Ο Κώστας Σεμερτζάκης προτείνει το «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει» του Pierre Bayard

Pierre Bayard

Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει

Εκδ. Πατάκη, 2008

Είναι γεγονός ότι ως λαός, γράφουμε περισσότερο από όσο διαβάζουμε. Αυτό συνεπάγεται ότι:

  1. Δεν διαβάζουμε όσο θα μπορούσαμε (η επαγωγική σκέψη στα χειρότερά της).
  2. Στον κύκλο μας πιθανότατα υπάρχουν κάποιοι που γράφουν βιβλία. Κάπως έτσι, φτάνουμε πολύ γλυκά στο 3, σύμφωνα με το οποίο…
  3. Ανά πάσα στιγμή υπάρχουν κάμποσα βιβλία που πρέπει και «πρέπει» να διαβάσουμε, καθώς τα έχουν γράψει φίλοι και γνωστοί μας, διάολε!

Ωστόσο, το 3 έρχεται σε μεγάλη κόντρα με το 1, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα δεν θα μπορέσουμε να τα διαβάσουμε τελικά –ίσως επειδή γράφουμε κάτι και εμείς οι ίδιοι. Και κάπως έτσι δημιουργείται μείζον πρόβλημα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Πολυετείς φιλίες μπορεί να καταστραφούν πάνω από αδιάβαστα ή μισοδιαβασμένα βιβλία.

Επιπλέον, είναι και το άλλο. Αν δεχτούμε ότι στον λίγο, ούτως ή άλλως, χρόνο που αφιερώνουμε στο διάβασμα, διαβάζουμε βιβλία φίλων μας, τι θα γίνει με όλα τα άλλα; Οι κλασικοί; Οι νομπελίστες; Αυτοί που μας αρέσουν πραγματικά; Όλοι οι άλλοι που πρέπει να απορρίψουμε πριν καταλήξουμε σε αυτούς που μας αρέσουν πραγματικά; Αδιάβαστοι θα πάνε αυτοί; Κι εμείς; Πώς θα γίνει να μη θεωρηθούμε αμόρφωτοι αγροίκοι –εφόσον δεν έχουμε διαβάσει τόσα και τόσα must read βιβλία– χωρίς να χρειαστεί να απαρνηθούμε την αγαπημένη μας τηλεόραση;

Τις λύσεις έρχεται να δώσει ο Bayard, ο οποίος μας προσφέρει τα εφόδια που θα μας επιτρέψουν να διατυπώνουμε ενδιαφέρουσες απόψεις για κάθε λογοτεχνικό έργο, ακόμα κι αν δεν το έχουμε διαβάσει ποτέ. Ή, μάλλον, ιδίως τότε.

Να καταστήσω εδώ απολύτως σαφές το ότι γράφω για το «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει», χωρίς να το έχω διαβάσει, πράγμα που από μόνο του είναι τέλειο.

Steve and Ruth Bennett , 365 μέρες χωρίς τηλεόραση, εκδ. Καστανιώτη, 1996. Το ιδανικό ανάγνωσμα για όσους λένε ότι θα ήθελαν να βρίσκουν χρόνο για διάβασμα και τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου, αλλά κατά βάθος δεν το εννοούν.

Κωνσταντίνος Σαλονικίδης, Κανονισμοί του τένις και λεξικό, εκδ. Αθλότυπο, 1998. Η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή για όποιον επιθυμεί να δείξει ότι, κανονικά, οι ρακέτες θα έπρεπε να έχουν θέση σε παραλία μόνο τυπωμένες.

Δημήτρης Σκαρμούτσος, 64 εδώδιμα, εκδ. Ποταμός, 2011. Συνδυάζεται αρμονικά με το 100% των tattoo που έχει το 99% των λουομένων.

Paulo Coelho, Ο αλχημιστής, εκδ. Λιβάνη, 1996. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν υπάρχει ΜΙΑ σοβαρή πιθανότητα να σε πλησιάσει ποτέ μοντέλο και να σου πιάσει κουβέντα για τα κοινά σας ενδιαφέροντα, το σύμπαν που συνωμοτεί και τέτοια, είναι αυτή.

Jenny Dooley, Beauty and the beast Reader (+ Audio CD), εκδ. Express Publishing, 1990. Ό,τι κι αν λέμε, ο ελληνάρας, ελληνάρας θα παραμείνει, άρα θα θεωρεί χρέος του να παράγει θόρυβο με κάθε πιθανό τρόπο. Με ρακετούλες, ταβλάκι, μουσικούλα ή και συζητήσεις σαν να μιλάει με κάποιον εφτά χωριά πιο πέρα. Συνεπώς, ας βρίσκεται και κάνα audio book .

Ο Κώστας Σεμερτζάκης είναι κειμενογράφος. Ούτε γράφει ούτε διαβάζει όσο θα ήθελε. Το βιβλίο του «Παρθένος με Καρκίνο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος. 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου