Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Νύχτες Πρεμιέρας 2016: Οι «Κόκκινοι» ήταν τα 200 λεπτά που (κάποτε) συγκλόνισαν το Χόλιγουντ

Είναι 1966, ο Γουόρεν Μπίτι δειπνεί σε ένα κινέζικο εστιατόριο με τον μοντέρ Ντίντι Άλεν. Είναι 27 ετών, ένας όμορφος φέρελπις νεαρός του Χόλυγουντ που ήδη έχει κάνει το όνομά του, αλλά θα το εκτοξεύσει την αμέσως επόμενη χρονιά πρωταγωνιστώντας στο Μπόνι και Κλάιντ (ουσιαστικά λανσάροντας το New Hollywood των 70s που άλλαξε μια για πάντα το σινεμά). Ρωτάει τον ομοτράπεζό του, «Έχεις ακουστά τον Τζακ Ριντ;» – εκείνος απαντά καταφατικά. «Ε, λοιπόν μια μέρα θα κάνω μια ταινία γι’ αυτόν»

Η μέρα τελικά διήρκεσε μιαμιση δεκαετία. Μεσολάβησαν αρκετοί ρόλοι για τον σούπερ σταρ πια Μπίτι, χιλιάδες γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του και μια ταραγμένη, από κάθε άποψη, περίοδος για τις ΗΠΑ που δυσκολεύθηκε να μεταβολίσει το hangover των επαναστατικών 60s. Αυτό που παρέμενε ίδιο ήταν η δυσκολία του εγχειρήματος να γυριστεί μεσα στην καρδιά της βιομηχανίας μια ταινία για τον δημοσιογράφο-ιδεαλιστή των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, τον συγγραφέα του «απαραίτητου» Δέκα Ημέρες Που Συγκλόνισαν Τον Κόσμο (για την Οκτωβριανή Επανάσταση), τον τύπο που αποτέλεσε poster boy των πρώτων αμερικάνων κομμουνιστών και κατέληξε να απολαύσει το παράσημο της ταφής μέσα στο Κρεμλίνο. 

Κι ο Μπίτι ξεκίνησε τα γυρίσματα του Reds to 1979, τη χρονιά που οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Αφγανιστάν. Η ταινία, που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκπρόθεσμης/πολυδάπανης/επεισοδιακής παραγωγής με αναρίθμητες ανέκδοτες ιστορίες να το αποδεικνύουν, βγήκε στις αίθουσες τον Δεκέμβριο του 1981, όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν πια Πρόεδρος των ΗΠΑ, έχοντας αποκαλέσει την ΕΣΣΔ «Αυτοκρατορία του Κακού», γράφοντας το τελευταίο έντονο κεφάλαιο του Ψυχρού Πολέμου.

35 χρόνια μετά, το κοινό του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας (που πραγματοποιείται με μεγάλο χορηγό τον OTE TV) οπλίστηκε με θάρρος κι εφόδια σε αλκοόλ και σνακ για να αντέξει τα 195 λεπτά της προβολής. Γιατί αν το 1981, 3 ώρες και 15 λεπτά ήταν έτσι κι αλλιώς μια παρατραβηγμένη διάρκεια για ταινία, το 2016 των smartphones και του εκτεταμένου σύνδρομου διάσπασης προσοχής μοιάζουν με σχεδόν ακατόρθωτη αποστολή. Αν με κάποιο τρόπο ο Μπίτι ως σκηνοθέτης (κέρδισε μάλιστα το Όσκαρ), και τότε αλλά και σήμερα, μας κρατάει ενώ μιλάει για τον σοσιαλισμό και την την ουτοπία του, τον κομμουνισμό και τη γραφειοκρατία του, την ατομικότητα και το σύνολο, είναι γιατί μεταχειρίζεται ένα gimmick: ο άξονας όλης της αφήγησης είναι το love story του Ριντ με τη Λουίζ Μπράιαντ. Κάτι που αλαφραίνει την ιστορία, βάζει στο κόλπο ακόμα κι εκείνους που δεν έχουν ξανακούσει ποτέ το όνομα Ζινόβιεφ και δίνει την ευκαιρία στον Τζακ Νίκολσον να κάνει την ερμηνευτική διαφορά σε ένα φιλμ που, κακά τα ψέματα, ο Μπίτι χρησιμοποίησε ως απόλυτο όχημα φιλοδοξίας και ματαιοδοξίας. Παίζοντας τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Ευγένιο Ο’ Νιλ, φίλο του Ριντ κι εραστή της Μπράιαντ, με το ίδιο βλέμμα που χάριζε τον Κιούμπρικ εκείνη την εποχή στα γυρίσματα της Λάμψης.

Βγαίνοντας από το Ιντεάλ, νομίζω όλοι σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα: Ο Μπίτι ήταν τόσο μάγκας και πονηρός που για να μετριάσει τις αντιδράσεις, πακέταρε την ακαταμάχητη γοητεία του, πήγε στον Λευκό Οίκο, έδειξε το φιλμ στον Ρέιγκαν κι ανάγκασε τον Πρόεδρο να δηλώσει «ωραίο ήταν, μακάρι να είχε και happy ending». Σήμερα, όμως, που το Χόλυγουντ περνάει τη χειρότερη φάση συντηρητισμού των τελευταίων δεκαετιών, θα μπορούσε να γυριστεί μια ταινία τόσο ρισκαδόρικη εμπορικά και προκλητική πολιτικά; Την απάντηση όλοι την ξέρουμε. Και είναι πικρά αρνητική. Σήμερα, πρότζεκτ όπως η καταστροφική για τον Μάικλ Τσιμίνο, Πύλη της Δύσης (Πέμπτη 29/9, 18.00, Ταινιοθήκη) ή το -τόσο επεισοδιακό που έμεινε στην ιστορία- Αποκάλυψη Τώρα! απλά δε θα είχαν φτάσει στις αίθουσες…

Παναγιώτης Μένεγος


Η δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ που εξερευνά τα έργα και τις ημέρες μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όταν, δε, μιλάμε για κάποιον σαν τον Brian De Palma, έναν από τους μεγαλύτερους μάστορες στην ιστορία του κινηματογράφου, η πραγματοποίηση ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του είναι ευκόλως εννοούμενο ότι θα είναι ένα εγχείρημα τιτάνιων διαστάσεων. Με τον Noah Baumbach και τον Jake Paltrow στο σκηνοθετικό τιμόνι, όμως, καταλήγει να αποκτά μια ενδιαφέρουσα ροή, αναδεικνύοντας τόσο την προσωπική τεχνική του Αμερικάνου auteur όσο και την επαγγελματική πορεία του.

Πώς ξεκίνησε να σκηνοθετεί ο De Palma; Ποια ήταν τα πρώτα του ερεθίσματα και πως αποφάσισε να ταχθεί σε ένα συγκεκριμένο στιλ; Ποιες ήταν οι τεχνικές που τον έκαναν να διαφέρει από άλλους σκηνοθέτες; Με ερωτήματα σαν και αυτά και τον ίδιο ως το μοναδικό συνεντευξιαζόμενο, οδηγούμαστε σε ένασχεδόν αυτοβιογραφικό ταξίδι στη φιλμογραφία και τη ζωή του.

Δεν υπήρξε καλύτερος μαθητής του Hitchcock από τον De Palma, όπως αποδεικνύεται. Τόσο σε θέμα σκηνοθεσίας όσο και στα πλαίσια της θεματικής του, ο διάλογος με τον δάσκαλο του θρίλερ ήταν πάντα εν ενεργεία από εκείνη τη στιγμή που είδε το Vertigo και θέλησε να υιοθετήσει μια παρόμοια προσέγγιση στις δημιουργίες του. Κάθε ταινία του, από  το ξεκίνημα της καριέρας του μέχρι και σήμερα έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από πίσω της, την οποία ο σκηνοθέτης θα διηγηθεί με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο. Αναφέρεται στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε ή απλά γνωρίστηκε μέσα στα χρόνια. Στον Spilberg, τον Lucas, τον De Niro, τη Spacek, τις κατηγορίες περί μισογυνισμού και τις εμπορικές αποτυχίες ταινιών που σήμερα θεωρούνται εξαιρετικές, μέχρι και την αναγνώρισή του ως ταλαντούχο καλλιτέχνη της εικόνας. Την αδυναμία των κριτικών να κατανοήσουν τα έργα του, κάτι που τους οδηγούσε σχεδόν πάντα στο να μιλούν με άσχημα λόγια για τις ταινίες του, και, εν τέλει, τον σινεφίλ χαρακτήρα του και τον τρόπο με τον οποίο η βία μιλάει μέσα του.

Η διήγηση του De Palma ακολουθεί μια πορεία σχεδόν γραμμική. Και λέμε σχεδόν διότι ενίοτε πραγματοποιούνται κάποια πισωγυρίσματα. Το σταθερό κάδρο του De Palma συνοδεύεται από πλάνα των ταινιών του και αρχειακό υλικό που συγκεκριμενοποιούν τα λεγόμενά του, κάνοντας τη ροή περισσότερο ευχάριστη και πολύ πιο κατανοητή στο μέσο θεατή ο οποίος δεν είναι εξοικειωμένος με τον ίδιο ή τη φιλμογραφία του. μπορεί κανείς, κάνοντας το δικηγόρο του διαβόλου, να ρωτήσει «καλά όλα αυτά, αλλά απευθύνεται σε άλλο κόσμο εκτός από τους σινεφίλ και κολλημένους με τον De Palma;». Εξαρτάται, από την υπομονή κυρίως και το ενδιαφέρον που δείχνει ο καθένας στα ντοκιμαντέρ αυτού του είδους. Καθώς δεν έχει πληθώρα εμφανιζόμενων και μόνο έναν βασικό ομιλητή, του οποίου οι απόψεις παρουσιάζονται χωρίς αντίλογο, μπορεί να θεωρηθεί κάπως μονότονο. Από την άλλη, αυτή η μορφή δίνει τη δυνατότητα να δούμε το παρόν ντοκιμαντέρ σαν μια κατάθεση ολότελα προσωπική, χωρίς να χρειάζονται τρίτοι προκειμένου να υπογραμμιστεί αν όντως πρόκειται περί σπουδαίας περίπτωσης ή όχι και να το κρίνουμε αυτό με βάση αποκλειστικά τα λεγόμενά του.

Σίγουρα, πάντως, θα σας κάνει να θελήσετε να εντρυφήσετε όσο γίνεται στη φιλμογραφία του, καθώς ο τρόπος με τον οποίο αναλύει τις ταινίες του τις κάνει να φαντάζουν άκρως ενδιαφέρουσες, ακόμα και αν μερικές υστερούν σε σύγκριση με τα παραδεκτά αριστουργήματά του. Και αυτό διότι έχει πάθος και αγάπη για τις δημιουργίες του, σε βαθμό που καταλήγει ένας εξαίσιος αφηγητής.


Συνέχεια με μέρες ιταλικού σινεμά και πιο συγκεκριμένα μια ταινία η οποία πραγματεύεται την ανθρώπινη ψυχή, τη θλίψη και την προσπάθεια για τη ζωή. Δεσπόζουσα φυσιογνωμία η Juliette Binoche και σκηνοθέτης το δεξί χέρι του Paolo Sorrentino, ο Piero Messina στην πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική του προσπάθεια.  Η Αναμονή (L’ Attesa) έχει όλα τα φόντα να ξεχωρίσει. Θα αξιοποιήσει, ωστόσο τα χαρτιά που έχει ανά χείρας ή θα τα αφήσει να πάνε χαμένα;

Η Jeanne φτάνει στη Σικελία για να επισκεφθεί το αγόρι της, τον Giuseppe. Όταν φτάνει, συνειδητοποιεί πως μόλις έχει προηγηθεί μια κηδεία και ο Giuseppe δεν είναι στο σπίτι. Αποφασίζει να τον περιμένει μαζί με τη μητέρα του. όσο περνούν οι μέρες, οι δύο γυναίκες θα ανοιχτούν η μια στην άλλη, θα μοιραστούν εμπειρίες, παροντικές αλλά και παρελθοντικές  και θα έρθουν αντιμέτωπες με τα ζητήματα που τις απασχολούν.

Αναπόφευκτο μια ταινία που έχει για σκηνοθέτη έναν συντελεστή του σημαντικότερου σύγχρονου Ιταλού σκηνοθέτη να φέρει κάτι από τη γοητεία του. Αυτό, μολαταύτα, που στον Sorrentino καταλήγει να είναι ένας ύμνος στη ζωή και μια ματιά μελαγχολική μεν αλλά αισιόδοξη, εδώ βυθίζεται σε ένα παχύ στρώμα σκότους. Ήδη από την αρχική σεκάνς της κηδείας, τα πάντα υπάρχουν μέσα σε ένα καθεστώς έντονης αντίθεσης μεταξύ σκότους και φωτός, με τον σχεδόν πορτοκαλί φωτισμό να μάχεται το πυκνό μαύρο. Η αντίθεση αυτή σταδιακά αντικαθίσταται με πολλά ακόμα χρώματα, όσο οι δύο πρωταγωνίστριες καταλήγουν να ανοίγονται η μία στην άλλη, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θα επανέλθει όταν η διάθεση πάρει την κατιούσα. Είναι τόσο σαγηνευτικό και αισθητικά άρτιο αυτό το σκοτάδι που κάθε άλλο παρά δυσάρεστο οπτικά μπορεί να χαρακτηριστεί.

Το βασικό της αρνητικό είναι η έλλειψη πρωτοτυπίας όσον αφορά την πλοκή. Ενώ προσπαθεί να χτίσει ένα μυστήριο, κάνει πολύ προφανή την κατάληξη, ενώ τα όσα λένε οι δύο γυναίκες τα έχουμε ξανακούσει πάμπολλες φορές στο παρελθόν. Ο αργός, εσωστρεφής τόνος της, επιπροσθέτως, καταλήγει να κουράζει μερικές φορές με τις έντονες σιωπές οι οποίες εναλλάσσονται με λαλίστατους διαλόγους, δημιουργώντας την αίσθηση αρρυθμίας. Όμως αυτά είναι προσπελάσιμα μπροστά στην ερμηνεία των δύο γυναικών και πιο συγκεκριμένα της Binoche. Όσο προφανές και να ακούγεται, ίσως είναι η καλύτερη ηθοποιός που υπάρχει αυτή τη στιγμή και για μια ακόμα φορά το αποδεικνύει, όχι απλά παίρνοντας πάνω της όλη την ταινία, αλλά ορίζοντας μέσα από τη σιωπή και τις εκφράσεις της τι εστί ψυχικό άλγος.

Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο κορυφαίο σημείο της ταινίας, που δεν είναι άλλο από το φινάλε της. Υπό τη συνοδεία του Nocturne 2 του Ben Lukas Boyse η θλίψη και ο θρήνος παίρνουν έναν χαρακτήρα θρησκευτικό, υπνωτιστικά μαγευτικό, κάνοντας και τον πιο απαιτητικό θεατή να χειροκροτήσει με την αρτιότητα της αισθητικής της συγκεκριμένης σκηνής, όπου το επέκεινα ως δια μαγείας μεταφέρεται στη Γη και μπορούμε να αντιληφθούμε τον πόνο σε όλη του την πανανθρώπινη έκταση.

Όχι η πιο πρωτότυπη ταινία που θα δει κανείς, αλλά σίγουρα με τα προτερήματά της, τα οποία δεν είναι διόλου αμελητέα. Και μόνο που έχει την Binoche θα πρέπει να απασχολήσει αρκετό κόσμο.

Φοίβος Κρομμύδας

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA