Πόσα «κουμπιά» έπαιρνε ο Χίτλερ;

Αρκεί μία γρήγορη ματιά στους τίτλους των κεφαλαίων («Breaking bad: Η κουζίνα των ναρκωτικών της πρωτεύουσας του Ράιχ», «Η ψυχή του λαού στο έλεος του ναρκωτικού του λαού», «Ο ντίλερ της Βέρμαχτ», «Flying high», «High Hitler», «Έκσταση στα ανατολικά», «Επιτέλους, κοκαΐνη!», μεταξύ πολλών άλλων) ώστε να πάρει κανείς μία πρώτη, καλή ιδέα για την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου international bestseller. Η οποία και έγκειται -πέραν, δηλαδή, της θεματικής καθαυτής, ότι πραγματεύεται την ευρεία κατανάλωση ναρκωτικών στο Τρίτο Ράιχ– στο γεγονός ότι είναι γραμμένο με τρόπο που μαρτυρά ότι ο συγγραφέας του κάθε άλλο παρά «ξύλινη», ή έστω ακαδημαϊκή γλώσσα χρησιμοποιεί για να «σερβίρει» τα αποτελέσματα της έρευνάς του.

Εξού και κριτικές σαν αυτές:
«Υπέροχα τρελό, με έναν αλά “Gravity’s Rainbow” τρόπο» (New Yorker)
«Δηκτικό χιούμορ, εξαντλητική έρευνα» (New York Times)
«Ένα εκπληκτικό χρονικό που αλλάζει όσα ξέρουμε για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» (The Guardian)
«Το Blitzed αφηγείται μία απολαυστικά “ακουσμένη” ιστορία του Τρίτου Ράιχ» (The Paris Review)
«Το βιβλίο καταφέρνει κάτι σχεδόν αδύνατο: Κάνει τους αναγνώστες να εξετάσουν αυτή την πολύ καλά μελετημένη περίοδο υπό νέο πρίσμα και το κάνει με έναν πολύ ελκυστικό τρόπο» (Newsweek)

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα χειμαρρώδες ιστορικό βιβλίο, για τις ανάγκες του οποίου ο Norman Ohler, συγγραφέας και δημοσιογράφος (κάθε αναφορά στο όνομά του μοιάζει άκομψο να μην συνοδεύεται από μία παραπομπή στην τελευταία συνέντευξη του Γιάσερ Αραφάτ που πήρε ο ίδιος λίγο πριν τον θάνατο του Παλαιστίνιου ηγέτη) επιδόθηκε σε μία πολυετή, και το κυριότερο συναρπαστική, όπως λέει στην Popaganda, έρευνα.

Πρόκειται όμως και για ένα βιβλίο γραμμένο από κάποιον που έχει, τρόπον τινά, εμπειρική σύνδεση με το αντικείμενο του έργου του ή τουλάχιστον με ορισμένες από τις πτυχές του: αφενός ο παππούς του Ohler ήταν Ναζί, αν και όχι σκληροπυρηνικός, αφετέρου ο ίδιος ο συγγραφέας για μία περίοδο πειραματίστηκε με κάποιες απαγορευμένες ουσίες, χωρίς όμως ποτέ να χάσει τον έλεγχο, όπως έχει δηλώσει στο New Yorker. Η «καμμένη» ιστορία, μάλιστα, που ο καταξιωμένος, πια, Γερμανός δεν χορταίνει να μοιράζεται με τα media είναι ότι η Υπερδιέγερση (εκδόσεις Μεταίχμιο) δεν θα είχε γραφτεί αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του ένας DJ με μακρά θητεία στην techno σκηνή του Βερολίνου.

Από τότε βέβαια έχουν περάσει αρκετά χρόνια και τώρα πια που ο Ohler έχει μεγαλώσει, θέλει να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο, για την ακρίβεια το αντιφασιστικό, όπως τονίζει στην Popaganda, συγγραφικό του έργο, μακριά από την πατρίδα του, παρόλο που θα έχει να κάνει με το ειδεχθές ιστορικό παρελθόν αυτής.

«Σκέφτομαι σοβαρά να μετακομίσω στην Αθήνα. Θέλω να ξεφύγω από το Βερολίνο» μου λέει λίγο πριν από το τέλος της συνέντευξης.
«Μα δεν έχετε διαβάσει ότι η Αθήνα είναι το “νέο Βερολίνο”;» του απαντώ αστειευόμενος. «Αφού είστε ήδη εκεί, στο αυθεντικό, γιατί θέλετε να φύγετε;»
«Γιατί το Βερολίνο γίνεται ολοένα και πιο “κανονικό”. Το gentrification δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο. Και ο καιρός, όπως όλοι ξέρουν, είναι χάλια. Οπότε για ποιο λόγο να μείνω εδώ; Για ποιο λόγο να μην έρθω εκεί;»

Δεν σας κρύβω ότι βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι πηγή έμπνευσης για ένα τόσο πολυσυζητημένο βιβλίο το οποίο μάλιστα έχει να κάνει με μία από τις πιο δραματικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, αποτέλεσαν ορισμένες πληροφορίες που βγήκαν από το στόμα ενός DJ. Πράγματι, το βιβλίο ξεκίνησε εξαιτίας του Alex Kraemer, ενός πολύ καλού Γερμανού DJ, από το Club der Visionaere του Βερολίνου. Κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι οι Ναζί έπαιρναν πολλά ναρκωτικά. Και πως το έμαθε αυτό; Από ένα φίλο του που αγοράζει και πουλάει παλιά έπιπλα. Αυτός ο φίλος του λοιπόν αγόρασε ένα παλιό ντουλάπι από ένα προμολεμικό διαμέρισμα του ανατολικού Βερολίνου. Το ντουλάπι είχε μέσα περισσότερα από 100 χάπια από τότε. Ο τύπος δοκίμασε ένα, είπε στον Alex ότι τον «έπιασε», οπότε ο Alex αποφάσισε να δοκιμάσει κι εκείνος και επιβεβαίωσε ότι ειδικά μετά το τρίτο χάπι το εφέ ήταν πολύ, μα πάρα πολύ δυνατό.

Όταν σας είπε αυτή την ιστορία, τον πίστεψατε αμέσως; Δεν είχα ξανακούσει κάτι ανάλογο, και όπως είναι φυσικό εξεπλάγην, αλλά ναι, τον πίστεψα, ένιωσα ότι μου έλεγε την αλήθεια, ότι έβγαζε νόημα. Αυτή την αίσθηση έχουν και πολλοί αναγνώστες μου, στην αρχή δεν πιστεύουν στα μάτια τους με αυτά που διαβάζουν, γιατί το βιβλίο είναι γεμάτο με πολλά απροσδόκητα στοιχεία. Όλα μαζί όμως βγάζουν νόημα.

Μπορείτε να μου περιγράψετε την ερευνητική διαδικασία που ακολούθησατε; Το πρώτο πράγμα που έκανα, προφανώς, ήταν να ψάξω online. Έτσι βρήκα μερικά ενδιαφέροντα επιστημονικά άρθρα και επικοινώνησα με τους ιστορικούς που τα είχαν γράψει. Κατόπιν «καταδύθηκα» στο Ομοσπονδιακό Αρχείο της Γερμανίας για να βρω όλους τους φακέλους και τις σημειώσεις του προσωπικού γιατρού του Hitler, του Theodor Morell. Το ένα πράγμα έφερνε το άλλο. Συνολικά η ερευνητική διαδικασία και η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσαν πέντε χρόνια.

Για ένα συγγραφέα που εξ ορισμού έχει το ελεύθερο να μη χαλιναγωγεί τη φαντασία του ώστε να καταφέρει να γράψει κάτι συναρπαστικό, πόσο δύσκολο είναι να ερευνά πραγματικά γεγονότα ώστε να αποτυπώσει σε ένα βιβλίο μία πτυχή της ιστορικής πραγματικότητας; Έχω σπουδάσει δημοσιογραφία στο Αμβούργο, οπότε έχω τα ακαδημαϊκά εφόδια ώστε να κάνω μία ενδελεχή έρευνα. Κατά κάποιο τρόπο αντιμετώπισα την ερευνητική διαδικασία με μεγαλύτερη σοβαρότητα από πολλούς ιστορικούς γιατί δεν αρκέστηκα στο να διαβάσω βιβλία άλλων, αλλά φρόντισα να αποκτήσω πρόσβαση στις πρωταρχικές πηγές.

«Δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι θα μπορούσε να γίνει χωρίς τα ναρκωτικά. Ήταν ένας απαίσιος πόλεμος, αλλά τουλάχιστον στο τέλος έχασαν οι Ναζί»

Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών της έρευνα, δεν σας φάνηκε περίεργο ότι κανείς άλλος δεν είχε ασχοληθεί, τουλάχιστον όχι σε αυτό το επίπεδο, ούτε καν με την στοιχειώδη εξέταση του ζητήματος της κατανάλωσης ναρκωτικών στη ναζιστική Γερμανία; Βρήκα μόνο λίγα άρθρα για τη χρήση μεθαμφεταμίνης από τον γερμανικό στρατό, όπως και ορισμένες συνεντεύξεις με στρατιώτες που μίλησαν για τη χρήση ναρκωτικών που έκαναν εν ώρα υπηρεσίας. Όμως αυτό που με εξέπληξε ήταν πράγματι ότι κανείς ιστορικός δεν είχε γράψει αυτό το βιβλίο πριν από μένα.

Πόσες φορές πιάσατε τον εαυτό σας να μένει με το στόμα ανοιχτό από τα ευρήματά της έρευνας; Ήταν κάτι που συνέβαινε συνέχεια, η έρευνα υπήρξε πολύ συναρπαστική.

Πόσα χάπια δηλαδή κατανάλωσαν οι Γερμανοί στρατιώτες όταν εισέβαλλαν στη Γαλλία, για παράδειγμα; Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο στρατός ήταν εφοδιασμένος με 35 εκατομμύρια χάπια, τα περισσότερα από τα οποία καταναλώθηκαν από τα πληρώματα των τεθωρακισμένων. Τα τανκ βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του πυρός και ήταν ασταμάτητα. Οι οδηγοί και οι υπόλοιποι στρατιώτες που επιβιβάζονταν στα άρματα μάχης έπαιρναν 5 ή ακόμη και περισσότερα χάπια την ημέρα, γιατί έπρεπε να μένουν άυπνοι ώστε να μη σταματήσει ούτε λεπτό η εισβολή.

Η ποσότητα φαντάζει μεγάλη ακόμη και για κάποιον που μπαίνει Παρασκευή βράδυ στο Berghain Panorama και βγαίνει τα ξημερώματα της Δευτέρας… Δεν έχεις άδικο. Ίσως να είναι πολλά ακόμη και για κάποιον σαν τον Keith Richards, των παλιών, καλών ημερών.

Αν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι κριτικοί μίλησαν με διθυραμβικά λόγια για το βιβλίο σας, υπήρξαν ορισμένες επικριτικές φωνές που προέταξαν το επιχείρημα ότι ελοχεύει ο κίνδυνος ορισμένοι αναγνώστες να αποδώσουν την ανείπωτη βία του ναζισμού στη…χημεία. Νομίζω ότι όσοι υπήρξαν επικριτικοί απέναντι στο βιβλίο, απλά δεν το διάβασαν προσεκτικά. Δεν υποστηρίζω πουθενά κάτι τέτοιο. Η θέση μου είναι ξεκάθαρη: πιστεύω ότι η χρήση ναρκωτικών δεν μειώνει στο ελάχιστο την ευθύνη όσων διέπραξαν τα ναζιστικά εγκλήματα. Η βία, η γενοκτονία η στρατηγική και όλα τα σχέδια των ναζί δεν είναι συνέπεια της χρήσης ναρκωτικών, αλλά της ιδεολογίας τους που προϋπήρχε πολύ πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλωστε «Ο Αγών μου» γράφτηκε το 1925 κι εκεί ο Χίτλερ αναλύει όλες τις πολιτικές που είχε στο μυαλό του. Τα ναρκωτικά απλά εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά έγιναν πράξη, όχι από που προήλθαν και πώς επινοήθηκαν. Μας βοηθούν να καταλάβουμε το πώς, με όρους άνεσης και αντοχής δηλαδή, οι Ναζί έκαναν κάποια πράγματα, όπως το να προελαύνουν για μερόνυχτα ασταμάτητοι ή το να σκοτώνουν μαζικά τόσο πολύ κόσμο.

Πιστεύετε ότι θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα αν οι Ναζί δεν κατανάλωναν τόσο μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών; Είναι γεγονός ότι εκτός από τους Ναζί, και άλλοι στρατιώτες έχουν χρησιμοποιήσει ναρκωτικά για να βελτιώσουν τις μαχητικές τους ικανότητες. Συμβαίνει μέχρι και στις μέρες μας. Έχουν υπάρξει ρεπορτάζ για τη χρήση αμφεταμίνης από τους πιλότους των drones. Στον Β Παγκόσμιο επιτρεπόταν στους Γάλλους στρατιώτες να πίνουν 3/4 του λίτρου κόκκινο κρασί ημερησίως. Είναι εύκολο λοιπόν να καταλάβει κανείς που θα γείρει η πλάστιγγα αν ένας ολόκληρος στρατός υπό την επήρεια διεγερτικών, πολεμήσει ένα στρατό που πίνει κόκκινο κρασί. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι θα μπορούσε να γίνει χωρίς τα ναρκωτικά. Οι Γερμανοί, αν και τα έπαιρναν, έχασαν τελικά τον πόλεμο και πιθανότατα θα τον έχαναν ακόμη κι αν δεν έπαιρναν, αλλά μάλλον η πορεία του πολέμου θα ήταν διαφορετική, μάλλον το blitzkrieg στη Γαλλία δεν θα είχε λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά. Είναι περίπλοκο. Ίσως η Γερμανία να είχε χάσει τον πόλεμο νωρίτερα. Ίσως ο Χίτλερ να μην είχε αποκτήσει αυτό το «θεϊκό» status μετά από τη μεγάλη νίκη του στη Γαλλία, κάτι που τον έκανε να νιώθει άφθαρτος, οπότε επιτέθηκε στη Ρωσία, γεγονός που τελικά οδήγησε στην καταστροφή του ναζισμού. Ήταν ένας απαίσιος πόλεμος, αλλά τουλάχιστον στο τέλος έχασαν οι Ναζί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το γεγονός ότι ο παππούς σας ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος, επηρέασε το πώς προσεγγίσατε το θέμα του βιβλίου; Νιώσατε κατά κάποιο τρόπο ότι σας δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να εξιλεωθείτε για τις αμαρτίες των προγόνων σας; Αν και δεν είναι ένα βιβλίο για μένα, ο αναγνώστης δηλαδή δεν μαθαίνει τίποτα για τον συγγραφέα,  το γράψιμο ήταν μια πολύ προσωπική υπόθεση. Όταν ήμουν έφηβος αποφάσισα να συγκρουστώ με τον παππού μου για τα εγκλήματα των ναζιστών που εκείνος προσπαθούσε πάντα όχι να αρνηθεί αλλά να προσπεράσει με το σκεπτικό ότι τότε, υπό τον Χίτλερ, όλα στην πατρίδα του δούλευαν ρολόι. Εκείνη την περίοδο αποφάσισα να γίνω συγγραφέας για να αναζητήσω την αλήθεια της ιστορίας και της ζωής γενικότερα. Τα ψέματα του παππού μου με έκαναν να θέλω να ανακαλύψω την αλήθεια.

Από τη στιγμή της κυκλοφορίας του βιβλίου έχετε δεχθεί απειλές, hatemail και άλλα τινά από θιασώτες του ναζισμού; Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, τίποτα απολύτως. Δεν νομίζω ότι θα τους ενδιέφερε ποτέ να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Είναι πολύ απασχολημένοι με το να μισούν τους πρόσφυγες και τους ξένους, για να διαβάσουν ένα βιβλίο που επί της ουσίας είναι αντιφασιστικό.

Το βιβλίο σας κυκλοφόρησε σε μια εποχή που η ακροδεξιά και ο νεοφασισμός αποτελούν ξανά σημαντικό παράγοντα στην εξίσωση της ευρωπαϊκής ιστορίας. Θα τελειώσει ποτέ αυτό το κακό τριπ; Νομίζω ότι είμαστε ακόμη στην αρχή. Η δημοκρατία στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ χάνει έδαφος, οι ακροδεξιές ιδέες γίνονται ολοένα και πιο mainstream. Είναι μια πολύ τρομακτική στιγμή της Ιστορίας. Δεν έχω να πω κάτι πιο βαρύγδουπο από αυτό που σκέφτονται όσοι πιστεύουν ακόμη στη δημοκρατία. Αυτή την περίοδο δουλεύω το επόμενό μου βιβλίο που έχει να κάνει με μία άγνωστη στον πολύ κόσμο αντιστασιακή ομάδα Γερμανών. Αυτό το βιβλίο θα είναι το δεύτερο κομμάτι της αντιφασιστικής τριλογίας βιβλίων που έχω στο μυαλό μου. Πρέπει να βρούμε τρόπους να ισχυροποιήσουμε τη δημοκρατία, να σταθούμε απέναντι στο φασιμό, ο καθένας όπως μπορεί.


Το βιβλίο «Υπερδιέγερση: Τα ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου ο Norman Ohler θα βρεθεί στην Αθήνα (9 μ.μ., Public Café Συντάγματος) στο πλαίσιο της «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου του Δήμου Αθηναίων.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος