Ο τίτλος της νέας σειράς του ΗΒΟ Winning Time (στην Ελλάδα από τo Vodafone TV) δεν περιγράφει μόνο μια χρυσή εποχή για τους Λος Άντζελες Λέικερς, αλλά θα μπορούσε να αναφέρεται και στην παρούσα φάση της καριέρας του εγκεφάλου που βρίσκεται από πίσω της, του σκηνοθέτη και παραγωγού Άνταμ Μακέι: το 2022 βρίσκεται στην αρχή του, αλλά ο Μακέι ήδη έχει δει την παγκόσμια και πολυσυζητημένη επιτυχία του, Don’t Look Up, να κερδίζει 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ και την prestige σειρά Succession, της οποίας είναι παραγωγός, να καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στη σφαίρα της ποπ κουλτούρας δύο μήνες μετά το φινάλε της τρίτης σεζόν της, κερδίζοντας και το SAG καλύτερου τηλεοπτικού καστ μόλις την προηγούμενη εβδομάδα.
Φαίνεται πως ό,τι σχετίζεται με τον Μακέι, προκαλεί αμέσως ντόρο, οπότε οι προσδοκίες βρίσκονται στα ύψη για το Winning Time, μια εκτυφλωτική, φρενήρη ματιά στην άνοδο (και άνοδο και άνοδο) των Λέικερς τη δεκαετία του ’80, με ένα πολυπληθές καστ πασίγνωστων ονομάτων να ενσαρκώνει διάσημους, αλλά και διαβόητους παίκτες –με την ευρεία έννοια του όρου– της πιο εντυπωσιακής περιόδου του αμερικάνικου μπάσκετ, από το νεαρό Μάτζικ Τζόνσον, τον προπονητή Πατ Ράιλι μέχρι τον ιδιοκτήτη Τζέρι Μπας.
Παρακάτω, οι πρωταγωνιστές της σειράς Τζον Σι Ράιλι, Άντριεν Μπρόντι, Τζέισον Σίγκελ, Τζέισον Κλαρκ, Κουίνσι Αϊζάια, Τρέισι Λετς, Γκάμπι Χόφμαν, Τάμερα Τομακίλι, Σόλομον Χιουζ και Ντεβόν Νίξον ξεναγούν αποκλειστικά για την Ελλάδα την Popaganda στη δυναστεία που άλλαξε το ΝΒΑ για πάντα, εξηγούν πώς είναι να δουλεύεις με το χαρακτηριστικό στυλ του Μακέι, αλλά μοιράζονται και τις σκέψεις τους για την αποκήρυξη του εγχειρήματος από τις αληθινές προσωπικότητες που απεικονίζονται στη σειρά.
Πριν δεχτεί το τηλεφώνημα από τον Μακέι (μοιραίο για πολλούς λόγους, όπως αποδείχθηκε) για τον ρόλο του Τζέρι Μπας, ο Τζον Σι Ράιλι ανησυχούσε για την… ανεργία. «Καθόμουν σπίτι με τις πιτζάμες κοιτάζοντας το ταβάνι και αναρωτιόμουν αν θα ξαναδουλέψω ποτέ. Το να νιώθεις ότι όλα τελείωσαν ακούγεται απίστευτο για μια κατηγορία ηθοποιών, αλλά η ανεργία είναι ανεργία για όλους» μας είπε μέσω Zoom. «[Ο Άνταμ] μου έστειλε το σενάριο, μέσα σε 24 ώρες δέχτηκα και την εβδομάδα που ακολούθησε ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα».
Το παρασκήνιο αυτής της πρότασης έχει καταγραφεί εκτενώς τους τελευταίους μήνες στα αμερικάνικα ΜΜΕ, με τον Μακέι να έχει ομολογήσει σε συνεντεύξεις του ότι η αμέλειά του να ενημερώσει τον κολλητό, συνεργάτη του και φανατικό οπαδό των Λέικερς, Γουίλ Φέρελ, για την πρόσληψη του κοινού τους φίλου, Ράιλι, σε ένα ρόλο που ο ίδιος ο Φέρελ ονειρευόταν να παίξει, αποτέλεσε και την αιτία του τέλους μιας φιλίας δεκαετιών (καρποί της οποίας ήταν, μεταξύ άλλων, κλασικές κωμωδίες του 21ου αιώνα όπως το Anchorman και το Talladega Nights). Είναι λογικό ένας χαρακτήρας σαν εκείνο του Μπας να διεκδικείται τόσο ένθερμα από υποψήφιους ερμηνευτές: διδάκτωρ χημείας στα 24 του, αγόρασε τους Λέικερς το 1979 και επέβαλλε το lifestyle του πλεϊμπόι στην ομάδα, οραματιζόμενος το μπάσκετ ως ένα σπορ αντάξιο με χολιγουντιανό θέαμα. «Μέχρι το 1979, το μπάσκετ ήταν ένα αθλητικό γεγονός. Ο Τζέρι συνειδητοποίησε ότι όχι, είναι ένα show. Είναι ψυχαγωγία. Όταν οι άνθρωποι έρχονται στο γήπεδο, πρέπει να νιώθουν σαν να έρχονται στο Studio 54 ή στη Disneyland. Ως τότε, το μπάσκετ έχανε στην τηλεθέαση από το γκολφ και το μπόουλινγκ. Αυτό δείχνει πού έχουμε φτάσει από το 1979».
Για τον ίδιο τον Ράιλι, η ενσάρκωση ενός ανθρώπου τόσο μοναδικού και σαρωτικού απαίτησε τεράστια αποθέματα ενσυναίσθησης. «Φημολογείται ότι ο Τζέρι Μπας απαιτούσε να υπάρχει ένα κιβώτιο με λακ για τα μαλλιά του συνεχώς στο σπίτι του» λέει. «Το τελετουργικό του χτενίσματός του το αντιλαμβάνομαι σαν δήλωση πίστης εκ μέρους του. Νομίζω ότι τελικά δείχνει πόσο πίστευε στη δύναμη της θετικής σκέψης, τόσο που ήταν σε άρνηση πολλές φορές, μιας και αυτό που κατάφερε στην πρώτη σεζόν [με την ομάδα] ήταν πέρα από κάθε φαντασία, αλλά εκείνος επέμενε ότι μπορεί να συμβεί. Καθώς προχωράει η πλοκή, γνωρίζεις το άτομο και αρχίζεις να καταλαβαίνεις τους λόγους για τις πράξεις του και γίνεσαι πραγματικά συμπονετικός με τους χαρακτήρες σου. Τουλάχιστον εγώ ποτέ δεν θα κοίταζα αφ’ υψηλού τους χαρακτήρες μου, ακόμα κι αν έκαναν επιλογές που δεν θα έκανα. Ο Τζέρι ήταν ένας άνθρωπος άπιαστος. Στην Αμερική του 1979 οι άντρες θεωρούσαν ότι όλα τους ανήκουν δικαιωματικά και ο Τζέρι ήταν προϊόν της εποχής. Απλώς συνειδητοποίησε από νωρίς αυτό που ήθελε. Πολλοί από εμάς περνάμε όλη μας τη ζωή και δεν συνειδητοποιούμε τι μας αρέσει ή πώς θέλουμε να είναι η ζωή μας».
Από τις συνεργασίες του με τον Πολ Τόμας Άντερσον και τον Μάρτιν Σκορσέζε και τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ (για το μιούζικαλ Chicago) μέχρι τη στροφή του στις ξεκαρδιστικές κωμωδίες με τον Φέρελ, ο Ράιλι έχει αποδείξει ότι μπορεί να παίξει μάλλον τα πάντα. Το ίδιο ισχύει, λοιπόν, και για το ρόλο του Μπας, αλλά έκρυβε ένα μυστικό που δεν ήταν ορατό εξαρχής: «Κατά κάποιο τρόπο, ήμουν ακριβώς στο στοιχείο μου και ένιωθα άνετα. Ζούσα εκείνη την εποχή και όλα έχουν σχέση με τον χαρακτήρα. Έπρεπε να είναι γοητευτικός, αστείος και πολύ απρόβλεπτος και επίμονος, αλλά όταν τελείωσα τα γυρίσματα κατάλαβα πόσο βάρος είχα αναλάβει. Διαλύθηκα, και κατάλαβα ότι οφειλόταν στην ένταση της ιστορίας. Χρειάστηκε πολύ συναίσθημα».
Η πρώτη σεζόν του Winning Time διαρκεί 10 επεισόδια και παρακολουθεί με στυλ και υπερβολή τη φαντασμαγορική πορεία και τα εσωτερικά δράματα των “Showtime” Λέικερς, που μέσα σε 10 χρόνια κέρδισαν 5 τίτλους και έφτασαν 8 φορές στον τελικό του ΝΒΑ. Η σειρά, που βασίζεται στο βιβλίο του Τζεφ Πέρλμαν, “Showtime: Magic, Kareem, Riley and the Los Angeles Lakers’ Dynasty of the 1980s”, περιλαμβάνει αρκετές από τις γνώριμες μεθόδους του Μακέι, από την κατάργηση του τέταρτου τοίχου μέχρι τις γραφιστικές επεξηγήσεις επί της οθόνης.
Για τον Κουίνσι Αϊζάια, τον ανερχόμενο ηθοποιό που υποδύεται χαρισματικά τον Μάτζικ Τζόνσον, αυτή η ελευθερία έκανε θαύματα για την ερμηνεία του. «Το να είσαι άνετος στο πλατό είναι μεγάλη υπόθεση. Όσο πιο άνετα ένιωθα στο γύρισμα, τόσο πιο άνετα δοκίμαζα κάτι, γιατί όλος ο τρόπος ήταν αντισυμβατικός. Υπήρχε πολύς αυτοσχεδιασμός. Έγινε δεύτερη φύση [μου]. Το πώς έστηναν τις σκηνές με ενθάρρυνε να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Τα γραφικά που προσέθεσαν είναι απίστευτα». Για να προετοιμαστεί για το ρόλο του Μάτζικ, ο πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός έκανε έρευνα παρακολουθώντας βιντεάκια στο YouTube, διαβάζοντας βιβλία και βλέποντας ντοκιμαντέρ. «Είμαι από το Μίσιγκαν, οπότε ήξερα πολύ κόσμο που τον ήξερε. Τον ήξερα ως σπουδαίο μπασκετμπολίστα, αλλά επειδή γεννήθηκα το 1995, τον ήξερα πρωτίστως ως μεγάλο επιχειρηματία. Είχε ήδη καθιερωθεί ως Μάτζικ Τζόνσον όταν ενηλικιώθηκα. Διάβασα πολύ για να τον καταλάβω ως ολοκληρωμένο άτομο, να τον κατανοήσω ως μπασκετμπολίστα και να καταλάβω πώς ήταν όταν ήταν νέος».
Μια από τις πιο συναρπαστικές σχέσεις είναι, φυσικά, εκείνη του χαμογελαστού, φιγουρατζή Μάτζικ με τον καταξιωμένο και πιο εσωστρεφή Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, τον οποίο στη σειρά υποδύεται ο Σόλομον Χιουζ, πρώην μπασκετμπολίστας στο κολέγιο, κάτοχος διδακτορικού και καθηγητής Πανεπιστημίου, που κάνει το υποκριτικό του ντεμπούτο. «Ήταν υπέροχη ευκαιρία γιατί ήταν ταυτόχρονα οικεία και καινούργια, τρομακτική και διασκεδαστική. Το είδα σίγουρα ως ευλογία, αυτό το υπέροχο ταξίδι. Το να παίζω τον καλύτερο ίσως μπασκετμπολίστα όλων των εποχών με προσγείωσε πολύ γιατί η πραγματικότητα είναι ότι μόνο αυτός μπορούσε να παίξει μπάσκετ με τον τρόπο που το έπαιζε σωστά. Μου άρεσε το να υποδυθώ αυτό τον απίστευτο παίκτη του οποίου το Skyhook είναι τόσο διάσημο σαν επιθετική κίνηση. Ήταν εξίσου τρομακτικό και ανταποδοτικό», λέει ο Χιουζ.
Πέρα από τους μυθικούς μπασκετμπολίστες, η δόξα των Showtime Λέικερς οφείλεται εξίσου και στους προπονητές που με τη σύντομη ή τη μεγαλύτερη θητεία τους καθόρισαν την τροχιά της ομάδας, στέλνοντάς την στα ύψη. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Άντριεν Μπρόντι θα ικανοποιήσει ιδιαίτερα τους φαν στο ρόλο του ειδώλου, Πατ Ράιλι, ακόμα κι αν ο ίδιος ξεκίνησε από το μηδέν στο ερμηνευτικό του ταξίδι. «Όταν πήρα τον ρόλο, είχα πολλή έρευνα να κάνω. Νιώθω ότι είναι σημαντικό να εμβαθύνουμε και να κατανοούμε. Ξέρεις, έχω πάντα έναν Πατ Ράιλι γύρω μου. Ενθουσιάστηκα και το θεώρησα μεγάλη τιμή να υποδυθώ μια τόσο εμβληματική και ενδιαφέρουσα φιγούρα, αλλά είχα μια πολύ πιο επιφανειακή κατανόηση αυτού του ανθρώπου. Και νομίζω ότι η ομορφιά είναι ότι μπορούμε να αφηγηθούμε ένα πολύ πιο οικείο και σύνθετο ταξίδι τύχης και αποτυχίας, επιτυχιών, ορμής και επιμονής – όλα είναι πράγματα που έχω ζήσει κι εγώ. Το κυνήγι του [Πατ] για την αριστεία είναι ένας φάρος όχι μόνο για μένα ως ενσαρκωτή του, αλλά και ως άντρα. Τον θαυμάζω και θαυμάζω τις θυσίες που γίνονται όχι μόνο από τους αθλητές ή τους χαρακτήρες της ιστορίας, αλλά από τους ανθρώπους που τους τιμούν με τη σειρά τους», καταλήγει ο διάσημος ηθοποιός.
Για τον Τζέισον Σίγκελ, γνωστό από την κωμική σειρά How I Met Your Mother, το Winning Time αποτελεί δικαίωση για τον επαναστατικό προπονητή Πολ Γουέστχεντ, αλλά και πρόκληση για τον ίδιο, που βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση του έμφυτου αστείου σε μια οποιαδήποτε κατάσταση. «Όταν κάνεις μια κωμική σειρά παίζεις για να βγάλεις γέλιο και έτσι προσπαθείς να βεβαιωθείς ότι βρίσκεις το αστείο όπου κι αν κρύβεται. Νομίζω ότι η ζωή είναι αστεία. Θα υπάρχει πάντα χιούμορ σε αυτό που κάνω, ακόμα και σε ένα δράμα. Το χιούμορ είναι αυτό το καταπληκτικό, μυστικό πέρασμα στο δράμα γιατί αποδυναμώνει την άμυνα του κοινού. Η προσέγγισή μου ήταν να είμαι εξαιρετικά προετοιμασμένος, έτσι ώστε να σκέφτομαι ελάχιστα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και, από την άλλη πλευρά, να γνωρίζω πολύ καλά τους συμπρωταγωνιστές μου και το τι πραγματικά συνέβαινε. Είδα ότι μου φάνηκε πολύ αστείο. Η ζωή είναι αστεία και οι άνθρωποι που παλεύουν είναι αστείοι. Και οι άνθρωποι που προσπαθούν να γίνουν κάτι που δεν είναι ακόμα, είναι αστείοι».
Ακόμα κι αν κατάγεται από την άλλη άκρη του κόσμου, ο Αυστραλός ηθοποιός Τζέισον Κλαρκ (Zero Dark Thirty, Terminator: Genisys) όχι μόνο μπαίνει στο πετσί μιας all-American προσωπικότητας, αλλά κλέβει την παράσταση (πράγμα διόλου ευκαταφρόνητο με τέτοιο καστ) ως ο απερχόμενος προπονητής Τζέρι Γουέστ, του οποίου η πρώτη αντίδραση ήταν συνήθως η οργή. «Kυριολεκτικά λατρεύω να ξυπνάω κάθε μέρα και να προσπαθώ να βρω αυτό τον άνθρωπο και να μην φοβάμαι να συγκρατηθώ. Το λατρεύω, ακόμα κι αν μερικές φορές μου είπαν να κουλάρω λίγο. Αλλά ήταν υπέροχο και ξέρεις τι; Ο εγωισμός μου μπορεί να το αντέξει. Τα έδωσα όλα», λέει για την ερμηνεία του. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι μπορώ να το κάνω. [Ο Τζέρι Γουέστ] ήταν εμβληματικός, έδωσε τη ζωή του στο μπάσκετ. Το καθόρισε και βρήκε τον δρόμο του μέσα από όλα αυτά. Όταν έχεις την αφετηρία, σημασία έχει να χτίσεις κάτι σωστά και όχι επιφανειακά».
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του κάστιγνκ της σειράς αποτελεί η παρουσία του Ντεβόν Νίξον, που υποδύεται τον point guard και συνήθως επισκιασμένο συμπαίκτη του Μάτζικ και του Καρίμ, τον Νορμ Νίξον – ή αλλιώς, τον πατέρα του.
Αναγνωρίζει ότι αυτή η σχέση τού έδωσε ένα προβάδισμα στην ερμηνεία του. «Είχα ‘λυσάρι’, μπορούσα ανά πάσα στιγμή να τον ρωτήσω ‘τι συνέβη τότε, πώς το έκανες αυτό;’. Αλλά αν δεν έπαιζα τον μπαμπά μου, δεν θα ήθελα να τον γνωρίσω γιατί θα ήθελα να δώσω τη δική μου πρωτότυπη άποψη. Δεν θέλω να νιώθω ότι μιμούμαι. Ήταν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, αλλά ο χαρακτήρας που παίζω ήταν ελαφρώς διαφορετικός από τον πατέρα μου στην πραγματική ζωή. Είναι λίγο πιο χαλαρός. Είναι cool και του αρέσει να κάθεται σπίτι, να ακούει τζαζ και να περνάει χρόνο με την οικογένειά του. Δεν ήθελα ο κόσμος απλώς να νιώθει νοσταλγία για τον παλιό Νίξον, αλλά να αρέσει και στο νεότερο κοινό». Ταυτόχρονα, αυτή η δουλειά τον βοήθησε και να διαψεύσει κάποιες πολυετείς φήμες που ακολουθούν τον πατέρα του και τη σχέση του με τους συμπαίκτες του. «Νομίζω ότι όλοι θα πιστεύουν ότι ο πατέρας μου μισούσε τον Μάτζικ κι αυτό δεν ισχύει. Ναι, υπάρχει λίγος ανταγωνισμός στην αρχή, αλλά όλα κλείνουν τον κύκλο τους, και αγαπάει ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι αυτή ήταν η πιο κοινή παρεξήγηση».
Ο Τρέισι Λετς, γνωστός ως μπαμπάς της Lady Bird στην ομώνυμη ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, έχει λαμπρή καριέρα στο θέατρο ως ηθοποιός αλλά είναι και ο βραβευμένος με Πoύλιτζερ συγγραφέας του August: Osage County. Αν μη τι άλλο, ξέρει να αναγνωρίζει το καλό υλικό όταν έρχεται στο δρόμο του, και το Winning Time ανήκει σίγουρα σε αυτή την κατηγορία. Ο Λετς το περιγράφει ως «διασκεδαστικό, αστείο και σέξι». Μπορεί να μην είχε ακούσει για τον προπονητή Τζακ ΜακΚίνεϊ πριν τον υποδυθεί (παρόλο που παρακολουθούσε, όπως λέει, το άθλημα) αλλά στην πορεία της συζήτησης αποδείχθηκε ως ο ιδανικότερος άνθρωπος για να διαφημίσει τη σειρά. «Έχει sex and drugs and rock’n’roll, υπάρχουν πολλά να αγαπήσει κανείς από εκείνη τη χρονική περίοδο, τα κοστούμια, τη μουσική. Και φυσικά, το γεγονός ότι δεν έχει να κάνει μόνο με το μπάσκετ, αλλά με τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων και το τι προσπαθούν να επιτύχουν. Θα έλεγα ότι αν δεν σας αρέσει το μπάσκετ, θα πρέπει να παρακολουθήσετε αυτή τη σειρά. Αν σας αρέσει το μπάσκετ, το ίδιο».
Στο σύμπαν και την εποχή του Winning Time, αναπόφευκτα ο χώρος για τις γυναίκες είναι μικρός, αλλά η παρουσία τους είναι κάτι παραπάνω από αξιομνημόνευτη. Η Τάμερα Τομακίλι υποδύεται την Κούκι, την college sweetheart και μέλλουσα σύζυγο του Μάτζικ Τζόνσον, που καλείται να διαχειριστεί τη ραγδαία άνοδο του αγαπημένου της και να προστατέψει τη σχέση τους. Η Τομακίλι έχει τεράστια κατανόηση για τους άντρες και τις γυναίκες στη θέση του ζεύγους: «Αυτά τα παιδιά που πέφτουν με τα μούτρα σε ένα τόσο σαγηνευτικό κόσμο σε τόσο νεαρή ηλικία χρειάζεται να έχουν συνέπεια ως αθλητές, να κάνουν θυσίες, να κάνουν λάθη [στις σχέσεις τους] και να καταλάβουν ποιος είναι ο καλύτερος άνθρωπος για αυτούς ή αν αυτό το άτομο είναι πραγματικός φίλος ή όχι. Όσο για τις συντρόφους των αθλητών, τους γνωρίζουν πολύ καλά. Οι αθλητές είναι μεγάλα μωρά. Κάποιος είπε στον Μάτζικ [για την Κούκι] ‘πρέπει να την κρατήσεις γιατί είναι το μόνο άτομο που ξέρει ποιος είσαι αυτή τη στιγμή. Όλοι οι άλλοι είτε θα σας χρησιμοποιήσουν είτε θα σας εκμεταλλευτούν είτε δεν σας βλέπουν όπως είστε. Είστε ακριβώς αυτό που είστε, ανεξάρτητα από τα χρήματα και τη φήμη’. Οπότε το να παίξω ένα τέτοιο άτομο απαίτησε ενσυναίσθηση. Είναι σοφή επιλογή να παντρευτείς την αγαπημένη σου από το σχολείο ή από την παιδική σου ηλικία, γιατί εκείνη θα σε κρατήσει προσγειωμένο και υγιή».
Στο ανδροκρατούμενο σύμπαν του ΝΒΑ και του παρασκηνίου του, κατάφερε να ξεχωρίσει η Κλερ Ρόθμαν, μια πρωτοπόρος στη διαχείριση των venues, που στη σειρά υποδύεται η Γκάμπι Χόφμαν, που πρόσφατα εμφανίστηκε ως αδερφή του Χοακίν Φίνιξ στην ταινία Η Ζωή Συνεχίζεται. Η ίδια η Ρόθμαν, όπως και η οικογένεια Μπας, οι παίκτες-αστέρες και διάφοροι άλλοι εργαζόμενοι στους Λέικερς τότε, έχουν αρνηθεί να δώσουν τις ευλογίες τους στο Winning Time, με πολλούς από αυτούς να έχουν δηλώσει δημοσίως όχι μόνο τη διαφωνία, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και την οργή τους για την ύπαρξή της. (Η Τζίνι Μπας, κόρη του Τζέρι και ιδιοκτήτρια των Λέικερς σήμερα, έχει εγκρίνει επισήμως το ντοκιμαντέρ του Hulu για την ομάδα, που θα κάνει πρεμιέρα αργότερα φέτος. Το ίδιο και η Ρόθμαν.)
Η Χόφμαν ήταν σε αμήχανη θέση, αλλά την καθοδηγεί η καλλιτεχνική αποστολή της παρά το γεγονός ότι δεν είχε πολλές πηγές στη διάθεσή της. «Δεν είχα πολλά στοιχεία. Και [η Κλερ Ρόθμαν] δεν ήθελε να μου μιλήσει, κάτι που σέβομαι απόλυτα. Και ήμουν κάπως ευγνώμων για αυτό. Είχα να δουλέψω με τόσο δυνατά κείμενα -δημιούργησαν έναν ζωντανό χαρακτήρα στη σελίδα- που απλώς βασίστηκα στο διάλογο. Χρησιμοποίησα ό,τι είναι ακριβώς μπροστά μου. Εξακολουθώ να αποτίω φόρο τιμής σε κάποιον που είναι αληθινός και νομίζω ότι όλοι σεβόμαστε βαθιά αυτούς τους ανθρώπους. Και δεν προσπαθώ να απεικονίσω την Κλερ. Απεικονίζω μια γυναίκα εμπνευσμένη από εκείνη. Έχω χρησιμοποιήσει μερικές πολύ μικρές λεπτομέρειες που γνωρίζω για να δημιουργήσω κάτι άλλο από αυτό και ελπίζω ότι προκύπτει μια αληθινή ουσία. Πραγματικά. Ήταν σκληρή, έξυπνη, φοβερή κυρία».
Η Χόφμαν θεωρεί πως είναι μεγάλη ευθύνη να υποδύεσαι ένα αληθινό πρόσωπο (“διερευνούμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και τι σημαίνει να είσαι ζωντανός, κι ας κάνουμε πολλά λάθη”), κάτι με το οποίο συμφωνεί και ο Μπρόντι. «Νιώθω ότι υπάρχουν πολλά να μάθω για αυτά τα άτομα. Είναι υποχρέωσή μας να τους εκπροσωπήσουμε και αν η ιστορία αποτυπώνει μια στιγμή της ζωής τους, πρέπει να καταλάβουμε τι τους οδήγησε εκεί. Αλλά νομίζω ότι είναι λίγο πιο δύσκολο, υπάρχει λίγο μεγαλύτερη αίσθηση ευθύνης όταν υποδύεσαι ένα άτομο που είναι γνωστό και αγαπητό».
Στο τέλος της κουβέντας, ο Λετς κάνει τη δουλειά μας χρησιμοποιώντας τον καλύτερο παραλληλισμό για όλο το εγχείρημα: «Είναι σαν να μαθαίνεις μια κρυφή ιστορία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ενώνουν τις δυνάμεις τους για έναν κοινό στόχο και ο Τζέισον έχει πει ότι είναι σαν ένα origin story υπερηρώων. Είναι σαν τους Avengers, βλέπεις τις ατομικές συνθήκες τους καθενός, τις συγκρούσεις του, τα πράγματα που πρέπει να ξεπεράσουν για να συνεισφέρουν, αλλά όταν το καταφέρνουν, νιώθουν ικανοποίηση. Όλοι θέλουμε να ανήκουμε κάπου. Δεν είναι ακόμα καλύτερο όταν συμμετέχεις σε κάτι σπουδαίο»;