Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να ’ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.
Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ’ ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ’ έτρεξε λίγο αίμα.
Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ’ άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.
Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ’ τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ’ ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή —
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.