Ένα μικρό περιστρεφόμενο φωτιστικό, σαν μίνι ντισκόμπαλα, σκορπίζει στους τοίχους φούξια, μπλε και πράσινες τελίτσες, κάνοντας ψυχεδελικά παιχνίδια με έναν πίνακα του Φασιανού. Ο χώρος μυρίζει έντονα τσιγάρο. Η Πάολα Ρεβενιώτη μόλις έχει ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός της που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την πλατεία Λαρίσης και μας εισάγει απότομα στον κόσμο της, που όλος μοιάζει να είναι εκείνος ο καναπές με το λεοπάρ ριχτάρι και τα υπολείμματα καπνού. «Να τώρα ήταν εδώ ο Κασιδιάρης στην πλατεία και φώναζε. Όλο φωνάζουν. Για να δούμε είναι ακόμα εκεί;», βγαίνουμε παρέα στο μπαλκόνι κι αφού σκανάρει την πλατεία λέει με παράπονο: «Κρίμα δεν είναι να τους έχω δίπλα μου;». Επισκεφθήκαμε το σπίτι της Πάολας για να δούμε παρέα το νέο της ντοκιμαντέρ, το πρώτο μεγάλου μήκους της ομάδας της, Paola Team Documentaries, Καλιαρντά, που καταγράφει την κρυφή γλώσσα των ομοφυλόφιλων στην Ελλάδας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ’40 μέχρι την αρχή της μεταπολίτευσης. Ένα ντοκιμαντέρ που κάνει πρεμιέρα στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.
Της έχω ζητήσει να το δούμε μαζί, όπως σε εκείνες στα dvd που έχουν και μια εκδοχή με το σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω από την ταινία. Ε, εδώ τον έχω δίπλα μου, live commentary. Μη φανταστείτε καποια ειδική αίθουσα προβολής, home cinema και τα ρέστα. Στερεώνουμε το laptop σε ένα χαμηλό τραπεζάκι και χωρίς καθυστέρηση πατάει play. Τα Καλιαρντά, μια πολύ προσεγμένη παραγωγή, σε αρπάζουν από νωρίς. «Ήμουν στην Ομόνοια όταν πρωτοάκουσα κάτι 70άρες αδερφές να μιλούν τα καλιαρντά. Λέγανε ιστορίες από το Ζαρντέν (Ζάππειο). Εγώ τα πρόλαβα στην παρακμή τους, εκεί κοντά στα 16 μου, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σκέφτηκα λοιπόν ότι είναι μια ιστορία που δεν πρέπει να χαθεί, ένα κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας». Όπως ξεκινάνε περίπου όλα σε αυτή τη ζωή, από μια τυχαία σκέψη, άρχισε η έρευνα από την Πάολα και την ομάδα της.
Τα καλιαρντά γεννήθηκαν στις γειτονίες του Πειραιά και στη φυλακή. Έχουν την ίδια μάνα με τα ρεμπέτικα και δανείζονται λέξεις από διάφορες γλώσσες όπως τα τούρκικα, τα γαλλικά, τη διάλεκτο των Ρομά. Είχαν διττό ρόλο για την κοινότητα των ομοφυλόφιλων. Εξυπηρετούσαν αρχικά ως μέσο αυτοπροστασίας, έτσι ώστε να μην καταλαβαίνουν οι πελάτες (ή όπως λέει η Πάολα τα «τσόλια», τα «τεκνά» και οι «μπαλαμοί») και οι «ρούνες», δηλαδή οι μπάτσοι, τι συζητάνε στην πιάτσα μεταξύ τους. Λειτούργησαν ωστόσο και ως μέσο αναγνώρισης, καθώς όποιος «μπενάβει» (μιλάει) καλιαρντά σημαίνει ότι είναι «δικός τους», βαθιά χωμένος στην πιάτσα. Τα καλιαρντά όμως έχουν και πολύ χιούμορ και μια ειρωνική διάθεση απέναντι σε ότι τους καταπίεζε τότε. «Λέγαμε τον Θεό “άφαντο” και την Ακρόπολη «ασπροκώλα», μου λέει η Πάολα καθώς οι φωτογραφίες με τα παλικάρια της και οι ναύτες του Τσαρούχη μας χαζεύουν από ψηλά.
Στο ντοκιμαντέρ της Πάολας εμφανίζονται πολλά σημαίνοντα πρόσωπα, διαφορετικά μεταξύ τους, από τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο μέχρι τον Ηρακλή Λούκα, ιδιοκτήτη του θρυλικού σαλονικιώτικου καμπαρέ «Μπανάλ». Όταν όμως εμφανίζεται ο συγγραφέας Θανάσης Σκρουμπέλος, η Πάολα μου λέει: «Αυτόν να ακούς. Τα λέει πιο ωραία από όλους». Πραγματικά, ο Σκρούμπελος αφηγείται τρομερές ιστορίες από τα χρόνια της Χαβάης, του πρώτου «πουστράδικου» της Αθήνας – που βρίσκονταν εκεί που στεγάζεται σήμερα το Θέατρο Περοκέ – στο οποίο έγιναν και τα πρώτα drag shows. «Τότε για να γαμήσεις, έπρεπε να είσαι ή παντρεμένος, ή αρραβωνιασμένος τουλάχιστον. Τα αγόρια σε εκείνη την ηλικία έπρεπε κάπου να διοχετεύσουν όλη αυτή την ορμή. Έπρεπε να βρεις μια τρύπα να στο πω απλά. Έτσι, αγόρια που έμοιαζαν με κορίτσια και ντύνονταν σαν αυτά, ήταν η μόνη σου επιλογή. Αναπόφευκτα όμως, το πράγμα δεν έμενε εκεί, γεννήθηκαν δυνατοί έρωτες».
Αυτή η φράση του Σκρούμπελου είναι το κομβικό σημείο που το ντοκιμαντέρ της Πάολας Ρεβενιώτη παίρνει μια άλλη τροπή, πέρα από την καταγραφή της διαλέκτου των καλιαρντών. «Αυτό που λέει έχει σημασία, άκου και παρακάτω και θα καταλάβεις γιατί πέθαναν τα καλιαρντά», μου λέει εξηγώντας πως ούτε εκείνη περίμενε ότι η έρευνά της θα αποδώσει τελικά κάτι πολύ περισσότερο: ένα χρονικό του έρωτα, της σεξουαλικότητας, των στεκιών και των προβλημάτων των ανθρώπων των περασμένων δεκαετιών. «Πώς αλλάζουν έτσι οι εποχές», θα πει αργότερα με νοσταλγία καθώς βλέπουμε ένα πλάνο με την ίδια και την σκυλίτσα της (που πέθανε πριν ένα μήνα) στην πλατεία Ομονοίας.
Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται και άνθρωποι της πιάτσας που έζησαν τα καλιαρντά στην ακμή τους. Μια από αυτούς είναι και η Νανά, θεσσαλονικιά τρανς και φίλη της Πάολας που, μεταξύ άλλων, διηγείται μια συγκλονιστική ιστορία για το πως δημιουργήθηκε το πρώτο drag show στην Ελλάδα, στην ταβέρνα της «Στάσας», μιας «μούντζας» (γυναίκας) που έβαλε την ιδέα στους ομοφυλόφιλους που χόρευαν τσιφτετέλια στο μαγαζί της, να κάνουν σόου για να βγάλουν και κανά «μπερντέ». Η Πάολα γελάει πολύ με τα αστεία της Νανάς. «Τι γλυκός άνθρωπος η Νανά. Πέθανε πριν ένα μήνα και αυτή», μου λέει αλλά όχι μίζερα, κάπως σαν η Νανά να την είχε ζήσει τη ζωή της και ίσως άλλες δέκα ακόμη και να έφυγε γεμάτη. Μιλάει για τη Θεσσαλονίκη και το πόσο πιο κοσμοπολίτικη κι ελεύθερη ήταν το ’70 σε σχέση με τη συντηρητική Αθήνα. Από εκεί ξεκίνησαν όλα και η Πάολα έμεινε 8 μέρες στη συμπρωτεύουσα αναζητώντας ανθρώπους που έζησαν τις εποχές αυτές να τις μιλήσουν για τα καλιαρντά και τον έρωτα. «Ήταν πολύ δύσκολο να το καταφέρουμε όλο αυτό. Δε μιλάνε πια οι άνθρωποι. Συνολικά το ντοκιμαντέρ πήρε ένα 8μηνο να φτιαχτεί».
Στο ντοκιμαντέρ εμπεριέχονται και μια – δυο σκηνές μυθοπλασίας στο Ζάππειο, στο ίδιο παγκάκι που έκανε πιάτσα η Πάολα τότε. «Τους πήγα στο ίδιο σημείο, ό,τι βλέπεις, τα μέρη που βρίσκομαι, δεν είναι τυχαία. Ακόμα και τα γκρεμίδια έξω από τα οποία στέκομαι, υπάρχει λόγος. Κάτι ήταν εκεί».
Οι κωλομπαράδες, «αυτοί δηλαδή που γαμάνε και άντρες και γυναίκες – και ξέρεις, τούτοι ήταν λέει διπλά άντρες, τι πονηροί που είμαστε οι Έλληνες, δε νομίζεις, τι σκαρφιστήκαμε για να τα δικαιολογήσουμε; – και όσοι ερωτεύτηκαν ένα από εκείνα τα αγόρια του Ζαρντέν και της Χαβάης, μυήθηκαν στα καλιαρντά, άρχισαν να τα βγάζουν προς τα έξω. Έπειτα ήρθε η Μαλβίνα που έβαλε τα καλιαρντά στα σαλόνια. Πλέον οι ομοφυλόφιλοι ήταν κάπως εκτεθειμένοι, δε σταματούσαν όμως να εφευρίσκουν καινούριες λέξεις για να προστατεύονται. Το τέλος των καλιαρντών ήρθε όταν οι πούστηδες θέλησαν να γίνουν μοντέρνοι, να αγκαλιάσουν την κανονικότητα, όταν έγιναν mainstream που λέμε. Έπαψε να υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούνται».
Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με το σπαρακτικό τραγούδι του Φώτη, ενός μόνιμου κατοίκου του Ζαρντέν. Η Πάολα εξομολογείται πως το βλέπει για τρίτη φορά και την πιάνει μια νοσταλγία. «Κάλο δεν είναι; Ξέρεις όταν είσαι τρανς μπορείς να γελοιποιηθείς πολύ εύκολα, αλλά νομίζω ότι είναι καλό γιατί είναι φτιαγμένο με αγάπη».
Φτάνοντας στην έξοδο της πολυκατοικίας συνειδητοποιώ ότι ξέχασα το μπουφάν μου, το οποίο τυχγάνει να είναι ένα χιτώνιο του αδερφού μου. «Ξέχασες κάτι;», μου λέει πίσω από την πόρτα όταν της χτυπάω. «Όλοι πάντα κάτι ξεχνάνε σε αυτό το σπίτι, κυρίως οι φαντάροι για να ξανάρχονται». Πιάνω το μπουφάν μου και χαμογελάω.
«Κοίτα τι είναι;», της δείχνω το χιτώνιο. «Σημαδιακό», μου λέει.