Στην Αθήνα βρέχει καρεκλοπόδαρα λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και, πλατσουρίζοντας στους πλημμυρισμένους δρόμους, φτάνω στο ξενοδοχείο όπου πρόκειται να πάρω συνέντευξη από τον Carlos Marqués-Marcet, του οποίου το μεγάλου μήκους ντεμπούτο 10.000 Χιλιόμετρα με συγκλόνισε. Θα αργήσει γιατί έχουν κολλήσει στην κίνηση. Στο φουαγιέ η Natalia Tena δίνει συνέντευξη σε ένα live chat. Με χαιρετά με ένα πλατύ χαμόγελο, της λέω πόσο μου άρεσε η ταινία και αρχίζει τους πανηγυρισμούς. Ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες ακόμα, της λέω πως χάρηκα που τη γνώρισα, τείνοντας το χέρι μου και εκείνη σκύβει και με φιλάει σταυρωτά. Να κάτι που θα λέω στα εγγόνια μου. Μετά από κάποια ώρα τη βλέπω να κινείται προς την είσοδο του ξενοδοχείου τσιρίζοντας. Μόλις έχει φτάσει ο σκηνοθέτης και αγκαλιάζονται. Συστηνόμαστε, συζητάμε τυπικά, του εκφράζω το θαυμασμό μου για την ταινία του. Πάντα χαμογελαστός, με ευχαριστεί για τα καλά μου λόγια, χωρίς κανένα ίχνος σοβαροφάνειας ή άβολης παραξενιάς. Σαν κάποιος που θα μπορούσε να είναι συμφοιτητής σου σε ένα μεταπτυχιακό σχετικό με τον κινηματογράφο, ναι μεν εξωστρεφής και συμπαθέστατος, αλλά που βουτάει τη γλώσσα του στον εγκέφαλό του πριν μιλήσει. Καθόμαστε, η Tena συνεχίζει τη συνέντευξη πίσω μας και πατάω το rec. Ακολουθούν τα λόγια ενός σκηνοθέτη που τώρα ξεκινά τη μεγάλου μήκους καριέρα του, μένει μισό χρόνο στο Λος Άντζελες και μισό στη Βαρκελώνη και λατρεύει πάνω απ’ όλα τους φίλους του.
Πως σου ήρθε η κεντρική ιδέα της ταινίας; Πόσο βασίζεται σε σκόρπιους στοχασμούς και πόσο σε προσωπικές εμπειρίες; Είναι μια μίξη μεταξύ των δύο. Έφυγα από τη Βαρκελώνη για το Λος Άντζελες, οπότε έζησα μια τέτοια ιστορία. Μα μέχρι να μεταφερθεί στην οθόνη, η ιστορία άλλαξε, έκανα τον πρωταγωνιστή από άντρα γυναίκα, καθώς το έβρισκα πιο ενδιαφέρον. Όσο ζούσα, όμως εκεί, χρησιμοποιούσα πολύ την επικοινωνία μέσω τσατ, οπότε μου μπήκε η σκέψη πως μπορώ να χτίσω τα δικά μου κάδρα με την κάμερα του λάπτοπ, το πώς μπορείς να σκηνοθετήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Στην εποχή τον αδελφών Lumiere η κάμερα χρησιμοποιούταν με άλλο τρόπο, μα πλέον την χρησιμοποιείς ως μέσο επικοινωνίας. Τα μέσα αλλάζουν, ας πούμε την εποχή του Ομήρου η γραφή δε χρησιμοποιούταν για επικοινωνία, μα έφτασε μέχρι αυτό το σημείο, να μπορείς να επικοινωνήσεις με τον βασιλιά. Έτσι και με την αλλαγή της κάμερας ως μέσο, ο ίδιος ο κινηματογράφος αλλάζει, κοντεύει να αποκτήσει τη χροιά ενός μυθιστορήματος που βασίζεται σε επιστολές.
Τα σκηνοθετικά σου ευρήματα είναι απλά μα ευφυέστατα, όπως ας πούμε στην τελική σκηνή, ή σε ένα κομβικό σημείο της πλοκής προς το τέλος (σ.σ. ελέω spoilers, δεν αποκαλύπτουμε τίποτα σχετικά με τις σκηνές μα στη συνέντευξη αναφέρθηκαν). Ήταν προμελετημένα ή σε ευνόησε η θεά Τύχη; Ανέφερες τη σκηνή εξαιτίας της οποίας αποφάσισα να σκηνοθετήσω την ταινία. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ πιθανόν σε είκοσι χρόνια από τώρα οι webcams να έχουν την ίδια ακριβώς ποιότητα εικόνας με αυτή που έχουν τώρα, οπότε ήθελα να πειραματιστώ με το μέσο ως προς το συναισθηματικό πυρήνα της ταινίας. Αντίστοιχα, η τελική σκηνή προέκυψε εντελώς κατά λάθος, από ένα ατύχημα που είχα όταν έφτιαχνα τους τίτλους τέλους. Το είδα και είπα πως είναι τέλειο, οπότε το κράτησα. Σε γενικές γραμμές, και εδώ ήταν μια μίξη των δύο, ορισμένα είναι προμελετημένα, ενώ άλλα συνέβησαν κατά τύχη. Σαν τον Κινηματογραφιστή του Buster Keaton, μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Γενικά προσπαθώ να προκαλώ αυτά τα ατυχήματα, είμαι της λογικής ότι πρέπει να περιμένεις το απροσδόκητο.
Η πρώτη σου σκηνή είναι ένα μονοπλάνο αφηγηματικού τύπου. Σου αρέσει αυτός ο κινηματογράφος; Δημιουργοί όπως ο Tarkovsky, o Jancso και ο Tárr; Φυσικά τους λατρεύω, μα υπάρχει ένα παράδοξο στη σχέση μας. Όσο και να μου αρέσουν, θεωρώ ότι ως επί το πλείστον οι ταινίες τους αφορούν σε ένα δεύτερο, μεταφυσικό επίπεδο. Ναι, τους αγαπώ, μα τα πλάνα μου έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με τον Max Ophüls, προσπαθώ να κάνω τέτοια μονοπλάνα, να βάζω ανθρώπους μαζί και να εκμεταλλεύομαι το χώρο. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάτι παραπάνω απ’ αυτό που βλέπεις. Σαν τον Ozu, επίσης, που εξερευνά ένα δεύτερο, ψυχικό επίπεδο, ενώ παράλληλα μένει προσγειωμένος στο έδαφος. Μου αρέσει και ο κινηματογράφος του φανταστικού, μια φορά είχα προσπαθήσει να γράψω μια ιστορία που αφορά στο φανταστικό, αλλά κατέληξε να έχει έναν χαρακτήρα περισσότερο αυτοβιογραφικό. Για μένα υπάρχει πάντα ένα σημείο που φανταστικό και ρεαλισμός συναντώνται.
Θεωρείς πως οι σημερινοί σκηνοθέτες, ό, τι έχουν να επιδείξουν το λένε με την πρώτη τους ταινία; Ναι, είναι κάπως πιο δύσκολο. Φαίνεται ότι όταν έχουν να κάνουν με μια συγκεκριμένη αφήγηση, είναι πολύ συγκεκριμένοι ως προς το τι θέλουν να πουν. Όταν τελειώσει η πρώτη ταινία, έρχεται το άγχος της δεύτερης, «τι κάνω μετά;» και τέτοια. Αν θες, μπορείς να βάλεις τα πάντα στην πρώτη ταινία και πολύ πιθανόν η δεύτερη να βγει κακή, αλλά ταυτόχρονα αφού έχεις τη δυνατότητα να κάνεις μια δεύτερη ταινία, είναι και μια καλή ευκαιρία για να ωριμάσεις σκηνοθετικά. Είναι σαν τους μουσικούς, που σχεδόν πάντα ο δεύτερος τους δίσκος είναι χειρότερος, γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια δούλευες με προσήλωση στα τραγούδια του πρώτου, ενώ μετά έρχεται η στιγμή του δεύτερου που χρειάζεται να βγει σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα και λες «τι πρέπει να κάνω;».
Aν η ταινία σου ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν; Καλή ερώτηση. Λογικά θα ήταν ένα από τα χιλιάδες που δεν μπόρεσα να βάλω στην ταινία, μα κλίνω προς το «Ausencia» του Hector Lavoe, του πιο διάσημου τραγουδιστή σάλσα όλων των εποχών. Πιάνει ακριβώς το κλίμα που θέλω να περάσω με την ταινία. Βέβαια, να σου πω την αλήθεια, ένας από τους τίτλους που είχα κατά νου όταν έγραφα την ταινία ήταν το «Love Will Tear Us Apart»…
Και αν μπορούσες να κάνεις ένα remake μιας ταινίας, ποια θα διάλεγες; Ουάου, αν ήταν να κάνω remake, θα έπρεπε να είναι για μια ταινία που δε μου άρεσε, που θα θεωρούσα πως έχει μια πολύ καλή ιδέα, αλλά δεν υλοποιήθηκε σωστά. Όταν μια ταινία είναι αριστούργημα, γιατί να θες να την ξανακάνεις; Ένα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το Boyhood.
Ποια είναι τα άμεσα μελλοντικά σου σχέδια; Θα πάω στα γενέθλια της ανηψιάς μου στη Βαλένθια. Αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός. Ως σκηνοθέτης από την άλλη, γράφω κάτι αυτόν τον καιρό. Πάλι έχει να κάνει με σχέσεις, μα αυτή τη φορά είναι περισσότερο κωμικό, έχει να κάνει με ένα ερωτικό τρίγωνο και τις συγκρούσεις μεταξύ τους.
Πως είναι η ζωή για ένα νέο σκηνοθέτη στο Λος Άντζελες σήμερα; Κοίτα, στην Αμερική πήγα για σπουδές. Στην αρχή είχα κάνει αίτηση σε ένα πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο οποίο δε με πήραν και τελικά κατέληξα στο Λος Άντζελες. Ερωτεύτηκα την πόλη, οπότε αποφάσισα να μείνω εκεί. Δε θα ‘λεγα όμως ότι ζω ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς, δε μένω στο κέντρο της πόλης. Έχω μια πολύ συνηθισμένη ζωή με τους φίλους μου εκεί, εκ των οποίων μάλιστα ένας είναι Έλληνας. Δεν έχει καμία διαφορά από άλλες μεγάλες πόλεις, εξακολουθείς να είσαι ένα πρόσωπο στο πλήθος.
Ποιο πιστεύεις ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η γενιά σου; Σίγουρα. Η γενιά μας είναι μια γενιά που θέλει να τα έχει όλα και δεν μπορεί να καταλάβει πως αυτό δε γίνεται. Δυσκολεύομαι να πω αντίο, να καταλάβω πως κάτι που ήξερα μέχρι τώρα θα τελειώσει. Σου το λένε, δε μπορείς να τα έχεις όλα, μα κάποια στιγμή πρέπει να φτάσεις στο συμπέρασμα ότι όλοι θα πεθάνουμε, οπότε καλό θα ήταν απλώς να απολαύσεις ό,τι έχεις. Να απολαύσεις τη ζωή.
Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία, εδώ.
Διαβάστε και τη συνέντευξη της πρωταγωνίστριας Natalia Tena στον Ιωσήφ Πρωιμάκη.