Ο μπάρμπα Μπρίλιος – Του Δημήτρη Σωτάκη

Άφηνε κάθε τέλος της βδομάδας στο ξύλινο κλουβί του έναν τσίγκινο τενεκέ με έναν πηχτό χυλό, ξέχειλο μέχρι πάνω, το υγρό έσταζε στις τσουκνίδες και τα αγριόχορτα καθώς ο γέρος έσερνε το βήμα του στην καυτή γη του χωραφιού. Το μεγάλο πουλί, ανήσυχο και βλοσυρό, με εκείνο το σκοτεινό βλέμμα απ’ την κακουχία και την θανατερή μονοτονία, άνοιγε με έναν θορυβώδη εξαναγκασμό το στόμα του και ανόρεχτα καταβρόχθιζε τον χυλό, μια συναλλαγή ανίερη και πρόστυχη, γύρω απ’ τα ανθισμένα δάση του νότου. Ο γέρος απίθωνε τον τενεκέ στο χώμα και απομακρυνόταν ξεστομίζοντας κατάρες, «Ψοφίμι, σε μαζέψαμε εδώ, έχουμε ήδη τόσα βάσανα», επέστρεφε στην κουζίνα και στον στάβλο ή πεταγόταν μέχρι την πόλη να προμηθευτεί όσα του χρειάζονταν. Το μεγάλο πουλί δεν έκανε τίποτα παρά να φαντασιώνεται όσα είχε γνωρίσει, πριν μεταμορφωθεί σε εκείνο το τεράστιο πτηνό που ξέπεσε- ούτε κι αυτό ήξερε πώς- σε αυτή την πατρίδα, ανήμπορο και άκαμπτο, έκλεινε τα μάτια, πασαλειμμένο ακόμα με εκείνον τον βρωμερό χυλό και αναζητούσε τη θαλπωρή, μια παλιά μήτρα, της μάνας του, ένα τόσο δα πλάσμα, που γουργούριζε και παλινδρομούσε μέσα σε μια γη ευτυχίας και ξεγνοιασιάς. Όμως περνούσαν οι μέρες, το στομάχι του δενόταν κόμπο, από τα κουρασμένα μάτια του έτρεχε ένα κολλώδες υγρό και το στόμα του έτρεμε σαν φλόγα, ερχόταν και πάλι τότε ο γέρος με τον τενεκέ, βλαστημώντας από μακριά «Έχουμε τόσα, έχουμε και το ψοφίμι», και ο χυλός είχε μέσα και κάτι κομμάτια από ξηρό κρέας, ανακατεμένο με ψίχουλα και αποφάγια, το πλάσμα τα έβαζε στο στόμα του με μια ορμητική αναγούλα, ο γέρος του έδινε και μια στα πλευρά για να ξεσπάσει, άπλωνε το μεγάλο σώμα του στο χώμα και περίμενε, ούτε κι αυτό δεν ήξερε τι. Ο γέρος ερχόταν και ξαναρχόταν, τον κοίταζε με ένα πάγωμα στη ματιά του, έβραζαν τα σωθικά του, ο χυλός όλο και πιο αποκρουστικός, από πάνω τους, μπλεγμένα στα σύννεφα, περνούσαν κοπάδια πουλιών από την δυτική πλευρά των βουνών, αδιαφορούσαν για αυτή την θλιβερή συναλλαγή.

Φωτογραφία: Ασπασία Κουλύρα

Κάποτε σταμάτησαν εκεί κάτι γείτονες, στάθηκαν στην μάντρα, κοιτούσαν το κλουβί για ώρα, το μαραζωμένο πλάσμα ούτε που τους πρόσεξε, μέσα στην δυστυχία του. «Εεε, μπάρμπα Μπρίλιο! Εεεε!», του φώναξαν, μία δύο, χίλιες, μέχρι που φάνηκαν στο κατώφλι τα βαριά βήματα του γέρου «Τι το θέλεις το πουλί αυτό, άστο να φύγει, έχει μαραζώσει, δεν το πας στην κυρά Θοδώρα στο βουνό να το ταΐζει καλά τουλάχιστον;» «Εγώ κάνω κουμάντο εδώ, δεν έχετε δουλειά εδώ», έστρεψε μόνο το κεφάλι του από την αντίθετη πλευρά, δήθεν απασχολημένος ο γέρος και κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Και σα να μην έφτανε αυτό, σε λίγο φάνηκε πάλι με τον τενεκέ του, γεμάτο ως πάνω με το φαγητό. Εκείνη τη μέρα, το πουλί ούτε που το δοκίμασε. Το κοιτούσε επί ώρα, αλλά δεν τόλμησε να το ακουμπήσει. Μόνο το βράδυ, πολύ αργά, πριν κλείσουν τα βλέφαρά του, έγλειψε λίγο την επιφάνεια, για να ξεγελάσει την πείνα του. Όταν ο γέρος είδε τον ανέγγιχτο τενεκέ, γύρισε το μυαλό του, χτύπησε το μεγάλο πουλί στο κεφάλι, έβγαιναν σάλια από το γέρικο στόμα του «πήραν τα μυαλά σου αέρα, βρωμιάρη», μιλούσε μόνος του, πήρε τον τενεκέ και τον πέταξε με δύναμη στο έδαφος, ο μισός χύθηκε στα φτερά του, γέμισε ο τόπος από εκείνη την άχρηστη υγρή κρούστα. Περνούσαν οι μέρες, το πλάσμα μισολιπόθυμο λιμοκτονούσε, τα όνειρά του είχαν γεμίσει ελευθερία και γεύση, είχε μεταμορφωθεί ολόκληρο σε μια απελπισία. Το μεσημέρι η ζέστη ήταν αφόρητη, το αίμα του έβραζε, έτρεμε από την αρρώστια και το θυμό, όταν είδε τον γέρο να πλησιάζει με τον τενεκέ, πάσχισε να σηκωθεί όρθιο, να αποκτήσει τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει. Ο γέρος άνοιξε το κλουβί, η ανάσα του βρωμούσε μούχλα και φτηνό κρασί. Τότε, το μεγάλο πουλί, χωρίς να χάνει χρόνο, τον άρπαξε απ’ τον λαιμό, ο γέρος σπαρταρούσε σαν ψάρι, το βλέμμα του πουλιού θόλωσε, θα τον σκότωνε με ευχαρίστηση. Ο γέρος με τρεμάμενη φωνή προσπαθούσε να μιλήσει «Άσε με, άσε με», το πλάσμα δεν τον λυπήθηκε «Άλλη φορά δε θα μου ξαναφέρεις χυλό!», του είπε «Με άκουσες;…με άκουσες;» «Ν…ναι…ναι…», ψέλλισε ο γέρος, ο ιδρώτας έσταζε στο άσχημο μέτωπό του από τον τρόμο «Πήγαινε τώρα μέσα και παράγγειλέ μου μία πίτσα…με ακούς;…τώρα!» «Ε…εντάξει…άσε με σε παρακαλώ», το ικέτεψε ο γέρος και τότε τον άφησε. Ο γέρος με όση δύναμη είχε έτρεξε προς το σπίτι, ακόμη έντρομος. «Τι πίτσα θες αγόρι μου;» ρώτησε από μακριά, σε μια προσπάθειά του να το ηρεμήσει «Μπέικον-πιπεριά…και μια κόκα κόλα…ζίροου…», ακούστηκε η φωνή του πουλιού, την ώρα που ένα κοπάδι αγριόγαλων περνούσε απ’ τα μέρη τους.

Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» θα κυκλοφορήσει την προσεχή εβδομάδα από τις εκδόσεις Κέδρος.
POPAGANDA