«Ο Αλέξης Τσίπρας αναδείχθηκε σε αρχικαρναβαλιστή του παρόντος»

 «Ακόμα και μέσα στο απόλυτο κακό, μπορεί να υπάρξει μια πυγολαμπίδα». Το έλεγε ο Παζολίνι. Μου το υπενθυμίζει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, την ώρα που έξω απ΄το Θέατρο Τέχνης η βροχή σκάει σαν πολυβόλο πάνω στην άσφαλτο της οδού Φρυνίχου και στην Πλάκα δεν κινείται ψυχή. Εχει μόλις τελειώσει την πρόβα του νέου του έργου «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», που συνέγραψε, υπό το βάρος της συγκυρίας, «πιάνοντας παρολίγο πάτο», ένα κείμενο που θα ερμηνεύει  από σήμερα (5/11) ολομόναχος, αυτοσκηνοθετούμενος. Καθυστερεί να ανεβεί στο μπαρ του ημιορόφου. Αναζητώντας τον, τον βρίσκω να  επαναλαμβάνει σε ένα νεαρό (σπουδαστή της Δραματικής Σχολής , ηθοποιό;), που εμφανίστηκε ξαφνικά, μία λέξη: αντοχή. Το απελπισμένο σπορ της εποχής.

Νίτσε, Γκέτε, Μπρεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αισχύλος, αλλά και Τσίπρας («ο αρχικαρναβαλιστής των ημερών μας», όπως λέει) παρελαύνουν από μια κουβέντα χαοτική που ξεκινά από το θεατρικό που μόλις ολοκλήρωσε, αποδεικνύοντας ότι αυτή η χώρα και οι παθογένειές της μπορούν και να εμπνέουν. Συμφωνεί, διορθώνοντάς με μερικώς: «‘Η μη κανονικότητα της χώρας είναι που εμπνέει. Προσωπικά, πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι ένα μεταλλείο, είναι χρυσωρυχείο, αρκεί να είναι κανείς αποτοξινωμένος απ΄την κυρίαρχη κουλτούρα της θρηνολογίας».

Εγώ είμαι θεατρικός. ‘Αρα τίποτα το μη θεατρικό δεν μου είναι ξένο. Με αυτή την έννοια λοιπόν μπορώ να ασκώ, θέλω να νομίζω, ένα είδος δημιουργικής και γόνιμης αλητείας, ανάμεσα σε διάφορα πεδία

 Μου μιλά για τον Ροίδη, τον Παπαδιαμάντη. Την πεζογραφία που αποκλείστηκε στη χώρα μας χάριν των ποιητών. «Στείλανε την πεζογραφία στο φρενοκομείο. Κυριολεκτικώς και μεταφορικώς!», αναφωνεί. Πιστεύει  ότι «δεν υπάρχει πιο σύγχρονη  κριτική στάση σε ό,τι αφορά τα συμβαίνοντα στο θέατρο της πολιτικής  και της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα απ’ τον Ροίδη».  Γιατί επομένως δεν κατέφυγε σήμερα στο έργο του κι έπρεπε να σκαρώσει νέο κείμενο;  «Εγώ είμαι θεατρικός», αμύνεται, «άρα τίποτα το μη θεατρικό δεν μου είναι ξένο. Με αυτή την έννοια λοιπόν μπορώ να ασκώ, θέλω να νομίζω, ένα είδος δημιουργικής και γόνιμης αλητείας, ανάμεσα σε διάφορα πεδία». 

 Το έργο του δεν γεννήθηκε τυχαία σήμερα. Η συνάντησή του με τον πάτο, όπως λέει, λόγω του ναυαγίου  των επιδαυρικών «Νεφελών» το περασμένο καλοκαίρι, τον έφερε μπροστά στο αμείλικτο ερώτημα “τι κάνεις;” Και στο κλασικό αυτό ερώτημα ισχύει η απάντηση: “Μάθε τέχνη και άσ’τηνε και άμα πεινάσεις πιασ’τηνε”. Εγώ είχα δώσει κάποιες εξετάσεις και στην τέχνη της ηθοποιίας και στην τέχνη της σκηνοθεσίας και στην τέχνη της γραφής. Και σήμερα γίνεται μια  επιστράτευση. Πρόκειται για μια πράξη εντελώς πολιτική  γιατί είναι μια πράξη απολύτως επιθετική και μια τοποθέτηση στο παρόν».    

 Κάποιος θα το έβλεπε ίσως κι ως πράξη απελπισίας, του αντιτείνω. Διαμαρτύρεται. «Καθόλου. Η απελπισία είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Η απελπισία σε σώζει απ΄το χαζοχαρούμενο. Αλλά όχι με την έννοια ακριβώς της επαγγελματοποίησης ή της  ιδεολογικοποίησης της απελπισίας. Οχι, όχι! Δεν σε αφήνει εξάλλου η Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει αυτό το φοβερό δίχτυ των ονομάτων. Ακόμη και την ώρα της μεγαλύτερης ξεφτίλας που ακούγεται το γνωστό “πιάσαμε πάτο”, δεν σε αφήνει. Πιάνεις πάντα πάτο… παραλίγο. Γιατί ο έσχατος των Ελλήνων ξέρει ότι Σοφοκλής, Αριστοτέλης, Πλάτωνας είναι ονόματα ελληνικά». Υπονοεί ότι οι  ορδές των ανέργων και των αστέγων διεσώθηκαν στην παρούσα συγκυρία της κρίσης χάρη στο δίχτυ των ονομάτων; «Βεβαίως!», λέει περιπαικτικά, αντικαθιστώντας όμως τη λέξη  «κρίση»  με την «καταστροφή»: «Εγώ πριν από δυο χρόνια με τον “Τυχοδιώκτη” του Χουρμούζη είχα μιλήσει για την καταστροφή. Και είχα κάνει ποιητική αδεία άλμα επιστημονικής  φαντασίας. Και είχα πάει την Τρόικα στο 2021. Μήπως ξέρεις πότε θα φύγει η Τρόικα; “.

 Ο Αλέξης Τσίπρας αναδείχθηκε σε αρχικαρναβαλιστή του παρόντος αλλά και στον  άνθρωπο που είχε το κουράγιο να πάρει επάνω του –καλώς ή κακώς- τη γελοιοποίηση και το διασυρμό της Ελλάδος, χωρίς να φταίει

 Το 2010 πάντως στην παράστασή του μιλούσε σαν Κασσάνδρα για μια Τρόικα που φεύγει απ’την Ελλάδα στις 25 Μαρτίου του 2021! «Ακούω τους πάντες να λένε “όταν τελειώσει η κρίση”, συνεχίζει. «Μα εδώ πέρα δεν υπάρχει καμία κρίση να τελειώσει. Μιλάμε για μια  καταστροφή. Η δεκαετία του ’10 -και του 21ου και του 20ου αιώνα- θα μείνει στην Ιστορία. Στον 20ο αιώνα η μικρή Ελλάς ξεκίνησε απ΄τη δόξα των Βαλκανικών Πολέμων και πήγε στο χαμό της Μικρασίας, και αντίστροφα, η δεκαετία του ‘10 του 21ου αιώνα ξεκινάει με μια καταστροφή. Γιατί αυτό έγινε εδώ το 2010: η χρεοκοπία, η δήθεν ζωή, αυτό το οποίο ζούμε όλο αυτό το διάστημα». 

 Ο Αλέξης Τσίπρας, συνεχίζει με ορμή, «αναδείχθηκε σε αρχικαρναβαλιστή του παρόντος αλλά και στον  άνθρωπο που είχε το κουράγιο να πάρει επάνω του –καλώς ή κακώς- τη γελοιοποίηση και το διασυρμό της Ελλάδος, χωρίς να φταίει». «Ο Τσίπρας –προσθέτει- πούλησε κάτι το οποίο συμμετείχε στην παρόξυνση μιας ολόκληρης κουλτούρας, η οποία λέγεται εμφυλιοπολεμική και εγκαινιάστηκε πριν από 100 χρόνια. Ο εθνικός διχασμός είναι παιδί του 1915. Είμαστε παιδιά του 2015. Εχει μεσολαβήσει από τότε Εμφύλιος, ξανά Εμφύλιος, έχει μεσολαβήσει Χούντα, έχει μεσολαβήσει Μεταπολίτευση. Και τελείωσε αυτή η  ιστορία με την τεχνητή όξυνση αυτής της υποτίθεται διχοστασίας μεταξύ Μνημονίου  και  αντι-Μνημονίου. Ο Τσίπρας υπέγραψε το τέλος του αιώνα του διχασμού», συνοψίζει.

Σε ποιο υπουργείο μπορούν να  απαντήσουν πόσο κάνει 3χ5; Και γι’αυτό ευθύνονται οι πάντες! Η εθνικοφροσύνη των γελοίων Δεξιών αντικρίστηκε με την ηπιοφροσύνη των γελοίων Αριστερών!

Η Ελλάδα κατόρθωσε  και πολιτικοποίησε τεχνητά τα πάντα, υποστηρίζει. «Δια της Μεταπολιτεύσεως επιδόθηκε σε μια τεχνητή υπερπολιτικοποίηση των πάντων, κάνοντας και το τελετουργικό Μνημόσυνο του Εμφυλίου, του ‘45-‘50, με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορεί να δώσει την απάντηση 3Χ5 πόσο κάνουν! Σε ποιο υπουργείο μπορούν να  απαντήσουν πόσο κάνει 3χ5; Και γι’αυτό ευθύνονται οι πάντες! Η εθνικοφροσύνη των γελοίων Δεξιών αντικρίστηκε με την ηπιοφροσύνη των γελοίων Αριστερών!».  

   Η συγκυβέρνηση πάντως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τού  δίνει την αίσθηση της αναλωσιμότητας:  «Ενα πέπλο προσωρινότητας μοιάζει να σκεπάζει τα  πράγματα, και δεν έχει να κάνει με ικανότητα ή ανικανότητα. Εχει να κάνει με το βηματισμό, με όρους, αν θες, στροβιλισμού του ιστορικού χρόνου. Οταν κάποιος λέει «νικήσαμε στις εκλογές, πάμε για τετραετία» , αυτό παραπέμπει στην ευθεία γραμμή, δηλαδή σε μια γραμμική εξέλιξη. Εξι μήνες, ένας χρόνος, δύο χρόνια, τρια, τέσσερα! Ποιος μπορεί όμως να το εξασφαλίσει αυτό στη σημερινή Ελλάδα;».

Ως διαχειριστές  οι νυν  δεν διαφέρουν,  συνεχίζει, από τους πρόσφατα απερχόμενους: «Ολοι, Δεξιοί -Αριστεροί, είναι οι εκπρόσωποι του καθεστωτικού παλαιού. Απλώς, οι Αριστεροί έχουν  υπέρ αυτών ένα επιχείρημα που τους πηγαίνει κοντά σε έναν κλάδο της Γαλλικής Επαναστάσεως, ο οποίος λέει «εγώ μπορεί  να μην τα καταφέρνω, αλλά εγώ είμαι ο ενάρετος απέναντι στο διεφθαρμένο».

Γι’αυτό  το λόγο υπάρχω εγώ εδώ πέρα: για να του πω ότι  η ζωή αξίζει. Οτι ακόμα και μέσα στο απόλυτο κακό μπορεί να υπάρξει  μια πυγολαμπίδα,όπως έλεγε ο Παζολίνι. Αυτό δεν είναι δουλειά κανενός πολιτικού. Είναι δουλειά της ποιήσεως.

Προσωπικώς τον ίδιο   δεν τον ενδιαφέρει το ηθικό πλεονέκτημα αλλά ένα  ερώτημα:«Από πού αντλεί το ψυχικό πλεονέκτημα  ο άνθρωπος που θα πάρει κάθε μέρα το δρόμο για τη δουλειά ή για την ανυπαρξία δουλειάς, προκειμένου να αντέξει μέσα στη γεωπολιτική βόμβα που έσκασε  στη χώρα;». 

 Γι’αυτό  το λόγο, προσθέτει, «υπάρχω εγώ εδώ πέρα: για να του πω ότι  η ζωή αξίζει. Οτι ακόμα και μέσα στο απόλυτο κακό μπορεί να υπάρξει  μια πυγολαμπίδα,όπως έλεγε ο Παζολίνι. Αυτό δεν είναι δουλειά κανενός πολιτικού. Είναι δουλειά της ποιήσεως. Και η μεγάλη  πρόκληση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι αυτή: το έργον της ποιήσεως, δηλαδή, της δημιουργίας. Δείτε τα  παιδιά αυτά της αχρήματης οικονομίας του θεάτρου. Δεν υπάρχει οικονομία εδώ. Είναι πρωτοπόρα παιδιά. Τι κάνουν; Πώς αντέχουν; Να τα ρωτήσεις. Εγώ δεν χρειάζεται να τα ρωτήσω, γιατί ρωτάω τον εαυτό μου πώς αντέχω εγώ». 

η μεγάλη  πρόκληση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι αυτή: το έργον της ποιήσεως, δηλαδή, της δημιουργίας. Δείτε τα  παιδιά αυτά της αχρήματης οικονομίας του θεάτρου. Δεν υπάρχει οικονομία εδώ. Είναι πρωτοπόρα παιδιά. Τι κάνουν; Πώς αντέχουν; Να τα ρωτήσεις. Εγώ δεν χρειάζεται να τα ρωτήσω, γιατί ρωτάω τον εαυτό μου πώς αντέχω εγώ

Ο ήρωάς του στο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», δηλώνει «Είμαι Ελλην και ως εκ τούτου μου είναι αδύνατο να είμαι σοβαρός». Πρόκειται για κανόνα; «Είναι προϊόν του ανεκδότου. Η Ελλάς  κατασκευάστηκε ως ανέκδοτο το  1830. Είναι κάτι που το ξέρουμε όλοι».Το γελοίο της ελληνικής περίπτωσης επιθυμεί να αποτυπώσει στο θεατρικό; «Θέλω να πω μια ιστορία. Την ιστορία του Φωκίωνα Καπνίδη, ο οποίος κατόπιν συστάσεως ενός ψυχιάτρου, του Τάκη Μπιλιλή,  πήγε στο Ασυλο Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικής Υστερήσεως ΑΑΨΟΥ. Κι αναπτύσσεται μια σχέση μεταξύ των δυο Ψ , του ψεκασμένου και του ψυχιάτρου, που έχει επίσης μια βίδα και το βράδυ των τελευταίων εκλογών κόβει τις φλέβες του. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Οτι στην εποχή του στροβιλισμού, στην εποχή της άπειρης περιδίνησης, οι θέσεις  θεραπευτής-θεραπευόμενος, οι θέσεις γιατρός -ασθενής, οι θέσεις δεξιός- αριστερός υφίστανται μια τέτοια επιτάχυνση, όπου η μάνα  χάνει το παιδί και το παιδί  τη μάνα. Δεν μπορεί πια κανείς να επικαλεστεί σταθερούς πασσάλους, οδόσημα, να πει αυτό είναι η αρρώστια, αυτό είναι η υγεία, αυτό είναι η Δεξιά, αυτό είναι η Αριστερά. Τι θα κάνω, λοιπόν; Πρέπει να ζήσω μέσα σε αυτό στρόβιλο. Εκεί έρχεται η βοήθεια από το Φρειδερίκο Νίτσε, που λέει: Να είσαι στο ύψος αυτού που συμβαίνει. Πλάκωσε αυτή η βροχή σήμερα. Επρεπε να κάνεις αυτό το δρόμο και να βραχείς. Αλλιώς, θα έλεγες ‘’θα πάρω τον Βασίλη να του πω «δεν θα έρθω’’. Οχι. Επρεπε να βραχείς, Ιωάννα. Ε, αυτό ακριβώς περνάμε όλοι».

    Καθημερινά ξεβράζονται στο Αιγαίο ανθρώπινα κουφάρια. Θα  τελειώσει κάποτε  η εν εξελίξει τραγωδία; «Το θυμάστε το στίχο του Αισχύλου «Ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»; Ηταν Ελληνες τα κουφάρια τότε στο Αιγαίο. Με ρωτάς πόσο θα διαρκέσει αυτό που γίνεται εδώ πέρα; Πόσο θα διαρκέσει η ανακατασκευή του κόσμου; Είμαστε μέσα σε ένα καράβι, το καράβι του κόσμου, που κάνει μια μεγάλη στροφή και  που ξανακάνει στροφή. Πώς γίνεται να μετατρέπεται, να  αντιστρέφεται το ΟΧΙ σε ΝΑΙ , αυτό που μόλις ζήσαμε; Η ιστορία του κόσμου, σε ό,τι αφορά το πολιτικό πεδίο, είναι μια ιστορία καταστροφών! Εξ ου κι εδώ υπάρχει μια έρωτηση, που ο Φωκίων Καπνίδης αναπαράγει με  μορφή κουίζ. Ρωτάει τον κόσμο: ποιος είναι ο γενάρχης του λαϊκισμού; Ο Λένιν, ο Περόν, ο μεγάλος ο Ανδρέας ο δικό μας;»

 Η σωστή απάντηση αιφνιδιάζει: «Ο Απόστολος Παύλος! Από τους μεγαλύτερους αρτίστες όλων των εποχών! Ο Απόστολος Παύλος είχε να εκλαϊκεύσει και άρα να πωλήσει ένα θαύμα. Γιατί  λαϊκισμός  είναι η εκλαίκευση ενός θαύματος». Συντελεσθέντος; «Και συντελεσθέντος και μελλούμενου. Πολλά πράγματα  από αυτά που μας απασχολούν, δεν είναι τυχαία, ανήκουν σε ένα θεολογικό ορίζοντα που υποδύεται τον πολιτικό, το οποίο  είναι το πιο εύθραυστο πράγμα που υπάρχει», προσθέτει ο σκηνοθέτης.  «Το να μου λες ότι τα πάντα είναι πολιτικά σημαίνει πως τίποτα δεν είναι πολιτικό. Πρέπει να υπάρχει μια ετερότητα, ένα παράθυρο στον έξω κόσμο, στο  τοπίο, είτε μιλάμε για φιλοσοφία, είτε μιλάμε για τέχνη, είτε μιλάμε για  θρησκεία, είτε μιλάμε για πολιτική. Το θέατρο, έλεγε ο Μπρεχτ, πεθαίνει από το πολύ θέατρο. Το ίδιο ισχύει για όλες τις άλλες δραστηριότητες της ζωής» .

Ο Απόστολος Παύλος! Από τους μεγαλύτερους αρτίστες όλων των εποχών! Ο Απόστολος Παύλος είχε να εκλαϊκεύσει και άρα να πωλήσει ένα θαύμα. Γιατί  λαϊκισμός  είναι η εκλαίκευση ενός θαύματος

Είναι οι μέρες  του απόηχου της επίσκεψης του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ στη χώρας μας: «Θέλει να αγοράσει πράγματα;», αναρωτιέται ο Παπαβασιλείου. «Είναι πολύ πιθανό να θέλει, γιατί η χώρα πωλείται. Υπάρχει επίσης μια παράδοση, το  «Ελλάς- Γαλλία Συμμαχία», επανάληψη γνωστού ρεφρέν. Κι από την άλλη μεριά, σε ό,τι αφορά το παιχνίδι το εσωτερικό, όχι μόνο το ενδογαλλικό αλλά και το ενδοευρωπαϊκό, υπάρχει και το παιχνίδι της κατανομής  ισχύος σε αυτό το συνονθύλευμα των 28. Το έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Υπάρχει κάτι το γελοίο στην ύπαρξη αυτών των μικρών κρατών στη Βαλκανική». Η Ρόζα το έλεγε, όχι εγώ».   

Η κουβέντα για τον Ολάντ οδηγείται στο γελοίο φαινόμενο ένας ολόκληρος λαός να ασχολείται με τα κρεββάτια του: «Μην υποτιμάς τη σχέση ενός λαού με το γελοίο. Το ό,τι οι Γερμανοί σφάξανε δυο φορές την Ευρώπη οφείλεται στο ότι επ’αυτού αποδείχτηκαν ριζικά ατάλαντοι. Οι καλύτεροί  τους είχαν ένα μάτι στραμμένο πάντα προς το Νότο, είτε Γκέτε λέγονταν, είτε Καντ, είτε Μπίχνερ, είτε Νίτσε.  Στο Νότο! Στη Γερμανία είναι λίγο περίεργη η κατάσταση. Ο πατέρας του Λάνγκχοφ, διευθυντής του Deutsches Theater, είχε πάει  να  υποδεχτεί στο αεροδρόμιο τον Μπρεχτ όταν επέστρεφε από την  Αμερική. Φτάνοντας σε μια πλατεία βλέπουν Βερολινέζες να φυτεύουν λάχανα, ανάμεσα στα ερείπια  -μεταφορικώς  και τα δικά μας ερείπια, γιατί βλέπεις τίποτα άλλο εκτός από μπάζα; Χερσαία έρημος είναι η  Ελλάδα! Και ο πατέρας Λάνγκχοφ του λέει του Μπρέχτ:«κοίτα τους». «Από αυτό το λαό αποκλείεται να περιμένει κανείς κάτι καλό για τα επόμενα 100 χρόνια», ήταν  η απάντηση του Μπρέχτ. 

 Από τον Ελληνα στα επόμενα 100 χρόνια τι περιμένει ο Βασίλης Παπαβασιλείου; «Ο Ελληνας μπορεί  να μας εκπλήξει, επειδή είναι ευέλικτος τζαναμπέτης. Μπορεί να υποδύεται την πίστη χωρίςνα δεσμεύεται από τις συνέπειες. Κι επειδη στους καιρούς μας το μιμητικόν κάνει θραύση μπορεί ο Ελληνας να μας ξαφνιάσει θετικά».

ΙNFO: «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι», Κείμενο – Σκηνοθεσία – Ερμηνεία : Βασίλης Παπαβασιλείου. Βοηθός σκηνοθέτη: Νικολέτα Φιλόσογλου. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ.
Από 5 έως 29 Νοεμβρίου Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.15. Κυριακή στις 20.00
Τιμές εισιτηρίων: 15€  | 10€(μειωμένο) | 5€ (άνεργοι)
Κάθε Πέμπτη γενική είσοδος 10 ευρώ
Και από 7 Δεκεμβρίου έως 16 Φεβρουαρίο  κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου

Φρυνίχου 14, Πλάκα
τηλέφωνα ταμείου: 2103222464 και 2103236732
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη