«Ο κύριος Σίλβερστιν», ένα διήγημα της Ντορίνας Παπαλιού

Είχε αργήσει. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που αργούσε. Ο νεαρός αρχιτέκτονας μπήκε στο μικρό βιβλιοπωλείο της Έιντζελ Στριτ, με τον καφέ και το μπέιγκλ, που αγόρασε από ένα βενζινάδικο, στο χέρι. Το λευκό του πουκάμισο, μούσκεμα από τον ιδρώτα, ενοχλητικά διάφανο, είχε κολλήσει πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα, το δέρμα του έκαιγε. Δεν ήταν όμως μονάχα από τη ζέστη, την ανυπόφορη υγρασία της Νέας -Αγγλίας, που παρουσίαζε αυτή την αξιοθρήνητη εικόνα. Η διαδρομή από το διαμέρισμά του στο βιβλιoπωλείο που δούλευε για το καλοκαίρι δεν ήταν παρά ένα τέταρτο με τα πόδια.

«Στηβ, νιώθεις καλά;» τον ρώτησε η Μεγκ, μια στρουμπουλή Αμερικανίδα, μόνιμη υπάλληλος του βιβλιοπωλείου.

«Όχι και πολύ», της είπε μέσα από τα δόντια. Έσκυψε πίσω από τον πάγκο του ταμείου και πέταξε τον καφέ και το χάρτινο σακουλάκι με το -μπέιγκλ στα σκουπίδια, άθιχτα. Το στομάχι του ήταν ένας δεμένος κόμπος.

Για πρώτη φορά, ύστερα από έναν χρόνο που ήταν μαζί, είχε ξυπνήσει χωρίς την Κέιτι πλάι του, με τη μεριά του κρεβατιού της αδειανή, το σεντόνι ατσαλάκωτο, το μαξιλάρι της χωρίς τη μυρωδιά της. Δεν είχε ακούσει τον ήχο του νερού να τρέχει στο μπάνιο ενώ εκείνος προσπαθούσε να ξεκλέψει μερικά ακόμη λεπτά ύπνου, δεν είχε μυρίσει τον φρέσκο καφέ να γίνεται όσο ντυνόταν, δεν του είχε φωνάξει το απλό αλλά τόσο οικείο της «γεια», κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Είχε ξυπνήσει σ’ ένα άδειο διαμέρισμα. Και γι’ αυτό ήταν εκείνος υπεύθυνος.

Στο ξαφνικό άγγιγμα που ένιωσε στην πλάτη γύρισε σαστισμένος. Η Μεγκ κρατούσε μια πετσέτα χεριών. «Δεν χρειάζεται. Ευχαριστώ. Σε λίγα λεπτά θα έχει στεγνώσει. Νιώθω ήδη αρκετά καλύτερα», της είπε τινάζοντας πρόχειρα το πουκάμισό του να αεριστεί. Το σώμα του, παρά τον κλιματισμό του βιβλιοπωλείου, συνέχιζε να ιδρώνει.

«Θα περάσει κι από δω η “Σάλι”, ξέρεις», του είπε κι ακούμπησε πρόχειρα την πετσέτα στην καρέκλα πίσω από το ταμείο.

«Συγγνώμη;» την κοίταξε με απορία.

«Δεν έχεις ξαναβρεθεί σε μέρος απ’ όπου περνάει τυφώνας;» συνέχισε η Μεγκ.

Kούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Έβγαλαν ανακοίνωση. Μόλις το άκουσα στο ραδιόφωνο. Ευτυχώς όταν φτάσει στις ακτές του Ρόουντ Άιλαντ δεν θα είναι παρά μια τροπική καταιγίδα. Όλα όμως θα κλείσουν αύριο, προληπτικά. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πόσο εξασθενημένη θα είναι η “Σάλι”».

«Ναι, ναι, βέβαια», της είπε.

«Η Μεσόγειος δεν σας επιφυλάσσει τέτοιες ευχάριστες εκπληξούλες».

Της χαμογέλασε τυπικά. Δεν είχε διάθεση για αστειάκια με τη Μεγκ.

«Καλό θα είναι να βάλεις σανίδες στα παράθυρά σου», πρόσθεσε κι απομακρύνθηκε. «Κι αν όχι, μείνε τουλάχιστον μακριά από τα τζάμια».

«Θα βάλω σανίδες», την καθησύχασε. Πέρασε τα χέρι του μέσα από τα μαλλιά του να τα στρώσει και σκούπισε το πρόσωπό του με το χαρτομάντιλο που είχε στην τσέπη του.

«Και προς Θεού, μην κάνεις καμιά τρέλα και βγεις έξω», του φώναξε σπρώχνοντας με το πόδι της προς τα ράφια την κούτα που ήταν παρατημένη στη μέση του βιβλιοπωλείου.

«Δεν θα κάνω τέτοια τρέλα, αγαπητή μου Μεγκ».

Η Μεγκ έσκυψε και άρχισε να κόβει την κούτα μ’ ένα κοπίδι. «Σε όλα υπάρχει η πρώτη φορά, Στηβ», μουρμούρισε πίσω από τον ανατριχιαστικό ήχο του χαρτιού που έσκιζε.

Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά, σκέφτηκε ο «Στηβ». «Στηβ», έτσι τον αποκαλούσαν εδώ, γιατί το «Στέφανος» τους έπεφτε κάπως δύσκολο να το προφέρουν –εκτός από την Κέιτι. Εκείνη ήταν η εξαίρεση –σε όλα. Κι αυτή την ιδιαιτερότητα που την χαρακτήριζε είχε θελήσει να προστατεύσει, δεν άντεχε να χαθεί, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τσακωθούν. Η Κέιτι τον είχε παρεξηγήσει.

«Θα με βοηθήσεις με την απέναντι κούτα;» είπε η Μεγκ, καθώς τοποθετούσε τα βιβλία στα ράφια. Κι ύστερα συμπλήρωσε με νόημα: «Είναι η πιο ελαφριά».

Πόσο λάθος έκανε η Μεγκ. Η αβάσταχτη ελαφρότητα των επετείων, σκέφτηκε αντικρίζοντας το περιεχόμενο της κούτας που του υπέδειξε. Οι κάρτες, γυαλιστερές, κακόγουστες, άθλια σχεδιασμένες, με τα εκνευριστικά αδιάφορα, τυποποιημένα μηνύματά τους μαζικής παραγωγής, δεν ήταν παρά ένα ακόμη δείγμα της επιφανειακότητας, της ισοπέδωσης με την οποία οι άνθρωποι βλέπουν συχνά τα πράγματα. Θα ήταν καλύτερα δηλαδή να της είχε δώσει μια τέτοια κάρτα επετείου σήμερα, αντί να της εκφράσει την άποψή του; «Δεν βρίσκω τίποτα το αξιομνημόνευτο στο ότι είμαστε έναν χρόνο μαζί», της είχε πει, κοφτά, όταν η Κέιτι, προς μεγάλη του έκπληξη τον ρώτησε το προηγούμενο βράδυ αν ήθελε να το γιορτάσουν. Κι όταν εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη, συνέχισε: «Αν θέλεις να γιορτάσουμε κάτι, θα προτιμούσα να τιμήσω σε μερικούς μήνες την επέτειο από το θάνατο του Τζον Κητς, κάποιου που θαυμάζω, κι όχι την επέτειο μιας ασήμαντης σχέσης». «Ασήμαντης», μα πώς του είχε ξεφύγει αυτή η λέξη; Δεν εννοούσε ότι η σχέση τους ήταν ασήμαντη για κείνον. Το γεγονός αυτό καθαυτό, η εξύμνηση της σχέσης, μιας οποιασδήποτε σχέσης, ήταν το ασήμαντο. Τι να γιορτάσουν δηλαδή, ότι τα κατάφεραν τον πρώτο χρόνο και ήλπιζαν να τα καταφέρουν και τον επόμενο; Πόσο τετριμμένο, πόσο λίγο της ταίριαζε. Ο Κητς ήταν ο αγαπημένος του ποιητής, είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα και είχε πεθάνει στα είκοσι πέντε του, στην ηλικία που βρισκόταν τώρα ο ίδιος. Εκείνος ήταν από τους σημαντικότερους ρομαντικούς ποιητές ενώ ο ίδιος, ένας νεαρός απόφοιτος της αρχιτεκτονικής, για την ώρα με μηδενικό έργο. Ποιος ήταν ο Στηβ και ποια η Κέιτι για να γιορτάζουν ακόμη το οτιδήποτε στη ζωή τους; Κι όταν η Κέιτι ακούμπησε το κρασί της στο τραπεζάκι κι ύστερα από λίγο έκλεισε την πόρτα πίσω της, ήταν σίγουρος πως δεν είχε απλώς θυμώσει μαζί του, αλλά πως στα λόγια του είχε λανθασμένα δει τη γραμμή εκείνη στον ορίζοντα που ορίζει το τέλος μιας σχέσης. Είχε κάνει λάθος στις λέξεις, όχι όμως στην ουσία αυτού που προσπαθούσε να της πει. Δεν ήταν η δέσμευση που τον απωθούσε, η σχέση, ήταν τα κουτάκια μέσα στα οποία οι άνθρωποι τεχνητά οριοθετούν τη ζωή τους. Σε μια καλή σχέση δεν γιορτάζουν τις επετείους. Η κάθε στιγμή είναι, με μια παράξενη έννοια, γιορτή, όπως στη σκηνή από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο Τρελός Καπελάς του Λούις Κάρολ γιορτάζει με την παρέα του «τα μη γενέθλιά του», κάθε μέρα δηλαδή που υπάρχει αντί τη μία και μόνο μέρα σαν εκείνη που ήρθε στον κόσμο, αδιάφορη κατά τα άλλα σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν μετά.

«Συγγνώμη», διέκοψε τις σκέψεις του μια βραχνή φωνή.

«Παρακαλώ», είπε πνιγμένα γυρίζοντας προς τον άντρα που στεκόταν πλάι του.

«Θα ήθελα να με βοηθήσετε. Ξέχασα, βλέπετε, τα γυαλιά μου», είπε.

«Τι θα θέλατε;»

«Κάτι για τη γυναίκα μου, για την επέτειο του γάμου μας». Ο νεαρός αρχιτέκτονας δεν μίλησε. Ο άντρας με το οστεώδες πρόσωπο, χαραγμένο από το χρόνο, στα νιάτα του πιθανώς ένας γοητευτικός άντρας, τώρα, σαν απόκοσμο ον, ήταν σαν να ξεπήδησε από όνειρο και να είχε έρθει εκεί για να παίξει ένα παράξενο παιχνίδι μόνο μαζί του. Κατέβασε ασυναίσθητα τα μάτια του στις κάρτες που κρατούσε προκειμένου να αποφύγει το διαπεραστικό σκοτεινό βλέμμα του γέρου άντρα. Αμέσως ξεχώρισε τις δύο καλύτερες. Αλλά ο άντρας σήκωσε το ελαφρά τρεμάμενο χέρι του και του έγνεψε αρνητικά.

«Όχι. Όχι, κάρτες. Γυρεύω ένα βιβλίο, ποίησης».

«Κάποιο συγκεκριμένο;» τον ρώτησε κι ακούμπησε τις κάρτες στον πάγκο με τα βιβλία.

«Όχι. Κάτι όμως πολύ ιδιαίτερο». Δεν του προσδιόρισε το είδος της ποίη-σης που αναζητούσε, ούτε της αναγνώστριας για την οποία έπρεπε να συστήσει κάτι «ιδιαίτερο».

Προχώρησαν μαζί στο ράφι με την ποίηση κι άρχισε να του διαβάζει, ανά-κατα: Γουίτμαν, Χίνι, Έλιοτ, Αντζελού, Γέιτς, Ρεμπό, Τόμας, Λόρκα, Χιουζ, Ντίκινσον, Γκίνσμπεργκ, Νερούδα, Παζ, Πλαθ, Φροστ και -φυσικά, Κητς. Και τότε, για μια στιγμή, όπως τον κοίταξε, του φάνηκε πως ο άντρας δεν τον άκουγε, πως δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τα ονόματα που του απήγγελλε, σαν να γνώριζε ήδη τα βιβλία που υπήρχαν στα ράφια κι απλά αυτό που αποζητούσε ήταν να μοιραστεί τη στιγμή της αναζήτησής του με κάποιον άλλον. Τις περισσότερες συλλογές που αυθόρμητα ξεχώρισε, που άρεσαν στον ίδιο, που πιθανώς να άρεσαν στην άγνωστη αναγνώστρια, ο άντρας τού δήλωσε πως τις είχε ήδη. Η γυναίκα του λάτρευε την ποίηση, όπως του είπε.

«Έλληνες; Η γυναίκα σας έχει έλληνες ποιητές;» του είπε διατρέχοντας ξανά τα ράφια με τη ματιά του.

«Μα φυσικά».

«Μοντέρνους έλληνες ποιητές», διευκρίνισε, γυρίζοντας προς τον άντρα. Ο άντρας έσμιξε τα φρύδια. «Σεφέρης, Νόμπελ λογοτεχνίας, σας λέει κάτι;»

«Θα την ενδιέφερε πολύ».

Μα πού στο καλό ήταν, αναρωτήθηκε, ξαναστρέφοντας τη ματιά του στα ράφια. Ήταν σίγουρος πως είχε δει τις προάλλες ένα αντίτυπο της μετάφρασης του Σεφέρη από τον Φίλιπ Σέραρντ και τον Έντμουντ Κήλι. Κατέφυγε για μια στιγμή στη Μεγκ, που του επιβεβαίωσε πως το αντίτυπο είχε πουληθεί πριν καιρό. Είχαν όμως άλλο ένα στην αποθήκη.

«Πότε το χρειάζεστε;» ρώτησε τον άντρα.

«Aύριο, πρωί πρωί».

«Θα σας το έχω», του είπε με απόλυτη σιγουριά στον τόνο του. Και κατέγραψε το όνομά του σε ένα χαρτάκι.

«Με διαβεβαιώνετε πως θα το έχετε». Και διαβεβαίωσε τον κύριο Σίλβερστιν πως θα το είχε. Ένα μελαγχολικό μειδίαμα ίσα που φάνηκε στις άκρες των στεγνών, γέρικων, χειλιών του.

Καθώς κοίταξε πίσω από το τζάμι του βιβλιοπωλείου τον κύριο Σίλβερστιν να απομακρύνεται περπατώντας με δυσκολία, στηριζόμενος στο μπαστούνι που κρατούσε, αναλογίστηκε την υπόσχεση που μόλις είχε δώσει, και χωρίς να μπορεί να εξηγήσει ακριβώς τον λόγο, ο νεαρός αρχιτέκτονας, ένιωσε μια αναπάντεχη αίσθηση ευθύνης.

 

Αργά το απόγευμα στο διαμέρισμά του, έπιασε από τη βιβλιοθήκη του το δικό του αντίτυπο της μετάφρασης του Σέραρντ και του Κήλι. Το είχε αγοράσει πριν μήνες για την Κέιτι, για να την κάνει να νιώσει κάτι από την Ελλάδα του Σεφέρη, την Ελλάδα που κάποτε θα ήθελε να της δείξει. Και βούλιαξε στον πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο. Άνοιξε το βιβλίο και θέλησε να διαβάσει, για άλλη μια φορά, τα ποιήματα. Έπεσε στο ποίημα της σελίδας 312, διάβασε από τη μέση της «Κίχλης»:

… Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,

θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους

καμιά φορά, σα σταματήσω·…

Ακούμπησε το βιβλίο στα πόδια του. Στο τραπεζάκι, πλάι του, το ποτήρι με το κρασί της μισογεμάτο ήταν ακόμη αφημένο από το προηγούμενο βράδυ. Έφερε στο νου του το χαμόγελό της, μια μέρα σαν τη σημερινή, έναν χρόνο πριν. Ήταν ένα αυστηρό, σαγηνευτικό χαμόγελο, που το δόσιμό του τίποτα δεν της είχε κοστίσει, όταν γύρισε προς εκείνον, πριν φύγει, όπως κάθε απόγευμα, από το σχεδιαστήριο της αρχιτεκτονικής που δούλευαν αντικριστά, αλλά που για πρώτη φορά, σαν το φως που ξεπροβάλλει δειλά μέσα από τα σύννεφα που απομακρύνονται μετά την μπόρα, έκανε τη μέρα του να λάμψει. Κι αυτό το χαμόγελο θα χαρακτήριζε πάντα την αρχή, αλλά και το μετά.

Ο ήχος από τις πρώτες σταγόνες στο τζάμι από τον αέρα που δυνάμωνε, το τρίξιμο της ξύλινης κατασκευής του παλιού κτηρίου, έκλεψε το χαμόγελο. Ένας σκίουρος πέρασε έξω από το παράθυρο και σκαρφαλώνοντας σ’ ένα κλαδί που ο αέρας τίναζε μανιασμένα πέρα δώθε, χάθηκε μέσα στο φύλλωμα του δέντρου. Ο τυφώνας είχε σημάνει την επικείμενη άφιξή του. Και τότε ο νεαρός αρχιτέκτονας θυμήθηκε τον απόκοσμο κύριο Σίλβερστιν. Πώς θα του έδινε την επομένη το βιβλίο που του έταξε; Το βιβλιοπωλείο θα ήταν κλειστό. Αυτή του η σκέψη τον βασάνισε όλη νύχτα.

 

Νωρίς το πρωί, ο νεαρός αρχιτέκτονας βγήκε στο δρόμο με το δικό του αντίτυπο της ποιητικής συλλογής στο χέρι. Δεν τον απέτρεψε η «Σάλι», δεν τον εμπόδισε ο αέρας που λυσσομανούσε και η δυνατή βροχή. Το σπίτι του κυρίου Σίλβερστιν, στην ανατολική πλευρά του Πρόβιντενς, δεν ήταν μακριά από το δικό του. Όταν όμως έφτασε και χτύπησε την πόρτα, δεν έλαβε καμία απάντηση.

Αργότερα, μέρες μετά, θα μάθαινε από τους γειτόνους πως ο κύριος Σίλβερστιν, τη μέρα της τρομακτικής καταιγίδας, είχε βγει έξω πρωί πρωί. Κανείς δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτήν την παλαβή του πράξη. Στο δρόμο που πήρε, ο κύριος Σίλβερστιν είχε γλιστρήσει και είχε πέσει στο κράσπεδο. Πέθανε ακαριαία. Δεν ήταν ελαφρόμυαλος άνθρωπος σχολίασαν, αν και τον είχε αλλάξει με τον καιρό ο θάνατος της γυναίκας του. Τη μέρα που πέρασε η «Σάλι», έκλειναν τα τρία χρόνια.

… Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,

θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους

καμιά φορά, σα σταματήσω·…

Το διήγημα προέρχεται από τον επετειακό τόμο που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 2013 με αφορμή τα 70 χρόνια του Ίκαρου και περιέχει κείμενα από πολλούς συνεργάτες μας. Επισυνάπτω το εξώφυλλο, το ΔΤ του βιβλίου, και την φωτογραφία της. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και το μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού Το απαραίτητο φως.

 

 

POPAGANDA