Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας *****
Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Γκανς
Πρωταγωνιστούν: Λέα Σεντού, Βενσάν Κασέλ, Αντρέ Ντισολιέ
Διάρκεια: 112’
Ένας ξοφλημένος έμπορος θα κινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του όταν ξεριζώσει ένα τριαντάφυλλο για την κόρη του, Μπελ, από τον κήπο του Τέρατος, το οποίο ζει απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο στο πολυτελές παλάτι του. Θεωρώντας τον εαυτό της υπεύθυνο για τη μοίρα του πατέρα της, η Μπελ θα πάρει τη θέση του και θα κλειστεί στο παλάτι του Τέρατος. Η διαμονή της εκεί, θα τη συστήσει σε έναν κόσμο που κυβερνάται από τη μαγεία, ενώ θα αρχίσει να δένεται με τον κύρη του σπιτιού, γνωρίζοντας το σκοτεινό του παρελθόν. Αξιολογότατη μεταφορά με πλούσιες εικόνες ενός από τα πιο κλασικά παραμύθια όλων των εποχών.
Ο Κριστόφ Γκανς στην Πεντάμορφη και το Τέρας του δεν προσπαθεί να μιμηθεί το νέο φρούτο του Χόλιγουντ, τη «σκίαση» και «ενηλικίωση» κλασικών παραμυθικών χαρακτήρων για να κόψει εισιτήρια. Αν και έχει έναν σεβαστό προϋπολογισμό στην τσέπη του, αρκείται στο να κάνει το πιο απλό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε τέτοιες περιπτώσεις: να μεταφέρει με όσο το δυνατόν περισσότερο πιστό τρόπο ένα παραμύθι στο πανί, χωρίς να προσπαθεί να δικαιολογήσει την επιλογή του.
Και παρ’ όλο που όντως μεταφέρει ένα παραμύθι στη μεγάλη οθόνη, δεν το αντιμετωπίζει ποτέ ως υλικό απευθυνόμενο αποκλειστικά σε παιδιά. Γνωρίζει τις σκοτεινές του πτυχές και το αφήνει να αναπτυχθεί ως έχει, με τα αποτελέσματα πολλές φορές να ακουμπούν το γοτθικό τρόμο. Όταν το υλικό επιβάλλει την κατασκευή υπέροχων εικόνων, δημιουργεί μερικές από τις ομορφότερες που μπορεί κανείς να δει, πλουμιστές και μεγαλοπρεπείς, χωρίς να καταφεύγει στον αυτοσκοπό του 3D.
Ολόκληρη η ταινία χαρακτηρίζεται από μια εκπληκτική φινέτσα. Το σκοτεινό, μαγεμένο κάστρο με τα κηροπήγια που ανάβουν μόνα τους ξυπνάει αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, οι χαρακτήρες παρ’ όλο που είναι από μια άλλη, φανταστική εποχή, προσεγγίζονται με όση ωριμότητα χρειάζεται και η προαναφερθείσα οπτική πανδαισία της φωτογραφίας επιτείνει τη συνολική αίσθηση ομορφιάς. Με άλλα λόγια, όπως όλα τα σωστά παραμύθια (και αντιστοίχως οι σωστές μεταφορές τους) δύναται να εντυπωσιάσει όποιον θέλει να βυθιστεί στον κόσμο της. Σε αυτό βοηθάει και το λυρικό νεοκλασικό ethereal ambient soundtrack που ακούγεται κατά τη διάρκεια της ταινίας και μιλάει κατευθείαν στην ψυχή
Τέλος, η Λέα Σεντού για ακόμη μια φορά με την ερμηνεία της αποδεικνύει πως η Αντέλ δεν ήταν το τέλος της. Και από μόνο του το επίτευγμα να έχει γίνει γνωστή σε ένα ρόλο πλήρως ανθρώπινο και σεξουαλικό και ξαφνικά να μεταφέρεται επιτυχημένα σε έναν άλλο κόσμο, πείθοντας ότι πρόκειται περί του αγνότερου και ομορφότερου πλάσματος που γνώρισε αυτός ο κόσμος είναι κάτι το θετικό. Δεν ταυτίστηκε δηλαδή με ένα συγκεκριμένο ρόλο, μα καταφέρνει να επανακαθοριστεί, ηθοποιός είναι, όχι μια αντισυμβατική λεσβία.
Μπορεί να μην είναι εξίσου θεμελιώδης όσο η έκδοση του Κοκτώ, μα ούτε και τόσο εναλλακτική/πεσιμιστική όσο η τσέχικη εκδοχή του Γιουράι Χέρζ, οι δύο πιο «σινεφίλ» εκδοχές της ταινίας. Μα από όσες live action ακριβείς μεταφορές για τα mainstream δεδομένα έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής, αυτή είναι αδιαμφισβήτητα η καλύτερη. Αν σας πιάσει μια ρομαντική νοσταλγία για τα περασμένα, μπορεί να αποβεί άριστη επιλογή.
Ντομ Χέμινγουεϊ **1/2***
Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Σέπαρντ
Πρωταγωνιστούν: Τζουντ Λό, Εμίλια Κλάρκ, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ
Διάρκεια: 93’
Ο Ντομ Χέμινγουεϊ, ξακουστός διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων, αφήνεται ελεύθερος μετά από 12 χρόνια στην ψειρού. Ο έξω κόσμος έχει αλλάξει, μα δεν τον απασχολούν μικροπράγματα, αυτό που έχει την πρώτη και κύρια σημασία είναι να μπαλώσει τα κενά που δημιουργήθηκαν μέσα στα χρόνια. Να πληρωθεί που κράτησε το στόμα του κλειστό, να βρει ένα εισόδημα βασισμένο στα ταλέντα του και, κυρίως, να αποκαταστήσει τη σχέση του με την κόρη του Έβελιν. Τα πράγματα δε θα πάνε όπως θέλει, αφού η μοίρα του επιφυλάσσει μια σειρά από ιώβεια ευτράπελα. Σε καμία περίπτωση κάτι το μεγαλιθικό, μα διασκεδαστικό και αξιοπρεπέστατο μέσα από την ευθύτητά του.
Στο σύμπαν του Ντομ Χέμινγουεϊ δεν υπάρχει χώρος για περίπλοκες, αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες, ούτε για ήρωες με βαθιές φιλοσοφικές ανησυχίες. Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, δεν υπάρχει καν τίποτα το πρωτότυπο που θα το ορίσει ως αριστούργημα, μα ούτε και υποτιμημένο διαμαντάκι. Στον κόσμο του, όλο το βάρος δίνεται στον βερμπαλιστή φανφαρόνο Ντομ Χέμινγουεϊ και σε τίποτα άλλο, έναν άνθρωπο της πλέμπας, χαμένο στην κακή του ζωή που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν και το παρόν του. Και όλα αυτά με τον απόλυτα συμβατικό τρόπο.
Σε επίπεδο περιεχομένου, τίποτα το δαιδαλώδες ή τολμηρό δε λαμβάνει χώρα στη σύντομη διάρκεια της ταινίας. Η σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Σέπαρντ είναι συμβατικότατη, με κάποιες πρέζες, ενδεχομένως από τα χρώματα του Γουες Άντερσον, ενώ το σενάριό του και ο χωρισμός σε κεφάλαια με ευρηματικούς τίτλους παραπέμπει σε ένα εξίσου φλύαρο μα όχι τόσο μοναδικό αγγλοσάξωνα ξάδερφο του Ταραντίνο. Γρήγορες, γλωσσοπλαστικές ατάκες, μεστές από (όχι εξίσου σπαρταριστά) χωρατά και μια απλοϊκή και χωρίς πολλές αποκλίνουσες εφαρμογή του τυπικού και αφελούς σχήματος του αλητάκου που τον βαράνε όλες οι κακοτυχίες μέχρι να ευθυγραμμιστούν τα άστρα του και όλα να πάνε κατ’ ευχήν με τον λιγότερο ρεαλιστικό τρόπο.
Αν κερδίζει με κάτι το κοινό της η ταινία, είναι η αγνή διασκέδαση που προσφέρει, κυρίως σε αυτούς που αρέσκονται στο βρετανικό αυθάδες χιούμορ και στη κατά τόπους διαφορετική και ανάλαφρη σκηνοθεσία των παθημάτων των ηρώων του. Οι ομιλητικότατοι χαρακτήρες με τα λογοπαίγνιά τους και μπροστάρη του χορού τον Ντομ (ένας Τζουντ Λό να απολαμβάνει τον σχηματικά απλό του ρόλο) παραμένουν συμπαθέστατοι. Όχι της διπλανής πόρτας, μα με έναν πρωτόλειο και αγνό τρόπο που τους καθιστά φιλμικά ζωντανούς και ταιριαστούς με το κλίμα της ταινίας. Αν χορτάσαμε τραγικές λούμπεν καταστάσεις με τον Λύκο της Γουόλ Στριτ και καλοσκηνοθετημένη ψυχαγωγία με τον Οδηγό Διαπλοκής, έρχεται και το συγκεκριμένο φιλμ να καλύψει τα όποια κενά υπάρχουν με τον ευκολονόητο αυθορμητισμό του. Μπορεί να μη στέκεται στο ίδιο ύψος με τα δύο και να θέλει σκάλα πυρόσβεσης για να τα φτάσει, μα ως υποκατάστατο καλά λειτουργεί.
Μην περιμένετε μεγάλα πράγματα, παρά μόνο να φύγετε με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο από την αίθουσα. Θα σας το χαρίσει αν δεν είστε σνομπ και απαιτητικοί. Και μετά από καιρό, όταν θα θέλετε να δείτε κάτι για να ξεσκάσετε, μπορεί και να τη θυμηθείτε. Και είναι πιθανόν να την ξαναδείτε με ευχαρίστηση. Αν είχε πιο ανεπτυγμένο σενάριο (που θα μπορούσε) και δεν παρέμενε τόσο προσκολλημένο στα πολύ βασικά και στοιχειώδη, τότε θα μιλάγαμε για αριστούργημα που έφαγε τη σκόνη των μεγαθήριων.
Στην επόμενη σελίδα: Κυριαρχία, Oldboy, Αγόρια της Διπλανής Πόρτας
Page: 1 2