Categories: ΒΙΒΛΙΟ

«Ο Εκκλησιαστής»: Ζωή Δίχως Νόημα ή Πώς να Αντέξει Κανείς τη Ματαιότητα…

«Και τι θα έκανες, … αν μπορούσες
να κυβερνήσεις τον κόσμο για μια μέρα;
Υποθέτω ότι δεν θα έχω άλλη επιλογή
παρά να καταργήσω την πραγματικότητα».

Ρούμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες [1].

Λέγεται πως ο Σωκράτης, λίγες μόλις ώρες πριν πιεί το κώνειο, θέλησε να μάθει μία νέα μελωδία στον αυλό. Τον βλέπει ένας μαθητής του να ασχολείται με κάτι τέτοιο, πριν τον βέβαιο θάνατό του, κι απορημένος τον ρωτά: «Ποια είναι Δάσκαλε η χρησιμότητα σε αυτό που τώρα κάνεις;». Κι εκείνος απάντησε δίχως πολύ σκέψη: «Τουλάχιστον θα μάθω αυτή τη μελωδία πριν πεθάνω» [2]

Η ιστορία αυτή μου ήρθε σχεδόν αυτόματα στο μυαλό καθώς έπιασα να διαβάζω τον Εκκλησιαστή και σκόνταψα ή – καλλίτερα – «έπεσα» με ταχύτητα πάνω στη μόλις δεύτερη στροφή του:

«Όλα για το τίποτα, είπε ο εκκλησιαστής• όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα»

Λίγους στίχους μετά, άλλο ένα χτύπημα, κι αυτό ακαριαίο και σφοδρό: «Δίνει κόπο ο άνθρωπος, κάτω από τον ήλιο, μα ο κόπος του τι θα του δώσει;». Θυμήθηκα τον «επαναστατημένο» Σίσσυφο του Καμύ: καταδικασμένος να ανεβάζει αιώνια την πέτρα στην κορυφή του βουνού και έπειτα να την παρατηρεί να κατρακυλά πάλι κάτω, τρέχοντας ξοπίσω της [3]. Εγκλωβισμένος σε έναν αέναο κύκλο επανάληψης, στερημένος από κάθε μέλλον. Δίχως να έχει τίποτα να περιμένει. Τι να περιμένει;

Βιτόρε Καρπάτσο, Το Kήρυγμα του Αγίου Στεφάνου, περ. 1514

Σκέφτηκα τον Εστραγκόν, ακουμπισμένο σε μια πέτρα στην άκρη του δρόμου, να μιλά με τον φίλο του τον Βλαδίμηρο ενώ περιμένουν τον Γκοντό [4].

– Εστραγκόν: «Θα ‘πρεπε να έχει έρθει»
– Βλαδίμηρος: «Δεν είπε πως θα έρθει οπωσδήποτε»
– «Κι αν δεν έρθει;»
– «Θα ξανάρθουμε αύριο»
– «Και μετά μεθαύριο»
– «Δεν αποκλείεται»
– «Και ούτω καθεξής».

Σταματώ να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο και εστιάζω την προσοχή μου στο κείμενο.

«Κι όλα τα έργα που ‘γιναν κάτω από τον ήλιο τα κοίταξα και είδα: όλα τους ανώφελα, κυνήγι του ανέμου»

Τι μοίρα η ανθρώπινη; Αναρωτήθηκα. Πόσο μεγάλο το παράλογο της ύπαρξης. Τα πάντα μάταια. Θυμήθηκα τον Σαβοναρόλα, τους διαπρύσιους λόγους του ενάντια σε κάθετι το περιττό, την Καύση των Ματαιοτήτων στη Φλωρεντία και τους Πιανόνι (Θρηνούντες) του [5].

Κάσπαρ Νταβιντ Φρίντριχ, Οδοιπόρος πάνω από τη Θάλασσα της Ομίχλης, περ. 1818

Άφησα το κείμενο κι έπιασα το επίμετρο. Εξαιρετικό, μετρημένο, μεστό. Ο Θάνος Σαμαρτζής, μεταφραστής κι επιμελητής της έκδοσης, έχει μελετήσει ουσιαστικά το κείμενο και κατορθώνει να συνοψίσει τις κεντρικές του παραμέτρους με έναν σχεδόν αβίαστο τρόπο. Μεταγράφω: «Ο Εκκλησιαστής είναι ένα απ’ τα βιβλία που απαρτίζουν την εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική παλαιά Διαθήκη […] Το ερώτημα ποιος έγραψε τον Εκκλησιαστή δεν μπορεί ακόμα ν’ απαντηθεί με σιγουριά. Άλλοι βλέπουν περσικές επιρροές, άλλοι αραμαϊκές, άλλοι βαβυλωνιακές, άλλοι ελληνικές».

Ο Εκκλησιαστής, δίχως να μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα γράφτηκε κάπου ανάμεσα στο 250 με 150 π.Χ., στην Παλαιστίνη. Ανήκει ως είδος στη γνωμική ποίηση και συνιστά μέρος της σοφιολογικής γραμματείας της Παλαιάς Διαθήκης. H παράδοση στην οποία ανήκει απέχουν από τη δική μας πολύ, αναμφίλεκτα [6]. Με το που πιάνεις να το διαβάσεις είναι σαν να προσπαθείς να φέρεις κοντά και να κάνεις να συνομιλήσουν τρεις διαφορετικές παραδόσεις: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ύστερη Νεωτερικότητα, και δυόμιση χιλιάδες περίπου χρόνια ιστορίας. Προφανώς και ο πραγματικός ορίζοντας των νοημάτων του μας διαφεύγει. Ωστόσο, τα θέματα που πραγματεύεται, καθώς είναι πανανθρώπινα και μάλλον υπεραιώνια βοηθούν, ο ορίζοντάς έρχεται πιο κοντά [7].

Ξανάπιασα το κείμενο. «Σε τούτη τη ζωή δεν έχει τίποτα για να κερδίσεις». Αναλογίστηκα την προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει το οτιδήποτε: από την επιβίωση, έως τον πλούτο. Το αδιάλειπτο κυνηγητό: δουλειά, λεφτά, σπίτι, αυτοκίνητο, καλύτερη δουλειά, περισσότερα λεφτά, μεγαλύτερο σπίτι, ακριβότερο αυτοκίνητο, κοκ. Εντάξει σκέφτηκα. Υπάρχουν κι άλλα σημαντικότερα. Υπάρχει το κυνήγι της γνώσης της σοφίας. Ο Εκκλησιαστής δεν μου χαρίστηκε ούτε σε αυτά: «Μαζεύεις γνώση, μαζεύεις σοφία, μαζεύεις λαβωματιές». Η γνώση δεν προσφέρει τίποτα; Μπορεί. Ίσως. Συνέχισα.

Τον άκουγα τώρα να φτάνει στα άκρα: «Και μίσησα τη ζωή». Γίνεται να μισήσεις τη ζωή;

«Και μίσησα τη ζωή γιατί όλα τα έργα που ‘γιναν κάτω από τον ήλιο για μένα γίναν μαύρα• όλα τους ανώφελα, κυνήγι του ανέμου».

Ο Εκκλησιαστής μου φάνηκε ξαφνικά μηδενιστικός και την ίδια στιγμή υπερόπτης. Δεν είχε απωλέσει μόνον την πίστη του στη ζωή, τη μισούσε κιόλας. Γιατί όταν πεθαίνω «όλα αυτά που έφτιαξα με γνώση, νου και πάθος, όλα τα αφήνω σε έναν που δεν κόπιασε. Το μερτικό μου σ’ αυτόν. Ανώφελο, ανώφελο, μεγάλη κακία». Πόσο εγωιστικό; Τι θα ήθελε άραγε; Να τα πάρει μαζί του;

Καραβάτζο, Η Κοίμηση της Παναγίας, 1604

Ο Εκκλησιαστής άρχισε να μου δίνει την εντύπωση ενός καταθλιπτικού υπερόπτη. Η περιφρόνηση του κόσμου έμοιαζε τώρα με εγωκεντρικό κι αλαζονικό μηδενισμό. Τα έζησε όλα, γεύτηκε τα πάντα, κατόρθωσε να κατανοήσει τα πάντα και να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία της ζωής και τι υποστηρίζει τελικά: «Κι έμαθα μονάχα αυτό, ανεμοκυνηγητό». Πόση έπαρση; Τρομακτικό. Θυμήθηκα τον Χομπς και τον αχαλίνωτο εγωισμό των ανθρώπων, αλλά και τη ματαιοδοξία και τον παραλογισμό, όσων λογίζονται σοφοί [8].

Ως εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν τον «εκκλησιαστή» ως το πρότυπο του «Μελαγχολικού» Άμλετ ή ως τον Ηράκλειτο [9] που γελά βλέποντας τον πόνο και τη ματαιότητα, τον μόχθο και την οδύνη των ανθρώπων. Όταν όμως τον άκουγα να λέει: «Δεν υπάρχει πράγμα ν’ αξίζει να το φάει ο άνθρωπος, να το πιεί, να το δείξει στην ψυχή του και να πει: γι΄ αυτό που πάλεψα άξιζε». Ξαφνικά έβλεπα στο πρόσωπό του μάλλον τον Βασιλιά Ληρ ή έναν ψυχρό και κυνικό παντογνώστη. Μετά από τόσες στροφές και στίχους, έμοιαζε διαφορετικός: σκληρός, εγωπαθής, αλαζονικός, σαν αντεστραμμένο είδωλο των όσων κατηγορούσε. Κάπου στο ενδιάμεσο είχε απωλέσει τη χάρη της Μωρίας του Εράσμου [10]. Είχε χάσει την ελαφρότητα του ονειρικού Φάλσταφ. Είχα εξοργιστεί. Κάτι δεν καταλάβαινα.

Θυμήθηκα τον Πασκάλ [11]: «Όποιος δεν μπορεί να δει τη ματαιότητα του κόσμου, είναι πολύ μάταιος ο ίδιος». Σκέφτηκα πως μάλλον είμαι τρομακτικά μάταιος κι ο ίδιος. Γι’ αυτό εξοργίζομαι. Όμως, όπως λέει κι ο Μονταίνιος, «δεν υπάρχει πάθος που να διαλύει τη διαύγεια του πνεύματος όσο η οργή» [12]. Το πήρα ξανά από την αρχή.

Για να είμαι ακριβής το πήρα από το τέλος. Κατάλαβα ότι δεν γινόταν αλλιώς. Αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο από το «τέλος» προς την αρχή. Είναι γραμμένο από την πλευρά και την οπτική του θανάτου, του βέβαιου κι αδήριτου τέλους. Με βοήθησε σε αυτό ο Έλιοτ, «Ό,τι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή. Από το τέλος ξεκινάμε» [13]

Η αίσθηση της καυχησιάς και της υπεροψίας του Εκκλησιαστή υποχώρησε, τη συνέθλιψαν το βάρος του θανάτου και της αιωνιότητας. Αυτό είναι το βάρος που αισθάνεται ο άνθρωπος («Στην ψυχή του ανθρώπου (ο Θεός) έβαλε την απεραντοσύνη»). Εδώ βρίσκεται η αρχή: γνωρίζουμε από τη στιγμή σχεδόν που γεννιόμαστε ότι θα πεθάνουμε. Η ζωή θα συνεχιστεί και μετά από εμάς, ο άνεμος θα συνεχίσει να γυρνοβολά.

Ντομένικο Φέτι, Αλληγορία της Μελαγχολίας, 1618-1623.

Κι αν ξεχάσουμε το θάνατο για όσο ζούμε; Αν αφεθούμε στη λήθη του θανάτου; Και πάλι ανώφελο. Για τον Εκκλησιαστή ο άνθρωπος είναι ανήσυχος: σκέφτεται, απορεί, διερωτάται. Φρόντισε για αυτό ο Θεός: «Ανησυχίες ο θεός έδωσε στους ανθρώπους να χάνονται οι άνθρωποι στις ανησυχίες τους». Και χάρη σε αυτές τις ανησυχίες παλεύουμε με την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα και αναρωτιόμαστε ποιο είναι το νόημα της δικής μας απειροελάχιστης ζωής: ενός θραύσματος στον ατελεύτητο χρόνο.

Κι αν όντως η ζωή μας δεν έχει κανένα νόημα; Απελπισία. Ένας είδος ναυτίας. Αισθάνεσαι άρρωστος προς το θάνατο, την ιδέα και την απόλυτη βεβαιότητά του [14]. Σε κυριεύει ο ίλιγγος της απουσίας κάθε νοήματος. Θυμήθηκα τον Αντουάν Ροκαντέν, τον αντι-ήρωα του Σάρτρ. Το κενό που αισθάνεται [15]. Εκείνος όμως είναι ελεύθερος, καταδικασμένος να είναι ελεύθερος για την ακρίβεια. Η απουσία του Θεού του δίνει την ευχέρεια να βρίσκει το δικό του νόημα σε ό,τι κάνει. Στον Εκκλησιαστή κι αυτή η ελευθερία αποκλείετε de jure. Ο Θεός του εκκλησιαστή δεν αφήνει περιθώρια αντίστοιχης ελευθερίας, μας καταδικάζει στην ανησυχία, δίχως τέλος. Γεννιόμαστε και γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε, θα ψοφήσουμε σαν το ζώο, και κοπιάζουμε και παλεύουμε και αγωνιζόμαστε, γιατί;

Ίσως η δίκαιη και ηθική ζωή. Ίσως γι’ αυτό αξίζει να κοπιάζουμε. Να είμαστε δίκαιοι και τίμιοι. Ίσως εκεί βρίσκεται κάποιο νόημα. Και πάλι όχι.

«Ο δίκαιος κι ο ασεβής, και ο στραβός κι ο ίσιος• κι ο βρώμικος κι ο καθαρός, κι ο μαύρος και ο άσπρος• κι ο ευσεβής κι ο άνομος, κι ο ειλικρινής κι ο ψεύτης, την ίδια μοίρα έχουν».

Δεν υπάρχει χώρος εδώ για ενοχές ή ανταμοιβές. Ο ενοχικός Ρασκόλνικωφ [16] του Ντοστογιέφσκι δεν έχει κανένα λόγο να παραδοθεί στις αρχές, δεν έχει λόγο να τυραννιέται από τις ερινύες για το φονικό που διέπραξε, τουλάχιστον εδώ κανέναν. Τι θα κερδίσει; Εμπρός στην αιωνιότητα και τη ματαίωση της ζωής από τον ίδιο το θάνατο, τα πάντα – ακόμη και το άδικο – μοιάζουν αδιάφορα και ασήμαντα. «Τούτο είναι το κακό σε τούτον δω τον κόσμο: ίδια η μοίρα όλων».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε αυτή την οπτική από την πλευρά του θανάτου, δεν παίζει κανένα ρόλο κρυφό ο ηδυπαθής κι αργόσχολος δαίμων του μεσημεριού, ούτε μας εξαπατά κάποιος κακόβουλος δαίμονας όπως εκείνος ο μοχθηρός του Καρτέσιου [17]. Ο Εκκλησιαστής βλέπει και λέει τα πράγματα όπως είναι και φαίνονται. Ανοίγεται στην πραγματικότητα και καταγράφει όλα όσα παρατηρεί. Αφήνει στην άκρη τους συναισθηματισμούς, απομυθοποιεί τη ζωή και μας τη δείχνει στην πιο στοιχειώδη αν όχι «γυμνή» μορφή της. Θέλει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, όχι να τα αλλάξει, ούτε να επέμβει σε αυτά.

Επιστρέφω στο επίμετρο. Ο Εκκλησιαστής αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα με τρείς τουλάχιστον τρόπους: πρώτος, το προσωρινό και το εφήμερο, ήτοι το ότι «όλα κρατάνε λίγο»/ δεύτερος, το άσκοπο της προσπάθειας για την όποια μελλοντική ανταμοιβή/ τρίτος, η απαξίωση του στόχου και της κατάκτησης που έρχεται μετά από την προσπάθεια. Αυτή η η τριπλή ματαιότητα οδηγεί τον εκκλησιαστή σε μια σπάνια, ή καλλίτερα μοναδική, για τη Βίβλο διατύπωση:

«Καλύτερος αυτός που δεν γεννήθηκε ποτέ• τα μαύρα έργα της ζωής γλίτωσε και δεν είδε».

Εκμηδένιση της αξίας της ζωής. Απόλυτη.

Δεν απέχουμε παρά μόλις λίγα διανοητικά βήματα από το θάνατο του ίδιου του Θεού. Διότι δίχως νόημα στη ζώη και ανταμοιβή στο θάνατο, ποιο το νόημα της ύπαρξής του Θεού; Και εάν έκανε αυτά τα βήματα ο Εκκλησιαστής, υπόθεση προφανώς ανυπόστατη, αλλά αξίζει ως φιλοσοφική φαντασία, τότε θα ήταν ένας θάνατος του Θεού μοναδικός. Ένας θάνατος του θεού αλλιώτικος από εκείνον τον «ελπιδοφόρο» του Νίτσε. Εδώ, δεν θα εγγραφόταν κανένα μέλλον τρανό, υπερ-άνθρωπο ή ένδοξο [18].

Το εξώφυλλο με το χαρακτικό του Γιώργου Μακρή

Ο Εκκλησιαστής προφανώς και δεν επιλέγει να δρασκελίσει αυτό το όριο. Επιστρέφει στο Θεό κι αναγνωρίζει αναμφίλεκτα την υπάρξή του. Μόνον που πρόκειται για έναν Θεό που λίγο τον ενδιαφέρουν τα ανθρώπινα, κι ακόμη λιγότερο φαίνεται να έχει κάποιο σχέδιο για την πλάση και τα δημιουργήματά του. Δεδομένο που προφανώς μοιάζει ανήκουστο για τον Θεό της Παλαιάς διαθήκης.

Και προκύπτει το ερώτημα: Τι έχει να αντιτάξει σε αυτή την [19] miseria hominis ο Εκκλησιαστής. Τι μπορεί να έχει κάποια έστω μικρή αξία σε αυτή τη ζωή; Μήπως το παρόν; Μήπως η χαρά του κόπου και όχι η αναμονή της ικανοποίησης από το αποτέλεσμά του;

Θα σταματήσω εδώ. «Κάθε πράμα και η ώρα του». Τώρα είναι η δική σας σειρά να συμπληρώσετε τα κενά, και να βρείτε το νόημα, διαβάζοντας τον. Κι – ας μου επιτραπεί να το πω – πρέπει να το διαβάσετε. Αν υπάρχουν κάποια βιβλία της Βίβλου που κανείς οφείλει να έχει διαβάσει, ο Εκκλησιαστής είναι το ένα από αυτά (τα άλλα δύο είναι – κατά την ταπεινή μου άποψη – ο βασανιζόμενος Ιώβ αλλά και η λύτρωση της Αγάπης, το Άσμα Ασμάτων).

Ας το μαζέψουμε κι ας κλείσουμε. Ο Εκκλησιαστής είναι ένα έργο απαιτητικό, αλλά πανανθρώπινο. Αρχαίο, αλλά και απροσδόκητα σύγχρονο. Σκληρό, αλλά κι όμορφο. Ένας ορίζοντας απέραντος: γεμάτος ερωτήσεις, απορίες, σκέψεις και συναισθήματα. Ερωτήσεις, απορίες, σκέψεις και συναισθήματα που η ζωή κάποια στιγμή σε σπρώχνει καταπάνω τους με ορμή πρωτόγνωρη και βία. Σε αυτό το πλαίσιο, το δεύτερο βιβλίο των εκδόσεων Δώμα, στην εξαιρετική μετάφραση και δουλειά του Θάνου Σαμαρτζή θα σας ανταμείψει, έστω ως προπαρασκευή.

Καθώς, όπως θα έλεγε κι ο Σωκράτης: «Τουλάχιστον θα το έχετε διαβάσει πριν…».


[1] Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες (Αθήνα: Οδυσσέας, 2013

[2] Η εν λόγω ιστορία αναφέρεται από τον Ιταλό Καλβίνο στο Γιατί να Διαβάζουμε τους Κλασσικούς (Καστανιώτης), φαίνεται πως και εκείνος τη μεταγράφει από τον Cioran.

[3] Αλμπέρ Καμύ, Ο Μύθος του Σίσυφου, Αθήνα: Καστανιώτης, 2010.

[4] Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, Αθήνα: Δαμιανός, 2006.

[5] Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Αθήνα: Νεφέλη, 1997.

[6] Οι Δυτικοί Χριστιανοί το ακούν στην Εκκλησία κάθε τρία περίπου χρόνια και οι Ορθόδοξοι χριστιανοί το ακούν τεθλασμένο μέσα από το ιδιόμελο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία, όπου και αναφέρονται τα ακόλουθα: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα».

[7] Χανς- Γκέοργκ Γκάνταμερ, Truth and Method. New York: Continuum, 1997.

[8] Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, Αθήνα: Γνώση, 1989.

[9] Ένα συνηθισμένο μοτίβο στη γραμματεία της ύστερης αρχαιότητας είναι η αντιπαράθεση του θλιμμένου Ηράκλειτου προς το γελαστό Δημόκριτο. Σε μία από τις εκδοχές της, ο Δημόκριτος μετατρέπεται σε Κυνικό και αντιπαρατίθεται προς έναν Ηράκλειτο, ο οποίος συμβολίζει τους Στωικούς. Βλ. Λουκιανός, Δημοπρασία Φιλοσόφων, Αθήνα: Άγρα, 1999.

[10] Erasmus Desiderius, Μωρίας Εγκώμιον, Αθήνα: Ηριδανός, 2005.

[11] Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, Αθήνα: Καστανιώτης, 2000.

[12] Μισέλ ντε Μονταίν, Δοκίμια, Αθήνα: Εστία, 2003.

[13]  Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, μετ. Χ, Βλαβιανός, Αθήνα: Πατάκης, 2012.

[14] Σόρεν Κίρκεγκαρντ, Ασθένεια προς Θάνατον, Αθήνα: Καστανιώτης, 2001.

[15] Ζαν Πολ Σαρτρ, Η Ναυτία, Αθήνα: Πατάκης, 2013.

[16] Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι,Έγκλημα και Τιμωρία, Αθήνα: Ινδίκτος, 2012.

[17] Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί Περί της Πρώτης Φιλοσοφίας», Αθήνα: Εκκρεμές, 2009.

[18] Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό, Αθήνα: Πανοπτικόν, 2010.

[19] Πορφύριος, Κατά Χριστιανών, Αθήνα: Θύραθεν, 2000.

Βασίλης Μουρδουκούτας

Share
Published by
Βασίλης Μουρδουκούτας