«Πριν απ’ όλα, να πω θέλω για τα κανάλια. Ποιος είσαι εσύ, βρε άνθρωπε, που θέλεις να τα κλείσεις; Να μείνουν κι άλλοι άνθρωποι άνεργοι; Τι σημασία έχει ιδιωτικό και δημόσιο; Και τότε με την ΕΡΤ, εγώ είχα πάει κι είχα παίξει στους ανθρώπους που αντιστέκονταν μες στο κανάλι. Και τώρα, είμαι πρόθυμος να κάνω το ίδιο. Τα ιδιωτικά κανάλια να πληρώσουν τα χρέη τους και να φτιάξουν την ποιότητά τους, αλλά όχι να κλείσουν.
Δεν είμαστε καλά, παιδιά! Καθόλου καλά κι εγώ στεναχωριέμαι! Βρε, δεν έχει ο άλλος να πάει για ένα καφέ με την κοπελίτσα του! Έρχονται στη Λειβαδιά και μου λένε καμιά φορά, ρε κύριε Μάγκα δώστε αν έχετε 5 ευρώ να πιω έναν καφέ και δίνω 10. Μα είναι δυνατόν; Την έχουν τσακίσει τη νεολαία μας. Τι να σου κάνει πια η μουσική και το κλαρίνο; Δεν αρκεί για να σώσει τα πάντα.
23 Αυγούστου του 1952 γεννήθηκα στη Λειβαδιά, Παρθένος στο ζώδιο. 60 χρονών πήγα πια κι, όμως, συνεχίζω να έχω ανάσα να δώσω στ’ όργανο, συνεχίζω να θέλω να γυρνάω σε όλον τον κόσμο και ν’ αγαπάω αυτό που κάνω.
Δεν έγινα δάσκαλος στο κλαρίνο, αν και θα ήθελα, γιατί όλο και λιγοστεύουν οι νέοι που θέλουν να μάθουν. Λίγοι είμαστε αυτοί που το κρατάμε ζωντανό τ’ όργανο και φοβάμαι πως μια μέρα ίσως σβήσει. Ούτε, βέβαια, είχα δασκάλους, έτσι; Μόνος έμαθα, βλέποντας τον πατέρα μου, α, ήταν αυτός, δεξιοτέχνης κλαριτζής. Δούλευε όπως όλοι οι μουσικοί σε γάμους, βαπτίσια, πανηγύρια, γιορτές, όπου τον φωνάζανε. Καθόντουσαν σε ένα καφενείο στην πλατεία οι οργανοπαίχτες και περιμένανε το τηλέφωνο να χτυπήσει. Παίρνανε και τους ζητάγανε. Λέγανε, εγώ θέλω τον Μάγκα, εγώ τον άλλονε… και λοιπά. Έτσι κλείνονταν οι δουλειές. Και τι κάμει ο πατέρας μου μια μέρα; Κλείνει από λάθος δυο δουλειές το ίδιο βράδυ! Ένα πανηγύρι κι ένα γάμο, δε θυμάμαι… Δεν είχε λύση, για να μην εκτεθεί έπρεπε να ρισκάρει και να στείλει τον γιο του, τον Γιώργο, εμένα ντε, που τότες, στα 17 μου, είχα αφήσει την παιδική μου φλογερίτσα που βάσταγα στην τάξη και είχα αρχίσει στα κρυφά, από σέβας και ντροπή στον πατέρα, να παίζω το κλαρίνο. Χίλιοι άνθρωποι τώρα από κάτω και περίμεναν να ακούσουν. Η τραγουδίστρια και οι άλλοι οργανοπαίχτες είχαν ασπρίσει, ήταν αγχωμένοι, σου λέει τι θα παίξει τώρα αυτός εδώ; Και δίνω μια και φυσάω μες στο όργανο και τους αφήνω άναυδους όλους. Τα κατάφερα. Μόλις μου βάλανε τα λεφτά στο παντελόνι μετά έτρεξα στη μάνα μου να της τα δώσω να ψωνίσει κάτι καλό να φάμε. Έτσι ήμασταν τότε, στη φτώχεια ζούσαμε. Αλλά είχαμε αξίες: ακούγαμε με προσοχή και προσήλωση τη μουσική, ανυπομονούσε ο κόσμος για ένα γλέντι, διασκέδαζε με την καρδιά του. Και κάτι ακόμα: οι μουσικοί οι μεγαλύτεροι σε σεβόντουσαν πολύ και φερόντουσαν όμορφα κι ας ήσουν εσύ μικρότερος, όχι όπως τώρα που έχουν πάρει τον αμανέ ψηλά και μιλούνε άσχημα αρκετοί από αυτούς στους νεότερους συναδέλφους.
Μωρέ, εμένα ήταν γραμμένη η πορεία μου. Τα γράμματα δεν τα μπορούσα. Μέχρι Δευτέρα γυμνασίου άντεξα και σ’ όλα τα χρόνια παρέα με τη φλογέρα μου πήγαινα στο σχολειό. Ο δάσκαλος έλεγε στους συμμαθητές μου να μη γελάνε γιατί, ‘αυτός που βλέπετε, θα είναι άξιος να κυβερνήσει μια μέρα! Μετά την πρώτη μου εμφάνιση εκείνη τη μέρα σε τόσο πολύ κόσμο, ο πατέρας μου με έπιασε και μου ζήτησε να παίξω και γι’ αυτόν, καθώς όλος ο κόσμος του έλεγε τα καλύτερα για μένα. Ούτε η μάνα, ούτε ο πατέρας δεν με είχαν ακούσει. Έπαιξα και τον έκανα να μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα. Κατάλαβε ότι κάνω γι’ αυτό το πράγμα και μου λέει, Λαλάκη-έτσι με φώναζε μικρό- πρέπει να πας στην Αθήνα. Κι έτσι, μ’έστειλε πλάι σε γνωστούς και φίλους μουσικούς να με προσέχουν, αλλά και να με βάλουν στις δουλειές. Πήρε τηλέφωνο τον Στάθη τον Κάββουρα και αμέσως αυτός με καλοδέχτηκε και μου στάθηκε πολύ.
«Σε όλο τον κόσμο αγάπησαν τον Μάγκα έτσι όπως τον βλέπεις. Εγώ νομίζω πως πρέπει να βάλουμε τη δημοτική μουσική στα μεγάλα σαλόνια, στα μέγαρα, στα αυτιά όσων δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει καλό, δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό δεν είναι ας πούμε η Θώδη και η Τσαμπά, γνώμη μου πάντα.»
19 χρονών στην Αθήνα, πού πατάω και πού βρίσκομαι δεν ήξερα! Τι μεγάλο χωριό, έλεγα, είναι αυτό… Κοιμόμουν σε σπίτια μουσικών, και στο σπίτι του Κάββουρα, ας πούμε και άλλων. Για ένα διάστημα, όταν έμενα Αθήνα κανονικά, καθόμουνα στο Αιγάλεω, πολύ ωραία περιοχή, ακόμα μου αρέσει. Και δώστου εμφανίσεις, κέντρα, πίστες. Θέριζα με το κλαρίνο μου, θέριζα!
Με συναντά ο Γρηγόρης ο Φαληρέας, ένας άνθρωπος από το χώρο της δισκογραφίας. Και κάναμε τον πρώτο δίσκο, τον «Άναρχο Θεό». Βέβαια, για μένα ο Θεός δεν είναι Άναρχος, είναι Σπουδαίος και Οδηγός. Α, είμαι πολύ θρήσκος εγώ, τηρώ όλες τις νηστείες, πάω εκκλησία τακτικά. Και στεναχωριέμαι όταν ακούω να βρίζουν τα θεία, μεγάλη ντροπή και προσβολή είναι, βρε παιδάκι μου.
Αργότερα, άρχισαν και οι περιοδείες: πήγα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Αγγλία, στον Καναδά, στη Βραζιλία, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Και τρελαινόταν η μάνα μου, ανησυχούσε… Και τώρα σε λίγες μέρες θα πάω τουρ στην Αμερική για 20 παραστάσεις! Θα παίξουμε σε διάφορες πόλεις, Ατλάντα, Σικάγο, Σαν Φραντσίσκο… Όμως, η Λειβαδιά είναι το κέντρο του κόσμου για μένα. Με ρωτάνε γιατί δεν έρχομαι να μείνω μόνιμα στην Αθήνα, να κάνω και πιο συχνές εμφανίσεις, αλλά εγώ τη μεγαλούπολη δεν τη μπορώ για πολύ. Με έχει τραβήξει μέχρι και το MTV και έχω πάρει καλές κριτικές από τους ξένους, φαινόμενο με είπανε της βαλκανικής μουσικής. Κι οι εφημερίδες οι μεγάλες έχουν γράψει ωραία λόγια για το παίξιμό μου. Στην Αυστραλία με φωνάζανε Έλβις Πρίσλεϋ της Ελλάδος!
Θυμάμαι σαν χτες πώς γνωρίστηκα με την αγάπη μου. Πήγα μια φορά, παλικάρι μικρό, σε ένα κέντρο στην Αθήνα να παίξω και κάθεται δίπλα μου μια κοπελίτσα κούκλα, η τραγουδίστρια. Με το που την είδα, μαγεύτηκα. Σύντομα, της ζήτησα να τα φτιάξουμε και αυτή δέχτηκε. Δεν την παντρεύτηκα τη Τζούλη, εδώ και 30 χρόνια, όμως, αυτή είναι η γυναίκα μου. Τους γιους μου δεν τους έχω κάνει μαζί της, όμως σα μάνα τους πονάει και είναι αυτή που μου λέει πολλές φορές να πάω να κάτσω μαζί τους, να τους δω, ν’ ασχοληθώ. Η Τζούλη είναι σπουδαία τραγουδίστρια και επιμελείται τις εμφανίσεις μας. Μου ράβει καταπληκτικά ρούχα και ξέρω πως διάφοροι έχουν σχολιάσει αρνητικά αυτό το εντυπωσιακό ντύσιμο, αλλά ο κόσμος που με γουστάρει, γουστάρει κι αυτό και δεν το αλλάζω με τίποτα. Η δημοτική μουσική μπορεί να ξεκίνησε απλά και λιτά από τα χωριά, αλλά αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να φοράμε τα ταγάρια για να την παίζουμε. Σε όλο τον κόσμο αγάπησαν τον Μάγκα έτσι όπως τον βλέπεις. Εγώ νομίζω πως πρέπει να βάλουμε τη δημοτική μουσική στα μεγάλα σαλόνια, στα μέγαρα, στα αυτιά όσων δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει καλό, δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό δεν είναι ας πούμε η Θώδη και η Τσαμπά, γνώμη μου πάντα. Περιμένω, κάποια στιγμή, να με φωνάξουν και στο Μέγαρο Μουσικής. Το κλαρίνο έχει να πει πολλές ιστορίες για αυτόν τον τόπο.
Τα ακούσματά μου εμένα ήταν και είναι τα δημοτικά. Φυσικά, αγαπώ όλα τα ελληνικά τραγούδια, και το λαϊκό και το ρεμπέτικο και όλα. Και έχουμε αξιωθεί να έχουμε σε αυτή τη χώρα πολύ σπουδαίους μουσικούς. Έχω γνωρίσει μουσικούς από όλο τον κόσμο και το κλαρίνο οι ροκάδες το παραδεχτήκανε. Το κλαρίνο είναι η ψυχή μου, ο άνθρωπός μου, ο κολλητός μου φίλος, η γυναίκα μου, η μάνα μου. Το κουβαλάω πάντα και παντού μαζί μου, άλλωστε είναι και το σήμα κατατεθέν μου, πια.
Λένε πως είμαι τσιγγάνος, αλλά δεν ισχύει καθόλου. Αν ίσχυε, θα το έλεγα, δεν θα ντρεπόμουνα, δε θα είχα λόγο. Όμως, εγώ είμαι ένα χωριατόπαιδο. Ίσως φταίει που παίζω έτσι το κλαρίνο, με το πάθος των τσιγγάνων και δεν μπορούν να κάνουν άλλη σκέψη για την καταγωγή μου! Τι να πω!
Έχω κάνει όμορφες συνεργασίες κι έχω παίξει σε ωραία μέρη. Το καλύτερό μου είναι η Θεσσαλονίκη, τι άνθρωποι, τι καρδιά εκεί πάνω! Ονειρεύομαι να συνεργαστώ με τη σπουδαία σοπράνο μας, την Αγνή Μπάλτσα. Φαντάζομαι καμιά φορά πως παίζω για τη βασίλισσα Ελισάβετ, αλλά και για τους άρχοντες αυτού κόσμου, τον Ομπάμα, ας πούμε. Έτσι, θα’ θελα να’ ξερα πώς θα ένιωθαν σαν άκουγα το κλαρίνο. Φυσικά, μέλημά μου είναι να παίζω για τους Έλληνες όπου κι αν βρίσκονται αυτοί στην οικουμένη. Ε, θέλω να κάνω και κανέναν δίσκο, ακόμα, τρεις δίσκοι που’ χω κάνει είναι κάπως λίγοι. Αλλά δε με μέλλει και πολύ, μη νομίζεις.
Έχω δώσει στον ένα μου γιο το όνομά μου: παίζει φοβερό κλαρίνο. Ο άλλος, ο Δημήτρης, τραγουδισταράς. Αν δεν ήταν καλοί μουσικοί δεν θα τους είχα μαζί μου και το ξέρουν αυτό. Άσε που δουλεύουν και ανεξάρτητα από εμένα, με το δικό τους σχήμα και σε γάμους, πανηγύρια, όπου μπορείς να φανταστείς.
Μακάρι να περάσει καλά ο κόσμος στο Half Note, είναι υπέροχος χώρος και ο Βάιος ο Μαχμουντές είναι πολύ καλό παλικάρι. Φέτος, η Τσικνοπέμπτη θα είναι αλλιώτικη για όσους βρεθούν κοντά μας!»
Ο Γιώργος Μάγκας πρέπει να κάνει soundcheck. Ήδη, όση ώρα συζητάμε οι συνεργάτες του δουλεύουν με τον ηχολήπτη, σιγουρεύουν το βάθος και την ένταση των μικροφώνων. Αποτίνει στην Popaganda ανοιχτή πρόσκληση για Λειβαδιά και μας αποχαιρετά με το λαμπερό του χαμόγελο, έτοιμος να πάρει μια ακόμα μεγάλη ανάσα που θα αντέξει ολόκληρη τη νύχτα.