Ψάχνεις τις λίστες με τα κορυφαία μέρη στον κόσμο και σχεδόν σε όλες βρίσκεις την Ισλανδία με τις φωτογραφίες των τοπίων να κόβουν την ανάσα. Τι ξέρουμε όμως αλήθεια για αυτή την παγωμένη χώρα; Σίγουρα για την οικονομική κρίση του 2008, την Bjork, την ακατανόητη γλώσσα και το ηφαίστειο Εϊγιαφιάτλαγιοκουτλ που εξερράγη το 2010 και αμφιβάλλω αν κάποιος κατάφερε να το πει ποτέ με μία μόνο ανάσα. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο Λευτέρης Γιακουμάκης να προσθέσει μία ακόμα λέξη στον κατάλογο με τα όσα ξέρουμε για την Ισλανδία. Το Σίκλουφιορδουρ λοιπόν (για τους φίλους Σίκλο) είναι μία μικρή ψαρούπολη σε ένα από τα βορειότερα σημεία της χώρας.
Ο Λευτέρης, γέννημα θρέμμα Αθηναίος είναι ζωγράφος με βασικό άξονα της θεματολογίας του την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό και καπιταλιστικό πολιτισμό και την επίδραση στην φύση ενώ έχει δουλέψει ως αναπληρωτής εκπαιδευτικός σε δημοτικό σχολείο. Πριν ένα χρόνο όμως βρέθηκε να φτιάχνει, να «νετάρει» παραγάδια σε ένα χώρο που αποκαλεί το «εργαστήρι του Άι Βασίλη» σε μία κουκίδα κοντά εκεί που τελειώνει ο Άτλας.
Φυσικά η καλλιτεχνική φύση δεν κατευνάζεται και η εμπειρία του –με τα θετικά και τα αρνητικά της- αποτυπώθηκε στα σχέδια του που ακροβατούν μεταξύ φύσης, πολιτισμού, Βίκινγκς και ανθρώπων με ψάρια για καπέλα. Εκείνα «ντύθηκαν» με κάποιες σύντομες ιστορίες και έτσι γεννήθηκε το πρώτο του βιβλίο, Οι 55 τρόποι να προφέρετε τη λέξη Σίκλουφιορδουρ που έπειτα από μία επιτυχημένη καμπάνια στο indiegogo βρίσκεται τώρα σε επιλεγμένα σημεία. Και είναι σίγουρα πολύ ενδιαφέρον γιατί πόσα βιβλία έχουν σε αντικριστές σελίδες ελληνικά και ισλανδικά; Στις 10 Δεκεμβρίου τα έργα του εκτίθενται στον Φωταγωγό και λίγο νωρίτερα ο Λευτέρης μίλησε στην Popaganda για την Ισλανδία, τα παραγάδια και εσχάτως το crowdfunding.
Πρώτη φορά επισκέφτηκες την Ισλανδία για διακοπές, το 2006. Μετά πότε ξαναπήγες; Βρέθηκα σε ένα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών, το Herhus το 2010 στην πόλη του Σίκλουφιορδουρ. Είχε και σε άλλα μέρη της χώρας όμως η Βόρεια Ισλανδία μου άρεσε πάρα πολύ. Και έτσι έμεινα για ένα μήνα, όλο το Δεκέμβρη.
Δεν είχε τρομερό κρύο; Σίγουρα. Ήθελα επί τούτου να δω πώς είναι το χειμώνα, γιατί για διακοπές είχαμε πάει καλοκαίρι. Ήταν μία τρομερή ευκαιρία να δω το Βόρειο Σέλας και η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν αν θα μπορούσα να ζήσω εκεί υπό αυτές τις συνθήκες.
Και πώς είναι το χειμώνα; Κρύα αλλά πολύ ωραία. Η μέρα είναι πάρα πολύ μικρή, όμως η αυγή και το σούρουπο διαρκούν πάρα πολύ. Από την άλλη καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα έχει χιόνι και αντανακλώνται οι εναλλαγές του φωτός. Μπορεί να σουρουπώνει και γύρω σου να είναι όλα ροζ, πορτοκαλί και το βράδυ είναι πολύ ιδιαίτερο, λόγω της μόνιμης αντανάκλασης του αστρικού φωτός της σελήνης.
Όταν πλέον αποφασίζεις να αναζητήσεις εργασία στο εξωτερικό, με ποιο σκεπτικό διάλεξες να δουλέψεις φτιάχνοντας παραγάδια σε ένα χωριό στην Ισλανδία; Η Ισλανδία για εμένα ήταν η πρώτη επιλογή. Έπειτα από την πρώτη μας επίσκεψη που ήταν απλά για διακοπές, ένιωθα έντονα την ανάγκη να επιστρέψω. Έχω ταξιδέψει και σε άλλα μέρη, αλλά εκεί κάτι με κέρδισε. Όταν πήγα το ’10 άρχισα να ρωτάω πώς θα γίνει να πάω εκεί για να μείνω και να δουλέψω. Η πρώτη απάντηση που δίνουν όλοι είναι τα ψάρια, γιατί είναι το μοναδικό που έχει αυτό το χωριό. Είναι βέβαια μία δουλειά που πληρώνει καλά. Από τις συζητήσεις προέκυψε ότι μένει ένας Έλληνας στο χωριό και η δεύτερη κουβέντα που μου είπε ήταν ότι εκεί είχε βρει τον Παράδεισό του. Σε εκείνον απευθύνθηκα και το καλοκαίρι του ’13, μάζεψα ό, τι χρήματα είχα και πήγα.
Τελικά πώς ήταν η δουλειά; Αρκετά δύσκολη. Ευτυχώς πήγαμε καλοκαίρι, κάτι που βοήθησε στην ψυχολογία, γιατί όταν πιάναμε δουλειά στις 6 το πρωί ήταν μέρα. Τον Δεκέμβρη ήταν μόνιμα νύχτα, βλέπαμε λίγο μέρα στο μεσημεριανό διάλειμμα αφού το εργαστήρι δεν είχε ούτε παράθυρα. Ήμουν προετοιμασμένος για χειρωνακτική δουλειά. Ο χώρος βρωμάει ψαρίλα, είναι κρύος για να μη λιώνουν τα δολώματα, δουλεύεις εννέα με έντεκα ώρες και μέσα σε όλο αυτό οι Ισλανδοί είναι χαλαροί, κάνουν αστεία, δημιουργούν ένα κλίμα που δε σε αποθαρρύνει σε καμία περίπτωση.
Στερεοτυπικά σχεδόν θεωρούμε τους βόρειους λαούς «πιο κλειστούς». Εσύ όταν πήγες με την κοπέλα σου να ζήσετε, πώς σας υποδέχτηκε η τοπική κοινωνία; Από τον ένα μήνα που έκατσα με το πρόγραμμα φιλοξενίας, είχα ήδη δημιουργήσει πολύ δυνατούς δεσμούς με κάποια άτομα. Οπότε φτάνοντας είχα μία βάση. Αυτές οι σχέσεις επεκτάθηκαν με απλό τρόπο. Είναι δεκτική κοινωνία, σου δίνουν την ευκαιρία να γίνεις ένας από αυτούς, αρκεί να το θες. Νομίζω αυτό που εκτίμησαν σε εμάς ήταν ότι είχαμε ερωτευτεί τον τόπο τους και είχαμε ενδιαφέρον για τον πολιτισμό τους.
Η γλώσσα στάθηκε εμπόδιο; Δεν είναι εύκολο να τη μάθεις, αλλά θεωρούσα βασικό αφού ήμουν εκεί και δούλευα να μιλάω τη γλώσσα τους. Ξεκινώντας τη δουλειά γραφτήκαμε αυτομάτως στο σωματείο μας που κάλυπτε το 70% των μαθημάτων της γλώσσας και οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν στην εξάσκηση. Στο Ρέυκιαβικ δεν είχαν βέβαια την ίδια υπομονή, μόλις καταλάβαιναν ότι είμαι ξένος μου μιλούσαν κατευθείαν στα αγγλικά.
Το κόστος ζωής; Σίγουρα η ζωή στο χωριό είναι φτηνότερη της πρωτεύουσας αλλά πάνω κάτω είναι το ίδιο με εδώ μόνο με υψηλότερους μισθούς. Βέβαια ό, τι παράγεται εκεί είναι πιο φθηνό και ό, τι εισάγεται έχει υψηλότατη φορολογία, υπάρχει ένας προστατευτισμός. Έτσι το γάλα κοστίζει μόνο 60, 70 λεπτά.
Τι σου λείπει πιο πολύ από εκεί; Μου λείπει η ησυχία. Αυτή η εικόνα, σα να βρίσκεσαι στο τέλος του κόσμου. Υπήρχαν ώρες που δεν περνούσε ούτε ένα αμάξι ή άνθρωπος.
Και όταν ήσουν εκεί τι σου έλειπε από την Αθήνα; Η δυνατότητα να πάω για ένα καφέ με τους φίλους μου.
Πώς ήταν οι ημέρες σου όταν δεν δούλευες; Όσο είχε καλό καιρό, θα πήγαινα μία βόλτα στο βουνό. Αλλά ήταν ένα ήσυχο χωριό. Είχε βέβαια ένα χώρο που φιλοξενούσε κάποιες συναυλίες και ένα ακόμη μαγαζί που είχε τα πάντα: μπιλιάρδα, έψηνε burger ενώ ταυτόχρονα ήταν και ψιλικατζίδικο και μπαρ. Στο Ρέυκιαβικ από την άλλη, ειδικά Παρασκευή και Σάββατο γινόταν πανικός. Όλα τα μπαρ ήταν γεμάτα, ο κόσμος χόρευε μέχρι τις 4.30 που κλείνουν όλα δια νόμου, είναι πάντως ζωντανή πόλη.
Γιατί γύρισες; Έλα ντε; Είχα βάλει στον εαυτό μου το όριο των έξι μηνών, της μίας σεζόν και έπειτα θα δω. Δε μετανιώνω που γύρισα γιατί πέρα ότι μου έλειψαν οι δικοί μου άνθρωποι, ήθελα κάπου να επικοινωνήσω και την εμπειρία μου. Θα ξαναφύγω το Γενάρη, έχω κλείσει τα εισιτήρια. Από τότε που γύρισα στην Ελλάδα νιώθω ότι εκεί είναι ένα δεύτερο σπίτι.
Και αποφάσισες αυτούς τους έξι μήνες να τους «χωρέσεις» στα σχέδια και τις ιστορίες σου. Τα έργα εκτέθηκαν μόνο δύο μέρες στο χωριό ενώ βγήκαν από πολύ έντονη εργασία, πρωτόγνωρη για εμένα. Επιστρέφοντας από τη δουλειά, έπρεπε κάπου να αποτυπώσω τα τόσα ερεθίσματα και σχεδίαζα. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου, είχα πολλά να βγάλω από μέσα μου, ήθελα να δώσω την άποψή μου για το τι πάει στραβά στην Ισλανδία και τι εδώ. Γιατί και η δουλειά μου γενικά κινείται σε αυτό τον άξονα. Ξεκινούν με αφορμή το τοπίο και τους μύθους και φτάνουν και στα άσχημα της ισλανδικής κοινωνίας. Το τρίτο κομμάτι της διαδικασίας του βιβλίου ήταν το crowdfunding, την μάσκα και το βίντεο που έφτιαξα για να το προωθήσω και που τα θεωρώ συστατικά στοιχεία του, ήταν μία λύση στους προβληματισμούς που είχα στο πώς διακινείται η τέχνη.
Το βιβλίο του Λευτέρη Γιακουμάκη, 55 τρόποι να προφέρετε τη λέξη Σίκλουφιορδουρ, βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία Φωταγωγός, Free Thinking Zone, Λεμόνι, Manifactura, Έναστρον, Travel bookstore, Solaris, Vinyl Microstore, A strange attractor και στο 12 Tónar στο Ρέυκιαβικ. Περισσότερες πληροφορίες για τα έργα του Λευτέρη μπορείτε να βρείτε εδώ.
Διαβάστε επίσης: Ταξίδι στην Ισλανδία, στη χώρα που μοιάζει με το τέλος του κόσμου.