Σύγχρονη δημιουργία, εκπαίδευση, κοινωνική ανταποδοτικότητα είναι ο τρίπτυχος άξονας που κινεί τον μηχανισμό της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, καλλιτεχνικός της διευθυντής, επανέρχεται στη σκηνοθεσία με την προκλητική όπερα “Powder her face” που ήδη έχει συζητηθεί. Όμως τελικά τι είναι αυτό που όντως ενοχλεί; Μια σκηνή πεολειξίας σε μια σύγχρονη όπερα ή το σπάσιμο της συντηρητικής νόρμας;
Αστυνομικοί μπαίνουν σε προβολές του Τζόκερ για να μαζέψουν ανήλικους, η Espresso κάνει πρωτοσέλιδο για το Powder her face με τίτλο «Η όπερα της πεολειξίας». Έχουμε σίγουρα 2019 στην Ελλάδα; Από τους χώρους που βρίσκονται πολύ μακριά από την τέχνη εκφράζεται πάντα μια δυσανεξία στο να υπάρχουν εντάσεις οι οποίες προκαλούνται από την αλλαγή της νόρμας που σχετίζεται με το Υψηλό. Φαντάζομαι ότι κανείς που διαβάζει στα σοβαρά την Espresso δεν θα έρθει να δει παράσταση στην Εναλλακτική. Είναι αυτή η ρητορεία τους περί «ναών της τέχνης, που πρέπει να υπάρχει σεβασμός…».
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το Powder her face μιλάει ακριβώς για αυτόν τον ζόφο των μέσων, ακόμη και η αναπαράσταση προκαλεί τον μηχανισμό της κλειδαρότρυπας να λειτουργήσει. Από τη μια είναι διασκεδαστικό, από την άλλη είναι τρομακτικό και αναρωτιέσαι αν πρέπει να το αναπαράξεις. Είναι μια λογική που εγκαθιδρύεται στην κοινωνία και γίνεται νόρμα και αυτό είναι θλιβερό, όπως κάθε εξώφυλλο σκανδαλοθηρικής εφημερίδας είναι στη βάση του θλιβερό γιατί βασίζεται στις ανακρίβειες και στην παραπληροφόρηση.
Γιατί η επιλογή της συγκεκριμένης όπερας; Είναι μια επιλογή που έγινε αρκετά χρόνια πριν όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης ήταν υπεύθυνος της Εναλλακτικής Σκηνής και εγώ ο συνεργάτης του. Είχαμε κάνει μια βραχεία λίστα των σύγχρονων έργων όπερας, δηλαδή έργα των τελευταίων 30 ετών. Θέλαμε να παρουσιάσουμε σύγχρονα έργα που η θεματολογία τους υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως το κάναμε πέρσι με το πολύ σπουδαίο «Λευκό Ρόδο» που ασχολείται με τη γερμανική αντίσταση στον ναζισμό. Το Powder her face είναι έργο μεγάλης δυσκολίας, το πιο δύσκολο που έχω ασχοληθεί, από μουσικής άποψης ειδικά. Χρειαζόμασταν ένα team που μπορεί να το υποστηρίξει και το βρήκαμε.
Πώς διαμορφώνει την Εναλλακτική Σκηνή το γεγονός ότι βρίσκεται στο ΚΠΙΣΝ; Ο μόνος θεσμός που είναι διαχρονικά αφοσιωμένος στο λυρικό θέατρο είναι η Λυρική Σκηνή. Η Λυρική έχει μια ανοδική πορεία ιδίως μετά τη μεταστέγασή της στο ΚΠΙΣΝ και συγκεκριμένα η Εναλλακτική Σκηνή είναι μια νέα πραγματικότητα που οφείλει την ύπαρξη της στο ΚΠΙΣΝ, χωρίς την αίθουσα της ΕΣ δε θα υπήρχε η δυνατότητα να αναπτυχθεί αυτός ο πυλώνας δημιουργικότητας του μουσικού θεάτρου και δε θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πάρα πολύ γενναία υποστήριξη του ιδρυτικού μας δωρητή, του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το οποίο εξ αρχής κατανόησε τη σημασία του να υποστηριχθεί η Εναλλακτική, που σκοπό έχει και τον εμπλουτισμό της Λυρικής.
Ποιο κοινό σας ενδιαφέρει ως Εναλλακτική Σκηνή; Θέλουμε να προσεγγίσουμε το θεατρικό κοινό που ανοίγεται πολύ εύκολα σε «ριψοκίνδυνες» προτάσεις που ενδεχομένως δείχνουν κι ένα ανήσυχο πνεύμα αλλά δυστυχώς όταν πρόκειται για όπερα, οι ίδιοι άνθρωποι που δείχνουν μια τρομερή ανοιχτοσύνη όσον αφορά το δραματικό θέατρο, περιμένουν κάτι πολύ συντηρητικό και όταν δεν τους το δώσεις αντιδρούν. Μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση ακόμη και για δημοσιογράφους δηλαδή πώς κάποιος που πήγε την προηγούμενη εβδομάδα και είδε μια παράσταση σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα όταν έρθει στη Εναλλακτική και βλέπει κάτι που κοντράρει τα στερεότυπα το βρίσκει προβληματικό.
Ποια είναι τα πιο δύσκολα να ανατραπούν στερεότυπα περί όπερας; Αυτά τα στερεότυπα, που κατά τη γνώμη μου, οφείλονται στο ότι έχουμε ενσωματώσει στη λογική μας, κι αυτό εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της σχέσης μας με τη Δύση, ότι ανήκουμε σε μια ειδική κατηγορία Ευρωπαίων πολιτών. Αυτή η λογική θεωρεί την όπερα ξενόφερτη, πράγμα που δεν ισχύει καθόλου. Η όπερα είναι ξενόφερτη στην Ελλάδα όσο ξενόφερτη είναι στην Ισπανία, στη Σουηδία ή στη Φινλανδία. Κανείς όμως δεν θα σου πει στην Φινλανδία ότι δε θέλουμε την όπερα, γιατί δεν ανήκει στην κουλτούρα μας. Όμως το στερεότυπο αυτό δεν έχει καμία ιστορική βάση.
Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας; Έχω τη θεωρία ότι οφείλεται στην μεταπολεμική εσωστρέφεια της Ελλάδας και την αλλαγή στη σχέση της με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο για να επουλώσει το τραύμα της κατοχής και του εμφυλίου και της τρομερής κοινωνικής κρίσης στράφηκε προς τα μέσα. Αυτό έγινε τόσο στην Αριστερά, όσο και στη Δεξιά. Η Δεξιά έγινε ελληνοκεντρική, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εναλλακτικό αφήγημα που δεν ήταν το ευρωπαϊκό. Ακόμη και σήμερα βλέπουμε ότι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, που προφανώς συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ ουσιαστικά αποδεκτή ούτε από το δεξιό, ούτε από το αριστερό ακροατήριο. Και οι δύο πλευρές καλλιέργησαν ένα αφήγημα εξαιρετισμού, στο οποίο δεν χωρούσε το μουσικό θέατρο παρότι η ιστορική αλήθεια δείχνει ότι η οπερέτα και η όπερα είχαν μέχρι τον πόλεμο μια mainstream και στιβαρή παρουσία στον πολιτισμικό μας χάρτη. Η ανατροπή λοιπόν αυτού του στερεοτύπου θα βοηθούσε και στην επούλωση ενός ιστορικού τραύματος.
Το ανέβασμα του «Ζ» ήταν προς αυτή την κατεύθυνση; Ακριβώς. Ήταν μια προτεραιότητα το να κάνουμε όπερα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας γιατί θεωρούμε ότι για να επανέλθεις σε μια υγιή σχέση με αυτό τον χώρο πρέπει να τον φέρεις αντιμέτωπο και με την ιστορία. Υπήρξαν σχόλια πριν το ανέβασμα, ήταν το 2017, υπήρχε μεγάλη πολιτική αντιπαράθεση. Υπήρξαν σχόλια φεϊσμπουκικού τύπου ότι το «Ζ» θα επιτείνει τον διχασμό αλλά προφανώς ήταν αστείο όλο αυτό αφού η απόφαση να ανέβει αυτή η παράσταση πάρθηκε προ ΣΥΡΙΖΑ. Εκ του αποτελέσματος, κανείς δεν το σχολίασε αρνητικά. Υπάρχει βέβαια μια σταθερή κριτική από τους μουσικοκριτικούς στην Εναλλακτική του τύπου «Γιατί κάνεις αυτό και δεν κάνεις το άλλο;».
Στα σχεδόν τρία χρόνια που βρίσκεστε στη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής ποιος είναι ο στόχος σας; Να αποκτήσει η Εναλλακτική Σκηνή μια θεσμική οντότητα που θα της δώσει μακροβιότητα. Θέσαμε εξ αρχής με τον Γιώργο Κουμεντάκη κάποιους άξονες που τηρήσαμε με ευλάβεια, δεν αλλάξαμε ρότα. Δεν ξεκινήσαμε κάτι που κατέληξε σε ναυάγιο. Δεν ξέρω αν θα έμπαινα πάλι σε μια περιπέτεια τύπου «Το λυκόφως των θεών» με ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν τόσο μεγάλες διχογνωμίες, δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο, δεν ξέρω αν τα Εθνικά Θέατρα είναι κατάλληλοι φορείς για τέτοιες κινήσεις. Ίσως όμως είναι και θέμα αντοχών, στην αρχή τις είχα κι εγώ. Μετράω τις δυνάμεις μου αλλά δεν αυτολογοκρίνομαι. Ό,τι θεωρούμε σημαντικό να υπάρξει στον προγραμματισμό θα κάνουμε τα πάντα για να υπάρξει.