Πόσο σύνθετο είναι ο συγγραφέας να δομεί το έργο του πάνω στο τρίπτυχο πόλεμος-έρωτας-τέχνη;
Δεν είδα ποτέ την δομή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ως τρίπτυχο, αλλά ως μια ιστορία αναζήτησης της αλήθειας και του νοήματός της. Το μυθιστόρημα ξεκινά με την επιθυμία της σύγχρονης ηρωίδας, της Λουίζας, μιας νεαρής ανθρωπολόγου που εργάζεται σε ένα μουσείο στην Οξφόρδη, να βρει τον πίνακα ενός σπουδαίου Σκωτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα που κάποτε ανήκε στην οικογένειά της και που πιθανώς είχε κλαπεί από τους ναζί στα χρόνια της Κατοχής. Στην πορεία, η ηρωίδα θα ανακαλύψει πως πίσω από τον χαμένο πίνακα κρύβεται μια άγνωστη ιστορία της οικογένειάς της που έχει να κάνει με την ανεξήγητη εκτέλεση της μητέρας του πατέρα της, της ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά, από τους ναζί. Το μυθιστόρημα όμως δεν ακολουθεί τις συμβάσεις της αφήγησης ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, με τον ερευνητή απλά να αναζητεί τη λύση του μυστηρίου. Συγχρόνως, αφηγείται την ιστορία του θύματος της Λουίζ, στα χρόνια του Πολέμου. Οι δύο ιστορίες, μέσα από δυο παράλληλες αφηγήσεις, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και συνδετικός κρίκος είναι ο χαμένος πίνακας. Η αλήθεια όμως και οι αφηγήσεις της, αυτές που αποκαλύπτονται στη σύγχρονη ηρωίδα, που λέγεται Λουίζα, διαφέρουν. Ο διάλογος ανάμεσα στο τι έγινε και τους μύθους του, αυτό είναι που βρίσκεται στην καρδιά της δομής, που δένει την πλοκή. Ο έρωτας, η τέχνη, ο πόλεμος, αυτά είναι μέρος της ιστορίας που άλλοτε παίζουν ρόλο στην πλοκή και άλλοτε νοηματοδοτούν τους χαρακτήρες.
Η αποκατάσταση ενός χαμένου κρίκου στη γενεολογική ιστορία της οικογένειας, ή ενός γρίφου που στοιχειώνει τον πρόγονο αποτελεί το καθήκον που επωμιζόμαστε προκειμένου να δώσουμε υπόσταση στη ζωή μας;
Αυτό που η Λουίζα κατά βάθος αποζητά δεν είναι τόσο η αποκατάσταση της αλήθειας μιας ιστορίας που ως τώρα δεν γνώριζε, παρά μόνο ως μέρος μιας αφήγησης της παιδικής της ηλικίας, αλλά και της σχέσης της με τον πατέρα της. Η επιθυμία της να βρεθεί ο πίνακας, έχει να κάνει και με μια αίσθηση χρέους που νιώθει απέναντί του, να ολοκληρώσει την αναζήτηση που εκείνος ξεκίνησε. Ύστερα από τον ξαφνικό του θάνατο, η Λουίζα καταδιώκεται από αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ μεταξύ τους, την σχέση με τον πατέρα της που δεν κατάφερε ποτέ να έχει όπως κάποτε την είχε ονειρευτεί. Αναζητεί την εξιλέωση. Στην πορεία όμως θα ανακαλύψει πολύ περισσότερα για την ίδια και τον πατέρα της και ο πίνακας θα έχει σταθεί η αφορμή για ένα παράλληλο ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης.
Ο έρωτας, η τέχνη, ο πόλεμος, αυτά είναι μέρος της ιστορίας που άλλοτε παίζουν ρόλο στην πλοκή και άλλοτε νοηματοδοτούν τους χαρακτήρες.
Με αφορμή την αμφιλεγόμενη αυτοπροσωπογραφία του βιβλίου, μπορεί ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα να ορίζει τη μοίρα του ανθρώπου μ’ έναν τρόπο μαγικό;
Συχνά τα αντικείμενα δεν είναι μονάχα αυτό που φτιάχνονται να είναι αλλά και αυτό που γίνονται. Και αυτό μπορεί κανείς να το δει πολύ καθαρά στα τάματα. Φτιάχνονται για να βρουν τη θέση τους μέσα στην εκκλησία, για να επιδράσουν στη μοίρα, στη ζωή κάποιων ανθρώπων, με έναν τρόπο “μαγικό”, αν θέλετε. Συχνά όμως, με το πέρασμα του χρόνου, τα τάματα ως χειροτεχνία, θα τα δούμε και σε μουσεία, έξω από το θρησκευτικό τους περιβάλλον. Κι ύστερα, τα τάματα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε κοσμήματα ή και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Όπως λοιπόν ένα “ιερό αντικείμενο” μπορεί να γίνει μουσειακό κομμάτι ή αντικείμενο τέχνης, έτσι και ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα μπορεί αντίστροφα να αποκτήσει “μαγικές” ιδιότητες. Στο Απαραίτητο Φως, ο πίνακας, η αυτοπροσωπογραφία του Σκοτσέζου ζωγράφου, συσσωρεύει νόημα, κίνηση και συνεχώς μεταλλάσσεται, ανάλογα σε ποια χέρια βρίσκεται. Για τον πατέρα της Λουίζας για παράδειγμα, μετατρέπεται σε αφηγηματικό βοήθημα. Η Λουίζα αναφέρει σε κάποια στιγμή, πως για τον πατέρα της, ο πίνακας ως “αντικείμενο”, ίσως να στάθηκε το μέσο για να της μεταφέρει κάτι για τον ίδια – την απώλεια που τον βάραινε και που ποτέ δεν μοιράστηκε ευθέως μαζί της. Και φέρνει στο νου της τη φυλή των Κοντί, της Ανατολικής Ινδονησίας. Όταν κάποιος ζητούσε από τους Κοντί να μιλήσουν για τη ζωή τους, για τους ίδιους, το μόνο πράγμα που έκαναν ήταν το εξής: οι γυναίκες απαριθμούσαν τα μέλη της οικογένειάς τους, ενώ οι άντρες τα κατορθώματά τους και τις θέσεις που κατείχαν μέσα στην κοινότητα ή τις τελετουργίες που είχαν τελέσει. Το να μιλήσουν οι Κοντί για τους ίδιους, δηλαδή για την προσωπική τους ζωή και τα συναισθήματά τους σε ένα τρίτο πρόσωπο, δεν ήταν μέσα στην κουλτούρα τους. Όταν όμως κάποιος τους ζητούσε να μιλήσουν για ένα προσωπικό τους αντικείμενο, τότε και μόνο, ένας άλλος κόσμος ανοιγόταν στον ακροατή τους. Μέσα από τα αντικείμενά τους μπορούσαν να μιλήσουν για τον εαυτό τους και τις ζωές τους – οι ιστορίες των αντικειμένων και οι ζωές των ανθρώπων συχνά να αλληλοσυνδέονται και να μπλέκονται. Για έναν άλλο όμως χαρακτήρα του μυθιστορήματος, που δεν θα ήθελα να αποκαλύψω, ο πίνακας παίρνει τις διαστάσεις της θαυματουργής εικόνας, λειτουργεί σαν φυλαχτό, ένα αντικείμενο με “μαγικές” ιδιότητες, που ενδόμυχα πιστεύει πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μοίρα του.
Η Λουίζ Χατζηλουκά μεταπηδά από την ευφορία των χρωμάτων στη ζοφερή μαρτυρία του ασπρόμαυρου καρέ. Με κίνδυνο της ζωής της γίνεται “παράνομη φωτορεπόρτερ” στα χρόνια της κατοχής, καταγράφοντας τις θηριωδίες της εποχής στην Αθήνα. Είναι το θάρρος και η αυτοθυσία μία μορφή έρωτα;
Δε θα το έλεγα έτσι. Η δράση της Λουίζ στην αντίσταση, μέρος της οποίας κάποια στιγμή γίνεται η φωτογράφιση των θυμάτων του μεγάλου λιμού του χειμώνα του ’41-’42, απαιτεί φυσικά θάρρος, που εδώ πηγάζει από την προσωπικότητά της και τα βιώματά της. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν φοβάται ή ότι αψηφά το θάνατο, κάτι που υπονοεί η έννοια της αυτοθυσίας. Κι έπειτα, δε βλέπει τον εαυτό της σε καμιά στιγμή του βιβλίου ως εθνική ηρωίδα. Άλλοι είναι οι λόγοι για τους οποίους σιγά σιγά εμπλέκεται στην αντίσταση, όχι μονάχα πατριωτικοί. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κι ενώ οι πράξεις πάντοτε καθορίζουν και χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, οι λόγοι που ορίζουν τις επιλογές του καθενός, συχνά άγνωστοι, είναι ανοιχτοί σε πολλές ερμηνείες.
“Κανείς δεν ξεφεύγει από αυτό το οποίο είναι φτιαγμένος, το υλικό του. Πολλά τα δείχνει αλλιώτικα το φως. Αυτό που κρύβεις μέσα σου, παραμένει σταθερό, αναλλοίωτο και κανείς δεν το φτάνει, κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Χρειάζεται όμως για να το δεις, το απαραίτητο φως” – κεφάλαιο 17, σελ. 497. Πιστεύεις ακράδαντα σε αυτή την ιδέα;
Το τι πιστεύω εγώ δεν έχει τόση σημασία. Το τι πιστεύει η Λουίζ, η ηρωίδα που αναπολεί αυτή την ιδέα, αυτό είναι που μετράει. Αυτό που μετράει για τη δική της ιστορία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η ίδια, την κρίσιμη στιγμή που φέρνει στο νου της αυτά τα λόγια που κάποτε άκουσε. Και αυτό που πιστεύει η Λουίζ το αφήνω ανοιχτό στον αναγνώστη, μετέωρο, αφημένο στη δική του ερμηνεία. Γιατί εκεί κρύβεται το νόημα της ιστορίας που αφηγούμαι.
Το βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού, “Το Απαραίτητο Φως” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.