Μπύρα πρώτη: Who are you, people?
Πίστευα πως είχα μία εικόνα για τους δυνάμει «καταναλωτές» αυτού που λέμε «νέα μουσική» ή «νεανική κουλτούρα» (a.k.a. youth culture με το «youth» να αναφέρεται περισσότερο στη νεωτερικότητα παρά στη νεότητα). Τα τελευταία χρόνια αυτή η εικόνα αλλάζει διαρκώς. Η ταύτιση των ανθρώπων με ένα μουσικό ιδίωμα και το αντίστοιχο lifestyle, παραμένει θεμέλιο της ποπ κουλτούρας. Όμως σήμερα, οι περισσότεροι νέοι αρθρώνουν την έκφρασή τους σε καθεστώς πληροφοριακής παραζάλης και μόνιμης διαφημιστικής πολιορκίας. Η σύγχυση μεταδίδεται και στα δεδομένα που καταγράφει κανείς παρατηρώντας τους. Πολλές «μουσικόφιλες φυλές» έχουν εκλείψει, καθώς τα αισθητικά σύνορα έχουν σχεδόν καταργηθεί (πράγμα καλό). Μαζί τους, όμως, χάθηκαν και τα πολιτικά-κοινωνικά κριτήρια ταύτισης (πράγμα καταστροφικό).
Μπύρα δεύτερη: Σπέρνοντας web-fueled retromania σε βλαχομπαρόκ χωράφια.
Ο τρόπος που το διαδίκτυο μας βομβαρδίζει με «άχρονες» επιρροές, ουσιαστικά καταργεί τα «κυρίαρχα νεανικά ρεύματα». Εμβαθύνοντας στις παλιότερες υποκουλτούρες, οι νέοι γίνονται πολυσυλλεκτικοί, αλλά και παρελθοντολάγνοι. Ο Simon Reynolds θα τους έλεγε… ρετρομανείς! Ερχόμενη στην Ελλάδα, με μεγάλες ταχύτητες σύνδεσης, η πολυσυλλεκτικότητα ερεθισμάτων (ανα)γέννησε δυο αντίρροπες τάσεις: Μία βαθιά συντηρητικοποίηση μερίδας νέων (κάθε παλιό εξιδανικεύεται, από το prog-rock ως τη Χούντα!)· και μία υπερβολική ανεκτικότητα των πιο προοδευτικών (σε βαθμό κατάργησης κάθε αισθητικού κριτηρίου).
Αυτές οι δύο τάσεις, μαζί με τον ναρκισσιστικό εθισμό στο φτηνό εντυπωσιασμό του Facebook, εδραίωσαν μία σιωπηρή ανοχή. Ανεχτήκαμε σιωπηλά τόσο πολλά: φασισμό, σεξισμό, σαμαροβενιζέλους, μνημόνια, χυδαία αναλγησία, ποταμίσιες λάσπες, ψεκασμένη αριστεροσύνη, πανούσηδες, ταγματαρχοτσακνήδες… Επιστέγασμα της virtual χοντροπετσιάς είναι η απενεχοποιημένη (δήθεν αθώα και χαβαλεδιάρικη) αναγνώριση σκυλάδικων και λαϊκο-ποπ υποπροϊόντων, ακόμη και από «ψαγμένα άτομα». Άνθρωποι που τα σιχαίνονται, τα σχολιάζουν, προτρέποντας ακούσια τους πιο αδαείς να ασχοληθούν! Μου θυμίζει τον ακρωτηριασμό της ραδιοφωνικής μαγείας από όσους παραγωγούς επιμένουν να σχολιάζουν την τηλεοπτική επικαιρότητα.
Μπύρα τρίτη: Θερίζοντας απενεχοποιημένη αποβλάκωση.
Η λαϊκο-ποπ αισθητική δεν είναι προϊόν του «λαϊκού αισθήματος». Στο κλασσικό ερώτημα περί κότας και αυγού, η εξουσία είναι ξεκάθαρα η… κλώσα! Το μεταχουντικό κράτος γέννησε τα αυγά μίας νοθευμένης λαϊκής υποκουλτούρας και τα κλώσησε (κυρίως με δημόσιο χρήμα). Έτσι, προέκυψε ένα πλήθος από κότες και κοκκορόμυαλους, που προπαγάνδισαν έναν ηλίθιο τρόπο ζωής, με την ελάχιστη δυνατή συμμετοχή και τη μέγιστη δυνατή κατανάλωση.
Έπειτα, τα (εμμέσως κρατικοδίαιτα) media προσέδωσαν σπουδαιοφάνεια σε κάθε «φελλό», ρίχνοντας πολλά πιτσιρίκια στις μυλόπετρες αισθητικού αποπροσανατολισμού και πολιτικού ευνουχισμού. Γιατί έτυχαν τόσο μεγάλης χρηματοδότησης και μηντιακής υποστήριξης τα βλαχομπαρόκ πολιτιστικά απόσκατα; Η σωστή απάντηση απαιτεί να συνδυάσουμε αντικαπιταλιστική θεωρία, αθηνοκεντρικό σνομπισμό, αντιεξουσιαστική γραφικότητα και έλλειψη ελέους απέναντι στην ανθρώπινη βλακεία.
Μπύρα τέταρτη: Ξύπνησε ο κωλόγερος…
Χαζεύοντας το πλήθος γύρω μου, θυμάμαι τον πολύ (αλλά αδιάφορο) κόσμο της συναυλίας των Black Keys. Ταυτόχρονα κάτι δεν μου πάει καλά και με το «υπερ-ψαγμένο» που εκπέμπουμε όλοι εδώ, στο Plissken. Δεν μου κάνει ούτε ο πολύς και αδιάφορος, ούτε ο λίγος και επιτηδευμένος κόσμος. Αν πρέπει να επιλέξω, προτιμώ το δεύτερο ασυζητητί! Όχι, ότι έχει σημασία η άποψη ενός γερο-παράξενου! Ειδικά, αν αγγίζει τα όρια του… «indie παλαιοημερολογίτη»!
Βλέπετε, ανήκω στη μειοψηφία που φρίττει με όσους δηλώνουν φαν των Black Angels, του Thurston, ή ακόμη και των Black Keys και παράλληλα βλέπουν Κανάκη, Λαζόπουλο ή Eurovision! Είπαμε, να μην έχουμε guilty pleasures, αλλά στο όνομα της απενοχοποίησης κοντεύουμε να γίνουμε bipolar! Γιατί, η μόνη πιθανή σχέση των Black Keys με τη Eurovision είναι η εμπορική ομαδοποίηση του κοινού τους. Δηλαδή, η εξυπηρέτηση των χορηγών τους.
Μπύρα πέμπτη: Σε ευχαριστώ, ω χορηγέ!
Τα τελευταία χρόνια ακόμη και εγχώριοι διαφημιστές κατευθύνουν μέρος της επικοινωνιακής επένδυσης σε πιο «προχωρημένα» project. Η προσωπική και αυθαίρετη εκτίμηση είναι πως οι «προχώ» χρηματοδοτήσεις είναι επιθυμία όσων έχουν τα χρήματα και όχι των διαφημιστικών ή επικοινωνιακών διαχειριστών. Δεν ξέρω γιατί. Επειδή έχουν πειστεί για την αξία κάποιου εγχειρήματος; Επειδή αισθάνονται την ανάγκη να φρεσκάρουν το επικοινωνιακό προφίλ τους; Επειδή έχουν παραπλήσιες επιχειρηματικές επιδιώξεις; Για να παρουσιάσουν κάποια λογιστική χασούρα; Δυστυχώς, εφόσον ένας χρηματοδότης βοηθά στην υλοποίηση ενδιαφερόντων σχεδίων, τα κίνητρά του περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Το μεγαλύτερο αγκάθι όμως, παραμένει το κριτήριο επιλογής. Πώς προκρίνεται η υποστήριξη ενός συγκεκριμένου πλάνου έναντι άλλων; Προφανώς, ο καθένας διαθέτει τα λεφτά του, όπως θέλει. Όμως, όταν αυτά τα λεφτά εμπλέκονται στη δημόσια σφαίρα, και πιθανώς συντελούν και στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης αισθητικής, καλό είναι να προβάλλονται και κάποια, ας πούμε αντικειμενικά, ποιοτικά κριτήρια. Η ελληνική λογική που θέλει τα πάντα να γίνονται, σχεδόν αποκλειστικά, μέσω γνωριμιών, έχει αποθαρρύνει ή αχρηστεύσει πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες.
Μπύρα έκτη: Sponsored – Amplified – Gentrified (το «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» του σύγχρονου cultural marketing;)
Εκτός από τις απαραίτητες γνωριμίες, γεννιούνται απορίες και για τα αισθητικά κριτήρια όσων επιλέγουν τι θα δούμε. Ας πούμε ότι ένας διοργανωτής ενημερώνεται πολύ, συμβουλεύεται ανθρώπους που κατανοούν τι «παίζει» στο εσωτερικό και συνεργάζεται με ατζέντηδες που μπορούν να παρέχουν ό,τι «παίζει» στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, πείθει ένα χορηγό να δώσει λεφτά για να παίξουν στην κεντρική σκηνή οι (πάντα λατρεμένοι) Mogwai, οι (ξανά αξέχαστοι) Thee Oh Sees, για να ξεπεράσουν οι μαθητές Metz τους δασκάλους Mudhoney κλπ. Θα ήμουν πανευτυχής, αν οι διοργανωτές έπειθαν τους χορηγούς για την αξία των καλλιτεχνών. Δυστυχώς, αδυνατώ να το πιστέψω!
Θεωρώ πως και εδώ κυριαρχούν οι προσωπικές σχέσεις. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά διστάζω να το κρίνω μόνο εκ του αποτελέσματος. Πάντως, εδώ και χρόνια, τα μεγάλα μουσικά γεγονότα μοιάζουν να γίνονται για να συνοδεύσουν διαφημιστικές καμπάνιες. Είναι τέτοια η ώσμωση χορηγών και event-organizers που απορείς, γιατί δεν κάνουν τα events οι ίδιες οι πολυεθνικές! Όμως πώς επιδρά το «διαφημιστικό packaging» στην αντίληψη του κόσμου για τη μουσική; Επηρεάζει την εκτίμηση του κοινού προς το καλλιτεχνικό προϊόν που καταναλώνει; Οι απαντήσεις μοιάζουν προφανείς, αλλά ας μη βιαζόμαστε. Χρειάζεται χρόνος και αρκετές στατιστικές για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα.
Μπύρα έβδομη: Τίποτα δεν ακούγεται το ίδιο δυνατά.
Παραμένω γραφικά καχύποπτος με κάθε σύστημα προώθησης και έχω την (διεστραμμένα αυθαίρετη) υποψία πως έχει αντιστραφεί η διαδικασία επιλογής. Υποψιάζομαι πως ο διαφημιστής ζητά από το διοργανωτή κάτι που να «γκελάρει» στοιχειωδώς στον κόσμο και αναλαμβάνει να εξασφαλίσει και την προσέλευση του κοινού, παρουσιάζοντας το event σαν «ανεπανάληπτη εμπειρία που δεν πρέπει να χάσεις». Με τον τρόπο αυτό υποβιβάζει τη μουσική σε περιτύλιγμα ενός στημένου κοινωνικού γεγονότος. Η μανιέρα είναι ίδια με εκείνη που, 15 χρόνια πριν, χρησιμοποιούσε τη μουσική (και δη τα ψηφιοποιημένα αρχεία) ως δέλεαρ για την αγορά συσκευών.
Μόνο που τώρα ο διαφημιστής προωθεί δύο πελάτες (τον «μέγα-χορηγό» και το χορηγούμενο από αυτόν φεστιβάλ), στηρίζοντας τη μία καμπάνια πάνω στην άλλη. Ή μάλλον, κάνοντας σχεδόν ΜΙΑ καμπάνια! Διπλή απόδοση; Μάλλον ναι. Με τα ίδια σχεδόν έξοδα, κάποιοι αυξάνουν τις αμοιβές τους. Ακόμη κι αν η ίδια τσέπη πληρώνει τη δουλειά και για τους δύο «πελάτες». Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, «αν είναι έτσι, γιατί δεν το κάνουν και με άλλες τέχνες, αλλά προτιμούν τη μουσική;». Φυσικά και το κάνουν και με άλλες τέχνες. Όμως, τίποτα δεν ακούγεται το ίδιο δυνατά με τη μουσική (μεταφορικά και κυριολεκτικά).
Μπύρα όγδοη: Αφού σε χαλάνε, τι τις πίνεις;
Το φετινό Plissken ήταν μια σχετικά άψογη διοργάνωση, με κάποια αξέχαστα highlights και με λίγα σημαντικά ψεγάδια. Θα μπορούσε να είχε προσέξει περισσότερο (αν όχι να αλλάξει) το χώρο της διοργάνωσης, να μοίραζε στην είσοδο ένα τυπωμένο ωρολόγιο πρόγραμμα, να είχε λίγο πιο αναπτυγμένο merchandise, λίγο καλύτερους χώρους για άραγμα ή περισσότερα facilities για παιδιά. Προσωπικά, όχι μόνο δε χαλάστηκα, αλλά ενθουσιάστηκα! Το Plissken έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης, αλλά φέτος ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια που έγινε σε όλους τους τομείς. Μου έδωσε την αίσθηση ότι δεν είναι αρπαχτή, αλλά ήρθε για να μείνει. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, βλέπω σοβαρές πιθανότητες να αποκτήσουμε κάτι που δικαιούμαστε και λόγω δυνατοτήτων και λόγω συνθηκών: Ένα πραγματικά γαμάτο σύγχρονο και επίκαιρο μουσικό φεστιβάλ στην Ελλάδα! Από όσες προσπάθειες έχουν γίνει, αυτή μοιάζει να είναι η πιο προσγειωμένη και γι’ αυτό με ψήνει, ότι μάλλον θα καταφέρει να απογειωθεί επιτυχώς.