θεωρούσα ότι είχε προχωρήσει η χώρα, αλλά η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική.

Δηλαδή; Μετά από αυτη τη λογοκρισία του φεστιβάλ, οι ηθοποιοί της ταινίας –οι οποίοι είναι πολύ γνωστοί στην Κούβα–, ο ίδιος ο Padura, αλλά κι η Ένωση Σκηνοθετών της Κούβας, κινητοποιήθηκαν πάρα πολύ, και η ταινία τελικά προβλήθηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της χώρας. Αυτές οι δύο προβολές που έγιναν εκεί ήταν απ’ τις πιο σημαντικές προβολές ταινιών μου που έχω παραστεί ποτέ: ήταν 1200 άτομα που γέμισαν τον κινηματογράφο, ήταν ουρές απ’ έξω, πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν κατάφεραν να μπουν, ενώ αυτοί που μπήκαν, αντιδρούσαν πάρα πολύ έντονα στην προβολή. Χειροκροτούσαν, γελούσαν, ήταν απίστευα προσηλωμένοι, κι ήταν μάλιστα στιγμές που καταλάβαιναν τι θα ειπωθεί πριν καν το πουν οι ηθοποιοί, γιατί αυτό που έβλεπαν ήταν κομμάτι της ζωής τους. Οπότε έβλεπες ουσιαστικά τον πραγματικό αντίκτυπο που είχε αυτή η ταινία.

Τόσο αυτή η ταινία, όσο κι ο Χρυσός σας Φοίνικας, το Ανάμεσα στους Τοίχους, ήταν ταινίες που εξυφαίνονται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τους χαρακτήρες — δεν υπάρχει δηλαδή στ’ αλήθεια κάποια πλοκή, πέρα από την αφήγησή τους. Τι σας γοητεύει σ’ αυτού του είδους το σινεμά, και πού βρίσκεται το κλειδί στο να ισορροπήσει η θεατρικότητα που ελλοχεύει σε μια τέτοια προσέγγιση, με την κινηματογραφικότητα που απαιτεί η οθόνη; Πράγματι, έχετε απόλυτο δίκιο, στη συγκεκριμένη ταινία μάλιστα, αυτή η θεατρικότητα ήταν κι ένα ζητούμενο. Συνειδητοποίησα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διηγηθώ ουσιαστικά όλες αυτές τις ιστορίες όπως ήθελα να τις διηγηθώ. Ήθελα να είμαι κοντά στα πρόσωπα, δεν ήθελα να υπάρχει οποιαδήποτε άλλη δράση η οποία θα μετατόπιζε την εστίαση απ’ τις ιστορίες αυτές καθ’ αυτές. Ουσιαστικά ήθελα να κάνω κάτι να μου θυμίζει τις δικές μου νύχτες στην Αβάνα, που κάθομαι με καλούς φίλους και μιλάμε, μου λένε ιστορίες απ’ τη ζωή τους. Αυτές οι ιστορίες για ‘μένα είναι μαγικές, οπότε θεώρησα ότι αν με μαγεύουν εμένα, σίγουρα θα υπάρχει κοινό που θα ήθελε να τις ακούσει με αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ έιναι να κινηματογραφώ τα πρόσωπα. Τις λεπτομέρειες, το πώς μιλάνε οι άνθρωποι, αν κοιτάζονται, αν δεν κοιτάζονται, αν απομακρύνονται ή πότε πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Νομίζω ότι αυτό μάς παει στην ουσία του να σκηνοθετείς, και για ‘μένα είναι πραγματικά μια πρόκληση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Υπάρχει όμως μια διαφορά στο να πηγαίνεις σινεμά για να σου πει κάποιος μια ιστορία, και στο να πηγαίνεις στο να σου πει κάποιος ότι είναι κάποιος που θα σου πει μια ιστορία. Δεν είναι λίγο ζαβολιά ο σκηνοθέτης να αναθέτει την αφήγηση σε κάποιον άλλο, αντί να την εικονοποιεί ο ίδιος; Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος που προσπαθώ να κάνω πρέπει να έχει άμεση σχέση με αυτά που έχουν να πουν οι άνθρωποι. Υπάρχουν άλλοι δημιουργοί που κάνουν πιο ποιητικό, ή πιο ιδιωτικό σινεμά και κάνουν εξαιρετικές ταινίες, αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω εγώ. Για μένα το σημαντικό είναι να χρησιμοποιώ την κάμερα για να δω πώς τοποθετούμαι απέναντι σ’ έναν πολύπλοκο κόσμο. Θέτω ερωτήματα. Δεν έχω τις απαντήσεις –αν τις είχα θα ήμουν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά δεν είμαι. Αυτό που θέλω εγώ είναι με την κάμερα να ρωτάω πράγματα και να αφήνω τους άλλους να απαντήσουν. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ιστορίες είναι ιστορίες άλλων ανθρώπων, κι εγώ ουσιαστικά ήθελα να χρησιμοποιήσω τον εαυτό μου ως ένα μέσο που, με την τεχνογνωσία του, θα έδινε την ευκαιρία σε αυτούς τους ανθρώπους να διηγηθούν τις ιστορίες τους. Ήθελα να δώσω το χώρο γι’ αυτές τις ιστορίες και τη δυνατότητα κάποιος να τις ακούσει. Η ταινία λειτούργησε ως πραγματική κάθαρση για τους ηθοποιούς, γιατί επρόκειτο για πράγματα που είχαν ζήσει και που ήθελαν να πουν: η συναισθηματική τους εμπλοκή ήταν τεράστια. Για παράδειγμα όταν έπαιζαν, έκλαιγαν, και δεν έκλαιγαν μόνο γιατί το απαιτούσε ο ρόλος κι αυτοί είναι καλοί ηθοποιοί, αλλά γιατί η ιστορία που παρουσίαζαν ήταν κομμάτι από τους ίδιους. Αυτό ακριβώς ήθελα να προβάλω.

 

Διαβλέπετε να έρχεται κάποιο συμβάν που θα προκαλέσει ρήξη αντίστοιχου εύρους και οικουμενικότητας με αυτά της κουβανικής Επανάστασης, ή του Μάη του ‘68, που θα μπορούσε να εμπνεύσει με συνολικό τρόπο τους ανθρώπους, ή βιώνουμε πια έναν παγιωμένο κατακερματισμό των λαϊκών αντιδράσεων; Αν είναι να γίνει πάντως κάτι, θα είναι είτε σ’ εσάς εδώ στην Ελλάδα, είτε στην Ισπανία, είτε στη Λατινική Αμερική. Σίγουρα όχι στην γερασμένη Ευρώπη. Και διαφοροποιώ εσάς και τους Ισπανούς από την υπόλοιπη Ευρώπη, με την έννοια ότι στην Ελλάδα και την Ισπανία συμβαίνουν πράγματα που θα ήθελα να συμβαίνουν σε μια ιδανική για μένα Ευρώπη, σε αντίθεση με τις βόρειες χώρες. Ίσως βέβαια να μας έρθει μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα έκπληξη απ’ τη Μεγ. Βρετανία, όπου οι Εργατικοί αλλάξανε άρδην κατεύθυνση, οπότε να αποδειχθεί ότι είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος σε σχέση με την γερασμένη Ευρώπη. Αναμένω.

Κι όσο αναμένετε, ετοιμάζετε κάτι καινούριο; Ναι, η επόμενη ταινία μου θα λαμβάνει χώρα στη Νότια Γαλλία, και ουσιαστικά θα αναφέρεται στην αίσθηση αυτή της ανημποριάς και της έλλειψης σκοπού των νέων Γάλλων, οι οποίοι αντί μέσα σ’ αυτή τους την απόγνωση να στραφούν στην Αριστερά, ή και την άκρα Αριστερά της Γαλλίας, η οποία αυτήν την περίοδο δεν είναι καθόλου μα καθόλου πειστική, στρέφονται πολύ πιο εύκολα στην άκρα Δεξιά, γιατί εκείνη πραγματικά είναι πολύ ισχυρή και γι’ αυτό προφανώς πολύ επικίνδυνη.

Η Επιστροφή στην Ιθάκη που προβλήθηκε στα πλαίσια του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 22/10 σε διανομή της Strada Films (http://www.stradafilms.gr/).
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης