Categories: ΣΙΝΕΜΑ

«Ο Φάρος» ή αλλιώς «Άντρες: Η Ταινία»

Εκ πρώτης όψεως, ό,τι σχετίζεται με το Φάρο του Ρόμπερτ Έγκερς μοιάζει να θέλει να πείσει τον ανυποψίαστο θεατή ότι πρόκειται για ένα μυστηριώδες, ίσως υπερφυσικό θρίλερ -είναι, άλλωστε, η δεύτερη ταινία ενός από τα πολυσυζητημένα νέα horror ταλέντα (Η Μάγισσα ήταν καθοριστική για το είδος στα 10s), γυρισμένη σε κλειστοφοβική αναλογία 1.19:1, αδίστακτα ασπρόμαυρη, με σχεδόν αρχαϊκούς διαλόγους και μινιμαλιστική πλοκή (δύο δύστροποι φαροφύλακες, εγκλωβισμένοι στο πόστο τους σε μια ανεμοδαρμένη βραχονησίδα, αντιμετωπίζουν παράξενα συμβάντα που μπορεί να φαντάζονται ή όχι).

Και όμως, το μεγαλύτερο σημάδι ότι Ο Φάρος είναι στην πραγματικότητα μια κωμωδία (παλιο)χαρακτήρων λουσμένη σε αλκοόλ, βροχή, ιδρώτα και αίμα βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι παγιδευμένοι σε ένα γιγάντιο φαλλό, και μέσα του αμολάνε με ασυγκράτητη ορμή τις ανασφάλειες, τη ζήλια, την επιθυμία, την ανάγκη για επικράτηση και [τα άλλα πράγματα που θεωρούν οι άντρες ότι τους κάνουν περίπλοκους, δεν ξέρουμε γιατί δεν είμαστε άντρες], γκαρίζοντας, μεθώντας, παίζοντας ξύλο, γελώντας και θυσιάζοντας την ελάχιστη ψυχική ισορροπία που τους είχε απομείνει, υπό την καθοδήγηση ενός σχολαστικού 30άρη που θάβει το εμφανές subtext της ταινίας του κάτω από ζόρικη γλώσσα και σκοτεινή αισθητική. FUN!

Ο Φάρος παραμένει μια από τις καλύτερες ταινίες της περσινής χρονιάς, με ένα ταξίδι του που τον έφερε από την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών, που καταγράψαμε παρακάτω μαζί με τις πρώτες δηλώσεις των συντελεστών, ως τα φετινά Όσκαρ, στα οποία είναι υποψήφιο για τη φωτογραφία του Τζάριν Μπλάσκε, και την κυκλοφορία της (επιτέλους) στις ελληνικές αίθουσες.

«Τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει όταν δύο άντρες βρίσκονται παγιδευμένοι μέσα σε ένα γιγάντιο φαλλό», ήταν το σχόλιο του Ρόμπερτ Έγκερς για τη νέα του ταινία Ο Φάρος, και μετά την πρεμιέρα της στο 15ήμερο των Σκηνοθετών στο 72ο Φεστιβάλ Καννών δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο –αλλά και πάρα πολλά ακόμα. Ίσως ο πιο αναμενόμενος τίτλος του φετινού φεστιβάλ μετά το Κάποτε… στο Χόλιγουντ, το δεύτερο σκηνοθετικό εγχείρημα του 32χρονου που το 2015 τρομοκράτησε το arthouse κοινό με το θρίλερ Η Μάγισσα θα μπορούσε να κατέχει επάξια μια θέση στο επίσημο Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ και όχι σε μια παράλληλη ενότητά του, αφού μέχρι στιγμής είναι μάλλον η καλύτερη ταινία που έχει παιχτεί στη διοργάνωση. Περιλαμβάνει, επίσης, δύο ερμηνευτικά tour de force από τους μοναδικούς πρωταγωνιστές του, τον παρανοϊκό Γουίλεμ Νταφόε (που αν έχει την ίδια τύχη όπως πέρσι με το Στην Πύλη της Αιωνιότητας, θα μπορούσε να κερδίσει επάξια μια υποψηφιότητα για Όσκαρ) και τον καλύτερο-από-ποτέ-λίγο-πριν-γίνει-ο-Μπάτμαν Ρόμπερτ Πάτινσον, που ορμούν τόσο στους ρόλους τους όσο κι ο ένας στον άλλον με μια ένταση σαν να περιμένουν την Αποκάλυψη.

Ένας φαροφύλακας (Νταφόε) και ο καινούργιος του βοηθός (Πάτινσον) φτάνουν σε έναν απομονωμένο, θαλασσοδαρμένο βράχο για να φροντίσουν το φάρο για 4 εβδομάδες. Από εκεί ξεκινά μια κλιμακούμενη μάχη με το ανηλεές τοπίο, τη μοναξιά, τις δοξασίες, τις ενοχές, τους γλάρους, το ποτό και τη γλώσσα, καθώς οι δύο χαρακτήρες επιδίδονται σε ένα αλόγιστο power play. Οι δύο ηθοποιοί έκαναν τόσο εντατική προετοιμασία, που ο Πάτινσον φαίνεται να συνειδητοποίησε το μέγεθός της… κυριολεκτικά πριν λίγο. «Δεν είχα ξανακάνει ποτέ τόσες πολλές πρόβες, ήταν 3 εβδομάδες, σωστά;», ρώτησε τον Έγκερς επί σκηνής. Ο Έγκερς απάντησε «ήταν μια, αλλά σου φάνηκαν τρεις» στον εμφανώς σοκαρισμένο πρωταγωνιστή του. «Ο χαρακτήρας μου είναι τόσο χαμηλών τόνων και κλειστός που φοβόμουν να δείξω κάτι παραπάνω στις πρόβες. Ήταν ένα ωραίο, προστατευμένο περιβάλλον και με βοήθησε πολύ», συνέχισε ο Πάτινσον όταν συνήλθε.

Ο βετεράνος Νταφόε, πάντως, είχε μια πιο ευχάριστη εμπειρία: «Σε αντίθεση με τον Ρομπ, λατρεύω τις πρόβες. Δεν τις απαιτώ πάντα, αλλά εδώ ήμουν αντιμέτωπος με ένα βαρύ κείμενο και μια περίπλοκη κινηματογραφική γλώσσα. Η Μάγισσα ήταν μια πραγματικά καλοφτιαγμένη ταινία, ζήτησα να συναντήσω τον Ρόμπερτ και τον παρακάλεσα να κάνουμε κάτι μαζί. Πριν καν αρχίσουμε τις πρόβες, έκανε πάρα πολλή έρευνα και μας έδωσε υλικό για φάρους, γραπτά της εποχής, κασέτες με την τοπική διάλεκτο, τραγούδια… Ήταν μια πολύ όμορφη προετοιμασία και, όπως συμβαίνει με όλες τις προετοιμασίες, έτσι κι αυτή έπρεπε να την πετάξεις μόλις ξεκινήσεις επειδή το βασικό πράγμα που έχεις να αντιμετωπίσεις μόλις φτάνεις στην τοποθεσία είναι τα στοιχεία της φύσης».

Σαν ένα εφιαλτικό ναυτικό τραγούδι, Ο Φάρος δεν βασίζεται τόσο πολύ στην ωμή βία για να οδηγήσει δύο άντρες στα άκρα, όσο στους περίτεχνους διαλόγους του και στην εσωτερική αρχιτεκτονική του, που αναδεικνύεται μέσα από ασφυκτικά, τετράγωνα καδραρίσματα και μια συνεχή αίσθηση απειλής. «Ο αδερφός μου είχε την ιδέα να κάνουμε μια ιστορία φαντασμάτων σε ένα φάρο και ζήλεψα που το σκέφτηκε πριν από μένα», είπε ο Έγκερς μετά την πρώτη προβολή της ταινίας. «Γράψαμε μαζί το σενάριο και κάναμε πολλή έρευνα, γεγονός που ευχαριστήθηκα. Κατασκευάσαμε τα σκηνικά μόνοι μας. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τον κατάλληλο προσβάσιμο φάρο για εμάς, γι’ αυτό κάναμε τα γυρίσματα σε ένα ηφαιστειακό βράχο στην Νέα Σκωτία. Τελικά ο φάρος που φτιάξαμε μπορούσε να φωτίσει μια απόσταση μέχρι 16 μιλίων. Το μέρος ήταν αφιλόξενο, όμως, δεν είχε καθόλου δέντρα, δεν άκουγα τον Ρομπ και τον Γουίλεμ ενώ στεκόμουν 1 μέτρο μακριά τους, δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε τις καταιγίδες. Σε πολλές σκηνές θα νομίζετε ότι χρησιμοποιούμε μηχανές αέρα και βροχής, αλλά δεν ισχύει». Η δυσκολία των γυρισμάτων επηρέασε και τους ηθοποιούς, αν κι όχι απαραιτήτως με τον τρόπο που περιμένει κανείς. Ειδικά ο Πάτινσον, που κόντεψε να πεθάνει γυρίζοντας με αμφίεση εποχής μερικές ριψοκίνδυνες σκηνές, φάνηκε να αντλεί μια μαζοχιστική ευχαρίστηση από την πρόκληση. «Βρίσκω πιο εύκολους τους ρόλους που είναι απαιτητικοί για τη φυσική μου κατάσταση. Μπορείς να προετοιμάσεις και να πιέσεις πολύ το σώμα σου λόγω της φύσης της συγκεκριμένης ιστορίας. Δεν μπορώ να το πω αυτό για πολλές ταινίες».

Με αναφορές στα μυθολογικά σημάδια του Μόμπι Ντικ και μια οπτική ταυτότητα που παραπέμπει στις πιο πρωτόγονες μέρες του σινεμά, η ταινία μένει στη μνήμη όχι μόνο για τους υστερικούς ήρωές της, αλλά και για την αισθητική της. «Μου άρεσε αυτή η σκουριασμένη, σκονισμένη, “χειροποίητη” ατμόσφαιρα», είπε ο Έγκερς. «Έγραψα στην πρώτη σελίδα του σεναρίου ότι πρέπει να γυριστεί σε ασπρόμαυρο φιλμ 5mm. Δεν ήθελα να μοιάζει με παλιά ταινία αλλά ήθελα να θυμίζει την ατμόσφαιρά τους, αφού γυρίστηκε και στο απαρχαιωμένο aspect ratio των πρώτων ταινιών με ήχο – ήταν, άλλωστε, ιδανικό format για να δείχνεις φάρους, κλειστοφοβικούς χώρους και τα πρόσωπα αυτών των δύο ηθοποιών».

Οι αναπόφευκτες συγκρίσεις που φέρνει στο μυαλό ένα τέτοιο αυστηρό περιβάλλον που τίθεται στην υπηρεσία ενός σκληρού ψυχοδράματος είναι το σινεμά του Ταρκόφσκι και του Μπέργκμαν, γεγονός που δεν διέφυγε από το σκηνοθέτη, με όλη του την tough love αυτοκριτική: «Οι ευρωπαίοι auteurs του 20ου αιώνα όπως ο Μπέργκμαν και ο Ταρκόφσκι είναι οι αγαπημένοι μου σκηνοθέτες, αν και πιστεύω ότι αν έβλεπαν αυτή την ταινία θα την έβρισκαν υπερβολικά διψασμένη για εντυπωσιασμό και ανόητη», παραδέχτηκε γελώντας.

Η ταινία Ο Φάρος κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου