– Ντενί Γκετζ –
Μετάφραση: Τεύκρος Μιχαηλίδης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο Αμέλλων
Όπως κάθε Σάββατο, ο Μαξ έκανε τη βόλτα του στα παλιατζίδικα που βρίσκονται κοντά στην πύλη Κλινιανκούρ. Είχε πάει με τα πόδια από το βόρειο μέρος του λόφου της Μονμάρτρης. Τριγύρισε για λίγο στο εμπορικό όπου η Λέα είχε ανταλλάξει τα λεκιασμένα παπούτσια Νike που της είχε χαρίσει η Περέτ την περασμένη εβδομάδα και μετά μπήκε στο μεγάλο υπόστεγο με στοκ εμπορευμάτων από τις παλιές αποικίες. Είχε αρχίσει να ψάχνει έναν μεγάλο σωρό από ετερόκλητα αντικείμενα, όταν στο βάθος της αίθουσας παρατήρησε δυο καλοβαλμένους τύπους φανερά εκνευρισμένους. Σκέφτηκε ότι τσακώνονται. Το θέμα δεν τον αφορούσε. Τότε αντιλήφθηκε τον παπαγάλο· οι δυο τύποι προσπαθούσαν να τον τσακώσουν.
Το θέμα άρχισε να τον αφορά.
Ο παπαγάλος αμυνόταν με δυνατά ραμφίσματα. Ο πιο μικρόσωμος από τους δυο τύπους τού άρπαξε την άκρη του φτερού. Γρήγορος σαν αστραπή ο παπαγάλος γύρισε και του δάγκωσε το δάχτυλο μέχρι να ματώσει. Ο Μαξ είδε το στόμα του τυπάκου να ανοίγει για ν’ αφήσει μια πονεμένη κραυγή. Ο άλλος, ο μεγαλόσωμος, έξαλλος από θυμό κατάφερε μια τρομακτική γροθιά στο κεφάλι του παπαγάλου. Ο Μαξ πλησίασε. Νόμισε πως άκουσε τον παπαγάλο, μισολιπόθυμο, να ουρλιάζει: «Δολοφό… Δολοφό…» ΄Ενας από τους δύο άντρες έβγαλε ένα φίμωτρο. Ε, όχι και να φιμώνουμε τους παπαγάλους! Ο Μαξ όρμησε.
Την ίδια στιγμή, στην οδό Pαβινιάν, η Περέτ, κρατώντας την αναπνοή της για ν’ αντέξει τη μυρωδιά του μηχανέλαιου, μπήκε στο δωμάτιο-γκαράζ. Παραμέρισε τις κουρτίνες του κρεβατιού και έδωσε το γράμμα στον κ. Pυς. Ένα γραμματόσημο, μεγάλο σαν πατάτα, διακοσμούσε το φάκελο. Ένα γραμματόσημο του βραζιλιάνικου ταχυδρομείου! Η Περέτ παρατήρησε ότι είχε ταχυδρομηθεί πριν από αρκετές εβδομάδες. Η σφραγίδα έδειχνε ότι το γράμμα προερχόταν από το Μανάους. Ο κ. Pυς δε γνώριζε κανέναν στη Βραζιλία, πολύ δε λιγότερο στο Μανάους.
Κύριο Πιερ Pυς
1001 Φύλλα
Οδός Pαβινιάν
Παρίσι XVΙΙΙ, Γαλλία
Το γράμμα ήταν πράγματι γι’ αυτόν. Έλειπε όμως ο αριθμός του δρόμου, και η διεύθυνση ήταν γραμμένη παράξενα: «1001» αντί για «Xίλια και Ένα».
Μανάους, Αύγουστος 1992
Αγαπητέ πR,
Ο τρόπος που γράφω τ’ όνομά σου θα σε βοηθήσει να καταλάβεις ποιος είμαι. Μην τα χάνεις, είμαι πράγματι εγώ, ο Ελγκάρ, ο παλιός σου φίλος που έχεις να δεις εδώ και… μισόν αιώνα. Ναι, ναι, μισόν αιώνα. Τα έχω μετρήσει σωστά. Χωρίσαμε μετά την απόδρασή μας, θυμάσαι, το 1941. Ήθελες να φύγεις, έλεγες, για να συνεχίσεις έναν πόλεμο που δεν είχες ακόμα αρχίσει. Εγώ ήθελα να εγκαταλείψω την Ευρώπη, για να σταματήσω αυτόν που στα δικά μου μάτια είχε ήδη διαρκέσει πολύ. Αυτό έκανα. Μετά το χωρισμό μας έφυγα για την Αμαζονία, όπου ζω από τότε. Μένω κοντά στο Μανάους. Σίγουρα θα έχεις ακούσει να μιλάνε για την ξεπεσμένη πρωτεύουσα του καουτσούκ.
Γιατί σου γράφω ύστερα από τόσα χρόνια; Για να σε ειδοποιήσω ότι θα λάβεις ένα φορτίο βιβλία. Γιατί εσύ; Γιατί υπήρξαμε οι καλύτεροι φίλοι στον κόσμο και είσαι ο μόνος βιβλιοπώλης που γνωρίζω. Θα σου στείλω τη βιβλιοθήκη μου. Όλα μου τα βιβλία: μερικές εκατοντάδες κιλά μαθηματικών συγγραμμάτων.
Περιλαμβάνονται όλα τα διαμάντια αυτής της λογοτεχνίας. Θα απορήσεις σίγουρα που, αναφερόμενος στα μαθηματικά, μιλώ για λογοτεχνία. Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι μέσα σ’ αυτά τα συγγράμματα περιέχονται ιστορίες αντάξιες των καλύτερων μυθιστοριογράφων μας. Ιστορίες μαθηματικών σαν αυτές – για να αναφέρω μερικές στην τύχη – των Περσών Ομάρ αλ-Χαγιάμ και αλ-Τουσί, του Ιταλού Νικολό Φοντάνα Ταρτάλια, του Γάλλου Πιερ Φερμά, του Ελβετού Λέοναρ Όιλερ· και πολλών άλλων. Ιστορίες μαθηματικών αλλά και ιστορίες για τα μαθηματικά! Δεν είσαι υποχρεωμένος να συμμεριστείς την άποψή μου. Αν διαφωνήσεις μαζί μου, δε θα είσαι παρά ένας ακόμα από τους αναρίθμητους που δε βλέπουν στη μαθηματική γνώση παρά μια συλλογή από αλήθειες που κολυμπούν μέσα σε μια θλιβερή βαρεμάρα. Ωστόσο, αν τύχει καμιά μέρα να ανοίξεις ένα από αυτά τα συγγράμματα, κάνε μου, παλιέ μου φίλε, τη χάρη να αναρωτηθείς: «Ποια ιστορία μού διηγούνται αυτές οι σελίδες;» Είμαι σίγουρος ότι θα κοιτάξεις αυτά τα μουντά και αδιαφανή μαθηματικά μ’ ένα άλλο φως που θα σε κατακλύσει, εσένα, τον αχόρταγο αναγνώστη των ομορφότερων μυθιστορημάτων. Ας το αφήσουμε προς το παρόν.
Στα κιβώτια που θα λάβεις σύντομα, θα βρεις τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, κομμάτια του μαθηματικού opus όλων των εποχών. Θα τα βρεις όλα.
Μην αμφιβάλλεις ότι πρόκειται για την πιο πλήρη ιδιωτική συλλογή μαθηματικών έργων που υπήρξε ποτέ. Πώς μπόρεσα να τη δημιουργήσω; Εσύ, ο παλιός βιβλιοπώλης, όταν θα την έχεις μπροστά σου, δε θα δυσκολευτείς να φανταστείς τι μου κόστισε! Σε χρόνο και σε ενέργεια και, φυσικά, σε χρήμα! Mια περιουσία! Θα δεις ότι περιλαμβάνονται πρωτότυπα ηλικίας μέχρι και πέντε αιώνων, που προμηθεύτηκα ύστερα από πολύχρονο… κυνήγι – αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Πώς μπόρεσα να τα προσφέρω στον εαυτό μου; Θα με καταλάβεις αν σου πω ότι σ’ αυτό το θέμα τηρώ μια σεμνή σιωπή. Δε χρησιμοποίησα πάντοτε τις πιο ακέραιες μεθόδους ούτε και τα πιο νόμιμα μέσα. Ωστόσο θέλω να ξέρεις ότι κανένα από αυτά τα βιβλία δεν είναι λεκιασμένο με αίμα. Ίσως, πού και πού, με μερικές σταγόνες οινόπνευμα και με ενοχλητικούς συμβιβασμούς.
Αυτά τα βιβλία, που τα διάλεξα ένα ένα και χρειάστηκα δεκαετίες για να τα συγκεντρώσω, ανήκαν σε μένα και μόνο σε μένα! Κάθε βράδυ διάλεγα αυτά με τα οποία θα περνούσα μια μακριά, άγρυπνη νύχτα. Νύχτες απόλαυσης, καυτές, υγρές νύχτες του Ισημερινού. Νύχτες αντάξιες, πίστεψέ με, αυτών που περνάγαμε στα ξενοδοχεία γύρω από την παλιά Σορβόννη. Όμως παρασύρομαι.
Μια λέξη ακόμα. Αν δεν έχεις αλλάξει, προβλέπω σχετικά με τη βιβλιοθήκη μου ότι 1) με δεδομένη την περιορισμένη συμπάθειά σου προς το χρήμα, δε θα την πουλήσεις 2) με δεδομένη την περιορισμένη συμπάθειά σου για τα μαθηματικά, δε θα διαβάσεις κανένα από τα βιβλία και έτσι δε θα τα καταστρέψεις περισσότερο από όσο είναι ήδη κατεστραμμένα.
Σε φιλώ
Ο παλιόφιλός σου Ελγκάρ
Η πρόκληση στην τελευταία φράση ήταν προφανής. Ο Ελγκάρ Γκροσρούβρ δεν είχε αλλάξει. Ο κ. Pυς υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι αυτή τη φορά θα κατάφερνε να χαλάσει τα πολύπλοκα σχέδια του φίλου του. Αν ποτέ λάμβανε αυτά τα βιβλία, και θα τα διάβαζε ΚΑΙ θα τα πουλούσε!
Ήταν ακριβώς αυτό που είχε προβλέψει ο Γκροσρούβρ! Ήξερε ότι ο Pυς είχε έναν μόνο τρόπο να πραγματοποιήσει το διπλό του σχέδιο: πρώτα να διαβάσει τα βιβλία και στη συνέχεια να τα πουλήσει! Και ήξερε ότι, αφού θα τα είχε διαβάσει, θα του ήταν αδύνατον να τα πουλήσει!
Στην Αμαζονία; Τι είχε πάει να κάνει εκεί; Και γιατί σ’ αυτή την πόλη, το Μανάους; Xαμένος στις σκέψεις του, ο κ. Pυς δεν είχε προσέξει δυο σημειώσεις που είχαν προστεθεί στο πίσω μέρος της δεύτερης σελίδας.
Σημείωση 1. Τα όμορφα χαρτοκιβώτια που είχα κατασκευάσει καταστράφηκαν. Αναγκάστηκα να παραχώσω τα συγγράμματα βιαστικά, χωρίς καμιά σειρά, μέσα σε μεγάλα κασόνια. Θα πρέπει, αγαπητέ πR, να τα ταξινομήσεις και να τα αραδιάσεις σύμφωνα με τη σειρά που θα θεωρήσεις σωστότερη. Όμως το θέμα δε με αφορά τώρα πια.
Σημείωση 2. Ίσως να σε επισκεφθώ. Με δεδομένη την ηλικία μας αυτό δε θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο πολύ σύντομα. Άραγε θα με αναγνωρίσεις; Έχω γκριζάρει, το μέτωπό μου μπλεδίζει από την υγρασία και τα πόδια μου κοκκίνισαν από τη ζέστη. Μέσα στα δάση της Αμαζονίας, απ’ όπου σου γράφω, έχω γίνει, νομίζω, ένας γερο-μάγος.
Η οδός Pαβινιάν είναι ανηφορική. Φαρδιά και μικρή. Στη μια της άκρη, η πλατεία Εμίλ-Γκουντώ με μια βρύση, δυο πάγκους και το Μπατό-Λαβουάρ, το παλιό ατελιέ των ζωγράφων της Μονμάρτρης. Μια πλατεία κεκλιμένη! Στην άλλη άκρη, ένα σταυροδρόμι που δημιουργείται από τις οδούς Αμπές και ντ’ Ορσάν.
Αγκυροβολημένο στη μέση της ανηφόρας, το Xίλια και Ένα Φύλλα, το βιβλιοπωλείο του κ. Pυς.
Αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο μικροσκοπικά είναι τα μαγαζιά στη Μονμάρτρη, θα θεωρήσει το Xίλια και Ένα Φύλλα ευρύχωρο. Έτσι το θέλησε ο Πιερ Pυς. Τα στοιβαγμένα βιβλία πάνω σε στενά ράφια ήταν από τα πράγματα που τον εξόργιζαν περισσότερο. Δεν άντεχε, από την άλλη, να τα βλέπει σκόρπια σε μια προθήκη. Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους, συνήθιζε να λέει. Απομονωμένοι δεν αντέχουν, στοιβαγμένοι δεν αντέχονται. Ούτε το μετρό στις έξι η ώρα, ούτε η πλατεία Κονκόρντ το μεσημέρι του Δεκαπενταύγουστου.
«Τα βιβλία πρέπει να αναπνέουν», ήταν μια από τις αρχές που είχε επιβάλει στην Περέτ Λιάρ, την ευάλωτη νεαρή γυναίκα που δούλευε στο πλευρό του. Η Περέτ τηρούσε απαρέγκλιτα αυτή την αρχή κυρίως από τότε που, μετά το τρομερό ατύχημα του κ. Pυς, είχε την αποκλειστική ευθύνη του βιβλιοπωλείου. Από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ κατασκήνωνε στο πόστο της: πελάτες, προμηθευτές, παραγγελίες, πωλήσεις, συγυρίσματα, λογαριασμοί, επιστροφές. Τα έκανε όλα και τα έκανε καλά.
Ο Μαξ, με γδαρμένη μύτη, ματωμένο αυτί, μωλωπισμένο μάγουλο, σκισμένο παντελόνι, έσπρωξε την πόρτα της σαλοτραπεζαρίας. Έντεκα χρονών ο Μαξ, και είχε ήδη αναπτύξει συνείδηση παλαιοπώλη. Από τις βόλτες του στα παλιατζίδικα επέστρεφε πάντοτε με ένα ασυνήθιστο αντικείμενο αξίας. Αυτή τη φορά το αντικείμενο είχε φτερά και βρωμούσε.
Ένας κακοπαθημένος παπαγάλος ήταν κουρνιασμένος στο ανέπαφο χέρι του. Ο Μαξ ακούμπησε το πουλί στη ράχη μιας καρέκλας, κοντά στο χαμηλό τραπέζι όπου οι Ιωνάθαν-και-Λέα, τα αδέλφια του, τελείωναν το πρωινό τους. Έριξαν μια ματιά προς τον παπαγάλο.
Είχε ύψος περίπου σαράντα εκατοστά και ταλαντευόταν πάνω στις σκούρες πατούσες του. Τα πράσινα φτερά του ήταν λεκιασμένα· κάτω από τη σκόνη μάντευε κανείς ότι οι άκρες των φτερών του ήταν κατακόκκινες. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν το μπλε στο μέτωπό του. Στο μέσο τού μπλε λεκέ υπήρχε μια άσχημη πληγή. Το πουλί δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Δύσκολα διέκρινε κανείς δυο κατάμαυρες κόρες στο κέντρο ενός κίτρινου κύκλου.
Προτεραιότητα στο πλύσιμο! Το πουλί αφέθηκε, αδιάφορο. Ένα ολόκληρο πακέτο μπαμπάκι ξοδεύτηκε γι’ αυτόν το σκοπό. Ο Μαξ καθάρισε τα φτερά και στη συνέχεια τα πόδια. Όταν ασχολήθηκε με το ράμφος, παραλίγο να τα βρει σκούρα. Τα μάτια του παπαγάλου για μια στιγμή άστραψαν, στη συνέχεια όμως η φλόγα έσβησε. Θα ’λεγε κανείς ότι ετοιμαζόταν να καταρρεύσει. Βρήκε τη δύναμη να χτυπήσει τα φτερά του και απογειώθηκε. Πετώντας με δυσκολία, προσγειώθηκε στη γύψινη κόγχη του τζακιού και αποκοιμήθηκε αμέσως, με το κεφάλι διπλωμένο προς τα πίσω, χωμένο στα φτερά της πλάτης.
Το οίκημα είχε δέκα μέτρα πρόσοψη κατά μήκος της οδού Pαβινιάν. Ισόγειο κι ένας όροφος μ’ ένα μικρό υπερυψωμένο πατάρι. Στην πρόσοψη, το βιβλιοπωλείο και το γκαράζ, χωρισμένα από ένα διάδρομο που οδηγούσε σε μια εσωτερική αυλή. Στη μέση της αυλής μια γέρικη δάφνη. Στο βάθος της δυο ατελιέ.
Πάνω από το βιβλιοπωλείο και το γκαράζ, το διαμέρισμα κάλυπτε ολόκληρο τον όροφο. Μια μικρή κουζίνα αμερικάνικου στιλ έβλεπε προς τη σαλοτραπεζαρία. Ολόκληρος ο ένας τοίχος της είχε καταληφθεί από ένα τεράστιο τζάκι. Η Περέτ κοιμόταν στο παλιό δωμάτιο του κ. Pυς. Ο Μαξ, ο νεότερος γιος της, βασίλευε σ’ ένα μικρό δωμάτιο σφηνωμένο ανάμεσα σ’ ένα μικροσκοπικό αποχωρητήριο και ένα τεράστιο μπάνιο.
Το ισόγειο είχε πόρτα που έβλεπε στο δρόμο, ενώ ο πρώτος όροφος είχε πρόσβαση στην εσωτερική αυλή, την οποία επόπτευε χάρη σε ένα μπαλκόνι προβηγκιανού στιλ. Από την αυλή ανέβαινες στο διαμέρισμα με μια στενή σκάλα. Η κατανομή του χώρου θύμιζε λίγο μαυριτανική αρχιτεκτονική. Στον δυτικό τοίχο μια κρήνη. Η παλαιική, μολυβένια βρύση της δεν μπόρεσε ποτέ να εμποδίσει το νερό να στάζει μέσα σε μια στέρνα διακοσμημένη με ανατολίτικα μοτίβα.
Το πατάρι ήταν χωρισμένο σε δυο συμμετρικά δωμάτια που μοιράζονταν οι Ιωνάθαν-και-Λέα, τα δίδυμα. Η ύπαρξη μιας μικροσκοπικής τουαλέτας στην κορυφή της σκάλας σε υποχρέωνε να κάνεις έναν ελιγμό για να μπεις στα δωμάτια. Τη στέγη από σχιστόλιθο διαπερνούσαν δυο πανοραμικοί φεγγίτες που άφηναν το φως να μπαίνει τη μέρα, και το σχετικό σκοτάδι των μεγαλουπόλεων τη νύχτα.
Αστροναύτες του παταριού, μόλις έμπαιναν στα δωμάτιά τους οι Ιωνάθαν-και-Λέα ενώνονταν με τον ουρανό και τα σύννεφα, με το φεγγάρι και τ’ άστρα. Μ’ άλλα λόγια, χάρη σ’ αυτά τα δυο κομμάτια γυαλιού μετείχαν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Μέσα στην αυλή υπήρχε και ο «ανελκυστήρας-Pυς»! Ο κ. Pυς τον είχε εγκαταστήσει μετά το ατύχημα που τον είχε αφήσει παράλυτο και από τα δύο πόδια πριν από δέκα χρόνια. Ήταν εμπνευσμένος από τους ανελκυστήρες εμπορευμάτων που συναντά κανείς στα περισσότερα παρισινά καφενεία. Συνήθως τοποθετημένοι πίσω από το μπαρ, κρυμμένοι κάτω από μια καταπακτή, χρησιμεύουν για να ανεβάζουν τα κιβώτια με τα μπουκάλια και τα βαρέλια με την μπίρα που αποθηκεύονται στα υπόγεια. Στην αυλή της οδού Pαβινιάν αντί για τα βαρέλια ο «ανελκυστήρας-Pυς» ανέβαζε τον ίδιο τον κ. Pυς από την αυλή ως το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Ο κ. Pυς κυλούσε μόνος του την πολυθρόνα του στην πλατφόρμα, μπλοκάριζε τις ρόδες και ενεργοποιούσε τον ανελκυστήρα με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού χειριστηρίου. Μια μεγαλοπρεπής ομπρέλα, στερεωμένη στην πλατφόρμα, στεφάνωνε το σύνολο. Άξιζε τον κόπο να τον δει κανείς να ανυψώνεται αργά αργά στους αιθέρες, βασιλικά θρονιασμένο στην πολυθρόνα του κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα!
Μετά το ατύχημα ο κ. Pυς είχε κάνει κι άλλες διευθετήσεις. Είχε δημιουργήσει ένα δωμάτιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.
Το παλιό του αυτοκίνητο του ήταν πια άχρηστο. Παρκαρισμένο κάτω από τα μάτια του, θα του θύμιζε συνέχεια τον παλιό, καλό καιρό, που του χρησίμευε για να διασχίζει τα δρομάκια της Ιλ ντε Φρανς*. Έτσι λοιπόν προτίμησε να το πουλήσει. Και στο ελεύθερο πια γκαράζ είχε φτιάξει το δωμάτιό του. Καθώς βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο, είχε τη δυνατότητα να βγαίνει κατευθείαν, κυλώντας την αναπηρική του πολυθρόνα, για τη συνηθισμένη του βόλτα. Αυτή τη βόλτα δε θα μπορούσε να τη στερηθεί για τίποτα στον κόσμο. Με τις δυο αυτές ρυθμίσεις είχε πετύχει την αυτονομία του τόσο για τις οριζόντιες όσο και για τις κατακόρυφες μετακινήσεις του.
Καμιά φορά, όταν έκανε ζέστη, μια μυρωδιά μηχανέλαιου ανέβαινε απ’ το έδαφος. Και μαζί μ’ αυτήν κι οι αναμνήσεις…
Στην επιλογή της επίπλωσης είχε επιτρέψει στον εαυτό του ένα καπρίτσιο. Ένα κρεβάτι με ουρανό. Από το κρεβάτι με ουρανό μέχρι τα παπούτσια η απόσταση είναι μικρότερη από ένα βήμα, ένα βήμα όμως που ο κ. Pυς δυσκολευόταν τρομερά να ξεπεράσει. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε ένα ντουλάπι. Το ντουλάπι ήταν γεμάτο παπούτσια. Στην πόρτα του ένα αυτοκόλλητο δήλωνε:
«Δεν μπορεί να καταλάβει τη γνώση των υποδημάτων εκείνος ο οποίος δε γνωρίζει τι είναι γνώση (Πλάτων, Θεαίτητος)».
Εδώ και πολύ καιρό, μέσα στο σπίτι του της οδού Pαβινιάν, ο κ. Pυς δεν περίμενε πια τίποτα. Είχε συμβιβαστεί με ένα ήρεμο τέλος της ζωής του. Σπρωγμένος από τον άνεμο του χρόνου πορευόταν προς μια αιωνιότητα απουσίας. Και να που ένα γράμμα, γράμμα που κρατούσε ακόμα στα χέρια του από τη στιγμή που η Περέτ είχε διακριτικά εγκαταλείψει το δωμάτιο-γκαράζ, ένα γράμμα που είχε γραφτεί από ένα φάντασμα στην άκρη του κόσμου, απειλούσε να ταράξει την ήρεμη μαλθακότητα μέσα στην οποία είχε βολευτεί.
Αυτό το πρωί η μυρωδιά του μηχανέλαιου ήταν πιο έντονη παρά ποτέ.
Ο Γκροσρούβρ. Είχαν γνωριστεί στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Και οι δυο γραμμένοι στη Σορβόννη, ο Pυς στη φιλοσοφία, ο Γκροσρούβρ στα μαθηματικά. Ύστερα από μερικά χρόνια σπουδών στράφηκαν προς τη συγγραφή. Ο Pυς είχε γεννήσει ένα δοκίμιο για την οντολογία, το οποίο σχολιάστηκε αρκετά. Ο Γκροσρούβρ τύπωσε μια μικρή μονογραφία, αρκετά καλά τεκμηριωμένη, πάνω στο μηδέν. Στον φοιτητικό τους μικρόκοσμο τους αποκαλούσαν πια «το Είναι και το Μηδέν». Ήταν αχώριστοι. Όταν, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Σαρτρ δημοσίευσε το ομώνυμο φιλοσοφικό του δοκίμιο, ο κ. Pυς πίστεψε ότι τους είχε κλέψει τον τίτλο. Αλλά δεν είχε καμιά απόδειξη γι’ αυτό.
Ο κ. Pυς εγκαταστάθηκε στην πολυθρόνα του, άνοιξε την πόρτα του δωματίου-γκαράζ και ξεκίνησε για τη συνηθισμένη βόλτα του, με το μυαλό σκοτισμένο. Τι ακριβώς ήθελε ο Γκροσρούβρ; Ήθελε το τέλος της διαδρομής του να τον κάνει να ανατραπεί για να τον εμποδίσει να βουλιάξει στην απραξία; Ήταν τελικά δώρο αυτό που του έστελνε ή ωρολογιακή βόμβα;
Μόλις γύρισε από τον περίπατό του κάλεσε τον ξυλουργό της οδού των Τριών Αδελφών. Στο πρώτο από τα δύο ατελιέ αποφάσισε να εγκαταστήσει ράφια για να τοποθετήσει τα βιβλία του Γκροσρούβρ. Αν ποτέ έφθαναν… Γιατί υπήρχαν ακόμα πολλά ερωτηματικά, καθώς ο Γκροσρούβρ δεν είχε αιτιολογήσει την ενέργειά του. Παρ’ όλα αυτά, αν τουλάχιστον είχε παραμείνει ο ίδιος, όποτε δήλωνε ότι θα κάνει κάτι, το έκανε. Αυτά τα βιβλία ήταν πολύ πιθανό να εμφανιστούν μια από τις επόμενες μέρες. Πολλές εκατοντάδες κιλά! Αλλά ακόμα κι αν δεν έφθαναν ποτέ, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να αδειάσει το ατελιέ και να το μετατρέψει σε μια αποθήκη για τα βιβλία του μαγαζιού.
– Μυρίζει κάτουρο γάτας εδώ μέσα! είπε η Περέτ εξαιρετικά κακοδιάθετη.
Είχε καταφθάσει, ως συνήθως, χωρίς να κάνει θόρυβο. Μπορούσε να μετακινείται σαν να πατούσε σ’ ένα ιπτάμενο χαλί, με κινήσεις άνετες και το σώμα χαλαρό. Έδινε την εντύπωση ότι δεν ανεχόταν να εμποδίζουν τις κινήσεις της. Επέστρεφε από το κομμωτήριο, με τα μαλλιά της κατσαρωμένα και πιο κοντά από το συνηθισμένο. Στο πρόσωπο, ένα αδιόρατο μακιγιάζ. Ήταν όμορφη. Προφανώς αυτό την άφηνε τελείως αδιάφορη.
– Ένας παπαγάλος, έστω και αηδιαστικός, δε μυρίζει ποτέ κάτουρο γάτας, μητέρα, τη διόρθωσε ο Ιωνάθαν.
– Το πολύ πολύ να μυρίζει κάτουρο παπαγάλου, συμπλήρωσε η Λέα.
– Ένας παπαγάλος;
Η Περέτ έψαξε με το βλέμμα. Της τον έδειξαν. Εκεί ψηλά, κουρνιασμένο στην κόγχη του τζακιού.
– Πετάξτε τον έξω!
– Κοιμάται, μαμά, είπε ο Μαξ επιτιμητικά.
– Ας περιμένουμε τουλάχιστον να ξυπνήσει, πρότεινε η Λέα, που δεν είχε ιδιαίτερη επιθυμία να κρατήσουν τον παπαγάλο.
– Σαν να μη μας έφταναν μέσα στο σπίτι δυο δίδυμοι, ένας κουφός κι ένας ημιπληγικός! ξέσπασε η Περέτ. Χρειαζόμαστε και παπαγάλο;
Μέσα στην οργή της, δεν είχε ακούσει το τρίξιμο της αναπηρικής πολυθρόνας. Χλόμιασε. Η πολυθρόνα ακινητοποιήθηκε μπροστά στο τζάκι. Η Περέτ κατόρθωσε στο τέλος να συλλαβίσει:
– Συγγνώμη, κ. Pυς.
– Γιατί, Περέτ; Δεν είπατε παρά την αλήθεια. Πρόκειται για μια αντικειμενική περιγραφή των κατοίκων του σπιτιού.
Ήταν έτοιμη να δακρύσει. Ο κ. Pυς είχε παρατηρήσει ότι εδώ και μερικές μέρες ήταν σφιγμένη.
– Σας πάνε πολύ τα μαλλιά σας, παρατήρησε κάνοντας μικρούς κύκλους με τα δάχτυλά του.
Τον κοίταζε σαν χαμένη.
– Τα μαλλιά μου; Έψαξε με το χέρι το κρανίο της: Α, ναι. Το παράκαναν λίγο στα μπουκλάκια.
– Να σου πω τι έγινε, μητέρα.
Ο Ιωνάθαν αποφάσισε να αναφέρει στην Περέτ τις συνθήκες άφιξης του παπαγάλου. Μόνο όταν της περιέγραψε την ηρωική συμπεριφορά του Μαξ, η Περέτ παρατήρησε τα σημάδια στο πρόσωπο του γιου της. Αφού τα εξέτασε προσεκτικά, εκτίμησε ότι μάλλον ο Μαξ θα απέφευγε τις ουλές.
– Τι σκέφτεστε, κ. Pυς; ρώτησε.
– Πιστεύω ότι θα αποφύγει τις ουλές.
– Όχι. Για τον παπαγάλο εννοώ.
– Νομίζω ότι αυτός θα έχει μια ουλή.
– Όχι. Να τον κρατήσουμε ή…
– Α, μάλιστα. Αν τον πετάξουμε έξω ύστερα από όσα ακούσαμε, σίγουρα θα πρόκειται για άρνηση συνδρομής σε παπαγάλο εν κινδύνω!
Σκάσανε στα γέλια.
Εκτός από τον Μαξ.
Εδώ και λίγη ώρα παρατηρούσε τη μητέρα του. Με ήρεμη φωνή ρώτησε:
– Αλήθεια θα αρνιόσουν να δεχτείς κάποιον που χρειάζεται βοήθεια, μαμά;
Η Περέτ κούνησε το κεφάλι της ενοχλημένη. Η σκέψη που τη βασάνιζε εδώ και αρκετές μέρες ήρθε πάλι στο προσκήνιο. «Θα πρέπει να τους το πω. Γιατί να περιμένω;» αναρωτήθηκε. Κι ύστερα:
– Μιλάει;
– Ούτε λέξη… από την ώρα που είναι εδώ, τη διαβεβαίωσε ο Μαξ.
– Τότε, μπορούμε να του χορηγήσουμε μια προσωρινή άδεια παραμονής.
Ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, καθένας κάτω από το φεγγίτη του, οι Ιωνάθαν-και-Λέα συζητούσαν, έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα τους.
– Γιατί δυο «καλοβαλμένοι» άνδρες, όπως διευκρίνισε ο Μαξ, λύσσαξαν να περάσουν φίμωτρο σ’ έναν παπαγάλο, στο βάθος ενός υπόστεγου με στοκ εμπορευμάτων από τις παλιές αποικίες; ρώτησε ο Ιωνάθαν.
– Για να τον εμποδίσουν να μιλήσει, απάντησε η Λέα.
– Να μιλήσει ή να δαγκώσει;
Τριάντα τρία χρόνια αριθμούσαν και οι δυο μαζί, και τρία μέτρα σαράντα εκατοστά συνολικό ύψος. Ο Ιωνάθαν, ο πρεσβύτερος, και η Λέα, η νεότερη (κατά δυόμισι λεπτά περίπου), όφειλαν σ’ αυτή τη διαφορά στη σειρά αφίξεως – ή αναχωρήσεως – το διπλό όνομά τους: Ιωνάθαν-και-Λέα, «Ι&Λ».
Αυτά τα δυόμισι λεπτά καθυστέρησης που την είχαν κάνει «δεύτερη», η Λέα δε σταματούσε να προσπαθεί να τα καλύψει. Σε κάθε ευκαιρία ήθελε να είναι πρώτη. Συνήθως τα κατάφερνε. Όσο για τον Ιωνάθαν, που δεν είχε ζητήσει αυτός να είναι πρώτος, έδειχνε να ικανοποιείται από αυτό το αρχικό πλεονέκτημα. Η μπουκιά ερχόταν πάντα μασημένη στο στόμα του.
Οι Ιωνάθαν-και-Λέα έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, δηλαδή, όπως κι αυτές, δεν είχαν καμιά ομοιότητα μεταξύ τους. Τόσο όμοιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί. Ήταν «ίδιοι», αλλά σε διαφορετική συσκευασία ο καθένας. Μόνο τα μάτια τους ήταν ολόιδια. Κανείς δε θα μπορούσε να πει ποιο ζευγάρι ανήκε στον αδελφό και ποιο στην αδελφή. Είχαν και οι δυο μάτια τεράστια, στο ανοιχτό μπλε του ξεπλυμένου τζιν.
Η Λέα, πάντα κοντοκουρεμένη, τζιν και φούτερ, ζιλεδάκι και μακό, παπούτσια του τένις, Νike ή Doc Μartens. Στήθη μικρά και σκληρά. Ποτέ μακιγιαρισμένη αλλά πάντα με βαμμένα μαλλιά. Η Περέτ δε σταματούσε να της λέει ότι η βαφή καταστρέφει τα μαλλιά. Αυτό δεν την εμπόδιζε να δοκιμάζει κάθε βδομάδα κι από μια καινούργια απόχρωση, όλο και πιο εξεζητημένη. Ανάλαφρη σαν κληματόβεργα, λεπτή σαν πετονιά. Όπως θα ’λεγε ο Ευκλείδης, ήταν «ένα μήκος χωρίς πλάτος».
Ο Ιωνάθαν είχε τα μακριά κατσαρά μαλλιά των σίξτις, φαρδιά ρούχα κι ένα χρυσό σκουλαρίκι στο δεξί αυτί. Δεν κρύωνε ποτέ, δεν ήταν ούτε μικροκαμωμένος ούτε εύθραυστος. Κάποτε είχε σπυράκια στο πρόσωπο, αλλά τώρα είχαν φύγει. Όλα εκτός από ένα, κάτω από το πιγούνι του, που το κακοποιούσε όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Χέρια περιποιημένα, καθόλου περιφέρεια, ίσια πλάτη. Δεν ήταν παχύς αλλά φαρδύς, με ένα στέρνο σαν οθόνη 24 ιντσών. Ο Ευκλείδης θα ’λεγε γι’ αυτόν ότι ήταν μια επιφάνεια, γιατί είχε «μόνο μήκος και πλάτος».
Και το βάθος;
Η οικογένεια Λιάρ όφειλε το βάθος στον Μαξ. Όλο στρογγυλάδες, μέτωπο πλατύ σαν λεωφόρος, στεφανωμένο από πυκνές μπούκλες στο χρώμα του χαλκού. Ο Μαξ ήταν κοκκινομάλλης, με δυο μικρά μαύρα μάτια, δυο μπαλίτσες από ανθρακίτη. Μια ρυτίδα στο μέτωπο τα εξαφάνιζε σχεδόν τελείως. Ωστόσο δεν εξαφανιζόταν ποτέ η λάμψη τους. Εντυπωσιακά μυώδης για την ηλικία του, πράγμα που θα τον εμπόδιζε να ψηλώσει, όπως γνωμάτευαν οι ασθματικές Πυθίες της Μονμάρτρης όταν διασταυρώνονταν μαζί του στην οδό Λεπίκ.
Ωστόσο, αυτός ο συμπαγής όγκος χαρακτηριζόταν από μια εντυπωσιακή σοβαρότητα, που συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τους άλλους, γιατί τους έκανε να αναλογίζονται τις δικές τους επιφανειακές ενατενίσεις. Η αυτοπεποίθησή του συχνά τρόμαζε τον περίγυρό του.
Κι ο Ευκλείδης πώς θα τον χαρακτήριζε; Θα τον ονόμαζε ίσως στερεό. Αφού είχε ταυτόχρονα «μήκος, πλάτος και βάθος», ήταν στερεός. Αλλά ταυτόχρονα αέρινος.
Πώς μπόρεσε ο Μαξ να διαβάσει το ράμφος του παπαγάλου όταν αυτός φώναζε «Δολοφό…»; Δε διάβασε το ράμφος. Αλλά κατάλαβε.
Για τον Μαξ οι ήχοι ήταν σαν τα παγόβουνα. Αυτό που άκουγε δεν ήταν παρά το μέρος που εξείχε. Το κυρίως μέρος της λέξης δεν μπορούσε να το ακούσει. Είχε λοιπόν αναπτύξει μια έβδομη αίσθηση. Ολόκληρο το σώμα του συμμετείχε στην υποδοχή του ήχου και συνελάμβανε ό,τι ξέφευγε από το αυτί. Ο κ. Pυς, έχοντας ανακαλύψει αυτή την εντυπωσιακή ικανότητα, τον είχε ονομάσει Μαξ ο Αιολικός. Είχε μαντέψει ότι ο Μαξ ήταν ευαίσθητος σε όλους τους ανέμους.
Για το έργο:
Τι σχέση μπορεί να έχει ένας παπαγάλος με τα μαθηματικά; Πώς μπορούν να συνεργαστούν ο παπαγάλος, ένας ηλικιωμένος πρώην βιβλιοπώλης, ένα κουφό αγόρι και τα ετεροθαλή δίδυμα αδέρφια του, διάνοιες στα μαθηματικά, στη διαλεύκανση ενός φόνου που συνέβη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους; Ποια θεωρήματα πρέπει να χρησιμοποιήσεις για να επιλύσεις τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις της καθημερινής ζωής; Πόση λογοτεχνία μπορεί να χωρέσει σε μια εξίσωση;
Το μυθιστόρημα του Ντενί Γκετζ, που ενθουσίασε κριτικούς και χιλιάδες αναγνώστες σε δεκάδες χώρες, είναι μια γοητευτική λογοτεχνική περιπλάνηση στον μαγικό κόσμο της ιστορίας των μαθηματικών• ένα ταξίδι μύησης στην σκέψη του Ευκλείδη, του Φερμά, του Όιλερ, του Γκόλντμπαχ και άλλων κορυφαίων μαθηματικών• μια αναδρομή στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισε η επιστήμη τους στη διάρκεια των αιώνων.
Για τον συγγραφέα:
Ο Ντενί Γκετζ (1940 – 2010) ήταν μαθηματικός, καθηγητής της ιστορίας των επιστημών στο πανεπιστήμιο Paris VIII και μυθιστοριογράφος. Είχε διατελέσει τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας Liberation, όπου είχε δημοσιεύσει χρονογραφήματα τα οποία συνδύαζαν την αφηρημένη μαθηματική σκέψη με κρίσεις του για συγκεκριμένα γεγονότα της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής και της καθημερινότητας. Το θεώρημα του παπαγάλου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1999 από τις εκδόσεις Πόλις, έχει μεταφραστεί σε δεκαοχτώ γλώσσες. Άλλα βιβλία του στα ελληνικά: Το μέτρο του κόσμου (Τραυλός, 2002),Επιχείρηση Μεσημβρία (Τραυλός, 2002), La Bela – Η αυτοβιογραφία μιας καραβέλας (Τραυλός, 2003), Τα αστέρια της Βερενίκης (Ψυχογιός, 2005), Μηδέν(Ψυχογιός, 2006), Το δωρεάν δεν αξίζει πλέον τίποτα (Κέδρος, 2007), Η Έπαυλη των Ανδρών (Ψυχογιός, 2008), Εξηγώντας τα μαθηματικά στις κόρες μου(Κέδρος, 2008).
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΕΔΡΟΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 720 ΤΙΜΗ: € 24,35