Κράτησε τα pop ηνία η μαύρη μουσική και το 2017, όπως είχαμε συμπεράνει ότι έκανε το 2016 με την σχεδόν καθολική επικράτηση των αδερφών Knowles, Solange και Beyoncé; Ισχύει ότι «το ροκ μπορεί να μην είναι νεκρό, αλλά έχει κάτσει κάπου κι αράζει», όπως έγραψε το Pitchfork κάνοντας έναν γρήγορο απολογισμό του line up για το Coachella 2018 που έχει headliners The Weeknd, Eminem και, ναι ξανά, Beyoncé; Ήταν το 2017 άλλη μια χρονιά αμηχανίας που καταδεικνύει ότι οι end of year lists «περισσότερο σφυγμομετρούν παρά διαμορφώνουν πια το κοινό γούστο»;
Τσεκάραμε 23 από αυτές, εντός κι εκτός συνόρων, και κάναμε τον μεγάλο απολογισμό.
Σχεδόν αναμενόμενα πρωταθλητής του 2017 αναδείχθηκε ο Kendrick Lamar με την τρίτη προσωπική δουλειά του DAMN., που φιγούραρε στην πρώτη θέση σε Pitchfork, Rolling Stone, Billboard, Pop Matters, BBC αλλά και στο γαλλικό Les Inrocks, ενώ έφτασε ένα βήμα πριν την κορυφή και τη δεύτερη θέση στις λίστες των Consequence of Sound, Stereogum, Guardian, Paste και του δικού μας Jumping Fish, στην τρίτη θέση του Uncut και του ΝΜΕ, στην τέταρτη του εγχώριου Avopolis, #18 στο Drowned in Sound, #41 στο Wire και #45 στον κατάλογο της Rough Trade.
Το Pitchfork έγραψε για τον δίσκο του Lamar που μοιραία συγκέντρωσε και το μεγαλύτερο σκορ στο Metacritic με το διόλου ευκαταφρόνητο 95/100: «Το DAMN. είναι τόσο ζωντανό και γεμάτο σκοπό, όσο κι ελκυστικό σε ευρύ κοινό. Ένας δίσκος εύθραυστος αλλά και radio-friendly, ιερός, γήινος και ριψοκίνδυνος, γεμάτος υποβλητικά σκηνικά».
Το Rolling Stone χαρακτήρισε τον Lamar «την πιο δυναμική φωνή του rap στην απόλυτη κορυφή του, χωρίς τίποτα άλλο να αποδείξει πέρα από την επικρατούσα δύναμή του», ενώ το BBC τεκμηρίωσε την επιλογή του γράφοντας ότι «είναι το βάρος και η επιδεξιότητα των στίχων του που έκαναν το άλμπουμ να ξεχωρίσει- εξετάζοντας την πολιτική αναταραχή της Αμερικής μέσα από το πρίσμα των δικών του αντιφάσεων και αποτυχιών».
Το Les Inrocks τον αποθέωσε ακόμη παραπάνω, προτρέποντας χαρακτηριστικά τους αναγνώστες-ακροατές να ακούνε το DAMN. μέχρι…τα βαθιά τους γεράματα: «Προσπαθήστε να πείσετε τον εαυτό σας ότι κάτι περισσότερο αφοσιωμένο (τόσο στην ουσία όσο και στη μορφή) κυκλοφόρησε το 2017. Ακολούθως ακούστε ξανά αυτό το άλμπουμ μέχρι να σας συναντήσει ο θάνατος. Έχετε όλη σας τη ζωή μπροστά σας».
Το Billboard πάλι, σχεδόν κυριολεκτικά, τον θεοποίησε:
«Σε αυτή τη φάση της αμερικανικής ιστορίας χρειάζεται να πιστέψουμε και να εμπιστευτούμε κάποιον, ιδιαίτερα κάποιον που μοιάζει να κατανοεί τον κόσμο σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Δεν προκαλεί εντύπωση ότι σε αυτή τη συγκεκριμένη θεωρία ο Kendrick Lamar αναλαμβάνει το ρόλο του Ιησού Χριστού».
Πιο απλά, όπως έγραψε και το Pop Matters «ο Kendrick Lamar ξεκάθαρα κυριάρχησε στο hip hop το 2017».
Ωστόσο, πέραν του αδιαφιλονίκητου νικητή Lamar, τα «μαύρα» είτε hip hop είτε RnB, αλλά και σε πιο «πειραγμένες» εκδοχές τους, έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους στις year end lists. Η άλλη μεγάλη δύναμη του χιπ χοπ, ο Vince Staples με το Big Fish Theory σκαρφαώλωσε σε αξιοσημείωτες θέσεις σε Consequence of Sound (#4), Pitchfork (#7), Avopolis (#7), ΝΜΕ (#15), Stereogum (#18), Bllboard (#18), Pop Matters (#21), Guardian (#23), Rolling Stone (#28) και Quietus (#30).
O new school ήχος της άλλης πλευράς του Ατλαντικού καλά κρατεί, αλλά και ο old school ήχος από αυτή την πλευρά του Ατλαντικού δεν τα πάει καθόλου άσχημα, κάτι που απέδειξε ο Loyle Carner με το πολύ δυνατό ντεμπούτο του Yesterday’s Gone που κέρδισε τα θετικά εύσημα της κριτικής με τα jazzy beats του και το ράθυμο flow του κι εκτοξεύτηκε στην κορυφή της λίστας του Independent που έγραψε σχετικά: «Όπως και οι ήρωές του, o Carner έχει μια εκπληκτική ικανότητα να επικαλείται τον κόσμο που τον περιβάλλει, και να μοιράζεται επίσης την αφηγηματική του δεινότητα».
Δύο δυναμικές RnB κυρίες, και οι δύο με το ντεμπούτο τους, κέρδισαν τις εντυπώσεις. Από τη μία η SZA με το Ctrl έφτασε στο #2 σε Pitchfork, Billboard και BBC, #3 στον Guardian, #5 στο Stereogum, #7 στο Consequence of Sound και το ΝΜΕ, #20 στο Rolling Stone, #25 στο Paste, #42 στο Drowned in Sound και #68 στο Quietus.
Από την άλλη η Kelela, «η Solange του 2017», με το Take Me Apart σκαρφάλωσε στις θέσεις #4, #6, #8, #9, #10, #11, #11, #19, #26 σε Pitchfork, Quietus, Pop Matters, Guardian, BBC, Consequence of Sound, Billboard, Rough Trade και Stereogum αντίστοιχα.
Απαρατήρητη δεν πέρασε και η «μεθυσμένη» RnB εκδοχή του Frank Zappa που ακούει στο όνομα Thundercat με το πολύ ενδιαφέρον Drunk (και την εκπληκτική ομάδα μουσικών που συνεργάστηκαν μαζί του) που συμπεριλήφθηκε στις λίστες των Guardian (#8), Rough Trade (#9), Drowned in Sound (#12), Mojo (#21), Pitchfork (#24), Consequence of Sound (#33), Uncut (#42), Billboard (#44), Stereogum (#47) και ΝΜΕ (#50).
Το αργυρό μετάλλιο στο βάθρο του 2017 πηγαίνει αναμφίβολα στην Lorde. Με το δευτερο άλμπουμ της, Melodrama, η 21χρονη Νεοζηλανδή προτείνει μία pop ώριμη που συγχρόνως αφορά τους εικοσάρηδες συνομήλικους της. Το Melodrama θεωρήθηκε δίσκος της χρονιάς για τα Consequence of Sound, Stereogum, ΝΜΕ Jumping Fish, ενώ βρέθηκε αρκετά ψηλά σε Rolling Stone (#2), Pop Matters (#2), Billboard (#3), BBC (#3), Guardian (#4), Pitchfork (#5), Avopolis (#6) και ξεχώρισε σε Uncut (#18) και το Drowned in Sound (#28).
To Consequence of Sound χαρακτήρισε το Melodrama «έναν δίσκο που κινείται στην αφρόκρεμα της ποπ παράδοσης ανά τις δεκαετίες, συγκεντρωνοντας επι μέρους κομμάτια τους στην τροχιά του κι επαναπροσδιορίζοντάς τα σε μαγευτικά νέα σχήματα».
Για το ΝΜΕ, «είναι ένα βουτηγμένο στις ενοχές άλμπουμ χωρισμού, που κουνά ένα μαγικό ραβδί στον πόνο και τον μετατρέπει σε καθαρή ποπ μαγεία».
Το Stereogum πάλι έγραψε: «Στο Melodrama, η ανασφάλεια πυροδοτεί αποκαλύψεις, από εκείνες που οδηγούν σε τεράστιους προσωπικούς ισχυρισμούς. Η Lorde χρησιμοποιεί μια σειρά από ξεχωριστά θηλυκά αρχέτυπα – την εκστατική ρομαντική, την τρελή πρώην φίλη, την υστερική γυναίκα, το αποτραβηγμένο θλιμμένο κορίτσι, την κόρη – χωρίς ποτέ να εγκατασταθεί σε μία άνετη περσόνα που την καλύπτει καλύτερα», ενώ παρόμοια οπτική φαίνεται να είχε και το Jumping Fish: «Τίποτα δε μοιάζει περιττό ή παράταιρο στο Melodrama, αλλά είναι όλο δομημένο σαν ένα αισθηματικό και ηχητικό rollercoaster που καταλαμβάνει όλη την εμβέλεια της πολυθυμίας μιας εικοσάχρονης γυναίκας (πλέον) που διεκδικεί και αξιώνει τη θέση που της ανήκει όχι μόνο στην προσωπική της ζωή, αλλά και στη μουσική βιομηχανία».
Και η Lorde δεν ήταν η μόνη άξια ποπ εκπρόσωπος που κατάφερε να ξεχωρίσει, μιας και η St. Vincent κυκλοφόρησε το 2017 έναν υποδειγματικό δίσκο – αρκετά ελαφρύ για να θεωρηθεί καθαρόαιμη ποπ αλλά, ταυτόχρονα, καθόλου ανούσιο ή αφελή. Το Masseduction έφτασε στη θέση #2 στο Avopolis, #4 σε Drowned in Sound και BBC, #6 σε Consequence of Sound και Mojo, #11 σε ΝΜΕ, #12 στο Billboard, #13 στο Pop Matters, #14 σε Stereogum, #18 σε Rolling Stone, #22 σε Pitchfork, #34 σε Paste.
Ο Guardian πάλι, της χάρισε την κορυφή, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ένα είδος πεισματάρικης ειρωνείας εντοπίζεται στο Masseduction, ένα μουσικό στριπτίζ, στο οποίο η Anne Clark –που παίζει ως St. Vincent- εκτείθεται με τους δικούς της όρους».
Ένας ακόμη δίσκος που συζητήθηκε –κι ακούστηκε- αρκετά φέτος δεν ήταν άλλος από το American Dream, το πολυσυζητημένο comeback των LCD Soundsystem. O James Murphy, αφού έχτισε το απαραίτητο drama queen έδαφος, κατάφερε να (ξανα)«πουλήσει» τον εαυτό του αντιστοίχως και να δέσει το σύνολο με αρκετές 80s μουσικές αναφορές π.χ. στους πανταχού παρόντες στο έργο του Talking Heads, γράφοντας στίχους για τους κάποτε hipsters που τον ακολουθούν μεγαλώνοντας εδώ και 15 χρόνια.
Το αποτέλεσμα κέντρισε το ενδιαφέρον του μουσικού τύπου και περιλήφθηκε σχεδόν σε όλες τις λίστες με τους δίσκους της χρονιάς: Les Inrocks (#3), Jumping Fish (#3), Rolling Stone (#5), ΝΜΕ (#5), BBC (#5), Pop Matters (#5), Guardian (#6), Paste (#8), Pitchfork (#12), Magnet (#13), Billboard (#23), Drowned in Sound (#27), Rough Trade (#37), Consequence of Sound (#40), Quietus (#44). Tιμήθηκε ως δίσκος της χρονιάς από το εγχώριο Avopolis, όπως και από τα παραδοσιακά «συντηρητικά» Mojo και Uncut, με το δεύτερο να γράφει για τον δίσκο: «Ένα ακόμη αριστούργημα δε φαίνεται πώς ήταν στα σχέδια. Το American Dream όμως αποδείχτηκε ακριβώς αυτό. Βρήκε τον Murphy να έχει επενδύσει πλήρως στην “υπόθεση μέσης ηλικίας” με το να γίνεται ακόμη και μάρτυρας των θανάτων των ηρώων του, που έγιναν συνεργοί».
Για να προσθέσει το Avopolis: «Και σε αυτά τα 70 λεπτά του American Dream, οι LCD Soundsystem αποτυπώνονται ως μία από τις τελευταίες πραγματικά σημαντικές μπάντες…».
Πιθανότατα, αυτός ήταν και ο δικός μας αγαπημένος δίσκος για το 2017, τουλάχιστον αν κρίνουμε από τις επιλογές των συντακτών της Popaganda στις ατομικές τους λίστες με «τα καλύτερα του 2017». «Επανεμφανίστηκαν με έναν δίσκο που δεν είναι όσο καλός περιμέναμε. Είναι καλύτερος απ’ ότι ελπίζαμε (…) Δεν είναι εξωστρεφής. Μιλάει για το πως είναι να μεγαλώνεις, να αυτοαναιρείσαι, να μετανιώνεις (είτε το παραδέχεσαι είτε όχι), να συνεχίζεις. Και να θρηνείς», έγραψε στον δικό του απολογισμό ο Παναγιώτης Μένεγος…
Κι άλλο ένα, μεγάλο κυριολεκτικά, comeback (μιας και μιλάμε για 22 χρόνια δισκογραφικής αδράνειας από την τελευταία τους δουλειά Pygmalion) του 2017 ήταν εκείνο των Slowdive, που κυκλοφορώντας φέτος την ομώνυμη δουλειά τους, κέρδισαν σε μεγάλο βαθμό την κριτική χωρίς αποθεωτικές εξάρσεις. Αν και σίγουρα κέρδισαν το κοινό που τους περίμενε πιστά για δύο δεκαετίες αλλά και (ποιος το περίμενε;) τα FM με το single “Sugar For The Pill”.
Κάπως έτσι ξεχώρισε τους μπαμπάδες του shoegaze και το MiC που τους ανέβασε στη δική του πρώτη θέση γράφοντας: «Την πρωτιά των Slowdive μπορούμε να την δούμε και σαν μια δικαίωση, ακόμη και σαν μια “εκδίκηση”. Για ένα συγκρότημα το οποίο στην εποχή του έως και λοιδωρήθηκε, ήταν “εκτός αυτής”, εκτός μόδας, μέχρι και ο εταιρειάρχης τούς τους έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Και τώρα, δύο δεκαετίες αργότερα, που το shoegaze έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε ένα σωρό άλλα είδη, που ένα σωρό άλλα σχήματα παίζουν και ακούγονται “σαν Slowdive”, είναι σαν οι ίδιοι να γύρισαν εκεί που ανήκουν. Και ίσως να ανήκουν πιο πολύ στο Τώρα του 2017 (18 πλέον) παρά σε εκείνο του 1995».
Μπορεί να μη βρέθηκαν σε κορυφαίες θέσεις, αλλά με μία γρήγορη ματιά, καλλιτέχνες που κινούνται στην ευρύτερη singer-songwriter ομπρέλα, κυκλοφόρησαν αξιόλογες δουλειές οι οποίες συμπεριλήφθηκαν κι αυτές στις λίστες του 2017. Oι Fleet Foxes με τον τρίτο δίσκο τους και την γήινα κοσμική folk πρότασή τους, Crack Up, η Laura Marling με το ακουστικό και στην παράδοση της Joni Mitchell, Semper Femina, η πολύ επιτυχημένη συνεργασία των Courtney Barnett και Kurt Vile που απέδωσε ως καρπό τον από κοινού δίσκο Lotta Sea Lice, είναι ενδεικτικά μερικά ονόματα, ενώ περισσότερο μοιάζει να ξεχώρισε το Pure Comedy του Father John Misty, ένας concept δίσκος με αρκετά μεγαλεπήβολο αέρα που εκτιμήθηκε όπως φαίνεται αρκετά από Paste (#3), NME (#4), Uncut (#13), Guardian (#16), Pop Matters (#17), Rolling Stone (#19), Magnet (#19), Stereogum (#22), Rough Trade (#23), Avopolis (#35), Mojo (#48).
Με όλα τα παραπάνω να μοιάζουν κάπως αναμενόμενα σε όποιον παρακολουθούσε την δισκογραφική κινητικότητα μέσα στη χρονιά, ας έρθουμε στις εκπλήξεις. Το Paste ξεχώρισε ως δίσκο της χρονιάς το Everybody Works της Jay Som, full length ντεμπούτο της κατά κόσμον Melina Duterte που δένει την teenage και dream pop αφέλεια με τη shoegaze βρωμιά. Ίσως είναι υπερβολή να θεωρηθεί κορυφαίος δίσκος της χρονιάς, ωστόσο κατά το Paste, το Everybody Works «είναι εξίσου υπόγειο και περίπλοκο, προσεκτικά κατασκευασμένο μεν φιλτραρισμένο μέσα από κακής ποιότητας ενισχυτές δε. Είναι σαν να ακούς τους Sun Kill Moon ή τον Sufjan Stevens, μέσω ενός κινητού τηλεφώνου, στην άλλη πλευρά του οποίου είναι κάποιος που αγαπάς».
Από την άλλη, άλλο ένα μέσο που αποφάσισε να τιμήσει μία νεαρή τραγουδοποιό ήταν το Magnet που ξεχώρισε ως κορυφαίο δίσκο της χρονιάς το Out In The Storm της Katie Crutchfield, ή αλλιώς Waxahatchee, που απέδειξε ότι ένας χωρισμός δεν χρειάζεται να σε ρίχνει στα πατώματα ή να γίνεται μελαγχολικές μελωδίες, αλλά μπορεί να βγάζει δυναμικά τρίλεπτα indie pop feelgood διαμαντάκια. Όπως παρατηρεί και το Μagnet: «Μέσα από δέκα σφιχτοδεμένα κομμάτια αυτο-αποκάλυψης, η Katie Crutchfield ακούγεται σαν μια γυναίκα σε αποστολή – σαν κάποια που έχει χτυπηθεί κατακέφαλα από τον κυκλώνα μιας δυσλειτουργικής σχέσης και βγαίνει από την άλλη πλευρά μεταμορφωμένη».
Έκπληξη προκάλεσε και η λίστα της Rough Trade που φύλαξε την κορυφή για την Aldous Harding και το πολύ ενδιαφέρον Party, εκεί που η υποδειγματική πλαστικότητα της φωνής της Harding πότε ακούγεται σαν μία σύγχρονη άλτο εκδοχή της Nico στο Marble Index και πότε σαν μία απόκοσμη εκδοχή της Cat Power. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά η Rough Trade, «αντί για pop anthems γεμάτα ενέργεια, τα υποτιμημένα φωνητικά της, θα σας κάνουν να χαλαρώσετε και να πάτε κοντά στα ηχεία για να ακούσετε κάθε της λέξη».
Και μιλώντας για τη Rough Trade, τρεις ακόμη επιλογές από τις φετινές λίστες εντυπωσίασαν, δίνοντας την αίσθηση του εξαναγκαστικά βεβιασμένου. Ο λόγος για το Utopia της Bjork που φιγούραρε στο #3 της λίστας και μάλιστα, πριν ακόμη την επίσημη κυκλοφορία του. Ένας δίσκος που κατά τ’ άλλα, περισσότερο επισφραγίζει την παρουσία της Bjork, παρά ξεδιπλώνει κάποια άγνωστη καλλιτεχνική πτυχή της. Κατ’ αναλογία, το επιεικώς μέτριο Songs Of Experience των U2 σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση της αντίστοιχης λίστας του Rolling Stone, λίγες μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία του δίσκου, ενώ το ΝΜΕ θεώρησε τον «ξαναζεσταμένο-Oasis-φαγητό» As You Were και σόλο ντεμπούτο του Liam Gallagher ως δέκατο καλύτερο ης χρονιάς.
Άλλος ένας δίσκος που κέρδισε τις εντυπώσεις πέρα των προσδοκιών ήταν το Visions of A Life των Wolf Alice, μία δουλειά που βάζει στο μπλέντερ όλη τη 90s κιθαριστική παράδοση με shoegaze βρώμικες κιθάρες, αιθέρια dream pop φωνητικά αλλά και τσαγανό που πότε θυμίζει Elastica και πότε Hole. Μία πολύ συμπαθητική δουλειά, η οποία ωστόσο δεν περιμέναμε να σκαρφαλώσει τόσο ψηλά στις year end lists: #45 στο Mojo, #12 στη Guardian, #2 στο ΝΜΕ και στην κορυφή για το Drowned in Sound.
Το DiS αποθέωσε το δίσκο των Λονδρέζων ήδη από την κυκλοφορία του, τους χάρισε απλόχερα ένα 10/10 κι έγραψε χαρακτηριστικά: «Το Visions of A Life είναι ένα φανταστικό επίτευγμα. Έχει αποκρυσταλλώσει τις συγκινήσεις, το άγχος, τη μελαγχολία και την αβεβαιότητα του να είσαι στη δεκαετία των 20 και να μην ξέρεις τι πρόκειται ή τι πρέπει να συμβεί. […] Οι Wolf Alice, όπως τείνουν να κάνουν οι καταπληκτικές μπάντες, έχουν παραβλέψει πλήρως την ιδέα ότι ο δεύτερος δίσκος πρέπει να είναι δύσκολος και κατέληξαν σε ένα γνήσιο αριστούργημα».
Μία λιγότερο προβλέψιμη λίστα στο σύνολό της ήταν αυτή του Quietus, που έμοιαζε να αδιαφορεί για μεγάλα φαβορί και must entries στον κατάλογό της, ανακηρύσσοντας δίσκο της χρονιάς το πολύ ενδιαφέρον Peasant του Richard Dawson, στο οποίο ο βρετανός τραγουδοποιός μεταμορφώνεται σε έναν folk avant-garde τροβαδούρο που ταξιδεύει μέχρι την Μεσαιωνική Αγγλία. Το Quietus έγραψε για τον δίσκο: «Η κοινωνία που απεικονίζεται στο άλμπουμ είναι οπωσδήποτε διαλεγμένη μέσα από μία αίσθηση λιτότητας, αλλά είναι καθαρή η δυνατότητα για αλλαγή που είναι πάντα εκεί. […] Μπορεί να είμαστε ζητιάνοι, πόρνες ή τέρατα, αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα αλλαγής».
Ακόμη λιγότερο αναμενόμενη υπήρξε φυσικά η λίστα του Wire που κατέταξε αρκετά ψηλά κι αυτό τον Richard Dawson και συγκεκριμένα μία θέση πριν την κορυφή (ομοίως και στο εγχώριο mic.gr), την οποία έδωσε στον Chino Amobi και τον δίσκο PARADISO – τον πιο ηλεκτρονικό δίσκο που σκαρφάλωσε φέτος στο νούμερο ένα. Πρόκειται για το ντεμπούτο του συνιδρυτή της ΝΟΝ που φιλοξενεί Αφρικανούς experimental καλλιτέχνες και σε ανάλογα electro μονοπάτια κινείται και το PARADISO – μία σκοτεινή ηλεκτρονική δυστοπία με θορυβώδη θραύσματα. Μέσα στη χρονιά το Wire είχε χαρακτηρίσει το δίσκο «επικής κλίμακας και κινηματογραφικής σκοπιάς, […] ο απολογισμός ενός auteur για την μετα-Αμερικανική έρημη χώρα».
Έτσι λοιπόν, το 2017 από την μία, επισφράγισε την οριστική αναγόρευση της μαύρης μουσικής σε κυρίαρχη περιοχή της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας κι απέδειξε ότι η ποπ μοιάζει να κερδίζει κι αυτή αρκετό έδαφος σε ώριμες εκδοχές της. Έκανε εμφανές ότι στην τελική, όλοι θέλουμε λίγο πουλημένο δράμα όταν αυτό συνδυάζεται με έναν καλό δίσκο (LCD Soundsystem), ενώ οι indie singer-songwriters με την ευρύτερη έννοια του όρου φαίνεται να έχουν μία ποιοτική και ποσοτική συνέπεια, με τις γυναίκες να κάνουν όλο και πιο δυναμική την παρουσία τους, εφτά άλλωστε έφτασαν στην κορυφή για φέτος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (Lorde, St. Vincent, Jay Som, Waxahatchee, Aldous Harding και οι Wolf Alice με την frontwoman τους Ellie Rowsell αλλά και οι Slowdive με την Rachel Goswell).
Κάπως έτσι ακουγόταν το 2017. Τι θα θυμόμαστε απ’ όλα αυτά, 12 μήνες μετά που θα κάνουμε τον απολογισμό του 2018; Κανείς δεν ξέρει…