Τι κι αν είναι το έργο που έχουμε δει πάρα πολλές φορές; Τι κι αν γνωρίζουμε απ’ έξω τα αδιέξοδα του Τομ ζώντας με την ασφυκτικά προστατευτική και παρεμβατική μαμά-Αμάντα; Τι κι αν κάθε φορά λυγίζουμε με τα απεγνωσμένα όνειρα της Λώρας που η ίδια αυτοκαταστρέφει και που ζει για μια και μόνο στιγμή δίπλα στο παντοτινό της ανεκπλήρωτο, τον Τζιμ;
Στον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς αναγνωρίζουμε, πάντα, και δικά μας μυστικά, και δικά μας όνειρα, και δικούς μας φόβους, και δικά μας αδιέξοδα. Γι’ αυτό και δεν λέμε ποτέ όχι σε κάθε καινούργιο ανέβασμα.
Αυτή τη φορά ήρθε από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη και ήθελαν τόσοι πολλοί να βρεθούν σ’ αυτόν τον εύθραυστο όσο και σκληρό «Γυάλινο κόσμο» (5.000 θεάσεις έκανε η παράσταση!!), που έπεσε για λίγο ο server, δημιουργώντας στη συνέχεια και κάποια προβλήματα στον ήχο. Μια παράσταση που έκανε πρεμιέρα σε live streaming, κάτι που συνεχίζει να κάνει το Εθνικό Θέατρο όλο αυτό το δύσκολο διάστημα, δίνοντας στους θεατές νέες παραστάσεις και σε ανθρώπους του θέατρου αντικείμενο δουλειάς και εισόδημα.
Ο «Γυάλινος κόσμος» έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1944 με τεράστια αποδοχή και επιτυχία από την πρώτη παράσταση. Στην Ελλάδα ήρθε δύο χρόνια αργότερα, το 1946, από το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Ένα έργο ποιητικό όσο και κοινωνικό.
Γι’ αυτό και ξεκινάει με τον Τομ (Κώνσταντίνος Μπιμπής), που τον βρίσκουμε στο παρόν, να εξιστορεί, σε μια εξόχως κοινωνικοπολιτική αναφορά, την Αμερική της δεκαετίας του ’30. Και κάπου εκεί μας γυρίζει μέσω του έργου. Και βλέπουμε μπροστά μας, σ’ ένα τυπικό μικροαστικό διαμέρισμα, τον Τομ του τότε, τη μητέρα του Αμάντα (Άννα Μάσχα) και την αδελφή του Λώρα (Λένα Παπαληγούρα). Στην αρχή είναι αμίλητοι και οι τρείς. Σαν ντεκόρ του χώρου που ζουν. Και η απόσταση που τους χωρίζει επί σκηνής, σηματοδοτεί την ψυχική τους απόσταση. Αλλά γίνονται, μόνο με την όψη και την έκφρασή τους, τόσο αναγνωρίσιμοι, που μας ανοίγουν με μιας τον κόσμο τους. Που ο Γιώργος Νανούρης θέλησε να το φέρει περισσότερο στο σήμερα, να κάνει τις συγκρούσεις της οικογένειας περισσότερο αναγνωρίσιμες, και οικείες, έτσι που να μας θυμίζουν πράγματι ανθρώπους που γνωρίζουμε, που έχουμε ξαναδεί. Έτσι που να μας στοιχειώνουν φράσεις που έχουμε ξανακούσει: «Οι προσδοκίες μου για σένα, όλα πάνε στον βρόντο» αναφωνεί η Αμάντα. Εντάσεις και συναισθήματα του κάθε ήρωα, τα οποία υπογράμμισε εύστοχα, καίρια και μελωδικά η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, όσο και οι φωτισμοί -που αναδείκνυαν το έρεβος των ψυχών- (καθώς και οι σκιές) την ευθύνη των οποίων είχε ο Γιώργος Νανούρης.
Σ’ έναν «κόσμο που ήταν στα πρόθυρα να εκραγεί» ζούσε ο Τομ, που συνθλιβόταν ανάμεσα σε καθήκον, επιθυμίες, όνειρα και «πρέπει» και είχε πολύ θυμό για το αδιέξοδό του. Το φυτίλι για την έκρηξη πυροδοτούσε διαρκώς η μαμά Αμάντα, εγκλωβισμένη και η ίδια στις ψευδαισθήσεις, τους εξωραϊσμούς και στα πρέπει της, και σ’ έναν ρόλο που είχε καταπιεί, προφανώς μαζί με την τρυφερότητά της. Και η φοβισμένη και άτυχη Λώρα έγερνε όλο και περισσότερο τους ώμους και κλεινόταν στον εαυτό της και στα όνειρά της, κι έβγαινε μόνο για να γυαλίσει τη συλλογή με τα γυάλινα ζωάκια της, τον γυάλινο κόσμο της που έλαμπε καθώς τον ξεσκόνιζε. Και κάπου εκεί, έρχεται μέσα σ’ αυτό το σπίτι που τα πάντα λιμνάζουν, ένας κανονικός άνθρωπος, ο συνάδελφος του Τομ στο εργοστάσιο, ο Τζιμ (Αναστάσης Ροϊλός) και δίνει την πρώτη και μόνη ανάταση και ελπίδα στη Λώρα, λίγο πριν σπάσουν όλα. Και ο Γιώργος Νανούρης έδωσε την πιο δυνατή, την πιο ευαίσθητη, την πιο ελπιδοφόρα και την πιο καθηλωτική στιγμή του έργου, κι όχι γιατί η Λώρα και ο Τζιμ κάθονταν στο πάτωμα. Κι εκείνο το μοναδικό φιλί τους, που ο covid το έκανε προβολή σκιών πάνω σ’ ένα ταμπλό, ήταν ίσως το πιο ερωτικό φιλί που έδωσε ποτέ η Λώρα.
Ένα έργο γνώριμο κι αγαπημένο, λοιπόν, που όλοι θέλουμε να ξαναδούμε, έχοντας, κάθε φορά, στραμμένο το βλέμμα στις ερμηνείες. Και στην παράσταση του Γιώργου Νανούρη είδαμε την Άννα Μάσχα ως Αμάντα στην πιο ώριμη και πλήρη στιγμή της, που συγκέρασε την ηρωίδα του Ουίλιαμς και τις οδηγίες του Γιώργου Νανούρη. Είδαμε τον Τομ του Κωνσταντίνου Μπιμπή να κατεβαίνει τα σκαλιά της αυτογνωσίας και από τον απόλυτο θυμό να φτάνει στην ενσυναίσθηση αλλά και στην αυτοεκτίμηση. Και να τραβάει το δρόμο του, μακριά από τη νοσηρότητα. Είδαμε τη Λώρα της Λένας Παπαληγούρα με μια τραχύτητα στην αρχή, σαν άμυνα, που λειάνθηκε όταν επιτέλους κατάφερε ν’ αντικρίσει τον Τζιμ και το σπασμένο κερατάκι του γυάλινου μονόκερου που «του το αφαίρεσαν, για να μη νιώθει τόσο διαφορετικός». Και είδαμε (προσωπικά πρώτη φορά σε θεατρική παράσταση) τον Αναστάση Ροϊλό, που από την είσοδό του στη σκηνή έφερε ανάλαφρα αλλά σταθερά, και οπωσδήποτε εύστοχα, τον γήινο και ορθολογιστή Τζιμ, τον άνθρωπο που αναζητά τις ευκαιρίες μετά τον πόλεμο, που ξέρει τι ψάχνει, που έχει τρυφερότητα, ευγένεια, αλλά και όρια.
Ο Γιώργος Νανούρης μας έδωσε μία από τις καλύτερες στιγμές αυτής της streaming θεατρικής περιόδου, με τη βοήθεια και της πολύ καλής τηλεσκηνοθεσίας και κατάφερε να μεταφέρει, στο σαλόνι του καθενός από μας, τη θερμοκρασία που θα νιώθαμε στην πλατεία του θεάτρου.
Info: Μετάφραση: Στέλιος Βαφέας, Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης, Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη, Κοστούμια: Deux Hommes, Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου, Βοηθός ενδυματολόγων: Δέσποινα Ιγνάτογλου, Φωτογράφος παράστασης: Μαριλένα Βαϊνανίδη. Διανομή (αλφαβητικά): Άννα Μάσχα: η μητέρα Αμάντα Ουίνγκφιλντ, Κωνσταντίνος Μπιμπής: ο γιος Τομ Ουίνγκφιλντ, Λένα Παπαληγούρα: η κόρη, Λώρα Ουίνγκφιλντ, Αναστάσης Ροϊλός: ο επισκέπτης, Τζιμ Οκόνορ