Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος σκαλίζει τον αρσενικό ψυχισμό στην Αγέλη Προβάτων

«Μια μικρή επαρχιακή πόλη, μια ομάδα ντόπιων και δυο ξένοι, ένα καφενείο και ένα μπαρ, ένα παρηκμασμένο μοτέλ, μερικά αυτοκίνητα και μια γερή δόση τοξικής αρρενωπότητας». Αυτά, λέει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος, είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα σύγχρονο γουέστερν σε μία επαρχιακή πόλη, ακόμη και στην Ελλάδα του σήμερα. Κι έτσι είναι. Η ταινία του, Αγέλη Προβάτων, κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ξετυλίγοντας μια ιστορία που ακόμη και στις μέρες της νέας εποχής, κάθε άλλο παρά δύσκολο είναι να συμβεί, καθώς όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος, κάποια πράγματα παραμένουν τα ίδια. Πλημμυρισμένη δυνατές εικόνες, μέσα στο πανέμορφο δάσος της Φολόης και σε ιδιαίτερες “γωνιές” της Τρίπολης, η ταινία χτίζει αργά και σταθερά το δραματικό στόρι της πάνω στις πλάτες εννιά άξιων ηθοποιών, που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Κίμωνας Κουρής, Γιώργος Βαλαής: Η Αγέλη Προβάτων και οι “δυνάστες” της που την μετατρέπουν σε αγέλη λύκων.

Ένα χρέος με τόκους που ανεβαίνουν, ένα τόσο συνηθισμένο χρέος σε τόσο συνηθισμένους ανθρώπους, σε μια τόσο μικρή πόλη, είναι η αφορμή -ή το σπίρτο που ανάβει την φωτιά. Ο γεωπόνος Θανάσης αδυνατεί να το πληρώσει στον τοκογλύφο Στέλιο που δεν χαμπαριάζει και κυκλοφορεί ως κανονικός προύχοντας, κουνώντας καμαρωτός το κεφάλι στους χαιρετισμούς και τα σέβη όσων τον χαιρετούν στη βόλτα του στους κεντρικούς δρόμους. Γνωρίζοντας πως και άλλοι, γνωστοί και φίλοι, βρίσκονται στην ίδια θέση, ο Θανάσης τους καλεί να συμμαχήσουν για να πετύχουν καλύτερη συμφωνία. Όμως οι δύο μπράβοι που στέλνει για εκφοβισμό ο Στέλιος ανατρέπουν την ήσυχη πορεία των πραγμάτων, μετατρέποντας απλούς νοικοκυραίους σε άγρια θηρία και απλά σχέδια σε δολοφονικές πλεκτάνες. Η ορμή και η οργή σιγοβράζει σαν τη λάβα του ηφαιστείου που περιμένει να εκτιναχθεί. Κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Κάθε πρόβατο, σε μια στιγμή, μπορεί να γίνει λύκος. Το θύμα μπορεί να γίνει θύτης. Ενάντια στον κοινό εχθρό -ή ακόμη κι ενάντια στην ίδια την αγέλη. Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος “κεντάει ψιλοβελονιά” τα ανεβοκατεβάσματα της ψυχολογίας των ηρώων του γιατί γνωρίζει καλά τον αρσενικό ψυχισμό. Κάθε ένας από τους άντρες αυτούς είναι διαφορετικός, κάθε ένας αντιμετωπίζει με άλλο τρόπο τη ζωή του, κάθε ένας σέρνει πίσω του το δικό του φορτίο. Ενώνονται για τον κοινό σκοπό, αλλά ότι τους ενώνει μπορεί και να τους χωρίσει. Κι ότι τους χωρίζει από πριν μπορεί και πάλι να τους παρασύρει στον στρόβιλό του.

Μεγαλωμένος στη δεκαετία του ’70 στην Αρκαδία, με κλασικά western και film noir που έπαιζε η τηλεόραση εξάπτοντας την φαντασία του, ο σκηνοθέτης, καθώς έγραφε το σενάριο της Αγέλης, συνειδητοποίησε πως η ιστορία των κανονικών ανθρώπων μιας μικρής κοινωνίας που ζουν τη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους και ξαφνικά μπλέκονται σε ακραίες καταστάσεις, είχε μεγάλη σχέση με τις ταινίες της Άγριας Δύσης που έβλεπε μικρός. Γιατί ο τόπος μπορεί να αλλάζει, όχι όμως και οι αντιδράσεις των ανθρώπων, σε κάθε στιγμή του χρόνου, σε κάθε γωνιά της Γης. Και είναι αυτές οι αντιδράσεις που υφαίνει σαν ιστό αράχνης ο σκηνοθέτης, κάνοντας τον θεατή σιωπηλό μάρτυρα της ιστορίας του και δημιουργώντας του ανάλογα συναισθήματα. Κάτι, που αν έχεις παρακολουθήσει τις προηγούμενες μικρού μήκους ταινίες του, θα έχεις ήδη καταλάβει ότι ο Δημήτρης Κανελλόπουλος έχει αποδείξει πως γνωρίζει καλά να το κάνει.

Έχεις στο ενεργητικό σου πέντε ταινίες μικρού μήκους. Η τελευταία το 2013. Γιατί άργησες τόσο για την πρώτη σου μεγάλου μήκους, όταν μάλιστα είχες αποκομίσει και βραβείο από τη συμμετοχή σου στο Crossroads Coproduction Forum 2014 – Initiative Film Award της Αγοράς του φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης;

Προσπαθώ να κάνω μεγάλου μήκους από τα μέσα του 2000 με άλλα σενάρια. Το ότι δεν συνέβη όλα αυτά τα χρόνια, οφείλεται σε πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν και με μένα και με το σύστημα υποστήριξης των νέων σκηνοθετών. Προφανώς ούτε εγώ ήμουν έτοιμος να το κυνηγήσω, ούτε το σύστημα ήταν έτοιμο να μου δώσει την ευκαιρία. Όπως είπε και μια ψυχή κάποτε: «προσπάθησε και θα έρθει κι η σειρά σου».

Η Αγέλη καθυστέρησε γιατί δεν έτρεχε η χρηματοδότηση. Μετά το βραβείο στο Crossroads ακολούθησαν ίσως τα πιο δυσλειτουργικά χρόνια, που εγώ θυμάμαι, στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς του εσωτερικού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τρέξουν ούτε στους οργανισμούς του εξωτερικού οι προτάσεις. Ευτυχώς, αυτή τη στιγμή φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια κανονική κατάσταση, η οποία λειτουργεί. Ελπίζω να κρατήσει, γιατί από το 2005 που έκανα την πρώτη μου προσπάθεια για χρηματοδότηση έχουν συμβεί τέρατα.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος

Τι σου έδωσε την ιδέα να γυρίσεις την Αγέλη Προβάτων; Υπήρξε κάποια αληθινή ιστορία που άκουσες και σε προέτρεψε σε αυτό;

Δεν υπάρχει καμία πραγματική ιστορία πίσω από την ταινία, αλλά σίγουρα υπάρχουν πολλές που της μοιάζουν και κάποιες εξίσου τραγικές. Ξεκίνησε ως μια πολύ γενική ιδέα για μια ιστορία οικονομικής αντιδικίας στην επαρχία. Μετά άρχισαν να έρχονται οι χαρακτήρες και να χτίζουν την ιστορία και κάποια στιγμή έφτασε σε μια μορφή, σε μια πρώτη γραφή, όπου κατά τα δικά μου μέτρα ολοκληρωνόταν. Επειδή το να βρω παραγωγό πήρε –κυριολεκτικά– χρόνια, όπως και η χρηματοδότηση, άφηνα μεγάλα διαστήματα χωρίς να ασχολούμαι με το σενάριο. Νομίζω πως δεν πίστευα πολύ πως όντως θα γίνει, γιατί το είχα ξαναζήσει με άλλα σενάρια. Υπήρξε μια στιγμή, τότε που συμμετείχε στο τμήμα Crossroads της Αγοράς, που είπα “ΟΚ, μάλλον θα το καταφέρω αυτή τη φορά”, αλλά και πάλι καθυστέρησε άλλη μια πενταετία μέχρι να πάμε γύρισμα. Πολύ μεγάλη αναμονή. Στο μεταξύ το σενάριο δουλευόταν, άλλαζε, βελτιωνόταν. Ακόμα και λίγο πριν το γύρισμα έγιναν προσαρμογές στους χώρους που βρέθηκαν και στους ηθοποιούς επίσης.

Βλέποντας και τη μικρού μήκους σου «Γεια σου Ανέστη», καταλαβαίνω πως τα θέματα και τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη φύση και τον μικρόκοσμο της επαρχίας σε απασχολούν αρκετά;

Της ταινίας «Γεια σου Ανέστη» προηγούνται δυο μικρού μήκους με ηρωίδες γυναίκες σε αστικό περιβάλλον καθώς και  το πρώτο φιλμάκι που έκανα, ένα noir στη φύση. Εντελώς διαφορετικές ταινίες  δηλαδή μεταξύ τους. Όπως και η «Αφοσιωφομοίωση» η οποία ακολούθησε και επίσης δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα. Μπορεί να κολλήσω με οτιδήποτε και να ξεκινήσω κάτι: έναν χαρακτήρα, μια κατάσταση, ένα ωραίο εύρημα, οτιδήποτε, αλλά νομίζω πως ποτέ δεν ξεκίνησα έχοντας στο νου μου το θέμα. Εννοείται, η φύση προσφέρει πάντα μια αισθητική προοπτική που δεν την έχεις στο αστικό περιβάλλον, όμως το βασικό μου μέλημα είναι η ιστορία. Επιλέγω να κατευθύνω την ιστορία προς ένα θέμα όταν έχω βρει τη βάση της ή αλλιώς: όταν έχω τη βάση της ιστορίας συνήθως έχουν αναδυθεί δυο τρεις θεματικές κι αποφασίζω τότε προς τα που θα το πάω.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος στα γυρίσματα της ταινίας, ανάμεσα στον Δημήτρη Λιόλιο και τον Άρη Σερβετάλη

Επέλεξες για γυρίσματα την Τρίπολη και την γύρω υπέροχη περιοχή ως ένα οικείο περιβάλλον -καθώς είσαι γεννημένος στην Αρκαδία; Ή έτσι κι αλλιώς ήθελες να γυρίσεις την συγκεκριμένη ταινία στα συγκεκριμένα locations;

Την Τρίπολη δεν την ήξερα. Την έβλεπα περαστικός μέσα από το λεωφορείο πηγαινοερχόμενος από την Αθήνα στο χωριό που μεγάλωσα. Και δεν ήταν η πρώτη πόλη που είδα πριν καταλήξω σε αυτήν. Ουσιαστικά μου ήταν άγνωστη αλλά θυμόμουν κάποιες εικόνες που ήταν πολύ χαρακτηριστικές εικόνες επαρχιακής πόλης. Μια καταπληκτική κεντρική πλατεία, μια εγγύτητα στο βουνό που ήθελα να φανεί στην ταινία, πολλά, ευτυχώς ακόμα, παλιά αρχοντικά παρόλο που έχει πια και πολλές πολυκατοικίες. Φυσικά, όταν πήγα πρώτη φορά για έρευνα χώρων, ανακάλυψα πολλά ακόμη. Είναι όμορφη επαρχιακή πόλη. Όμως ο κόσμος που περνάει από την Εθνική δεν της δίνει σημασία και τη σνομπάρει χωρίς να την έχει δει. Γενικά, νομίζω ότι ο κόσμος της Αθήνας σνομπάρει την επαρχία. Και υπάρχει και προκατάληψη ειδικά με την Πελοπόννησο. Γελάω πολύ με τα κλισέ που κυκλοφορούν.

Η ταινία, αν και τόσο οδυνηρά ρεαλιστική, από κάποιους θεωρήθηκε  ως “αντρική”, με αρνητικό πρόσημο. Τι θα ήθελες να απαντήσεις;

Η ταινία έχει οχτώ βασικούς ανδρικούς ρόλους και δύο πολύ μικρούς γυναικείους κι αυτό αναφέρεται, σε κάποια σχόλια που ακούω, ως μειονέκτημα. Δε μπορώ να καταλάβω πώς αυτό από μόνο του είναι αρνητικό. Στην αρχή θύμωνα, τώρα γελάω. Προφανώς δεν μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά μια τέτοιου τύπου θέση, αλλά η αλήθεια είναι πως έχει παίξει αρνητικό ρόλο στη μέχρι τώρα πορεία της ταινίας. Από τη φάση της χρηματοδότησης ακόμα. Ξέρουμε πως υπάρχουν σοβαρά φλέγοντα και δίκαια κοινωνικά αιτήματα που διαμορφώνουν μια τάση γενικότερη αλλά το να κρίνει κανείς μια ταινία, οποιαδήποτε ταινία, επιδερμικά και χωρίς ένα στέρεο επιχείρημα είναι κάτι άλλο. Τι θέλουμε; Ταινίες κατά παραγγελία;

Δούλεψες με μία ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών που βγάζουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Πόσο δύσκολο ήταν να καθοδηγήσεις ως σκηνοθέτης τόσο διαφορετικά άτομα που έπρεπε να παίξουν ομαδικά και ατομικά; Να διαχειριστείς μια ομάδα που στην ταινία, σιγά σιγά, από αγέλη προβάτων μετατρέπεται σε αγέλη λύκων;

Η  δυσκολία έγκειται στο να καταλάβεις τον τρόπο του κάθε ηθοποιού και να τον πείσεις, να τον εμπνεύσεις, να τον βάλεις στον κόσμο της ταινίας. Όλα μαζί. Πρέπει να  έχει κανείς δουλέψει πολύ μόνος του με το σενάριο, όπως επίσης και να εμπιστεύεται τον ηθοποιό. Αυτά τα πολύ γενικά, θα έλεγα, ισχύουν, αλλά παράλληλα νομίζω είναι και πολύ ουσιαστικά. Επίσης είναι ευτύχημα να δουλεύει κανείς με έξυπνους ηθοποιούς. Είναι μια δουλειά που τη μοιράζεται ο ηθοποιός με τον σκηνοθέτη.

Από την ηχοληψία -σε πλήθος ταινιών- μεταπήδησες στην σκηνοθεσία. Ήταν παράλληλη επιθυμία σου από τη αρχή να σκηνοθετήσεις ή προέκυψε στην πορεία;

Για να πούμε την αλήθεια, ακόμη δεν έχω μεταπηδήσει στην σκηνοθεσία. Ζω από την ηχοληψία κι όταν έχω την ευκαιρία σκηνοθετώ. Φυσικά, την ευκαιρία δεν την προσφέρει κανένας. Είναι δουλειά που πρέπει να γίνει από μένα για να κερδηθεί. Επειδή η ιδέα και η πρόθεση από την αρχή ήταν η σκηνοθεσία, δουλεύω ώστε να έχω όσο πιο συχνά αυτή την ευκαιρία. Γράφω σενάρια και τα καταθέτω για χρηματοδότηση ενώ δουλεύω ως ηχολήπτης σε ταινίες άλλων σκηνοθετών. Τυχερός είμαι. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να είναι σκηνοθέτες αλλά ούτε την ευκαιρία να σκηνοθετήσουν έχουν, ούτε δουλεύουν σε ταινίες άλλων λόγω έλλειψης άλλης ειδικότητας. Αναγκάζονται να κάνουν ότι άλλο άσχετο τους βρεθεί.

Ποια είναι η γνώμη σου για τον ελληνικό κινηματογράφο και την τρέχουσα πορεία του μέσα κι έξω από την Ελλάδα; Θεωρείς ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα;

Στο εξωτερικό, λίγο η επιτυχία του Λάνθιμου, λίγο που γίναμε θέμα με την κρίση, μας προσέξανε. Μια χαρά. Από χρονιά σε χρονιά μπορεί να έχει αυξομειώσεις αυτό, αλλά υπάρχουμε κάπου στο χάρτη ως εθνική κινηματογραφία. Το πρόβλημα είναι στο εσωτερικό. Έρχεται μια γενιά με φόρα, με ταλέντο, με κατάρτιση, όσο καμία άλλη γενιά στο παρελθόν, ικανή να παράξει σινεμά, αλλά το περιβάλλον είναι τόσο δυσλειτουργικό και ο ίδιος ο ελληνικός κινηματογράφος τόσο απαξιωμένος από το πλατύ κοινό που θα μπορούσε να τον στηρίξει, που δε μπορώ να απαντήσω θετικά στο “καλύτερα”. Εκπέμπεται μια νοσηρότητα από ανθρώπους, ομάδες, θεσμούς: ανταγωνισμοί, μικροσυμφέροντα, εγωισμοί, πολιτικά παιχνίδια και φυσικά αδιαφορία για ότι καλό μπορεί να γίνει, που κουράζει και θολώνει το στόχο. Για τους κινηματογραφιστές οι ταινίες είναι ο στόχος αλλά αυτό δεν το συμμερίζονται όλοι, ούτε καν ανάμεσα στους κινηματογραφιστές.

Η ταινία κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τι περιμένεις από την “επόμενη μέρα”; Ποια η επιθυμία σου;

Μέσα στο Νοέμβρη, η ταινία θα προβληθεί επίσης στο φεστιβάλ του Καϊρου και στο φεστιβάλ της Γκόα στην Ινδία. Η εμπειρία μου μού έχει δείξει να ελπίζω αλλά να μην περιμένω πολλά. Δεν αναφέρομαι στις βραβεύσεις. Υπάρχει μια φιλοδοξία, καλώς εννοούμενη, στους πιο νέους, ότι θα δουν κάποιοι την ταινία σου και θα “ορμήσουν” να σου κάνουν προτάσεις, να σου δώσουν χρήματα να κάνεις και άλλες ταινίες κτλ. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Εννοείται, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, και βεβαίως μπορεί να συμβεί, αλλά το χαρακτηριστικό των εξαιρέσεων, όπως γνωρίζουμε, είναι ότι σπανίζουν. Αυτό που περιμένω, είναι αυτό που σχεδιάζω. Να δρομολογηθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα η επόμενη ταινία. Να συμβάλει δηλαδή η ταινία αυτή στην δημιουργία της επόμενης.


ΑΓΕΛΗ ΠΡΟΒΑΤΩΝ του Δημήτρη Κανελλόπουλου
62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Διεθνές Διαγωνιστικό

Προβολές: Πέμπτη 11 Νοεμβρίου (πρεμιέρα) | «Ολύμπιον» | ώρα 18:00
Online: 12 Νοεμβρίου | ώρα 10:00 || 13 & 14 Νοεμβρίου | ώρα 00:00 

https://www.instagram.com/packofsheep

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κανελλόπουλος | Παραγωγοί: Ελίνα Ψύκου, Κωνσταντίνα Σταυριανού | Συμπαραγωγοί: Gentian Koçi, Snezana Van Houwelingen, Dusan Milić | Διεύθυνση φωτογραφίας: Στέλιος Πίσσας | Μοντάζ: Μυρτώ Καρρά | Σκηνικά: Μάχη Αρβανίτη | Κοστούμια: Χριστίνα Λαρδίκου | Συνεργάτης ενδυματολόγος: Μάρλι Αλειφέρη | Μακιγιάζ: Dusica Vuksanovic | Ηχοληψία: Νίκος Έξαρχος | Σχεδιασμός ήχου: Περσεφόνη Μήλιου | Μοντάζ ήχου: Νίκος Λιναρδόπουλος | Μουσική: Dejan Pejović | Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης | Coloring: Γιάννης Ζαχαρόγιαννης | VFX supervisor: Γιάννης Αγελαδόπουλος | Σχεδιασμός τίτλων και αφίσας: Νίκος Πάστρας | Βοηθός σκηνοθέτης: Κατερίνα Μπαρμπατσάλου | Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Ζέρβας | Οργάνωση παραγωγής: Αντιγόνη Ρώτα | Executive producers: Μάρκος Χολέβας, Στέλιος Καμμίτσης, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Αφροδίτη Νικολαΐδου | Κάστινγκ: Άκης Γουρζουλίδης, Σωτηρία Μαρίνη | Παίζουν οι ηθοποιοί: Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Κίμωνας Κουρής, Γιώργος Βαλαής, Βιβή Πέτση, Δήμητρα Κούζα, Armando Dauti, Ντίνος Ποντικόπουλος, Βασίλης Βασιλάκης, Κατερίνα Ρουσιάκη και ο Μηνάς Μαθέας | Παραγωγή: Jungle, Graal | Σε συμπαραγωγή με: ΕΡΤ, Artalb Film, Film Deluxe | Με την υποστήριξη των: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Albanian National Center of Cinematography, Film Center Serbia, Περιφέρεια Πελοποννήσου, Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας | Το έργο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ Α.Ε.)

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου