Η «Όπερα της Πεντάρας», η πλέον επιτυχημένη παράσταση στην ιστορία του θεάτρου όπως έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένα, στάθηκε η αφορμή για μια συζήτηση με έναν από τους πλέον καταξιωμένους μεταφραστές των ελληνικών γραμμάτων, τον Γιώργο Δεπάστα. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά που κάθεται απέναντι μου και μιλάει για την λεπτότητα της γλώσσας του Μπρεχτ, σε αντίθεση με τη γενική εντύπωση ότι πρόκειται για μια γλώσσα βαριά και τραχιά, εκπέμπει αβίαστα κύματα αστικής ευγένειας και παλιάς κοπής γαλήνη. Περίεργο ίσως για έναν άνθρωπο που ως ιατροδικαστής επί 17 χρόνια στη Βιέννη είδε από κοντά την βιαιότητα της ανθρώπινης φύσης. Αναπόφευκτα έχει ενδιαφέρον η κουβέντα με έναν άνθρωπο που μεταπήδησε από τα αιμάτινα σκηνικά φόνων στην ποιητικότητα του θεατρικού λόγου.
Ο Μπρεχτ πόσο δύσκολος είναι στη μετάφρασή του; Είναι ένας δραματουργός που έχει περάσει από μια σειρά παρεξηγήσεων. Τις δεκαετίες 1950-1960 τον αντιλαμβανόντουσαν όλοι σαν τον κατεξοχήν συγγραφέα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τραχιά και βαριά γλώσσα. Προσωπικά άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά με τον Μπρεχτ όταν άρχισα να τον μεταφράζω, τον διάβαζα και έβλεπα παραστάσεις του πιο πριν αλλά δεν είχα εμβαθύνει στο έργο του. Όταν όμως προσπάθησα να τον καταλάβω προκειμένου να τον μεταφράσω συνειδητοποίησα ότι δεν έχει καμία σχέση με ό,τι ακούμε. Υπάρχει μια φοβερή ευγένεια, λεπτότητα και ποιητικότητα στον λόγο του. Υπάρχει βέβαια το διδακτικό και ανατρεπτικό ύφος αλλά όλα αυτά πάντα με ένα μέτρο. Ενώ καταγγέλλει τα όσα συμβαίνουν στην αστική τάξη η γλώσσα του παραμένει αστική. Για παράδειγμα στην «Όπερα της Πεντάρας» που όλα σχεδόν διαδραματίζονται ανάμεσα σε πόρνες, ληστές και γενικά ανθρώπους του υποκόσμου δεν υπάρχει η παραμικρή χυδαιότητα, δεν υπάρχει η παραμικρή βρισιά παρά μόνο κάποια διακριτικά σεξουαλικά υπονοούμενα που δεν είμαι καν σίγουρος αν και οι ίδιοι οι ηθοποιοί τα κατάλαβαν.
Στο συγκεκριμένο έργο εσείς αυτό το βρίσκετε ελάττωμα ή προτέρημα; Προτέρημα. Θεωρώ ότι μεταδίδει πολύ καλά έναν κόσμο κακόφημο χωρίς να περάσει σε εκχυδαϊσμό της γλώσσας του. Όλοι οι πρωταγωνιστές κρατούν ένα πρόσχημα τόσο απέναντι στη γυναίκα του Μακχηθ αλλά κι απέναντι στον θεατή. Φυσικά εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο δύσκολο να ακουστούν συγκεκριμένες λέξεις ή εκφράσεις και δεν ξέρω τι δυσκολίες αντιμετώπισε ο Μπρεχτ, μιλάω πάντα ως προς τη γλώσσα και πριν αρχίσουν οι απαγορεύσεις και οι καταδιώξεις για πολιτικούς λόγους. Στην Όπερα κατήργησα αρκετούς πληθυντικούς για να γίνουν πιο άμεσοι οι διάλογοι αλλά διατήρησα την αβρότητα του ύφους. Διαβάζοντας πάντως και τα υπόλοιπα έργα του πάντα διαπιστώνω αυτή τη λεπτότητα. Για παράδειγμα στη «Μάνα, Κουράγιο» σε παλιότερες παραστάσεις είχα ακούσει τις εκφράσεις «Τι θέλεις;», «Τράβα εκεί», όταν όμως έπιασα να το μεταφράσω διαπίστωσα ότι όλοι της μιλάνε στον πληθυντικό. Αυτό προσπάθησα να αποδώσω και η δυσκολία έγκειται ότι μέσα από αυτή την ευγένεια πρέπει να βγει και το υπονοούμενο της καταγγελίας, να βγει και η πολύ αυστηρή κριτική που γίνεται στο σύστημα. Ειδικά «Η Ιωάννα των Σφαγείων» είναι ένα φοβερά προφητικό έργο. Προμαντεύει όσα συμβαίνουν τώρα, τις κρίσεις και το πώς μπαίνουν όλα σε ένα παιχνίδι, η Εκκλησία, οι τράπεζες και η εργατιά. Η μεγαλύτερη πάντως πρόκληση που αντιμετώπισα στη μετάφραση του Μπρεχτ ήταν τα τραγούδια στην «Όπερα της Πεντάρας« γιατί εκεί βρίσκονται τα πιο έντονα και πιο αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά σχόλια.
Η δυσκολία φαντάζομαι έγκειται στο ότι πρέπει υπάρξει έμμετρος λόγος. Η «Όπερα της Πεντάρας» δεν νοείται χωρίς την μουσική του Κουρτ Βάιλ. Έπρεπε λοιπόν να μεταφραστούν οι στίχοι από τα γερμανικά στα ελληνικά σύμφωνα με τις νότες και το περιεχόμενο να παραμείνει το ίδιο. Γι’ αυτό είχα αρνηθεί ήδη 2-3 φορές να αναλάβω τη μετάφραση. Τώρα ήταν σωστή η στιγμή και φυσικά έπαιξε ρόλο ο Γιάννης Χουβαρδάς με τον οποίο έχουμε υπάρξει συνεργάτες και φίλοι τόσα χρόνια. Επίσης τώρα είχα τον χρόνο. Πρωτύτερα με είχαν ρωτήσει αν θέλω να κάνω την μετάφραση μόλις τρεις μήνες πριν το ανέβασμα του έργου, σκεφτείτε ότι για τα τραγούδια μόνο η μετάφραση μου πήρε πέντε μήνες κι άλλους δύο μήνες για το πεζό. Η γερμανική γλώσσα είναι φοβερά εκφραστική και λακωνική. Υπήρχαν στίχοι με τρεις λέξεις και σύνολο συλλαβών πέντε. Οι αντίστοιχες λέξεις στα ελληνικά μας βγάζουν δώδεκα συλλαβές. Μετά οι τονισμοί έπρεπε να είναι ίδιοι για να είναι σωστή η απόδοση των τραγουδιστών. Ναι, η μετάφραση των τραγουδιών ήταν μεγάλο βάσανο.
«Η μεγαλύτερη πάντως πρόκληση που αντιμετώπισα στη μετάφραση του Μπρεχτ ήταν τα τραγούδια στην «Όπερα της Πεντάρας« γιατί εκεί βρίσκονται τα πιο έντονα και πιο αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά σχόλια.»
Και πώς τελικά τα δουλέψατε; Είχα όλες τις παρτιτούρες, είχα dvd από μια παλιά παράσταση και καθόμουν και έγραφα μερικές λέξεις και τις τραγουδούσα. Μπορεί με ένα τραγούδι τριών εξάστιχων στροφών να ασχολιόμουν μία εβδομάδα.
Όταν μεταφράζετε πόσο αισθάνεστε ότι παρεμβαίνετε στην αρχική γραφή; Δεν παρεμβαίνω κι αυτό είναι ένας από τους βασικούς μου κανόνες. Όταν έκανα μάθημα στο Ινστιτούτο Μετάφρασης έλεγα στους μαθητές μου «Όσοι έχετε συγγραφικές διαθέσεις ξεχάστε τες». Αναλαμβάνουμε να αποδώσουμε στη γλώσσα μας έναν συγγραφέα είτε μας αρέσουν κάποια πράγματα σε αυτόν είτε όχι. Στο κάτω κάτω εάν δεν μας αρέσουν, ας μη το κάνουμε. Εκπροσωπώ τον συγγραφέα σε ένα κοινό και σε αυτό το κοινό πρέπει να δώσω το δικό του ύφος και πνεύμα. Μου παίρνει λίγο χρόνο λοιπόν να μπω στην ατμόσφαιρά του. Όταν ξεκινώ να μεταφράζω ένα θεατρικό ή ένα βιβλίο οι πρώτες, περίπου, 20-30 σελίδες είναι το ψάξιμο. Καθώς προχωράω, διαβάζω δυνατά, παρατηρώ την μουσικότητα, προσέχω να γίνεται αντιληπτό από ποια γλώσσα προέρχεται το κείμενο. Θέλω να καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι αυτό είναι ένα γερμανικό ή αγγλικό βιβλίο. Ύστερα από τις 20-30 σελίδες, όταν μπαίνω στο νόημα τότε γίνονται πιο εύκολα τα πράγματα. Αφού τελειώσω το «πρώτο χέρι» ξέρω ότι οι πρώτες 20-30 σελίδες είναι για πέταμα και τις ξαναδουλεύω. Στο «τρίτο χέρι» το διαβάζω όλο δυνατά ή αν είναι θεατρικό το παίζω.
Ποιος συγγραφέας σας έχει παιδέψει πιο πολύ; Εκτός από τα τραγούδια του Μπρεχτ με έχει δυσκολέψει τρομακτικά η Ελφρίντε Γέλινεκ, η οποία φτιάχνει δική τη γλώσσα, τις δικές της λέξεις. Κρίνει το σύμπαν, καταγγέλλει τα πάντα και τη θεωρώ μεγαλοφυή καθώς χρησιμοποιεί από πιο την εγκεφαλική έως την πιο λαϊκίστικη γλώσσα. Στα γερμανικά η κατασκευή λέξεων είναι κάτι δόκιμο, στα ελληνικά δεν ισχύει αυτό. Έχω μεταφράσει το μεγαλύτερο βιβλίο της, την «Απληστία», 470 σελίδες που τις δούλευα για σχεδόν 9 μήνες με καθημερινά εξαντλητικά 12ωρα. Έπεφτα για ύπνο, έβλεπα εφιάλτες, ξυπνούσα 4 ή 5 το πρωί για να δουλέψω γιατί μου ερχόταν μια ιδέα ή λύση για μία φράση. Όταν το τελείωσα την αγάπησα ακόμη περισσότερο κι ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση που μετάφρασα το κείμενό της. Έχω μεταφράσει κι ένα μονόλογό της για τη ζωή της Τζάκι Ωνάση, που κι αυτό ανέβηκε στο Από Μηχανής Θέατρο από την Άντζελα Μπρούσκου.
Μερικές φορές πιστεύω ότι οι μεταφραστές παθαίνουν μεγαλύτερη εμμονή να βρουν τη σωστή λέξη απ’ ότι παθαίνουν οι συγγραφείς. Ισχύει, από την άλλη μπορεί να βρεις τη σωστή λέξη αλλά αυτή να μη συνάδει με το πνεύμα που επικρατεί στο υπόλοιπο κείμενο. Έχω διαβάσει μεταφράσεις πολύ καλών μεταφραστών που νιώθουν δέος απέναντι στον συγγραφέα και γι’ αυτό έκαναν σχεδόν κατά λέξη μετάφραση και το αποτέλεσμα ήταν ξύλινο. Σχεδόν για κάθε λέξη υπάρχει σε μια άλλη γλώσσα η λέξη που την αποδίδει αλλά δεν είναι πάντα αυτό το ζητούμενο.
Πριν ασχοληθείτε με τη μετάφραση ήσασταν ιατροδικαστής για πολλά χρόνια και μάλιστα στη Βιέννη. Είχα φύγει το 1966 και είχα πάει στη Βιέννη να σπουδάσω. Ήθελα, όπως όλοι, να φύγω από το σπίτι μου και να ακολουθήσω την παρέα μου, όλοι οι φίλοι μου είχαν ήδη πάει στη Βιέννη. Είχα σκοπό να σπουδάσω ψυχολογία αλλά άργησα να κάνω τα χαρτιά μου, έκλεισαν οι αιτήσεις και σκέφτηκα να κάνω τα χαρτιά μου για ιατρική και μετά τον πρώτο χρόνο να μεταπηδήσω στη ψυχολογία. Όμως το πρώτο εξάμηνο στην ιατρική ήταν πάρα πολύ ωραίο, δουλεύαμε όλοι μαζί σε ομάδες και ως φοιτητής πίστεψα ότι κάναμε όντως κάτι το απίστευτο. Αυτός ο ενθουσιασμός μου κράτησε μέχρι που ξεκίνησαν τα κλινικά εξάμηνα και μπήκα στα νοσοκομεία. Εκεί σιχάθηκα τα πάντα. Είπα ότι δε θέλω να γίνω γιατρός σαν αυτούς, δε θέλω μια αυλή από νοσοκόμες να με κολακεύουν, δεν αντέχω αυτές τις φατρίες, τις ίντριγκες που ισχύουν και έξω. Επιπλέον, επειδή έχω μεγάλη αίσθηση ευθύνης, δεν ένιωθα ικανός ότι θα μπορώ πάντα να διαγνώσω και θα θεραπεύσω μια ασθένεια. Τότε είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα, εκεί ήδη είχα μπλέξει με πολιτικά, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω με αυτές τις συνθήκες, έπρεπε να μείνω εκεί και να δουλέψω για να ζήσω. Είπα λοιπόν να κάνω κάτι που δεν έχει σχέση με γιατρούς, νοσοκομεία, ασθενείς αντιθέτως μέσω της ιατροδικαστικής μπορείς κάπως να ελέγχεις τους γιατρούς. Έκανα αίτηση κι έγινα δεκτός αμέσως, γιατί δεν είχε μεγάλη ζήτηση, και ήμουν ο πρώτος και τελευταίος ξένος που μπήκε στην ιατροδικαστική στην Αυστρία, η οποία είναι ιστορική καθώς ιδρύθηκε το 1805 είναι δηλαδή η παλαιότερη της Ευρώπης. Η ιατροδικαστική ήταν για εμένα μια εξαιρετική εμπειρία. Γνώρισα έναν άλλον κόσμο, υπόκοσμο, φυλακές, αστυνομίες, είδα διάφορα πολιτικά παιχνίδια πίσω από τα κάποια περιστατικά.
Υπήρχε δηλαδή προσπάθεια παρέμβασης στη δουλειά σας; Δεν υπήρχε στον βαθμό που πιστεύω ότι υπάρχει εδώ αλλά για παράδειγμα ήμουν στην Βιέννη όταν έγινε η ιστορία με τους Μπάαντερ-Μάινχοφ, όταν δηλαδή τους βρήκαν νεκρούς στη φυλακή όπου τάχα μου αυτοκτόνησαν. Θυμάμαι ότι ο καθηγητής μου στην ιατροδικαστική, που ήταν ένας από την ομάδα που εκτέλεσε την νεκροψία, δεν υπέγραψε την έκθεση που κατέληγε ότι αυτοκτόνησαν. Δεν μου εξήγησε ποτέ τους λόγους που δεν υπέγραψε, ήταν πολύ επικίνδυνη η κατάσταση για να μιλήσει, αλλά και μόνο το γεγονός ότι αρνήθηκε σημαίνει ότι διαφωνούσε κι αυτό μπορεί να λέει πολλά.
Δηλαδή; Πιστεύω ότι είδε κάτι που δεν συνάδει με το συμπέρασμα της αυτοκτονίας και ήταν ένα διάστημα που το Ινστιτούτο της ιατροδικαστικής, εκεί που μπαινοβγαίναμε δηλαδή, φυλασσόταν από ασφάλεια με αυτόματα. Θυμάμαι και μια άλλη υπόθεση, που κλήθηκα να κάνω νεκροψία σε κάποιον που δεν ήξερα ότι ήταν ο διευθυντής μιας μεγάλης βιομηχανίας μεταλλουργίας, που λίγους μήνες πριν τον θάνατό του είχε αποκαλυφθεί ότι είχε κατασκευάσει όπλα και τα είχε πουλήσει στο Ιράν και μάλιστα η συναλλαγή αυτή είχε γίνει μέσω Ελβετίας και μέσω Αθηνών. Μου είπαν λοιπόν ότι βρέθηκε κάποιος νεκρός σε ένα εξοχικό σπίτι, φτάνω εκεί ανύποπτος, βλέπω έναν κακό χαμό από δημοσιογράφους και φωτογράφους και επί τόπου ρωτάω και μαθαίνω ποιος είναι. Ο άνθρωπος βέβαια είχε πεθάνει από έμφραγμα και παρότι ήταν ολοφάνερο έκανα ολόκληρη σειρά χημικών και ιστολογικών εξετάσεων για να είμαι απολύτως βέβαιος ότι δεν υπήρχε και κάτι άλλο από πίσω. Σε λίγο άρχισαν να γράφουν οι αυστριακές εφημερίδες ότι η ιατροδικαστική έκθεση συγκάλυψε έναν ύποπτο θάνατο και τονιζόταν το γεγονός ότι ήμουν Έλληνας παρότι τότε είχα πάρει την αυστριακή υπηκοότητα. Για κακή μου τύχη αυτοκτόνησε ο πρέσβης της Αυστρίας στη Γενεύη και μια εβδομάδα αργότερα αυτοκτονεί και ο πρέσβης της Αυστρίας στην Αθήνα. Σίγουρα κάτι υπήρχε εκεί αλλά το ντόμινο ξεκίνησε από έναν τυχαίο θάνατο από έμφραγμα. Λάμβανα υβριστικά και απειλητικά τηλεφωνήματα. Άλλες φορές πάθαινα πανικό άλλες ηρεμούσα ξέροντας ότι δεν έκανα κάτι μεμπτό παρά μόνο τη δουλειά μου. Κάπου εκεί άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί πια να κάθομαι να χολοσκάω για πράγματα που δεν έχω ευθύνη, οικογένεια δεν είχα, δεν ήθελα ούτως ή άλλως να παραμείνω στην Αυστρία μέχρι να πάρω σύνταξη κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα και να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Γιατί ναι μεν ήταν μια ενδιαφέρουσα ζωή, και η Βιέννη μου πρόσφερε απίστευτες πολιτιστικές εμπειρίες, αλλά κάποια στιγμή κουράστηκα κι ένιωσα ότι ο κύκλος έκλεισε.
«Ήμουν ο πρώτος και τελευταίος ξένος που μπήκε στην ιατροδικαστική στην Αυστρία, η οποία είναι ιστορική καθώς ιδρύθηκε το 1805 είναι δηλαδή η παλαιότερη της Ευρώπης. Η ιατροδικαστική ήταν για εμένα μια εξαιρετική εμπειρία. Γνώρισα έναν άλλον κόσμο, υπόκοσμο, φυλακές, αστυνομίες, είδα διάφορα πολιτικά παιχνίδια πίσω από τα κάποια περιστατικά.»
Μια τελευταία ερώτηση σχετικά με την ιατροδικαστική. Βλέπατε συχνά πτώματα που προέρχονταν από βίαιο θάνατο, είχατε ούτως ή άλλως ένα ενδιαφέρον για την ψυχολογία, η επαφή με όλα αυτά τα αιματηρά σκηνικά τι σκέψεις σας γεννούσε σχετικά με την ανθρώπινη φύση; Θυμάμαι ότι συζητούσα με την γραμματέα μου, ένα λεπτοκαμωμένο κοριτσάκι μόλις 22 χρονών που ερχόταν μαζί μου για να καταγράφει όσα της υπαγόρευα κατά τη διάρκεια της εκάστοτε αυτοψίας, ότι πιο πολύ μας σόκαρε όταν πια είχαν αποσύρει το πτώμα και μπαίναμε στον άδειο χώρο και βλέπαμε τα ίχνη της βίας δηλαδή τις πιτσιλιές από τα αίματα παντού, τα σπασμένα πράγματα, ένα παπούτσι στο πάτωμα ματωμένο, το ίδιο το περιβάλλον δηλαδή μας αναστάτωνε πιο πολύ από το πτώμα που ήταν αντικείμενο δουλειάς και έπρεπε να το περιγράψουμε και να το φωτογραφίσουμε κάτω από αγχωτικές συνθήκες, αφού περίμεναν απέξω ο εισαγγελέας, ο διευθυντής της αστυνομίας, οι δημοσιογράφοι. Όταν λοιπόν φτάναμε στο τόπο του εγκλήματος ήταν τόση η πίεση να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας που δεν υπήρχε περιθώριο να επηρεαστούμε ψυχολογικά. Την επόμενη ημέρα όμως που επιστρέφαμε για να εξετάσουμε πια τον χώρο, εκεί ναι αισθανόμουν το σοκ γιατί είχα κάνει ήδη τη νεκροτομή, είχα δει τον τόπο και περνούσε από το μυαλό μου όλο το συμβάν, το τι τρομερό είχε συμβεί εκεί μέσα, έβλεπα την γυναίκα που την έπνιγαν ή τον άνδρα που του είχαν ανοίξει στα δύο το κεφάλι. Ναι, ήταν πολύ έντονο όλο αυτό. Κι έτσι λοιπόν το 1990 παραιτήθηκα και επέστρεψα στην Αθήνα.
Και εδώ πώς περάσατε από την ιατροδικαστική στην μετάφραση; Ήμουν σίγουρος ότι δεν ήθελα να έχω καμία επαφή με την ιατροδικαστική στην Ελλάδα. Γνώριζα καλά γλώσσες και ως μαθητής ήθελα να ασχοληθώ με κάτι που είχε σχέση με το γράψιμο, θυμάμαι δηλαδή ότι πριν φύγω είχα σκεφτεί να κάνω δημοσιογραφία αλλά με είχε αποτρέψει ο πατέρας μου λέγοντας μου «Σπούδασε κάτι να έχεις ένα χαρτί στην τσέπη σου και δημοσιογραφία κάνεις όποτε θέλεις». Είχα πάντως τρομερή τύχη γιατί το 1991 κιόλας μετέφρασα το πρώτο μου βιβλίο την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» από τις εκδόσεις Μίνωας. Μετά συνέχισα στις εκδόσεις Ολκός πάλι με βιβλία και το 1993 έκανα εγώ πρόταση στον Χουβαρδά, που τον γνώριζα από παλιά, να του μεταφράσω κάποια έργα, αυτός μου πρότεινε ένα άλλο θεατρικό κι έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η πολύχρονη συνεργασία με τον Χουβαρδά και με το Αμόρε. Παράλληλα ξεκίνησε και ο Νίκος Μαστοράκης να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, ο Νίκος ήταν φίλος και μου ανέθεσε κι αυτός μεταφράσεις.
Προτιμάτε να μεταφράζετε θέατρο ή πεζογραφία; Θέατρο. Η μετάφραση είναι ούτως ή άλλως μια μοναχική δουλειά. Το βιβλίο το μεταφράζεις, διορθώνεις τη μετάφρασή σου, τη ξαναδιορθώνεις, την παραδίδεις στον εκδοτικό και μετά χάνεις τα ίχνη της, άντε μετά να διαβάσεις κάπου μια κριτική κι εκεί τελειώνει η δουλειά σου. Στο θεατρικό πας στις πρόβες, το βλέπεις και το ακούς να ζωντανεύει, βλέπεις μετά την παράσταση, σου λένε επιτόπου αν τους αρέσει ή όχι, έχει μια συνέχεια όλο αυτό. Για παράδειγμα η «Απληστία» της Γέλινεκ που μου πήρε τόσο χρόνο είναι κάτι που έχω ξεχάσει ως κείμενο ενώ από τα θεατρικά που έχω μεταφράσει θυμάμαι αυτούσιες ατάκες για πολύ καιρό.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο ή θεατρικό που θα θέλατε να μεταφράσετε; Αυτή τη στιγμή, όχι. Είχα μεγάλη διάθεση για πολλά χρόνια να μεταφράσω το «Ταξίδι στην Ιταλία του Γκαίτε», το μετέφρασε όντως αλλά τελικά εκδόθηκε όχι στις 600 σελίδες του αλλά περίπου στις 300, δηλαδή στο μισό. Ήθελα επίσης να μεταφράσω τον «Θάνατο του Δαντόν» και το έκανα, όπως επίσης και το «Ξύπνημα της Άνοιξης» του Βέντεκιντ και έγινε κι αυτό. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι έχω εκπληρώσει τις επιθυμίες μου. Απλώς επειδή πια έχω πάρει τη σύνταξη από την Αυστρία έχω πλέον την πολυτέλεια να μεταφράζω μόνο πράγματα που με ευχαριστούν.
Αλήθεια, ο μεταφραστής ως επάγγελμα πού βρίσκεται; Σε πολύ δύσκολη θέση. Όσοι μεταφράζουν αποκλειστικά βιβλία χωρίς δεύτερη δουλειά δε ζουν. Όταν μπήκα στο θέατρο πέρα από τη συγκεκριμένη αμοιβή είχα κάποιο μερίδιο στα ποσοστά, 5% στα σύγχρονα έργα και 10% στα κλασικά. Εάν είχες δυο τρεις επιτυχημένες παραστάσεις στον χρόνο και κάποια βιβλία ζούσες σεμνά μεν, κανονικά δε. Κρίμα που δεν υπάρχει σωματείο, είναι κάτι που έχει συζητηθεί αλλά δεν έχει γίνει. Ήμουν τυχερός που είχα τη συνεργασία με το Αμόρε. Η μετάφραση είναι περισσότερο μεράκι, δεν είναι μια δουλειά που σου επιφέρει έσοδα. Είναι κάτι που με ευχαριστεί βαθιά.
Πρωταγωνιστούν: Μακχήθ: Χρήστος Λούλης, Κυρία Πίτσαμ: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κύριος Πίτσαμ: Άγγελος Παπαδημητρίου, Τζέννυ: Λυδία Φωτοπούλου, Αφηγητής, Αστυνόμος Μπράουν: Νίκος Καραθάνος, Πόλλυ: Νάντια Κοντογεώργη, Λούσυ: Κίκα Γεωργίου
Συντελεστές: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Ενορχηστρωτική επιμέλεια – διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου, Δημιουργία βίντεο: Δημοσθένης Γρίβας, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μπώκος, Φωνητική Διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου, Κινησιολογική Επιμέλεια: Αμάλια Μπέννετ.