Χέρια του ύπνου παλαιά με τα καρφιά στη χούφτα
στα δάχτυλά σου ανθίσανε του μίσους σου τα κρίνα.
Πήρα τον δρόμο ανάποδα και σταύρωσα τον ύπνο,
λάλησε ο μαύρος πετεινός και φέγγει δίκαια μέρα
και πριν λαλήσει τρεις φορές στον κήπο πέφτει χιόνι
κι ασπρίσανε τα όνειρα και μαύρισαν τα κρίνα.
Βγαίνει η ανάσα του θεού, παγώνει στον αέρα
και κρουσταλλιάσαν τα όνειρα κι η πλάση εμαρμαρώθη.
Κι ούτε τα χέρια έκοψα και τα καρφιά δεν πήρα
κι ούτε έσφαξα τον πετεινό και ούτε ανθίζει ο δρόμος·
χιονίζει μες στον κήπο σου και κήπος δεν υπάρχει.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA