Ο Βασίλης Δημητρίου είναι ο μοναδικός στην χώρα μας, ίσως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, στα 77 του χρόνια, να ζωγραφίζει χειροποίητες κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες. Τις φτιάχνει μέσα στο μικροσκοπικό, χαμηλοτάβανο ατελιέ του που βρίσκεται μέσα στην αυλή του σπιτιού του κάπου στην Αγία Παρασκευή.
Όταν πιάνει δουλειά το χαρτί πάνω στο οποίο θα ζωγραφίσει την αφίσα καταλαμβάνει κυριολεκτικά όλους τους τοίχους του ατελιέ, σε ύψος αλλά και σε πλάτος. Χρησιμοποιεί χαρτί του μέτρου, σκόνες αγιογραφίας και ψαρόκολλα. Τα τελευταία χρόνια δεν παρακολουθεί τις ταινίες πριν ζωγραφίσει και δουλεύει με τις φωτογραφίες και το διαφημιστικό υλικό.
Ξεκίνησε να εξασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα από τη δεκαετία του 50, όταν ήταν περίπου δεκατεσσάρων χρονών και κάποια στιγμή, όταν η ζήτηση της ζωγραφιστής αφίσας ήταν στο ζενίθ, έφτασε να εργάζεται ακόμα και για είκοσι κινηματογράφους ταυτόχρονα φτιάχνοντας αφίσες τεραστίων διαστάσεων μόνο μέσα σε λίγες ώρες.
Σήμερα φτιάχνει αφίσες μόνο για τον κινηματογράφο Αθήναιον σ
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό τον επισκεφθήκαμε στο ατελιέ του όπου μας διηγήθηκε την ιστορία του.
Γεννήθηκα στις 18 Φεβρουαρίου του 1936 στη Κυψέλη. Ξεκίνησα με την ζωγραφική κινηματογραφικής γιγαντοααφίσας από τα δεκατέσσερα και τώρα πάω στα… ούτε κι εγώ ξέρω πόσα. Κάνε εσύ την αφαίρεση. Μέχρι πότε θα το κάνω; Ε, άμα πεθάνω θα σταματήσω.
Τη ζωγραφική την έχει κανείς μέσα του κι εμένα μου βγήκε από πολύ μικρή ηλικία με θεαματικό τρόπο. Θυμάμαι, αν θυμάμαι καλά κιόλας, όταν πήγαινα τρίτη δημοτικού είχα πάρει μια μέρα, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, τις κιμωλίες και ζωγράφισα στο μαυροπίνακα την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι γράφοντας από δίπλα «Όσα δεν πιάνει η αλεπού..». Όταν μπήκε η δασκάλα μέσα μου λέει «Δημητρίου, ποιος το έφτιαξε αυτό;». Της απαντώ «εγώ». Και φαπ, τρώω ένα χαστούκι « Δεν σου έχω πει να μην λες ψέματα», μου λέει. « Ξαναφτιάξτο αν μπορείς!». Όταν το ξανάφτιαξα μες τα κλάματα και με τρεμάμενα χέρια, το βλέπει και κατευθείαν με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναγνώρισε το ταλέντο μου. Μετά απ’ αυτό μου αγόραζε μολύβια και μπλοκ ζωγραφικής και με παρότρυνε να ζωγραφίζω.
Μου αρέσανε πολύ οι χρωματιστές κιμωλίες και ζωγράφιζα τα πλακάκια του δρόμου. Έκανα σουρεαλιστικά σχέδια, κάτι τρελά πράγματα. Τα βλέπανε οι περαστικοί στη Κυψέλη και τριαβιόντιουσαν να μην μου τα πατήσουν και τα χαλάσουν.
Ήμουν πολύ φτωχό παιδί. Ούτε μολύβι δεν είχα που λέει ο λόγος στο σχολείο. Η μάνα μου είχε έρθει απ το χωριό και δεν κατάφερε ποτέ να ενταχθεί στην ζωή της πόλης. Ο πατέρας μου δούλευε σαν γκαρσόνι ενώ παράλληλα ήταν και ερασιτέχνης αθλητής στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Όταν πέθανε η αδελφή μου σε πολύ μικρή ηλικία, απ τον καημό του το έριξε στο ποτό με αποτέλεσμα να πάθει το συκώτι του και να πεθάνει στα 49 του. Εγώ ήμουν τότε 14. Μάθαμε πολλά από τον πατέρα μου χωρίς να έχει καμιά ιδιαίτερη μόρφωση.
Θυμάμαι πως μια φορά σαν παιδάκι δεν με πήγε σε μια παιδική χαρά! Όλο στα γυμναστήρια με πήγαινε και κάπως έτσι κόλλησα κι εγώ. Έκανα πυγμαχία και κάποια στιγμή έφτασα να γίνω και προπονητής της εθνικής ομάδας στη πυγμαχία. Πως συνδυάζεται η ζωγραφική και η πυγμαχία; Είναι απλό. Και στα δύο χρειάζεται να έχεις έμπνευση και σταθερό χέρι.
Στη γειτονιά μας, στην πλατεία της Κυψέλης, υπήρχε ένας θερινός κινηματογράφος, το Αττικόν. Ο Κηλαηδόνης που είναι φίλος και παλιό γειτονόπουλο γι αυτό το σινεμά έγραψε το σχετικό τραγούδι. Εκεί λοιπόν πηγαίνανε όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα τότε, και παρακολουθούσαν ταινίες. Εγώ δεν μπορούσα να πάω γιατί όπως σου είπα ήμουν πολύ φτωχός. Που να έλεγα της μάνας μου να μου δώσει πέντε δραχμές για το εισιτήριο! Θα με σκότωνε. Γι αυτό παρέα με κάτι άλλα φτωχαδάκια της γειτονιάς σκαρφαλώναμε σε κάτι δέντρα που ήταν στο πλάι του κινηματογράφου και καθόμασταν στην μάντρα και βλέπαμε τη ταινία. Που και που έβγαινε με μια βίτσα ένας θυρωρός που δούλευε εκεί και μας πλάκωνε στα πόδια και όπου φύγει-φύγει. Βέβαια ο πατέρας μου με είχε προπονήσει και άντεχα στο ξύλο. Μια μέρα λοιπόν εκεί που με βαρούσε ο θυρωρός απόρησε που δεν έσκουζα και αφού μου ζήτησε να κατέβω κάτω μου πρότεινε να βοηθάω στις εργασίες του σινεμά με αντάλλαγμα να βλέπω τις ταινίες. Εγώ με κάθε ευκαιρία, όταν δεν είχα κάποια δουλειά να κάνω, καθόμουν και σκίτσαρα τους ηθοποιούς που έβλεπα σ΄ όποιο χαρτί έβρισκα ελεύθερο. Ε, κάποια στιγμή το παρατήρησε ο κυρ- Γιώργος εκεί και με παρότρυνε να πάω σε ένα ζωγράφο για να δουλέψω μαζί του. Όταν το είπα στη μάνα μου το ίδιο βράδυ έγινε σεισμός. Ευτυχώς που μπήκε μπροστά ο αδελφός μου και με υποστήριξε. Της λέει « Ρε μάνα άστονα. Αφού δεν βλέπεις. Είναι γεννημένος για να γίνει ζωγράφος. Δεν κάνει για άλλη δουλειά. Αφού και πέρσι που δούλευε στο μανάβικο αυτός χάραζε ζωγραφιές ακόμη και πάνω στα καρπούζια!». Πράγματι το έκανα αυτό και ερχόντουσαν οι κυρίες και έλεγαν δώσε μου αυτό που έχει πάνω τη ζωγραφιά με το γατάκι.
Την ίδια χρονιά πήγα κι εργάστηκα για λίγο δίπλα στο Γιώργο Γρηγοριάδη ο οποίος δεν ήταν ακριβώς ζωγράφος αφίσας. Έκανε τη τεχνική του κολάζ και ζωγράφιζε τα γράμματα. Καλός άνθρωπος αλλά ήταν και απίστευτα αθυρόστομος, κι εγώ έχω θέμα μ΄ αυτό. Του έπεφτε μια σταγόνα μπογιά στο πάτωμα και κατευθείαν πλάκωνε χριστοπαναγίες. Γι αυτό το λόγο σταμάτησα να δουλεύω πλάι του. Μετά πήγα και δούλεψα πλάι στον εξαιρετικά ευγενή τσεχοσλοβάκο Βικέντιο Μπέγκνερ , ο οποίος ακολουθούσε την ίδια τεχνική του κολάζ ζωγραφίζοντας μόνο τα στοιχεία. Ο Μπέγκνερ είδε πόσο καλός ήμουν στη ζωγραφική και με ενθάρρυνε σε αυτό. Γιατί στ’ αλήθεια αυτό που με ενέπνεε περισσότερο δεν ήταν να ζωγραφίζω τα γράμματα αλλά όλη την αφίσα. Πήγαινα έξω από τους κινηματογράφους με τις τεράστιες ζωγραφιστές αφίσες και παρατηρούσα τις λεπτομέρειες, τη κίνηση του πινέλου, τα χρώματα, τις λεπτομέρειες. Κάποια στιγμή έκανα δικό μου εργαστήριο και άρχισα σιγά – σιγά να φαίνομαι στη πιάτσα.
Έχω δουλέψει σε πάρα πολλούς κινηματογράφους, σχεδόν απ όλους τους κεντρικούς. Σταρ, Άστορ, Μόντιαλ, Πάνθεον, Ρεξ, Ιντεάλ, Αττικόν, Απόλλων, Έσπερος, Ρεξ, Άνεσις, Άστρον, Αστέρια. Το Αθήναιον είναι το τελευταίο σινεμά στην Αθήνα που εξακολουθεί να έχει χειροποίητη αφίσα. Αγαπούν την ζωγραφιστή αφίσα αλλά αγαπούν κι εμένα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια τους τις φτιάχνω ανελλιπώς. Κάθε χρόνο κάνω γύρω στις 55 και οι διαστάσεις τους, για το Αθήναιον, είναι 6 επί 2,5 μέτρα όταν βάζουν αφίσες για δύο ταινίες και 13,5 επί 2,5 μέτρα όταν υπάρχει αφίσα για μια μόνο ταινία. Σχεδιάζω πρώτα τη βασική εικόνα με κάρβουνο και μετά τα γράμματα, εκεί που έχω σκεφτεί ότι θα μπουν. Έπειτα περνάω με σινική μελάνη ή με μαύρο πλαστικό με ψηλό πινέλο εκεί που έχω κάνει τη γραμμή με το κάρβουνο και τέλος βάζω το χρώμα. Δεν αντιγράφω ποτέ τις αφίσες των ταινιών. Τις χρησιμοποιώ μόνο ως βοήθημα για να βλέπω τις λεπτομέρειες των προσώπων. Τώρα πια για να φτιάξω μια αφίσα θέλω δυο μέρες γεμάτες. Μου παραγγέλλουν την αφίσα τη Δευτέρα και την Τετάρτη την έχω έτοιμη. Πριν δέκα χρόνια; Ήθελα 6-7 ώρες.
Μετά είναι και η τοποθέτηση της αφίσας το βράδυ. Πάω πάντα και το κάνω ο ίδιος. Μέχρι και πριν από δύο χρόνια κυκλοφορούσα με μηχανή μέχρι που με χτύπησε ένα αυτοκίνητο και δεν με αφήνει η γυναίκα μου να πηγαίνω μόνος μου κι έτσι τώρα πια με πηγαίνει ο γαμπρός μου. Εδώ και σαράντα χρόνια, βρέξει χιονίσει, ό,τι και να γίνει Τετάρτη βράδυ το πανό στο Αθήναιον δεν έχει καθυστερήσει ποτέ. Έντεκα το βράδυ ξεκινάμε και κατά τις δώδεκα η καινούρια αφίσα είναι πάνω.
Οι αφίσες που φτιάχνω δεν υπάρχουν πουθενά. Μονάχα δυο μάτσα έχει φυλάξει εδώ ο γαμπρός μου που κάπου τα έχει τάξει. Οι υπόλοιπες πετιούνται. Πρώτον γιατί θα ήθελα δυο σπίτια να έχω για να τις φυλάω και δεύτερον διότι είναι φτιαγμένες με ψαρόκολλα που σπάει και τρίβεται με την πάροδο του χρόνου κι έτσι δεν μπορούν να διατηρηθούν. Θα έπρεπε να ξοδεύω ένα κάρο λεφτά για να τις πλαστικοποιήσω. Δεν βαριέσαι!
Μου αρέσει ο κινηματογράφος αλλά δεν πάω πια. Μεγάλωσα. Παλιότερα πήγαινα ακόμα και στις δοκιμαστικές προβολές που έκαναν οι εταιρείες και παρακολουθούσα τις ταινίες που επρόκειτο να ζωγραφίσω τις αφίσες τους.
Η αγαπημένη μου είναι η Πενέλοπε Κρουζ. Μου αρέσει αυτή γυναίκα γιατί δεν έχει την ομορφιά της σεξοβόμβας. Από άντρες αγαπημένος μου είναι και ο Κλιντ Ιστγουντ. Είναι και φίλος μου αν και δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ από κοντά. Με γνώρισε όμως αυτός από τις αφίσες. Είναι μέλος του Συμβουλίου του Μουσείου Κινηματογράφου του Λος Άντζελες και όταν κάποια στιγμή διάβασε μια συνέντευξη που είχα δώσει σε μια αμερικανική εφημερίδα ως ο τελευταίος ζωγράφος γιγαντοαφίσας στην Ευρώπη, έστειλε έναν φίλο που θα ερχόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004 να με βρει. «Να του πεις χαιρετισμούς και να του ζητήσεις μια αφίσα για το μουσείο», του είχε πει. Του έστειλα ένα κεφάλι του. Δεν θυμάμαι από ποια ταινία
Η δυσκολία της αφίσας δεν είναι μόνο να ζωγραφίσεις το κεφάλι της Πενέλοπε αλλά να δώσεις και την ατμόσφαιρα και την αίσθηση της ταινίας. Ακόμα και από τα γράμματα που θα επιλέξεις να βάλεις μπορεί να προκύψει αυτό. Υπάρχουν γράμματα σκληρά και γράμματα τρυφερά.
Κάποια στιγμή με πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολωνίας και μου ζήτησαν να τους παραχωρήσω συνέντευξη. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα κάποιος φίλος. Τελικά βέβαια ήταν όντως από την Γερμανία και θέλανε να με τραβήξουν βίντεο ενώ δουλεύω. Είχα και εγώ την απορία όταν ήρθαν και τους ρώτησα, «Πώς με βρήκατε εμένα και ήρθατε από τη Γερμανία να μου πάρετε συνέντευξη;» «Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος», μου απάντησαν.