O ζωγράφος Γιάννης Αδαμάκης de profundis, για τη ζωή και την τέχνη του (που πάλλεται από ανάσες και ψυχικούς κραδασμούς), σε μια βραδιά όχι απλής διεκπεραίωσης, αλλά μια συνάντηση από καρδιάς στον Ιανό, πριν από λίγες μέρες (στον κύκλο αφιερωμάτων του Κ. Καζαμιάκη).
Εχει σημασία πώς αυτός ο σεμνός σημαντικός καλλιτέχνης μάς συστήθηκε ξανά, διαβάζοντας ένα απόσπασμα μιας σχετικά πρόσφατης συνέντευξής του στο διαδικτυακό περιοδικό Grece Hebdo: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, οι θείοι μου, όλοι ναυτικοί. Κάτι συνηθισμένο μιας και η καταγωγή της μητέρας μου ήταν η Χίος. Έτσι απ’ τη μια το λιμάνι υπήρξε ο φυσικός μου χώρος. Οι ήχοι, οι άνθρωποι, οι κώδικες συμπεριφοράς.
Το ταξίδι, εν τέλει, «είχε το χαρακτήρα της αφήγησης περισσότερο κι όχι του αληθινού βιώματος. Της εικόνας του πλοίου που πλησιάζει ή απομακρύνεται».
Στην ίδια συνέντευξη αποκωδικοποιώντας την ζωγραφική του, τη θεματολογία της, τις μικρές εμβόλιμες εικόνες, φράσεις κι αφηγήσεις, ανέφερε: «Το θέμα κάθε έργου, για μένα, αποτελεί το πρόσχημα μιας ζωγραφικής και συγχρόνως αφηγηματικής περιπέτειας. Οι μικρές εικόνες που παρεμβάλλονται , είναι αυτόματες σκέψεις που εμπλουτίζουν και συγχρόνως διαβάλουν την κεντρική αφήγηση. Θυμίζουν φωτογραφίες κολλημένες σε καθρέφτες, καρφιτσωμένες σε πίνακες ανακοινώσεων, μικρές ιστορίες, τάματα, χαρτάκια με ευχές και μνημονεύσεις. Βλέμματα, ανθρώπινες παρουσίες που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο σε ένα υποτιθέμενο θεατρικό παιχνίδι της μνήμης. Άλλοτε αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα κι άλλοτε μεταλλάσσονται από ευφάνταστα στιγμιότυπα σε εικαστικές αλήθειες. Οριοθετούν, εν τέλει, τη χρονική προσέγγιση της «στιγμής»».
«Σκηνοθετώ πράγματα, σκηνοθετώ σκηνές. Δουλεύω με φωτογραφίες χιλιάδες, αρχειοθετημένες, είμαι ψυχαναγκαστικός», λέει ο εικαστικός.
Αυτοπροσωπογραφίες, καράβια, μια σταύρωση αφηρημένη, το φως που αναδύεται από μέσα, τα χέρια, οι κάθετες, οι οριζόντιες, τα καράβια, η βόλτα με τον αγαπημένο σκύλο, η προσωπογραφία του Ρέμπραντ… Διατρέχοντας στον προτζέκτορα τη δουλειά του, από τα πρώτα αφαιρετικά κολλάζ και ακρυλικά, με τις αναφορές στον Καντίνσκι, στον Μάλεβιτς, στον Αϊζενστάιν, στον Φελίνι (εμπνεύστηκε από ταινίες τους έργα του) είδαμε την εξέλιξή του προς μια θεματική ζωγραφική, με μεγάλες πυκνώσεις και πολλές εμβολές (παιχνίδια, μορφές, λέξεις, φράσεις, γράμματα). «Το τελάρο είναι σαν πεδίο δράσης που ενσωματώνει και το χρόνο», είπε αναφερόμενος στις φράσεις που ενσωματώνει στο έργο του και γεννιούνται μέσα από συνειρμούς.
Μίλησε για έργα που ξαναδούλεψε ακόμη και 13 χρόνια μετά, προσθέτοντας απλά ένα άνθος μηλιάς. «Οταν τα έργα μένουν στο εργαστήριό μου είναι πολύ δύσκολο να μείνουν ίδια».
Υπάρχουν έργα αγαπημένα για ένα καλλιτέχνη; «Ναι. Είναι κάποια έργα που είναι πιο αγαπημένα από τα άλλα. Ισως επειδή έχεις κερδίσει κάτι σε αυτά. Συνήθως είναι και τα παραμελημένα, τα… ανάξια, που δεν είχαν αποδοχή».
Στα αγαπημένα του, τα περιστέρια (χωρίς να γνωρίζει όμως την αιτία) κι ένα πλοίο (1,60Χ3,3), εκτός τόπου και χρόνου, η Εσμεράλντα: «Ξεκίνησα από την ταινία του Βισκόντι «Ο Θάνατος στη Βενετία»”. Το πλοίο του, διατήρησε το όνομα της ταινίας. Δεύτερο στοιχείο έμπνευσης στο ίδιο έργο ήταν η θάλασσα από πλαστικό στο “La nave va” («To πλοίο Φεύγει») του Φελίνι. Κι ο ίδιος σκηνοθετεί, όμως: «Σκηνοθετώ πράγματα, σκηνοθετώ σκηνές. Δουλεύω με φωτογραφίες χιλιάδες, αρχειοθετημένες, είμαι ψυχαναγκαστικός».
Μάς διάβασε ακόμη και Καρυωτάκη, που ήταν εξοβελισμένος από τα σχολικά αναγνώσματά του, αλλά του τον έμαθε η κ.Νιάρχου. Η καθηγήτριά του ήταν παρούσα και τον άκουγε!
Ο επιστήθιος φίλος του Μιχάλης Γκανάς διάβασε από το βιβλίο του «Γυναικών». Δεν ήταν τυχαία η επιλογή. Ο λόγος, οι εικόνες του βιβλίου συνομίλησαν με ένα σημαντικό μέρος των έργων του Αδαμάκη με τα χέρια των ανθρώπων. Η Γιώτα Φέστα διάβασε ένα διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου για τη ζωγραφική του.
Η κατακλείδα μιας βραδιάς με πολλούς αγαπημένους oμοτέχνους -και μη- φίλους (Μαρία Φιλοπούλου, Γιώργος Σταθόπουλος, Γιάννης Λασιθιωτάκης,Ασπασία Παπαδοπεράκη,
Μίλτος Γκολέμας, Στέφανος Δασκαλάκης, Δάφνη Ζουμπουλάκη, Λάκης Παπαστάθης κ.ά)έκλεισε με ένα συγκινητικό homage στον Μιχάλη Σωτηριάδη, αυτοδίδακτο ζωγράφο και γλύπτη, που για βιοποριστικούς λόγους έκανε κυρίως ταμπέλες για μαγαζιά και μεγάλα κέντρα διασκέδασης.
«Όταν ήταν στον Αλβανικό Πόλεμο σκάλιζε μορφές των συναγωνιστών του σε πλάκες από σαπούνι, τις οποίες είδε σε μια επίσκεψη του ο βασιλιάς Παύλος, του έδωσε έπαινο, και το γεγονός κατέγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε το 1979 από χρόνιο πρόβλημα στους πνεύμονες… Θα’θελα να αφιερώσω τη σημερινή βραδιά σ’ αυτόν».