Για το Μπαρακούντα
Της Άννας Παπασταύρου*
«Γνώρισα» τον Τσιόλκα με το Χαστούκι, στην πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Κιμούλη (εκδόσεις Ωκεανίδα). Όνομα και πράμα, το Χαστούκι. Δυνατό, αιφνιδιαστικό, συγκλονιστικό.
Κι αναρωτήθηκα πώς θα ήταν το Barracuda. Δέχτηκα να το μεταφράσω, χωρίς να το δω προηγουμένως, με τη σιγουριά και ότι δε θα με απογοήτευε, και ότι θα με «παίδευε» αρκετά, μεταφραστικά. Έπεσα μέσα και στα δύο.
Μπαρακούντα, λοιπόν. Το αδηφάγο ψάρι, με τις σαρκοβόρες διαθέσεις, ο κυρίαρχος του νερού, ο φόβος των μικρών ψαριών. Κι ο ανταγωνισμός δυο νεαρών κολυμβητών, η πρόκληση – ποιος θα «σπάσει» πρώτος, ποιος θα χάσει, ποιος θα βγει νικητής από μια λυσσαλέα κόντρα, μέσα και έξω από το νερό. Βασικός πρωταγωνιστής ο Ντάνι (Νταν, Ντίνο, Μπαρακούντα), το μεγάλο ταλέντο της κολύμβησης, που με τις εκπληκτικές του ικανότητες στο νερό κερδίζει μια υποτροφία και τη δυνατότητα να ξεπεράσει την ταπεινή του καταγωγή και να διεκδικήσει μια θέση στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Αυστραλίας, αλλά και στο βάθρο της Ολυμπιάδας του Σίδνεϊ. Δυνατός και αδύναμος, δειλός και παράτολμος, αβέβαιος στα συναισθήματά του, στις ερωτικές του επιλογές, συντρίβεται κάτω από το ίδιο του το ταλέντο και ζητάει απεγνωσμένα διέξοδο, λύτρωση, συγχώρεση.
Στο Μπαρακούντα, ο Τσιόλκας υφαίνει την πλοκή μιας ιστορίας σε μια κανιβαλικά ανταγωνιστική κοινωνία – τη δική μας. Ωστόσο, εκεί που περιμένεις ότι όλα έχουν χαθεί, αφήνει λίγο φως, έτσι, μια αχτίδα, να διαπεράσει το σκοτάδι.
Ο Τσιόλκας γράφει σε μια γλώσσα άμεση, επιθετική, σκληρή και πολλές φορές «ενοχλητική». Διανθισμένη με τη slang των Αυστραλών, μεταναστών ή ντόπιων, με την επανάληψη λέξεων που ηθελημένα σοκάρουν, περιγράφει με απίστευτη ακρίβεια και λεπτομέρεια την προσωπικότητα των ηρώων, τον ανταγωνισμό τους μέσα και έξω από το νερό, τον αγώνα κόντρα στην ίδια τους τη φυσική αντοχή, τη μάχη για την πρωτιά, που τελικά τους καταστρέφει.
Μεταφράζοντας τον Μπαρακούντα, χρειάστηκα πολλές φορές τη βοήθεια φίλων, για κάποιους κολυμβητικούς και συναφείς αθλητικούς όρους, γιατί ομολογώ ότι τόσο κοντά σε κολυμβητήριο πρώτη φορά βρέθηκα! Ωστόσο, αυτό το ταξίδι, –μέσα και έξω απ’ το νερό επίσης!– το χάρηκα πραγματικά. Χρήστο, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη ζόρικη, υπέροχη εμπειρία! Είμαι σίγουρη ότι το ίδιο θα την απολαύσουν και οι αναγνώστες σου στην Ελλάδα.
* Η Άννα Παπασταύρου μετέφρασε το Μπαρακούντα στα ελληνικά.
Για το Χαστούκι.
Του Βασίλη Κιμούλη*
Το Χαστούκι κυκλοφόρησε στα ελληνικά το Νοέμβριο του 2011. Ο ρόλος μου στην έκδοση του ήταν διπλός: το μετέφρασα αλλά και οργάνωσα την υποδοχή του στην ελληνική αγορά από τη θέση του τότε υπεύθυνου Επικοινωνίας στην Ωκεανίδα.
Η μετάφραση του Χαστουκιού παραμένει μια από τις ωραιότερες μεταφραστικές (και όχι μόνο) εμπειρίες μου. Διήρκεσε περίπου πέντε μήνες, καθώς το βιβλίο ήταν απαιτητικό και ογκώδες, αλλά και γιατί το δούλευα στο περιθώριο της κύριας τότε δουλειάς μου. Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές το μετέφραζα και εις βάρος της κύριας δουλειάς μου, αφού στον Τσιόλκα έβρισκα την παρηγορητική καταφυγή που μόνο η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει.
Από τους ήρωες του βιβλίου, αγάπησα πολύ το Μανόλη, γιατί μου θύμισε δικούς μου ανθρώπους – τον παππού μου, τον πατέρα μου. Με συγκίνησε σ’ αυτόν η πικρή γεύση της απώλειας (το ίδιο ακριβώς μοτίβο που κυριαρχεί και στον άλλο μεγάλο συγγραφέα που είχα την τύχη να μεταφράσω, τον Χαρούκι Μουρακάμι). Δεν πρόκειται να ξεχάσω την καταπληκτική σκηνή της τελευταίας άδοξης στύσης του ηλικιωμένου Μανόλη, που στα μάτια μου παρωδεί με αμείλικτη τρυφερότητα τη ματαιότητα των σχέσεων.
Εξίσου έντονα θυμάμαι πάντα την Κόνυ: άγουρη, αδέξια, και γοητευτικά σκληρή όπως όλοι οι έφηβοι, επιβεβαιώνει ότι ο Τσιόλκας εκτός από αβάσταχτα ρεαλιστής είναι κατά βάθος, και αθεράπευτα αισιόδοξος∙ στο πρόσωπό του η νέα γενιά βρίσκει έναν από τους πιο ουσιαστικούς υπερασπιστές της: «Δεν είναι υποκριτές σαν εμάς», γράφει σε κάποιο σημείο για τους σημερινούς εφήβους ο συγγραφέας, «δεν προσποιούνται ότι ξέρουν παραπάνω απ’ όσα ξέρουν, ούτ’ επιθυμούν να μιλήσουν για λογαριασμό κανενός άλλου πέρα απ’ τον εαυτό τους».
Ο Τσιόλκας δεν μασάει τα λόγια του: η γραφή του είναι θυελλώδης, ορμητική, η γλώσσα του, προκλητική, εκρηκτική. Όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Όλοι όμως οι ήρωες του Χαστουκιού με στοίχειωσαν, καθένας με τον τρόπο του: ο συνομήλικος μου Έκτορας που απαντάει στην κρίση της μέσης ηλικίας γυρεύοντας επιβεβαίωση σε ουσίες και αδιέξοδους έρωτες∙ η δυναμική, στιλάτη και ποθητή Ανούκ, που στο τέλος μουντζώνει την κενή καριέρα της για να κυνηγήσει το όνειρό της∙ ο μάτσο Ελληνάρας Χάρυ με την τόσο οικεία –όσο και απενοχοποιημένη για τον ίδιο– στην καθ’ ημάς πραγματικότητα περσόνα του∙ η γοητευτική ήρεμη-δύναμη-Αΐσα, το αντεστραμμένο είδωλο του συζύγου της Έκτορα∙ η μανιακή στη δυστυχία της Ρόζυ που συστηματικά διαλύει με νοσηρή αγάπη το παιδί της∙ ο τρυφερός έφηβος Ρίτσι που συνειδητοποιεί επώδυνα, όπως έχει δηλώσει και ο δημιουργός του ο Τσιόλκας, ότι «δεν υπάρχει προσωπική τιμή χωρίς γενναιότητα».
Ο Τσιόλκας δεν μασάει τα λόγια του: η γραφή του είναι θυελλώδης, ορμητική, η γλώσσα του, προκλητική, εκρηκτική. Όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, εξάλλου, που κατηγορήθηκε, εκτός των άλλων, για μισογυνισμό, επειδή δήλωσε ότι οι γυναίκες της αστικής τάξης χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να επιβεβαιώσουν τις αξίες και τις προκαταλήψεις τους, ενώ σε συνεντεύξεις του δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία «στεγνή και ακαδημαϊκή μ’ έναν φτηνό, σαχλό τρόπο» – άποψη που μπορεί και να του στοίχισε τελικά το βραβείο Booker, για το οποίο ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος.
Η αλήθεια είναι ότι στον ξένο Τύπο τον έχουν κατηγορήσει για πολλά εκτός από μισογυνισμό (αν και την ίδια στιγμή, τον παρομοιάζουν με τον Τομ Γουλφ, τον Φίλιπ Ροθ, τον Ντον Ντελίλο, τον Τζον Άπνταϊκ και τον Τζόναθαν Φράνζεν): ότι είναι σεξιστής, ότι ακόμη κι όταν «στήνει» ένα γυναικείο χαρακτήρα, προβάλει επάνω του τα παραδοσιακά αντρικά πρότυπα, ότι περίπου εξυμνεί τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να παραβλέψει τη μεγαλύτερη αρετή του Χαστουκιού, την αβάσταχτη αλήθεια του. Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο τρόπος που κατορθώνει να μπει στο πετσί των ηρώων του, αλλά και η ανθρωπιά του, που τελικά αποδίδει δικαιοσύνη ακόμη και στους «χειρότερους» των πρωταγωνιστών του.
Η σχέση μου με τον συγγραφέα ήταν εξαρχής στενή και ζεστή. Στην επικοινωνία μας, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο σε αυτές τις περιπτώσεις, αρχικά μεσολαβούσε η Αυστραλέζα ατζέντισσά του∙ στην πορεία όμως τη βγάλαμε σιωπηρά από τη μέση και μείναμε να αλληλογραφούμε απευθείας οι δυο μας.
Κατά τη διάρκεια της μετάφρασης του Χαστουκιού έτυχε κάποια στιγμή να μιλήσουμε και για το εξής μεταφραστικό θέμα: Στο κεφάλαιο του Μανόλη, η γυναίκα του Κούλα σιγοτραγουδάει στην κουζίνα ένα τραγούδι που ο Μανόλης είχε ακούσει από κάποιους εργάτες στην Καισαριανή πριν τον πόλεμο. Ήταν η ακριβής μετάφραση στ’ αγγλικά τού «Να λες δεν πειράζει/θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας», από το γνωστό τραγούδι των Γκάτσου-Ξαρχάκου, που είναι όμως κατά τριάντα σχεδόν χρόνια μεταγενέστερο της εποχής που ο Μανόλης λογικά θα το είχε ακούσει στην Καισαριανή. Τελικά συμφωνήσαμε με τον Τσιόλκα να βάλουμε τους στίχους ενός άλλου μαγικού τραγουδιού, του κατοχικού ρεμπέτικου του Τσιτσάνη, «Καινούργια αγάπη θα ξαναζήσει/κάνε λιγάκι υπομονή», που διαπνέονται από μια παρόμοια μελαγχολική ατμόσφαιρα αλλά και ερωτισμό (καθώς έρχεται σε συνέχεια της αμέσως προηγούμενης σκηνής με την άδοξη στύση του Μανόλη), ενώ σίγουρα θα έπαιζε στα χείλη του κόσμου, τουλάχιστον μετά τον πόλεμο.
Αφού λύθηκε κι αυτό και άλλα πολλά μεταφραστικά ζητήματα, και η ελληνική έκδοση του Χαστουκιού ήταν πια γεγονός και το βιβλίο ξεκινούσε το ταξίδι του στα ράφια των ελληνικών βιβλιοπωλείων, ο Τσιόλκας μού έγραψε πόσο ανυπομονούσε να το πάρει στα χέρια του το συντομότερο, για να μπορέσουν οι γονείς του να το διαβάσουν εύκολα στη μητρική τους γλώσσα.
Είχε μεγαλύτερη αγωνία αυτή τη φορά επειδή πίστευε ότι θα αγαπήσουν το Χαστούκι περισσότερο από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του. «Στο κάτω-κάτω», μου είπε, «τους έχω βάλει κι αυτούς μες στο βιβλίο μου».
*Ο Βασίλης Κιμούλης μετέφρασε στα ελληνικά το Χαστούκι.
Ο Χρήστος Τσιόλκας θα βρεθεί στην Ελλάδα για μία σειρά παρουσιάσεων του Μπαρακούντα.
Πέμπτη 26 Ιουνίου. 20:00 Six D.O.G.S (Αβραμιώτου 6-8, Μοναστηράκι, Αθήνα). Θα συνομιλήσει με τον Κωνσταντίνο Τζούμα.
Σάββατο 28 Ιουνίου. 20:00 Κήπος (Παλαιών Πατρών Γερμανού 4-16, Πάτρα). Θα συνομιλήσει με την δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλεξάνδρα Τσόλκα.
Δευτέρα 30 Ιουνίου. 20:30 .ES (Φράγκων 2, Θεσσαλονίκη). Θα συνομιλήσει με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού SOUL Δημήτρη Καραθάνο.
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Page: 1 2