Το 1993 βρέθηκα στη Δράμα με τη πρώτη μου μικρή ταινία. Δεν ήξερα κανένα και δεν με ήξερε κανένας. Πολλοί σκηνοθέτες που είχαν φέρει τις ταινίες τους στο φεστιβάλ ήταν εκεί. Ανάμεσα τους κι ένας μελαχρινός τύπος στα μαύρα, ο μόνος που φορούσε μόνο μαύρα. Ηταν ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Συνοδευόταν από τον πρωταγωνιστή του. Τους είδα μια-δυο φορές από μακρυά σ’ ένα μπαρ. Έμοιαζαν κάπως απόμακροι από όλα, ή έτσι μου φάνηκε. Είναι ζήτημα αν κάποια στιγμή ανταλλάξαμε μια-δυο κουβέντες. Όταν παίχτηκαν οι ταινίες μας, ανέλαβαν αυτές να κάνουν τις συστάσεις. Στα «Σκυλιά» έπαιζε ο Blaine Reininger των Tuxedomoon ενώ η «Φιλοσοφία» ξεκινούσε με Sex Pistols. Δεν ήταν όμως μόνο οι ροκ αναφορές μας. Ακόμη κι οι τίτλοι των ταινιών μας, μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ξαφνικά και τελείως ανέλπιστα, χωρίς να πούμε λέξη, είχαμε ανακαλύψει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, τον κινηματογραφικό του αδερφό.
Λίγους μήνες αργότερα ετοίμαζα το «Αντίο Βερολίνο». Αμέσως σκέφτηκα τον Νίκο για ένα μικρό αλλά ιδιαίτερο ρόλο και φυσικά αποφάσισα ότι θα παίζαμε μαζί. Φορέσαμε μαύρο κουστούμι αυτός, λευκό εγώ. Βάψαμε άσπρα τα μαλιά του Νίκου ενώ εγώ ξύρισα τα δικά μου. Μας γοήτευαν και τους δύο οι κακοί αν και τελικά γέρναμε στη πλευρά του καλού. Θα παίζαμε τα πιο παράξενα πρόσωπα της ταινίας, το ντουέτο των εκτελεστών. Καταδιώκαμε και τελικα σκοτώναμε σε ένα δωμάτιο του President, τον ήρωα που μάταια μας εκλιπαρούσε:
-Λάθος κανετε, λάθος, σκηνοθέτης ειμαι!
Ο σαρκασμός ήταν απόλυτος. Εμείς οι νέοι σκηνοθέτες, εκτελούσαμε αμείλικτα την κινηματογραφική μεταφορά μας. Η φεστιβαλική οθόνη της Θεσσαλονίκης ανατρίχιαζε από το ακατανόητο θράσος των νέων.
Αμέσως μετά την πρεμιέρα στο Φεστιβάλ, γύρισα για να παίξω στη δική του πρώτη μεγάλη ταινία, το «Ράδιο Μόσχα». Ενώ οι τίτλοι των ταινιών μας συνέχιζαν τον μυστικό τους διάλογο, το ότι μου είχε ζητήσει να παίξω, με προϊδέαζε και για το καστ. Ήμουν σίγουρος ότι θα είχε αποφύγει κάθε συμβατική επιλογή αλλά δεν ήξερα προς τα που θα πήγαινε και μέχρι που. Όταν εγώ πήγα στο πλατώ, τα γυρίσματα είχαν ήδη ξεκινήσει αρκετές βδομάδες πριν.
Την πρώτη μέρα έφτασα σε ενα μικρό μπαρόκ ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθης. Είχα περάσει πολλές φορές απ’ έξω αλλά ήταν η πρώτη που έμπαινα μέσα. Πέρασα τη βαριά ξύλινη πόρτα κι ανέβηκα τα φθαρμένα μαρμάρινα σκαλιά. Το ξενοδοχείο ήταν στα τελευταία του. Στη λιλιπούτεια ρεσεψιόν απέναντι μου είχα την πρώτη έκπληξη. Σκυμμένος πίσω από το ξύλινο πορτάκι, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αυτοπροσώπως με χαιρετά. Ανεβαίνω πάνω καθώς ατέλειωτος κόσμος κινείται γύρω μου. Τα παράθυρα είναι όλα κλειστά, σφραγισμένα. Παντού καλώδια, φώτα, κουστούμια, ζελατίνες. Ο οπερατέρ καθισμένος πάνω σε ένα μικρό γερανό με ρόδες, δίνει οδηγίες στους ηλεκτρολόγους. Ο Νίκος μου συστήνει την πρωταγωνίστρια. Η Σβετλάνα είναι ρωσίδα χορεύτρια και παίζει τον εαυτό της. Έχει ξυρισμένο κεφάλι όπως εγώ στο Βερολίνο και είναι γοητευτική και απρόβλεπτη. Εγώ θα παίξω τον σαδιστή πελάτη και φίλο του αφεντικού της. Όταν χρόνια πριν περνούσα έξω από το ερείπιο ξενοδοχείο στη Μάρνη, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κάποια μέρα θα βρισκόμουν στο πιο μεγάλο δωμάτιο, σε ερωτική σκηνή με μια ρωσίδα που πάτρωνας της θα ήταν ο Χάρυ Κλυν!
Η επόμενη επίσκεψη μου στα γυρίσματα για τις ανάγκες του ρόλου ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. Ο Νίκος είχε στήσει ένα δεύτερο στούντιο στο ιστορικό μιούζικ χωλ Άλσος, στο Πεδίο του Άρεως. Εδώ η κατάσταση ήταν ακόμη πιο πληθωρική, υπόγεια χολυγουντιανή. Μεγαλύτερος χώρος, ακόμη περισσότερος κόσμος. Όλα κολυμπούσαν σ’ ένα γοητευτικό χάος. Ο ίδιος ο Νίκος εμφανιζόταν σε απροσδόκητες στιγμές. Επωφελήθηκα από το κλίμα και ζήτησα από τον διευθυντή φωτογραφίας ένα νουάρ φωτισμό με ρίγες πάνω στο πρόσωπο για το κοντινό που θα μου έκανε, ενώ από την βοηθό σκηνοθέτη ζήτησα να χορέψει στη θέση της απούσας Σβετλάνα που υποτίθεται ότι παρακολουθούσα να λικνίζεται προκλητικά. Και οι δύο επιθυμίες μου πραγματοποιήθηκαν.
Και ξαφνικά καθώς περνάγαμε στις ομαδικές σκηνές, απίστευτα πρόσωπα άρχισαν να παρελαύνουν. Ο σταρ των πορνό Κώστας Γκουσγκούνης ήταν εκεί, θαμώνας στο κλαμπ. Ο Blaine Reininger τραγουδούσε και διασκέδαζε τους θαμώνες. Ο σταρ παλαιστής Απόστολος Σουγκλάκος ήταν ο πορτιέρης του μαγαζιού. Ο Άγγλος εκτελεστής Μέρεντιθ κυκλοφορούσε με καπαρντίνα και πιστόλι. Και ο Ρώσος σωτήρας της Σβετλάνα ήταν ντυμένος με τη στολή του κόκκινου στρατού ενώ η μοτοσυκλέττα με το καλάθι στο πλάι, τον περίμενε απ΄ έξω. Ένα απίστευτο κλίμα στο πλατώ και στα παρασκήνια μας περιέβαλλε σαν ομίχλη. Είχα την αίσθηση ότι κολυμπάω στο πιο κινηματογραφικό ενυδρείο που έχω μπει ποτέ.
Στην επόμενη ταινία μου, το «Καμιά Συμπάθεια Για Τον Διάβολο» είχα κρατήσει πάλι ένα μικρό πέρασμα για τον Νίκο. Ήταν ο τραυματιοφορέας που έσπρωχνε τον αναίσθητο ήρωα προς την κόλαση. Ο Τριανταφυλλίδης είχε κάτι καλύτερο για μένα στην επόμενη δική του, το «Μαύρο Γάλα». Θα έπαιζα τον τροφοδότη του σαρκοβόρου φυτού. Ένα ταξίδι μου σε κάποιο φεστιβάλ στη διάρκεια των γυρισμάτων, δεν μου επέτρεψε να το κάνω. Ήταν η τελευταία φορά που έβαζε ο ένας τον άλλο να παίξει σε ταινία του. Οι συναντήσεις μας έγιναν πιο αραιές. Όμως αυτή η αίσθηση της άμεσης επαφής χωρίς καμιά λέξη, με μια ματιά, έμεινε άθικτη όπως ακριβώς είχε γίνει την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Όπως κι εκείνη η μοναδική αίσθηση από το απίστευτο κινηματογραφικό ενυδρείο του, που το βλέπω ακόμη ολοζώντανο μπροστά μου. Και κάπου στο βάθος πίσω από το ντεκόρ, μπορεί να βγει απρόοπτα κι ο Νίκος και να μου κλείσει το μάτι.