Ένα από τα ποιο εμβληματικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου η «Όπερα της Πεντάρας» παρουσιάζεται στο θέατρο Παλλάς σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και με ένα επιτελείο εκλεκτών πρωταγωνιστών. Ανάμεσα σε αυτούς ο Νίκος Καραθάνος, που μιλάει στην Popaganda για τον διπλό του ρόλο, τον Μπρεχτ και το τι σημαίνει να ανεβάζεις στην Ελλάδα του 2016 το διαχρονικό, αυτό, αριστούργημα.
Ποιος είναι ο χαρακτήρας που υποδύεστε στην «Όπερα της Πεντάρας» που παρουσιάζεται στο θέατρο Παλλάς; Είμαι ο αρχηγός της αστυνομίας, που ο καλύτερος του φίλος είναι ο αρχιεγκληματίας. Αυτή είναι μια σχέση περίεργη αλλά κατά τον Μπρεχτ δεν είναι απαγορευτικό για τη ζωή αλλά αντιθέτως είναι κάτι που σου επιτρέπει να ζεις. Με την έννοια ότι το να συνδιαλέγεσαι με αυτά τα δύο άκρα είναι πιο ισορροπημένο και πιο πολύ μέσα στη ζωή, ίσως είναι και πιο ζωή.
Παρά την αντίθεση που εμπεριέχει; Ίσα ίσα αυτή η αντίθεση είναι η ζωή.
Έκτος από αρχηγός της Αστυνομίας Μπράουν είστε και ο αφηγητής. Ο αφηγητής βρίσκεται εκεί για να επιτευχθεί αυτό που επιθυμεί ο Μπρεχτ στο θέατρο: η αποστασιοποίηση. Ο αφηγητής βγαίνει στη σκηνή και μαρτυράει τι θα γίνει. Βασικά όλο το έργο είναι μια θαυμάσια κριτική για το ίδιο το θέατρο. Έχω την εντύπωση ότι ίσως του ξέφυγε και λίγο γιατί έγραψε όπερα για ζητιάνους αλλά είχε θαυμαστή επιτυχία στους πλούσιους της εποχής. Γι’ αυτό υποπτεύομαι ότι κάπως ξέφυγε από τον αρχικό σκοπό του.
Ή ίσως είχε το θάρρος να φέρει ενώπιον του πλούσιου κοινού της εποχής κάτι που τους έκρινε και μάλιστα κατάφερε το κοινό αυτό να αποδεχτεί και να χειροκροτήσει το έργο. Αυτό πώς θεωρείτε ότι το πέτυχε; Ήταν ο εκρηκτικός συνδυασμός του έργου. Η «Όπερα της Πεντάρας» είναι το “προχώρημα”, η μεταφορά του έργου «Η Όπερα του Ζητιάνου» του Τζον Γκέι που είχε ανέβει πολλές φορές στη Γερμανία με μεγάλη επιτυχία. Αυτό το έργο μετέγραψε ο Μπρεχτ και μαζί με τον Κουρτ Βάιλ δημιούργησε της «Όπερα της Πεντάρας», σε μια εποχή θηριώδη, στην εποχή του μεσοπολέμου όπου το πνεύμα και η ζωή βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Ο ίδιος ο Μπρεχτ όταν πήγαινε να δει την παράσταση όπως την ανέβαζε ο Στρέλερ την ίδια στιγμή έγραφε ένα άλλο τέλος για την παράσταση. Ο Μπρεχτ ήταν σε μια κινούμενη διαδικασία λέξεων, ρυθμών, παλμών, διαλόγου, συγγραφής, ήταν ένα πολύ ζωντανό πλάσμα.
Η παράσταση έχει ανέβει πολλές φορές στην Ελλάδα. Το 2016, μια εποχή που επίσης βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, τι μας λέει; Αυτά τα πολύ μεγάλα έργα νομίζουμε πολλές φορές ότι είναι κλασικά όπως είναι μια κολόνα του Παρθενώνα η οποία απλώς στέκεται εκεί και μας λέει λίγα ή μας δείχνει κάποια χωρίς να ξέρουμε τη σχέση έχουν με τη ζωή μας. Θα αρκεστώ να σας παραθέσω την τελευταία φράση του έργου: «Μην κυνηγάτε το άδικο με πάθος, το κρύο θα αυτοκαταψυχθεί, μέγα το ψύχος, μέγα και το σκότος σε αυτόν τον κόσμο όπου ο θρήνος αντηχεί». Και μόνο αυτή η φράση μας ξεπερνάει όλους.
Πρωταγωνιστούν: Μακχήθ: Χρήστος Λούλης, Κυρία Πίτσαμ: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κύριος Πίτσαμ: Άγγελος Παπαδημητρίου, Τζέννυ: Λυδία Φωτοπούλου, Αφηγητής, Αστυνόμος Μπράουν: Νίκος Καραθάνος, Πόλλυ: Νάντια Κοντογεώργη, Λούσυ: Κίκα Γεωργίου
Συντελεστές: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Ενορχηστρωτική επιμέλεια – διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου, Δημιουργία βίντεο: Δημοσθένης Γρίβας, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μπώκος, Φωνητική Διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου, Κινησιολογική Επιμέλεια: Αμάλια Μπέννετ.