Αυτή τη φορά βεβαιώθηκα. Ο Δημήτρης Καραντζάς αρέσκεται να καταπιάνεται με έργα που αφορούν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και όσα μας φορτώνουν, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί σε διάφορα θεατρικά κείμενα που έχει σκηνοθετήσει. Είτε αυτό είναι ο «Φαέθων», είτε η «Πλατεία Ηρώων», είτε η «Μήδεια», είτε το «Με δύναμη από την Κηφισιά», είτε ο «Bob», είτε «Ο γυάλινος κόσμος», είτε το τελευταίο, οι «Βρικόλακες» του Ερρίκου Ιψεν, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου, σε συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Ενα παλιό όσο και διαρκώς νέο έργο είναι οι «Βρικόλακες». Με τις πανταχόθεν αγκυλώσεις παρούσες, με τα ταμπού τα κοινωνικά και τα προσωπικά, με τους καθωσπρεπισμούς που η μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνία, η τάξη ή οι «αρχές» της επιτάσσουν.
Μπαίνοντας στη σκηνή της Φρυνίχου βλέπουμε μερικές προθήκες, όπου μέσα είχαν εγκατασταθεί όλα τα σημαντικά στοιχεία του έργου και της ιστορίας των ηρώων. Ολα αυτά που κουβαλάμε ως τοτέμ στη μνήμη και στη συνείδησή μας ή στα συρτάρια μας και συνεχίζουν τη ζωή τους σε επόμενες γενιές μιας οικογένειας. Προθήκες, κάτι σαν μουσείο, κάτι σαν ταρίχευση της μνήμης και της κληρονομιάς που ο καθένας υποχρεώνεται ή επιλέγει να έχει. Το μόνο δείγμα ζωής (ή μήπως απελπισμένης ζωής;) είναι ένα πλάσμα ξαπλωμένο, παραιτημένο σχεδόν, σ’ έναν καναπέ. Είναι ο Οσβαλντ (Μιχάλης Σαράντης σε μια ακόμη έξοχη ερμηνεία του), ο γιος της κυρίας Αλβινγκ, που έλειπε χρόνια στο εξωτερικό και επέστρεψε.
Οι σιωπές είναι ιδιαίτερες σ’ αυτή την παράσταση. Ηχηρότατες. Εύγλωττες. Το ίδιο και η γλώσσα των σωμάτων: της νεαρής απαστράπτουσας Ρεγκίνε (εύστοχη και εντελώς αλλιώς η Ιωάννα Κολλιοπούλου), ψυχοκόρης στον οίκο Αλβινγκ, που προσπαθεί να μηρυκάσει συμπεριφορές, στυλ, λέξεις μιας άλλης τάξης. Θέλει να είναι σε μιαν άλλη τάξη· του λαϊκού Εγκστραντ (απολαυστικός Κώστας Μπερικόπουλος), του πατέρα της Ρεγκίνε, ενός λαμόγιου, υποκριτή και προπέτη, που παριστάνει την αθώα περιστερά· του πάστορα Μάντερς (Ακύλλας Καραζήσης επίσης σε θαυμάσια ερμηνεία), του θεματοφύλακα των αρχών, των παραδόσεων, του καθήκοντος, της «τάξης και ηθικής» όπως θα λέγαμε σε άλλες εποχές, του διαχειριστή επίσης της περιουσίας και των φιλανθρωπιών της κυρίας Αλβινγκ.
Κι αυτή η κυρία, η υπέροχη κυρία Ρένη Πιττακή, η αρχόντισσα του οίκου, η μεγαλοαστή που έχει μάθει να κρύβει τα μυστικά της και τα πάθη της, που τα φέρει και υποφέρει με φινέτσα, είναι μία από τις ωραιότερες ηρωίδες του Ιψεν: είναι ο άνθρωπος του Διαφωτισμού, ο άνθρωπος που αναζητεί στα βιβλία τις απαντήσεις, ο άνθρωπος που έχει απορίες και ζητάει απαντήσεις πέρα από τις δεδομένες, ο άνθρωπος που δεν συναινεί στα δεδομένα και στην παράδοση, που στηρίζει όσα απορρίπτει ο πάστορας Μάντερς: την τέχνη, τη δημιουργία, τη διαφορετικότητα, τις επιλογές των ανθρώπων. Εγκλειστη παρ’ όλα αυτά στην τάξη της και στις αρμόζουσες συμπεριφορές που της επιβάλλονται, αλλά διατηρώντας καθαρή τη ματιά της για το νέο.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι των «Βρικολάκων». Εκείνοι που τους αποδέχονται και ζουν μαζί τους κι εκείνοι που επιχειρούν να τους απορρίψουν, αναλαμβάνοντας ή υποχρεωνόμενοι στο κόστος για την επιλογή τους.
Ο Δημήτρης Καραντζάς επέλεξε, για άλλη μια φορά, τους σωστούς ηθοποιούς για τον κάθε ρόλο. Εικονοποίησε με εύστοχο τρόπο, σκηνικά, (Κλειώ Μπομπότη) τα «τιμαλφή» του καθενός, μας έβαλε στην εποχή του Ιψεν μέσω των κοστουμιών εποχής (Ιωάννα Τσάμη) -πολύ ενδιαφέρουσα αντίστιξη-, και επέλεξε να αναδείξει τους χαρακτήρες μέσω των κινήσεων, κυρίως μέσω των κινήσεων των χεριών τους. Ηταν από τα πιο ωραία ευρήματα της παράστασης, διότι στην κίνηση των χεριών αναγνώριζε ο θεατής την εξουσία, την επιβολή, τη φινέτσα, την απόσταση, την προσποίηση, την αρχοντιά, τη λαϊκότητα, την απελπισία -τους χαρακτήρες εντέλει.
Είδα μόλις τη δεύτερη παράσταση των «Βρικολάκων». Αφήνω εντελώς απ’ έξω τα ζητήματα ρυθμού της παράστασης, που είναι απολύτως κατανοητά στις πρώτες παραστάσεις. Στέκομαι κυρίως στην κειμενική επιλογή του Δημήτρη Καραντζά, που έχει δουλέψει κι αυτήν, όπως όλες τις παραστάσεις του. Είναι ο δεύτερος Ιψεν που σκηνοθετεί (η προηγούμενη φορά ήταν το «Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» πάλι στο Θέατρο Τέχνης). Μοιάζει να τον αφορά ιδιαιτέρως ο Ιψεν, οι προβληματισμοί του, ο κόσμος που περιγράφει. Και δικαίως. Ομως μοιάζει και να διακατέχεται, ο Δημήτρης Καραντζάς, από ένα μεγαλύτερο δέος προς τον Ιψεν σε σχέση με άλλους συγγραφείς -με τη θεματολογία του ασφαλώς. Στη συγκεκριμένη παράσταση εισέπραξα σε μεγαλύτερη δόση αυτό το δέος που κατέφυγε στην εγκεφαλική προσέγγιση. Κι όχι γιατί δεν είχε προσέξει τις λεπτομέρειες ο Δημήτρης Καραντζάς, κι οχι γιατί οι ερμηνείες δεν ήταν όλες θαυμάσιες και απολύτως εύστοχες ως σκηνοθετική επιλογή. Ομως υπήρχαν στιγμές που αυτό που γινόταν στη σκηνή έμοιαζε να είναι μακρινό, απρόσιτο, φορμαλιστικό, παραπάνω στυλιζαρισμένο. Είναι ένα δύσκολο και βαρύ έργο οι «Βρικόλακες», ιδίως η τελευταία σκηνή του. Σχεδόν ασήκωτη… Κι εκεί κάπου άνοιξε το σκηνικό και ένα προβολέας έδωσε το φως της λύτρωσης, τη «χαρά της ζωής» των ανθρώπων που υποφέρουν, που ζουν ανάμεσα σε όσα δεν αντέχουν, που παλεύουν με τα όνειρα και τους εφιάλτες τους, όπως ο Οσβαλντ, αλλά και η κυρία Αλβινγκ. Και που έχουν την ατυχία να διακρίνουν γύρω τους και να συχνωτίζονται με όσους αποτελούν μέρος και αιτία του εφιάλτη τους.
Είχε πολλές εύστοχες στιγμές η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, και σκηνογραφικά, και ερμηνευτικά. Και μεταφραστικά λειτούργησε. Ανέδειξε το σύμπαν και το διακύβευμα του Ιψεν, παρ’ όλα αυτά σε αρκετές στιγμές υπήρχε κάποιο μπλοκάρισμα μεταξύ πλατείας και σκηνής. Σαν κάτι ακόμα να έλειπε… Σαν κάτι να μην είχε ολοκληρωθεί.