Jason Bourne / Τζέισον Μπορν **+ (2.5/5)

Σε σκηνοθεσία Paul Greengrass, σενάριο Paul Greengrass και Christopher Rouse, με τους Matt Damon, Tommy Lee Jones, Alicia Vikander και Vincent Cassel, παραγωγή του 2016 σε διανομή της UIP

Ο Jason Bourne έχει περάσει τα τελευταία έντεκα χρόνια βρίσκοντας πελατεία σε γναθοχειρουργούς τσακίζοντας σαγόνια Βαλκάνιων street-fighters, όμως η ανακάλυψη μιας υπαλλήλου της CIA τον επαναφέρει στο στόχαστρο της Υπηρεσίας.

Η φύση απεχθάνεται το κενό, ως γνωστόν, ακόμη περισσότερο όμως το απεχθάνεται το Χόλιγουντ -ιδίως όταν πρόκειται για το κενό που αφήνει πίσω του ένα franchise που δεν έχει εξαϋλωθεί απ’ τις συνεχείς επαναφορές, και δεν έχει ακόμη αλλοιωθεί πέραν αναγνώρισης απ’ τα αλλεπάλληλα φωτοκοπιαρίσματα. Έτσι, προφανώς κι όταν ο Paul Greengrass και (ιδίως) ο Matt Damon αποφάσισαν πως δεν θέλουν άλλον Jason Bourne στις φιλμογραφίες τους, τα στούντιο φιλοδόξησαν να συνεχίσουν την κληρονομιά της τριλογίας που άλλαξε το πρόσωπο της δράσης στα early ‘00s (The Bourne Identity, Supremacy και Ultimatum), με το ταιριαστά τιτλοφορημένο The Bourne Legacy / Η Κληρονομιά του Μπορν, κι ο κόσμος ας χαλούσε: Διάολε, μιλάγαμε άλλωστε για τον Jason Bourne, τον κινηματογραφικό χαρακτήρα που, με πάνω από $1 δισ. σε εισπράξεις μέσα σε τρεις ταινίες, κατάφερε ακόμα και τη ναυαρχίδα της κατασκοπικής περιπέτειας, το θηριώδες brand του James Bond, να το αναγκάσει να αλλάξει πρόσωπο, μεθόδους κι εποχή, κι αυτό δεν το λες και μικρό κατόρθωμα.

Η επιχείρηση φυτέματος ενός νέου χαρακτήρα στο σύμπαν που είχε στήσει το ντουέτο των επιτυχιών, εστέφθη με σημαντική αποτυχία: εκτός από την ψυχή και την καρδιά του κτήνους, τον ίδιο τον αμνησιακό υπερκατάσκοπό με τις υπαρξιακές αναζητήσεις δηλαδή, που έδινε παλμό και λόγο ύπαρξης στην κινηματογραφική μεταφορά των τριών ομότιτλων μυθιστορημάτων του Robert Ludlum, αυτό που τελικά και καθοριστικά έλειψε απ’ την τέταρτη κινηματογραφική περιπέτεια με το επώνυμο Bourne στον τίτλο της, ήταν καμιά 200αριά εκατομμύρια προσδοκώμενα δολάρια απ’ τις τελικές και καθοριστικές εισπράξεις: Αν τα εισιτήρια είχαν κοπεί, προφανέστατα ο Jason Bourne θα είχε δώσει τη θέση του στον Aaron Cross, κι ο Jeremy Renner θα βίωνε μια εντελώς διαφορετική καριέρα απ’ αυτήν του sidekick των The Avengers, αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Γιατί στο δικό μας σύμπαν, το κενό του Jason Bourne, μόνο ο Jason Bourne μπορούσε να το αναπληρώσει. Και φυσικά, εδώ μιλάμε για ταινίες, κι όταν στις ταινίες κάποιος λέει «αποκλείεται», μια σκηνή μετά τον βρίσκουμε να κάνει αυτό που είχε αποκλείσει.

Έτσι, 11 χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση, 11 χρόνια που ο Jason Bourne έχει περάσει ήσυχος, βρίσκοντας πελατεία σε γναθοχειρουργούς με το να τσακίζει τα σαγόνια Βαλκάνιων street-fighters που διασταυρώνονται με τις γροθιές του, η ανακάλυψη μιας υπαλλήλου της CIA τον τοποθετεί ξανά στο στόχαστρο της Υπηρεσίας. Κι άξαφνα, ο Bourne αρχίζει να γυρνάει πάλι τον κόσμο και ν’ ανακατεύει τον ντουνιά, ψάχνοντας όχι τη μνήμη του πια (αυτήν την είχε βρει στο Τελεσίγραφο του Μπορν, «Θυμάμαι, θυμάμαι τα πάντα» είχε πει), αλλά την ησυχία τη δικιά του και της μνήμης του πατέρα του, ας πούμε. Κι όπως γυρεύει μανιασμένα ένα στικάκι με πληροφορίες που λίγη σημασία έχουν, για ένα περιστατικό που μικρό ρόλο παίζει στη γενική εικόνα των πραγμάτων, ιδίως δε σε σύγκριση με τον φόβο και τον τρόμο που σκορπά στη CIA η υπενθύμιση πως είναι ακόμα ζωντανός και δραστήριος, ο κυκεώνας των εναλλασσόμενων ανθρωποκυνηγητών τον προσγειώνει στην Αθήνα.

Την Αθήνα της κρίσης, της αναμπουμπούλας και της γενικευμένης ταραχής, που παρέχει το ιδανικό σκηνικό για ν’ αρπάξει τον θεατή απ’ τα μαλλιά, και να τον ρίξει με τα μούτρα στην ωμή και γειωμένη δράση που ‘χει ως πατενταρισμένο trademark του ο Greengrass: Αυτήν την έντονη μίξη ντοκιμαντερίστικου καδραρίσματος και σπιντάτου, νευρώδους μονταρίσματος, που κόβει και ράβει ψιλοβελονιά μακρινές, κοντινές, εναέριες και πεταμένες στο χώμα λήψεις, μπερδεύοντας τη δράση με το δράμα και τη μυθοπλασία με τη faux ρεπορταζιακή επικαιρότητα, κρατώντας προσγειωμένη την εκρηκτικότητα των πλάνων του, όσο τα μανιασμένα τρομπαρίσματα της ηχητικής μπάντας απειλούν να απογειώσουν την αίθουσα ολόκληρη μαζί με την οθόνη.

Όλα τα κρουστά κι όλα τα τούμπανα του κόσμου όμως, δεν αρκούν για να καλύψουν τον βόμβο της ανίας, που αρχίζει σύντομα να πάλλεται κάτω απ’ το κάλυμμα επίπλαστου σασπένς που προσπαθεί ν’ απλώσει στην ταινία του ο Greengrass. Σασπένς που όλο κι εξαερώνεται, όσο αποκαλύπτονται τα κενά αέρος σε μια πλοκή που θέλει να χωρέσει μέσα της τις αγωνίες της νέας, ψηφιακής, μετά-Snowden εποχής, το περίγραμμα της οποίας προσπαθεί να σκιαγραφήσει ένας χαρακτήρας τύπου Julian Assange, με μια social-media-κή οντότητα τύπου Facebook, την οποία προσπαθεί να κρατήσει υπό τον έλεγχό του ένας κοινότοπος, μονόπλευρος, κι ολότελα σχηματικός πράκτορας της «σκοτεινής πλευράς».

Η χάρτινη, μισοψημένη ανεπάρκεια του χαρακτήρα που υποδύεται με περίσσια αδιαφορία και παραίτηση ο Tommy Lee Jones στο ρόλο του κακού κατασκόπου στην κορυφή της επιχείρησης εξόντωσης του Bourne, επισκιάζεται μονάχα απ’ τον κεφαλοκυνηγό που ερμηνεύει ο Vincent Cassel, σε έναν ρόλο πιο ρετάλι κι απ’ τα σκισμένα φανελάκια του αντιζήλου του. Ο κυνισμός των δυνάμεων που κινούν τον κόσμο απ’ τις σκιές, η αδηφάγος διαβρωτική δύναμη του συστήματος που καταπίνει συνειδήσεις αμάσητες και φτύνει τα κουκούτσια, η αφέλεια της μάζας απέναντι στα δίκοπα μαχαίρια που κρύβονται πίσω απ’ τα πληκτρολόγια των κοινωνικών δικτύων, η ολοκληρωτική ανεπάρκεια οποιουδήποτε βρίσκεται εκτός της διελκυστίνδας της εξουσίας να αντιληφθεί το διακύβευμα του κόμπου που πάει κι έρχεται πάνω απ’ το κεφάλι του, όλα προδίδονται απ’ την αρπακολατζίδικη ανάπτυξη μιας πλοκής, που δεν ξεπερνά τη βάση των pulp καταβολών της.

Η φωσκολικού επιπέδου υπεραναλυτικότητα των διαλόγων κάνει ακόμη πιο διάφανες τις προθέσεις πολιτικοκοινωνικού καμουφλαρίσματος ενός δραματουργικού συνόλου λειψού σε φιλοδοξίες κι ακόμη πιο λειψού σε ευστοχία ανάλυσης, όμως και πάλι η καλοστημένη δράση που ούτε ξεπερνά της προσδοκίες που γεννούν το μέγεθος και το pedigree της παραγωγής, αλλά ούτε και τις προδίδει, είναι συνεχώς εκεί για να προσφέρει αδρεναλινικές ενέσεις στο flatline της σεναριακής αφέλειας. Όπως έχει δείξει ξανά και ξανά και ξανά το franchise, όσα αμάξια και να γίνουν σα μπαλάκια από αλουμινόχαρτο (σκηνή ανθολογίας ετούτο εδώ το αμαξοκυνηγητό στο Vegas), κι όσοι ουρανοξύστες κι αν τσακίσουν σαν πυργάκια από Jenga, τίποτα δεν μπορεί να φέρει την ίδια έξαψη, την ίδια πώρωση, την ίδια άγρια ηδονή, μ’ ένα καλό ξυλίκι, ένα καλό μπουνίδι έντονο και γρήγορο και κοφτερό σα λεπίδι. Kι αυτό το φετινό, ανάμεσα στον Jason Bourne και τον μανιασμένο κυνηγό που του τη στήνει στη γωνία του φινάλε, έρχεται σα βάλσαμο, σαν το καλύτερο ξυλίκι που ‘χει δείξει όλη η σειρά. Οπότε, υποθέτω, δεν μπορείς να τα ‘χεις κι όλα, αλλά ούτε χαμένος τελείως δε θα βγεις.


Finding Dory / Ψάχνοντας την Ντόρυ *** (3/5)

Σε σκηνοθεσία των Andrew Stanton και Angus MacLane και σενάριο των ιδίων και των Victoria Strouse και Bob Peterson, με τις φωνές των Ellen DeGeneres, Albert Brooks, Ed O’Neill και Hayden Olson (Θοδωρής Αθερίδης και Δήμητρα Παπαδοπούλου στα ελληνικά), παραγωγή του 2016 σε διανομή της Feelgood Entertainment

Ένα χρόνο μετά το ταξίδι τους στην άκρη του ωκεανού για να βρουν τον Νέμο, η αμνησιακή Ντόρυ θυμάται πως κάποτε έψαχνε και τους γονείς της. Μια νέα περιπέτεια, γεμάτη κινδύνους, παρεξηγήσεις, καινούριους φίλους και μαθήματα ζωής, ξεκινά.

Δεκατρία χρόνια πάνε από τότε που χαζεύαμε και μουσκεύαμε με το εικαστικό μεγαλείο και την συναισθηματική ειλικρίνεια του Finding Nemo / Ψάχνοντας τον Νέμο, κι αν αυτό το «δεκατρία χρόνια» δεν σε κάνει να νιώθεις πως σκατογέρασες, τότε συγχαρητήρια, είσαι ακόμη νέος και περίφημα θα τα περάσεις σ’ αυτήν την επανάληψη της ίδιας συνταγής, απ’ τον ίδιο μάγειρα του πρωτότυπου. Για τους υπόλοιπους, εντάξει, τα χρόνια που περάσανε δεν μας έχουν κάνει δα και πέτρα, και τα γλυκά μηνύματα για την αποδοχή του εαυτού, κομπλέ με τα ελαττώματα που ξέρουμε και τα προτερήματα που δεν ξέρουμε ότι έχει ο καθένας, δεν θα αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο –ειδικά έτσι όπως περιπλέκονται συγχρονισμένα στην εντέλεια με τις εναλλαγές γλυκού και γλυκόπικρου στις στροφές ενός καλοκουρδισμένου, σπιντάτου σεναρίου, πασπαλισμένου με μερικές τσουχτερές τσιμπιές λοξής συναισθηματικής αφύπνισης, κι αμπαλαρισμένου σε τριζάτη αισθητική απ’ αυτήν που ξεπετάει το εργοστάσιο της Pixar στον αυτόματο.


Camino a La Paz / Ο Δρόμος για το Λα Παζ ** (2/5)

Σε σκηνοθεσία και σενάριο του Francisco Varone, με τους Rodrigo De la Serna, Ernesto Suarez και Elisa Carricajo, παραγωγή του 2015 σε διανομή της Danaos Films

Άνεργος τριανταπεντάρης στο Μπουένος Άιρες βρίσκει ευκαιρία να πείσει τη γυναίκα του ότι δεν είναι χαραμοφάης, όταν ένα μπέρδεμα στις τηλεφωνικές γραμμές τού εξασφαλίζει κούρσα ως τη μακρινή πρωτεύουσα της Βολιβίας. Ειδοποιός λεπτομέρεια: δεν είναι ταξιτζής.

Συγκινητική κομεντί που θωπεύει με μελιστάλαχτη απαλότητα την ομορφιά της διαφορετικότητας, όπως αυτή εντοπίζεται όχι μονάχα στην ηλικιακή, αλλά και στην πολιτισμική απόσταση, τούτο το χαριτωμένο road trip του πρωτοεμφανιζόμενου Francisco Varone που απέσπασε τον Αργυρό Αλέξανδρο στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στήνει το χαβαλεδιάρικο ταξίδι του στο δρόμο που χωρίζει το δίπολο ενός χοντροκομμένου νεαρού άντρα με συσσωρευμένη οργή απ’ την αδικία της ζωής που δεν του χαρίστηκε ακόμη, κι ενός κουρασμένου ηλικιωμένου με συσσωρευμένη οργή απ’ την αδικία της ζωής που δεν του έκανε όλα τα χατίρια. Λιγότερο βαθύ απ’ όσο νομίζει πως είναι, αλλά σαφώς πιο αστείο απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να περιμένει, βασίζει το ρυθμό του στην κωμική δυναμική των αλλόκοτων καταστάσεων που περιμένουν τους ήρωες στο ταξίδι τους, κι οι τακτικές εναλλαγές του σκηνικού, χαρίζουν στο φιλμ ρυθμό κι ανάσες πολύ πιο φρέσκες απ’ την πλοκή και τις στροφές της. Η λυρική πορεία των ηρώων προς την ολοκλήρωση, αυτό το εσωτερικό ταξίδι που τους οδηγεί στην εξεύρεση της συμπαντικής αλήθειας μέσα στον εαυτούλη τους και τον εαυτούλη του άλλου, δίνει στη λύτρωση μια απόχρωση εξωτική, απ’ αυτήν που συνήθως ιριδίζει στις σελίδες του Paolo Coelho –κι όπως και με τις σελίδες του Paolo Coelho, έτσι και με τον Δρόμο για το Λα Παζ, το αν αυτό το ιρίδισμα θα προκαλέσει αγαλλίαση ή αναγούλα εξαρτάται απ’ το βλέμμα ενός εκάστου υποθέτω.


Eperdument / Παράφορα * (1/5)

Σε σκηνοθεσία και σενάριο του Pierre Godeau, με τους Adele Exarchopoulos και Guillaume Galliene, παραγωγή του 2016 σε διανομή της Seven Films

Νεαρή φυλακισμένη με μάγουλο βερίκοκο και χείλη πετροκέρασο, ερωτεύεται παράφορα τον διευθυντή του νέου της αναμορφωτηρίου, κι αυτός καθ’ ότι Γάλλος, δεν το σκέφτεται στιγμή στον έρωτά της να καεί.

Ερωτικό δράμα απ’ τον πάγκο με τα Άρλεκιν, το βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο δράμα του Pierre Godeau είναι απ’ αυτά που θα έπρεπε να διδάσκονται στις κινηματογραφικές σχολές ως ορισμός της έννοιας της Γαλλικούρας: δυο χαρακτήρες πιο μονοδιάστατοι και από καλοψημένες κρέπες, ερωτοτροπούν ανάμεσα στης φυλακής τα σίδερα με αδιαφορία για τους γύρω τους μεγαλύτερη κι από ότι αν ήταν σε εξωτικό resort για νιόπαντρους, σε μια ταινία που λίγο πιο γαλλική αν ήταν, θα ‘βγαινες απ’ την αίθουσα γκαστρωμένος. Με στίγμα της το πως οι Γάλλοι, ακόμη και στη φυλακή, τον έρωτά τους ζούνε, και στον έρωτά τους καίγονται, η προσπάθεια του Pierre Godeau να γαργαλίσει τον θεατή λίγο πιο κάτω απ’ το υπογάστριο αγγίζει τα όρια του softcore πορνό, ισορροπώντας την απλοχεριά της σε ζουμερές απεικονίσεις, με αυστηρά διαιτητικές ποσότητες δραματουργίας. Το τζάμπα γυμνό είναι φυσικά πάντα ευπρόσδεκτο όταν έχει για πρωταγωνίστρια την Exarchopoulos, η νεαρή Ελληνογαλλίδα όμως, αδικεί σφόδρα τον εαυτό της υποπίπτοντας σε σενσεσιοναλισμούς, όταν γνωρίζει μια χαρά πως είναι απείρως αισθησιακή ακόμα και με ράσο.


Sing Street

Σε σκηνοθεσία και σενάριο του John Carney, με τους Ferdia Walsh Peelo, Kelly Thornton, Jack Reynor και Maria Doyle Kennedy, παραγωγή του 2016 σε διανομή της Σπέντζος Film

Αγόρι που μεγαλώνει στο Δουβλίνο των ‘80s προσπαθεί να μπει στο μάτι των γονιών του και την καρδιά της κοπέλας που τον φτύνει, ξεκινώντας μπάντα. Επιτυχία: δεδομένη.

Το νέο musical απ’ την πένα και το πεντάγραμμο του δημιουργού του Once / Μια Φορά, που έκανε hot το ανεξάρτητο musical στη διεθνή χιπστεριά. Η φετινή του ταινία κέρδισε το βραβείο πρωτότυπου τραγουδιού στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Nashville, κι απέσπασε το βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Jack Reynor στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά βραβεία της Ιρλανδίας.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης