Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στη ζωή του μέχρι σήμερα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε με τις δυνάμεις που διέθετε

Καταρχάς θα ήθελα να μου εξηγήσεις τι ακριβώς εννοείς με τον υπότιτλο του βιβλίου: «Αυτοβιογραφική προφητεία». Το βιβλίο λέει μια ιστορία κληρονομικότητας. Ή μάλλον μια ιστορία κληρονομιάς. Μέσα σε μια περίεργη, προσωπική συγκυρία το καλοκαίρι του ’16, είδα τη ζωή του πατέρα μου να καθρεφτίζεται στη δική μου. Είδα τη διαδοχή. Η προφητεία έχει να κάνει με το πώς το ίδιο καθρέφτισμα πιθανότατα θα περάσει στη ζωή του γιου μου.

Αυτό το καθρέφτισμα συνέβη ακαριαία, χωρίς καν να το περιμένεις ή ήταν κάτι που έστω και υποσυνείδητα αντιλαμβανόσουν ότι εξελισσόταν σε βάθος χρόνου; Είχα μάθει πριν από χρόνια την ιστορία του πατέρα μου που περιγράφω στο βιβλίο, αλλά ξαφνικά το καλοκαίρι του ’16, ξεριζωμένος από τη ζωή μου, στη δίνη ενός πολύ επιθετικού διαζυγίου, βρέθηκα μόνος μου να συνειδητοποιώ τις αναλογίες. Η ιστορία που είχα μάθει, λοιπόν, ήταν ότι υπήρξε μία κομβική γυναίκα που κόντεψε να καταστρέψει τη ζωή του. Με αφορμή ότι περνούσα ακριβώς το ίδιο και με την πρόσκληση των Γάλλων εκδοτών (σ.σ. του οίκου Éditions du Sonneur)να γράψω ένα βιβλίο για το τι σημαίνει ζωή για μένα, μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ το καθρέφτισμα. Πώς έχω κληρονομήσει το χαρακτήρα του, πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται, ακόμη και ως φάρσα, και πώς το δικό μου παιδί είναι πολύ πιθανό να κληρονομήσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Υπάρχει κάτι που δεν έχει μπει στο βιβλίο. Στον τάφο του ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ζήτησε να μπει η εξής επιγραφή: «μη με πειράζετε». Δεν έμαθα ποτέ γιατί, τι κρύβεται πίσω από αυτή την επιλογή, γι’ αυτό δεν το έβαλα στο βιβλίο. Μου φαίνεται, όμως, πολύ ενδιαφέρον.

Πώς είναι να γράφεις ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο κατά παραγγελία και μάλιστα ξένων εκδοτών που εκ των πραγμάτων έχουν μια κάποια απόσταση από σένα και τα βιώματά σου; Βρίσκω τις παραγγελίες πολύ ερεθιστικές. Πέραν του «Ολομόναχου», κάποιες φορές στο παρελθόν μου ζήτησαν διηγήματα κι έτσι προέκυψαν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Η συγκεκριμένη παραγγελία ήρθε σε μια πολύ περίεργη στιγμή. Δεν μπορούσα να ανταποκριθώ. Τον Αύγουστο του ’16 που μου έστειλαν το γράμμα, τους είπα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γράψω. Ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Άρχισα, όμως, να ξυπνάω κάθε πρωί και να αντιμετώπιζω τον πατέρα μου στη ζωή μου. Ή το φάντασμα του πατέρα μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ταυτόχρονα εκείνη την εποχή δεν έβλεπα το γιο μου, αναγκάστηκα να πάω σε δικαστήριο. Οπότε βλέποντας τη ζωή του πατέρα μου να αντανακλάται στη δική μου, αλλά και την προοπτική να καθρεφτιστεί η δική μου στου γιου μου, γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα ότι θα ήταν ωραία, για μια σειρά που λέγεται «Τι σημαίνει ζωή για μένα» (Ce que la vie signifie pour moi), να περιγράψει κανείς αυτή την ιστορία της διαδοχής των γενεών και των όσων μοιράζονται. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: η μάνα μου. Αναρωτιόμουν πώς θα αντιδρούσε αν δημοσιευόταν όλη αυτή η ιστορία. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα εκδιδόταν στα γαλλικά. Δεν θα μάθαινε κανείς τίποτα! Ήταν απελευθερωτικό. Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, ούτε στους Γάλλους εκδότες, για να δω αν γράφεται. Δεν ήμουν σίγουρος. Όταν είδα ότι όχι μόνο γράφεται, αλλά είναι και λυτρωτική αυτή η διαδικασία της αυτοανάλυσης, δεν το ξανασκέφτηκα. Μου πήρε 7-8 μήνες. Το βιβλιαράκι με έσωσε. Ήταν σχεδόν καλύτερο από αυτό που θα πετύχαινα πληρώνοντας αδρά έναν ψυχαναλυτή. Ήταν το σωσίβιό μου σε εκείνη την τρελή περίοδο. Όταν αργότερα το ανακοίνωσα στη μάνα μου ότι θα βγει το βιβλίο στη Γαλλία, με εξέπληξε λέγοντάς μου αμέσως: «γιατί όχι στα ελληνικά;» «Δε θα σε πείραζε δηλαδή;» τη ρώτησα. Και μου είπε κάτι συγκλονιστικό: «Όχι. Του το χρωστάς αυτό το βιβλίο». Αργότερα, σκεπτόμενος το πώς και το γιατί, συμπέρανα ότι πιθανότατα είχαν κουραστεί να κουβαλάνε αυτό το μυστικό. Αφενός ο πατέρας μου το ξεφορτώθηκε σε μένα το ’12, αφετέρου η μάνα μου ένιωσε ότι η κοινοποίησή του θα τη γλιτώσει από το βάρος. Γιατί πρέπει να είναι πολύ βαρύ να κουβαλάς μια ιστορία που δεν ξέρει κανείς άλλος.

Ο «Ολομόναχος» είναι ο δεύτερος, μετά τον «Γραφικό Χαρακτήρα», αυτοβιογραφικός κρίκος στην αλυσίδα των βιβλίων σου μέχρι σήμερα. Η κουβέντα με τον πατέρα μου στο νοσοκομείο, η αποκάλυψη, θα μπορούσε να είναι κομμάτι του προηγούμενου βιβλίου. Τότε όμως ούτε καν σκεφτόμουν την πιθανότητα να το γράψω. Στο πολύ πίσω μέρος του μυαλού μου απλά σκεφτόμουν ότι κάποτε ίσως γράψω ένα μυθιστόρημα με αυτούς τους δύο ήρωες και τον τρίτο άνθρωπο ανάμεσά τους, ένα βιβλίο με συγκαλυμμένες αυτοβιογραφικές αναφορές, ένα μυθιστόρημα. Η ζωή τα έφερε έτσι που ξαφνικά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Υπήρχε η πρόσκληση των Γάλλων και η δική μου έντονη επιθυμία να συμφιλιωθώ λίγο με τον εαυτό μου, έχοντας πολεμήσει τόσα χρόνια για να μη μοιάσω στον πατέρα μου, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω αυτό που λέει ο πατέρας στο «Ένας καλός γιος» του Μπρυκνέρ: «η εκδίκησή μου είναι ότι μου μοιάζεις».

«Το βιβλίο μου είναι ταυτοχρόνως ένα γράμμα στον πατέρα, όπως λέει ο Κάφκα, αλλά και ένα γράμμα προς το γιο»

Με αφορμή τον «Γραφικό Χαρακτήρα» μου είχες πει ότι γράφοντας σε απασχόλησαν οι αντιδράσεις των κοντινών σου προσώπων. Νοιαζόσουν για τα αισθήματά τους, οπότε προτίμησες να μη γράψεις κάποια πράγματα που θα τους έθιγαν ή θα τους έκαναν να νιώσουν άβολα. Αυτό το «πρόβλημα» το έλυσε, λοιπόν, τώρα η μητέρα σου; Στην προκειμένη, το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να αντιδράσει αρνητικά ήταν εκείνη. Δε νομίζω ότι θα μπορούσε κάποιος άλλος να θιχτεί.

Επίσης μου είχες πει ότι δεν επρόκειτο για κλείσιμο λογαριασμών, κάτι που έχω την αίσθηση ότι δεν ισχύει για αυτό το βιβλίο. Τώρα είναι κατά κάποιο τρόπο. Ή έστω απόπειρα για κλείσιμο. Γιατί ο λογαριασμός με τους πατεράδες και τις μανάδες μας δεν κλείνει ποτέ και με τίποτα. Αλλά είναι ένας τρόπος να ισοφαρίσω, να μειώσω κάπως το χρέος.

Δύο είναι τα κεντρικά σημεία του βιβλίου: αφενός η αποκάλυψη του μυστικού του πατέρα σου, αφετέρου ο χωρισμός με τη γυναίκα σου. Ήταν ισοβαρής η ανάγκη να τα βγάλεις από μέσα σου και τρόπον τινά να τα ξορκίσεις; Ο χωρισμός μου υπάρχει ως φόντο. Δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει. Το ζοφερό σκηνικό της ζωής μου εκείνη την εποχή ήταν ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησα να βλέπω το καθρέφτισμα της ιστορίας. Αλλά νομίζω ότι οι αναφορές είναι μετρημένες, ίσα ίσα για να καταλάβει κανείς γιατί το σπίτι μου είναι άδειο, γιατί εμφανίζεται το φάντασμα του πατέρα αλλά κι ένας γιος που δεν είναι πάντα εκεί.

Μεγαλώνοντας ήσουν περισσότερο γιος του μπαμπά ή της μαμάς; Δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Το εντυπωσιακό είναι ότι είχαν μια αδιάσπαστη στάση, ήταν σαν ένα τείχος απέναντί μας. Δεν υπήρχε καλός και κακός μπάτσος. Σαν να είχαν υπογράψει συμβόλαιο αυτοί οι δυο, χωρίς ποτέ να κάνουν καμία παρασπονδία. Ό,τι έλεγε ο ένας, έλεγε και ο άλλος. Ακόμη κι αν γινόταν κάτι «τρελό», έβρισκαν τρόπους. Υπάρχει η ιστορία στο «Γραφικό Χαρακτήρα». Όταν πλακώθηκα με τον πατέρα μου στα 18, η μάνα μου ήταν ουδέτερη, έλεγε «είναι μεταξύ σας αυτό». Μετά βέβαια έκανε αυτό που περνούσε από το χέρι της, ένα μίνι εκβιασμό, μπήκε σε ένα νοσοκομείο εικονικά για να μου πει «θα με πεθάνεις, γύρνα σπίτι κι ας μην του μιλάς». Αλλά δεν είπε ποτέ ότι είχε δίκιο ένας από τους δύο. Ήταν, λοιπόν, κοινή η στάση τους απέναντί μου, οπότε ήταν κοινή και η δική μου στάση απέναντί τους, μονίμως η ίδια. Τους μισούσα ταυτόχρονα, τους αγκάλιαζα ταυτόχρονα.

Πότε συνειδητοποίησες ότι στον πατέρα σου δεν λες όσα θα ήθελες να πεις και ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση να μην μπορέσεις να το κάνεις ποτέ; Είναι τρελό αλλά νομίζω ότι αυτή την κουβέντα την κάνεις συνεχώς με τον εαυτό σου. Ο πατέρας μου έπαθε ένα γερό έμφραγμα το ’93. Αν όχι πριν από ένα τέτοιο συμβάν, τότε σίγουρα από κει και πέρα, αυτή την κουβέντα την κάνεις τουλάχιστον κάθε εβδομάδα. Το εντυπωσιακό είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αποφεύγουν την συζήτηση σε βάθος. Για το τανγκό χρειάζονται δύο, όπως λένε. Εσύ μπορεί να κάνεις τη νύξη. Πρέπει να θέλει και ο άλλος. Επίσης υπάρχει και το ελαφρυντικό της τρίτης ηλικίας. Δηλαδή ο πατέρας μου ξέφευγε μονίμως σε ανώδυνες αφηγήσεις. Ήταν ικανός να σου πει για όλους τους συναδέλφους του, να θυμηθεί ιστορίες από το στρατό, ξέφευγε και στα πολύ παλιά, τα παιδικά του χρόνια, με ιστορίες από το χωριό του, από τον πόλεμο, τα αδέρφια του. Συναντούσα ένα πολύ τρυφερό τείχος κάθε φορά που προσπαθούσα.

Όντως προσπαθούσες ή έτσι το λες τώρα; Προσπαθούσα. Κατά καιρούς…

Το τείχος δηλαδή υψωνόταν μόνο από τον πατέρα σου; Μάλλον και από τους δυο μας. Αν του χρεώνω την απροθυμία να μιλήσει σε αυτά τα χρόνια, οφείλω να μου χρεώσω την απροθυμία να μιλήσω σε όλα τα προηγούμενα. Οπότε είμαστε πάτσι. Φταίμε και οι δυο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τελικά ήταν καλή ή κακή η σχέση σας; Πέρασε από σαράντα κύματα. Είχαμε εξαιρετική σχέση στην παιδική μου ηλικία, ήμουν το καμάρι του. Αυτό κόπηκε απότομα στο Γυμνάσιο, με μία ιστορία που υπάρχει στο «Γραφικό Χαρακτήρα», γιατί αισθάνθηκα προδομένος στα 12-13, σε μία ηλικία που δεν ξέρεις ακριβώς τι πάει να πει προδοσία. Οπότε εγκατέλειψα το σχολείο, ήμουν ωσεί παρών, δεν είχε νόημα πια για μένα. Τον εκδικήθηκα τελειώνοντάς το. Ο καημός του πατέρα μου -ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας, στην απόλυτη ανέχεια, και που ό,τι έκανε, το έκανε μόνος του από τα 17- ήταν να μας προστατέψει. Πώς; Σπουδάζοντάς μας για να γίνουμε άνθρωποι. Κάπου το λέω στον «Ολομόναχο». Στην πυραμίδα του, η κορυφή ήταν οι γιατροί. Έκανε, όμως, σκόντο. Αν όχι γιατροί, μηχανικοί. Η δική μου μικρή εκδίκηση ήταν να του ανακοινώσω ότι δεν θέλω να σπουδάσω τίποτα. Πολύ μεγάλο πλήγμα. Το δέχθηκε αντρίκια, με βουβό πόνο και έγνοια. Μας πήρε καιρό να το ξεπεράσουμε. Υπήρξαν χρόνια που δε μιλιόμασταν. Υπήρξαν χρόνια που απλά ανεχόμασταν ο ένας τον άλλο. Όλο αυτό αντιστράφηκε με πολύ εντυπωσιακό τρόπο το ’93, όταν έπαθε το έμφραγμα. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έρχεται μια στιγμή που γίνεσαι πατέρας του πατέρα σου. Είναι αδιαπραγμάτευτο. Δεν μπορείς να κάνεις παζάρι. Είσαι υποχρεωμένος. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μια περίοδος μέλιτος, γλυκού πλησιάσματος. Χωρίς ποτέ να ειπωθούν όλα τα «ανείπωτα», μερικά γιατί δεν άξιζε καν να συζητηθούν, ήταν χαζομάρες, ακρότητες της εφηβείας αλλά και παλιές πατρικές ακρότητες. Τι να συζητήσεις για αυτά; Τα καταλαβαίνεις εκ των υστέρων. Αυτό που σήμερα σκέφτομαι είναι πόσο χρόνο θα είχαμε γλιτώσει αν καταλάβαινα από που πηγάζουν όλα αυτά.

Έπρεπε δηλαδή να μάθεις την ιστορία που αποτελεί τον πυρήνα του «Ολομόναχου» για να τον καταλάβεις; Ακριβώς. Ξαφνικά κατάλαβα γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε χτίσει ένα κάστρο γύρω του. Γιατί η οικογένειά του ήταν οι μοναδικοί του σύμμαχοι, δεν υπήρχε κανένας άλλος. Παλιά, νιώθοντας οίκτο για την πάρτη του, του έλεγα «θα πεθάνεις μόνος σου, δεν έχεις ούτε ένα φίλο». Δεν τους χρειάζομαι, έλεγε, είμαστε εμείς, εδώ στο σπίτι. Το οποίο έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια, ένα μικρό βασίλειο για να αισθάνεται αυτάρκης και ασφαλής. Αυτό για μένα δεν έβγαζε νόημα. Όπως και η τρέλα του να μην τον αδικήσει κανείς ούτε καν στο παραμικρό. Δεν σήκωνε μύγα, αλλά με μία ένταση ακατανόητη, με συγγενείς, με γνωστούς, με όλους. Πώς κάνεις έτσι, του έλεγα συνέχεια.

Πριν μάθεις την περιβόητη ιστορία, ένιωθες ως νέος την αγωνία πώς ό,τι κι αν γινόταν στο μέλλον, εσύ δεν έπρεπε να γίνεις σαν τον πατέρα σου; Ασταμάτητα! Έφτασα να λέω ότι η οικογένεια δεν έχει καμία σημασία, μόνο οι φίλοι, οι άνθρωποι που θα ανακαλύψουμε και θα κερδίσουμε, γιατί είναι τυχαίο ότι γεννηθήκαμε σε ένα σπίτι. Έφτασα στο άλλο άκρο, με την ίδια ακραία πίστη. Ώσπου συνειδητοποιείς ότι το ζήτημα δεν είναι αν πιστεύεις ότι σημασία έχει η οικογένεια ή οι φίλοι, αλλά με τι ένταση το πιστεύεις και το υποστηρίζεις.

Η αλήθεια είναι στη μέση, ως συνήθως; Προφανώς δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από την οικογένειά μας. Όπως είπε ο Σεμπάστιαν Μπάρι, οι πρόγονοί μας είναι όλοι τυλιγμένοι στην έλικα του DNA μας. Είναι αναπόδραστο αυτό. Κουβαλάμε τον πατέρα, τη μάνα, τους παππούδες, τις γιαγιάδες. Δεν θα σπάσει με τίποτα ο δεσμός. Μονάχα να τον διαχειριστούμε μπορούμε. Από την άλλη, φυσικά οι φίλοι είναι το αλάτι της ζωής, και μερικές φορές ίσως γίνουν η οικογένειά μας.

«Κάθε ένας που γράφει ιστορίες, ξέρει ότι η ζωή είναι πιο έξυπνη από εμάς, γράφει καλύτερες ιστορίες. Μερικές φορές τις παίρνεις ατόφιες. Μπορεί να έχουν νόημα και για τους άλλους»

Τελικά για ποιον έγραψες αυτό το βιβλίο; Για σένα, τη μάνα σου, τον πατέρα σου, το γιο σου ή για όποιον ξένο τύχει να το διαβάσει; Αν πω ότι το έγραψα για τον πατέρα μου θα ακουστεί λίγο μεταφυσικό. Έχω την αίσθηση ότι το έγραψα για μένα, για να σωθώ. Ταυτοχρόνως το έγραψα και για το γιο μου, θεωρώντας ότι αν η συγκυρία δεν το επιτρέψει, ελπίζω ότι θα το διαβάσει κάποτε και θα καταλάβει. Ακόμη κι αν εγώ έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μην κάνω το ίδιο λάθος με τον πατέρα μου, να μην αφήσω δηλαδή ιστορίες σκοτεινές με το γιο μου, δεν μπορώ να το αποφύγω. Οπότε, το βιβλίο είναι ταυτοχρόνως ένα γράμμα στον πατέρα, όπως λέει ο Κάφκα, αλλά και ένα γράμμα προς το γιο.

Ανησυχείς καθόλου από τις ενδεχόμενες αντιδράσεις του γιου σου; Το βιβλίο είναι όσο πιο αληθινό γίνεται. Δεν έχει τίποτε απολύτως επινοημένο, τίποτα φτιασιδωμένο, τίποτα μεταμφιεσμένο. Είναι ωμό υλικό. Δεν φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να υπάρξει αρνητική αντίδραση στην αλήθεια που κατέθεσα.

Αφού λες ότι το γράψιμο λειτούργησε λυτρωτικά σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής σου, υποθέτω ότι τώρα τα έχεις καλύτερα με τον εαυτό σου. Πράγματι νιώθω καλύτερα με δύο τρόπους. Από τη μία είναι το πολύ ανακουφιστικό ξεφούσκωμα που νιώθεις ολοκληρώνοντας κάτι. Νιώθεις ότι έδωσες την ενέργειά σου, ένα κομμάτι της ζωής σου σε αυτό και να που το τελείωσες. Καλό, κακό, δεν έχει σημασία, εσύ το έκανες. Αυτό μου συμβαίνει σε όλα τα βιβλία. Εδώ είναι διπλό γιατί έχει να κάνει με ένα κεφάλαιο πολύ δικό μου. Φυσικά υπήρχε η αμφιβολία για την αξία του όλου εγχειρήματος. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε η απόφασή μου να απαντήσω στο ερώτημα «τι σημαίνει ζωή για μένα». Ενδιαφέρει άραγε κάποιον άλλο αυτό που έχω να πω; Θεωρώ ότι δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά άμα δεν κάθεσαι μαζί της στην καρέκλα. Για όλα τα βιβλία, πόσο μάλλον για ένα βιβλίο σαν τον «Ολομόναχο». Είναι η καθημερινή και ολονύχτια σύντροφός σου αυτή η δουλειά. Προσπαθείς να βλέπεις σε αυτό που γράφεις το προσωπικό και ταυτόχρονα το καθολικό – αυτό κυρίως το εύχεσαι. Εκ των υστέρων, όμως, άνθρωποι που διάβασαν το βιβλίο, με τους οποίους γνωριζόμαστε μέσω facebook, τέτοιες «τρομερές» γνωριμίες δηλαδή, μου γράφουν «ευχαριστώ που έγραψες την ιστορία μου», ή «κι εγώ φέρω βαρέως ότι δεν πρόλαβα ποτέ να μιλήσω στα ίσια με τον πατέρα μου». Έτσι συνειδητοποιείς ότι αυτή η σχέση ρε παιδί μου είναι πηγάδι γεμάτο τραύματα για όλους μας. Το ζήτημα είναι ποιος παίρνει την απόφαση να κατέβει μέσα σε αυτό το πηγάδι και να ψηλαφίσει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έχοντας γράψει τόσα βιβλία μέχρι σήμερα, αλλά και σενάρια, έχεις πιάσει τον εαυτό σου να αντιλαμβάνεται τη ζωή, σε επίπεδο καθημερινότητας, κάπως σαν λογοτεχνικός ή κινηματογραφικός ήρωας; Για να το πω πιο απλά, κάποιοι λένε ότι αυτόν τον καφέ που πίνουμε εμείς τώρα, ένας συγγραφέας μπορεί να τον αντιληφθεί διαφορετικά από έναν άνθρωπο που κάνει μια πιο «κανονική», χειροπιαστή δουλειά. Δεν το πιστεύω. Έχω συναντήσει πολλούς τέτοιους ανθρώπους κι έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα και διεισδυτική ματιά πάνω στα πράγματα. Κάποτε συνάντησα έναν γυμνασιάρχη που δίδασκε φυσική σε σχολεία. Ήταν ένας από τους ωραιότερους αφηγητές που έχω δει στη ζωή μου, ένας άτυπος ληξίαρχος του χωριού του, ήξερε τις ιστορίες όλων, και τις διηγούταν με καταπληκτικό τρόπο. Τον ρώτησα, λοιπόν, γιατί δεν τις γράφει. Και μου λέει «δεν θέλω να γράψω, θέλω να έχω έναν καλό ακροατή σαν εσένα, να πίνουμε ρακή και να του τις λέω». Η διαφορά μας είναι ότι ο Γιώργης είναι ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος που γλεντάει την αφήγηση με φίλους κι εγώ είμαι ένας μίζερος, μοναχικός συγγραφέας που το γλεντάει με την οθόνη του, γιατί χρειάζεται ησυχία και συγκέντρωση. Με ρωτάς αν βλέπω τον εαυτό μου σαν ήρωα μιας ιστορίας. Ακόμη κι όταν γράφεις επινοημένες ιστορίες, τον εαυτό σου βάζεις στη θέση του ήρωα. Βιώνεις τη ζωή του επινοημένου χαρακτήρα και προσπαθείς να την αποδώσεις. Ομολογώ ότι έχει πλάκα να μπαίνεις στα παπούτσια κάποιου άλλου, σε μια εικονική πραγματικότητα. Αλλά κάθε ένας που γράφει ιστορίες, ξέρει ότι η ζωή είναι πιο έξυπνη από εμάς, γράφει καλύτερες ιστορίες. Μερικές φορές τις παίρνεις ατόφιες. Μπορεί να έχουν νόημα και για τους άλλους.

Αφού, λοιπόν, το γράψιμο είναι κάτι που κουβαλάς μέρα νύχτα και ο διακόπτης δεν κατεβαίνει ποτέ, σκέφτεσαι ότι όλο αυτό μπορεί να σου έχει κοστίσει σε ανθρώπινες σχέσεις; Μα φυσικά, έχει κόστος και μάλιστα τεράστιο. Δεν είναι χαρούμενη δουλειά. Και είναι εντυπωσιακό πόσο μικρή είναι τελικά η χαρά όταν έρχεται. Κρατάει πάρα πολύ λίγο. Και μάλιστα δεν είναι όταν βγει το βιβλίο, αλλά μόλις το τελειώνεις. Συνήθως περνάει πολύς καιρός από εκείνη τη στιγμή μέχρι να κυκλοφορήσει, οπότε το κοιτάς λίγο περίεργα.

Ανατρέχεις στα προηγούμενα βιβλία σου; Όχι. Αναγκάστηκα να κοιτάξω κάποια επειδή επανεκδόθηκαν, με πολύ κόπο πρέπει να ομολογήσω.

Εννοείς ότι είναι άβολο, σαν να κοιτάζεις παλιές σελίδες του ημερολογίου σου; Χαίρομαι πολύ που τα έχω γράψει αλλά είναι τελειωμένη ιστορία για μένα. Με τρώει τόσο πολύ το χέρι μου για ιστορίες που δεν έχω πει, που μου φαίνεται τρομερή σπατάλη χρόνου να γυρίζω στα προηγούμενα.

«Το βιβλιαράκι με έσωσε. Ήταν σχεδόν καλύτερο από αυτό που θα πετύχαινα πληρώνοντας αδρά έναν ψυχαναλυτή. Ήταν το σωσίβιό μου»

Ζεις με το άγχος να βρεις την επόμενη ιστορία που αξίζει να γράψεις; Υπάρχουν οι ιστορίες. Τις έχω και περιμένουν στην ουρά. Το μόνο άγχος είναι αν θα προλάβω. Ο «Γραφικός Χαρακτήρας», ας πούμε, γράφτηκε γιατί δεν μπορούσα εκείνη την περίοδο να γράψω ένα μυθιστόρημα. Έπρεπε να βιοποριστώ μέσα στην κρίση. Το μυθιστόρημα θέλει να αποκεφαλίσεις τον κοινωνικό σου εαυτό, να κλειστείς σε ένα μπουντρούμι και να βγεις ποιος ξέρει μετά από πόσο καιρό. Το έχω στο μυαλό μου. Έχω τον τίτλο, τον κεντρικό χαρακτήρα, τα κεφάλαιά, είναι δομημένο. Δεν μπορώ να γράψω αλλιώς. Πρέπει να φτάσω σε ένα σημείο που να έχω όλα τα απαραίτητα συστατικά.Υπάρχει μια μεγάλη περίοδος ψαξίματος και μετά ξεκινά η περίοδος του γραψίματος. Αλλά το γράψιμο απαιτεί χρόνο. Γι’ αυτό τότε έπαιξα με τις ιστορίες του «Γραφικού Χαρακτήρα», ήταν σαν παρηγοριά. Είναι άλλο να ξέρεις ότι έχεις μια βδομάδα για να γράψεις μια μικρή ιστορία και άλλο να θες χρόνια για να τελειώσεις ένα μυθιστόρημα. Έτσι είναι για μένα, που γράφω βασανιστικά αργά. Δεν υπάρχει πρώτο και δεύτερο draft. Υπάρχει ένα draft και γι’ αυτό παίρνει τόσο χρόνο. Είμαι από εκείνους που δεν πάνε στη σελίδα 2 αν δεν έχει τελειώσει η σελίδα 1. Η διαδικασία του γραψίματος για μένα είναι αυτή: πρέπει να βρω την ιστορία, να την μάθω καλά, να φτιάξω τη δομή της έστω αδρά, να βρω το ύφος του κειμένου. Αυτά είναι εκ των ων ουκ άνευ. Μετά είναι το «χαμαλίκι», να βάλεις κάτω όλο αυτό που έχεις χτίσει στο κεφάλι σου.

Ο πατέρας σου διάβαζε τα βιβλία σου; Ναι και ίσως να είναι τα μόνα βιβλία που διάβαζε. Στα 18 που του είπα ότι δεν θέλω να σπουδάσω τίποτα, η φυσική ερώτησή του ήταν «και τι θα κάνεις στη ζωή σου;» Εν έτει 1981 του είπα το θρασύτατο «θα ζήσω γράφοντας». Γέλασε με το δίκιο του. Μου είπε να βρω καμιά δουλειά σαν άνθρωπος και να γράφω τα απογεύματα. Αργότερα μπήκα στη δημοσιογραφία, είδε ότι έγραφα στις εφημερίδες, οπότε καμάρωνε, όπως και με τα σενάρια. Όταν διάβασε το πρώτο μου βιβλίο συγκινήθηκε. «Ποιος είμαι εγώ να το κρίνω, δεν ξέρω από βιβλία», μου είπε, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι χαιρόταν.

«Προφανώς δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από την οικογένειά μας. Οι πρόγονοί μας είναι όλοι τυλιγμένοι στην έλικα του DNA μας. Κουβαλάμε τον πατέρα, τη μάνα, τους παππούδες, τις γιαγιάδες. Δεν θα σπάσει με τίποτα ο δεσμός. Μονάχα να τον διαχειριστούμε μπορούμε»

Ήταν συνειδητή η επιλογή σου να ζήσεις γράφοντας ή στα 18 βρήκες κάτι που ήταν εντελώς ξένο προς τον πατέρα σου για να συγκρουστείς μαζί του; Ήταν η δήλωση ενός θρασύτατου εφήβου, που δεν ξέρει ακριβώς τι λέει, ίσως και να μην το πιστεύει. Εντάξει, να ζήσω γράφοντας, αλλά γράφοντας τι ακριβώς; Ώσπου πήγα στο στρατό και αξιοποίησα τους 22 μήνες που ήταν τότε η θητεία, αναζητώντας μία διέξοδο που να υποστηρίζει εκείνη τη φοβερή μου δήλωση. Στην αρχή, λοιπόν, οδηγήθηκα στη δημοσιογραφία, για να γράφω και να πληρώνομαι και ανακαλύψω τη φύση μου. Άργησα δηλαδή να νιώσω εντάξει με την επιλογή μου, την οποία είχε αμφισβητήσει ο πατέρας μου. Με το δίκιο του.

Θέλοντας και μη οι γονείς θα κάνουν τη ζωή των παιδιών δύσκολη κάποιες στιγμές. Έτσι ακριβώς. Θέλουν, δε θέλουν. Και θα το κάνουμε όλοι μετά στα παιδιά μας με τρόπους που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Τα έχουν πει πολλοί σοφοί αυτά.

Έχεις παρατηρήσει, δηλαδή, ότι στη σχέση με το γιο σου κάνεις πολλά από τα πράγματα που έβλεπες να κάνει ο πατέρας σου, κι εσύ ορκιζόσουν ότι δεν θα επαναλάβεις; Φυσικά. Ακόμη και να αντιστέκεσαι σε αυτό, είναι αδύνατο να μη δεις την παρόρμησή σου. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου με λάδωνε όταν έφερνα στο σπίτι τον έλεγχο με τα δεκάρια, στη Β’ ή Γ’ Δημοτικού, σιγά το δύσκολο δηλαδή. Έπεφτε καμάρι και χαρτζιλίκι. Είχε σημασία για τη ζωή τους. Όταν ο γιος μου πήγε στο σχολείο κι έφερε τον πρώτο έλεγχο, έπιασα τον εαυτό μου έτοιμο να κάνει ακριβώς το ίδιο. Δεν μπορείς να πηδήξεις έξω από τον ίσκιο σου. Μόνο ο Λούκι Λουκ είναι πιο γρήγορος από τον ίσκιο του. Όχι εμείς οι κοινοί θνητοί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γιατί λοιπόν είναι κατά κανόνα πιο δύσκολη η σχέση ενός γιου με τον πατέρα του παρά με τη μάνα του; Έχω την αίσθηση ότι αυτό συμβαίνει γιατί στη σχέση πατέρα-γιου υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση. Με τη μάνα σου είσαι διαρκώς μέσα στα φουστάνια της, η αγκαλιά είναι αυτονόητη. Με τον πατέρα είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Τουλάχιστον έτσι ήταν για μένα. Τον πατέρα μου τον έλεγα «βασιλιά της χειραψίας». Πρόκειται για μια σχέση με απόσταση που πρέπει να καλύψεις, αλλά μεγαλώνοντας ανακαλύπτεις ότι η απόσταση μεγαλώνει. Έρχεται η στιγμή που κι εσύ θες να τη μεγαλώσεις όσο περισσότερο γίνεται, να την κάνεις άβυσσο. Μόνο και μόνο για να επιστρέψεις συγχωρητικός και συγχωρεμένος. Σε διαβεβαιώ, λοιπόν, ότι τελικά ο πατέρας είναι άνθρωπος, δεν είναι αυτός ο άτρωτος αυτοκράτορας στο θρόνο της οικογένειας. Έχω σκυλομετανιώσει που αυτό που έκανα κάποτε ως δημοσιογράφος με δεκάδες ανθρώπους, αυτό που κάνεις εσύ τώρα που έχεις βάλει κάτω ένα κασετοφωνάκι και ρωτάς έναν άνθρωπο, δεν το έκανα με τον πατέρα μου. Σκυλομετανιώνω που τις ιστορίες του τις άκουσα τόσο σκόρπια, χωρίς ποτέ να προσπαθήσω να τις βάλω σε μια σειρά, να ελέγξω τους συσχετισμούς. Όπως γράφω στο βιβλίο, το ότι οι γονείς μου γνωρίστηκαν πρώτη φορά 15 χρόνια πριν παντρευτούν, το ξέραμε όλοι ανέκαθεν. Ήταν μια ωραία ρομαντική ιστοριούλα, ότι περίμεναν ο ένας τον άλλο. Όμως προφανώς δε στέκει να περιμένει κάποιος από τα 19 μέχρι τα 34 μια γυναίκα. Ακούγοντάς το απλά σε ένα οικογενειακό τραπέζι, είναι εύκολο να προσπεράσεις τις αντιφάσεις και τα κενά. Έχω μεγάλο κρίμα λοιπόν που δεν το έκανα, ειδικά μιας και η ζωή μου είναι οι ιστορίες, αυτές που λέω εγώ και αυτές που λένε οι άλλοι. Στους φοιτητές μου, όταν καμιά φορά μου λένε ότι δεν έχουν έμπνευση, τους λέω: πηγαίνετε και μιλήστε στους γονείς σας και θα συνειδητοποιήσετε τι πλούτος υπάρχει εκεί πέρα. Όλων η ζωή είναι ένα ορυχείο ανεξάντλητο. Σαν μεγαλύτερος λοιπόν, σε συμβουλεύω να το κάνεις. Να σταματήσεις να μιλάς με ρεμπεσκέδες σαν και μένα και να πας να μιλήσεις με τον πατέρα σου.

Αν μια μέρα έρθει ο γιος σου και σου πει «θα ζήσω γράφοντας»; Ξανασκέψου το, αλλά με την ευχή μου, θα του πω. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που έχει κατακτηθεί πια. Όταν ο πατέρας μου έλεγε να πάω στο πανεπιστήμιο, είχε απόλυτο δίκιο από την πλευρά του, και άλλο τόσο απόλυτο δίκιο είχα εγώ να μη θέλω αυτό που εκείνος ονειρευόταν. Σήμερα ξέρουμε ότι σε 20 χρόνια το 80% των επαγγελμάτων που γνωρίζουμε δεν θα υπάρχουν. Βλέπουμε τον κόσμο να αλλάζει με τέτοια ταχύτητα που πραγματικά δεν γίνεται να προβλέψεις ποιο μπορεί να είναι το επάγγελμα που θα είναι καλό να ακολουθήσει το παιδί σου, για να προσπαθήσεις να του το επιβάλλεις και εκείνο να «κλωτσήσει». Οπότε λοιπόν θα έλεγα στο παιδί μου: «φάε τα μούτρα σου, με την ησυχία σου».

Κι αν στο μέλλον σου ξεφούρνιζε τον δικό του «Ολομόναχο»; Μακάρι. Αν και θα ευχόμουν να περνούσε λίγο ευκολότερα από μένα στη ζωή του. Είναι δύσκολο να ζει κανείς γράφοντας.

Το ότι αύριο να διδάξεις σενάριο σε παιδιά που πιθανότατα θα έχουν διαβάσει το βιβλίο σου, θα επηρεάσει τη σχέση σας; Τους δίνει την αφορμή να σου μιλήσουν σαν να τους έχεις πει πρώτος κάτι πολύ προσωπικό. Όλο αυτό βαθαίνει τη σχέση μας. Παύει να είναι μια τυπική σχέση δασκάλου-μαθητή. Γίνεται μια σχέση δυνητικού φίλου. Από αυτή την πλευρά είμαι πολύ τυχερός. Έχω πολύ νέους φίλους. Θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου.

Στην προηγούμενη συνέντευξή σου έβαλα τίτλο «Νίκος Παναγιωτόπουλος: Είμαι ό,τι είμαι επειδή έζησα ό,τι έζησα». Τώρα ποιος πιστεύεις ότι θα ήταν ταιριαστός; Υπάρχει μια φράση που από τότε που την άκουσα με κάνει να χαμογελάω με συνενοχή προς αυτόν που την πρωτοείπε και προς αυτόν που μας τη μετέφερε. Την πρωτοείπε ένας μποξέρ, ο Τζο Λούις, και τη μετέφερε ο Φίλιπ Ροθ: “I did the best I could with what I had”.

Γιατί χαμογελάς όποτε την ακούς; Mε καθησυχάζει. Πέρασα κάποια χρόνια θέλοντας να φέρω καλό «έλεγχο» στον πατέρα μου. Τώρα πια, εξαιτίας του «Ολομόναχου», νιώθω κάπως πιο ήσυχος. Ελπίζω κι εκείνος όπου βρίσκεται.

Η μητέρα σου έκλαψε διαβάζοντας το βιβλίο; Απο χαρά. Κι εγώ κλαίω μαζί της. Είναι ωραίο το κλάμα που μοιραζόμαστε. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου αυτό το κλάμα που σημαίνει ότι δύο άνθρωποι είναι ορθάνοιχτοι και πατάνε ο ένας μέσα στον άλλο. Όλες οι άμυνες και οι πόζες είναι πια κατεβασμένες. Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη όσες φορές μου έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Όπως μια φορά που συζητούσα με μια φίλη για το πένθος, με αφορμή τους θανάτους των πατεράδων μας. Είναι μια μακρά διαδικασία, ίσως δεν τελειώνει ποτέ. Οι άνθρωποι που χάνουμε, επανέρχονται. Αν χάσεις έναν άνθρωπο στα βαθιά του γεράματα, σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να στενοχωρηθείς, λες μακάρι να πάρεις τα χρόνια του. Από την άλλη, αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν εικόνες στον ναό της ζωής σου. Όταν αρχίσουν να φεύγουν και είσαι μικρός, δεν σε πολυπειράζει γιατί έχεις ακόμη πολλούς. Όσο μεγαλώνεις, λιγοστεύουν όλοι αυτοί που σε έχουν κοιτάξει και τους έχεις κοιτάξει.

Δηλαδή δεν γίνεται ποτέ πιο εύκολη η ζωή, έτσι; Όχι. Το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι λίγο πιο κατανοητή.


Το βιβλίο «Ολομόναχος» του Νίκου Παναγιωτόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος