Nick Banks: «Έχουμε μαζέψει πάρα πολλά γυναικεία εσώρουχα τόσα χρόνια από τη σκηνή»

 

O Nick Banks είναι ένας άνθρωπος που γνώρισε τη δόξα στα ‘90s ως ντράμερ των Pulp και μία ημέρα ξύπνησε και αποφάσισε να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση κεραμικών Banks Pottery, αφήνοντας τις “Glory Days” πίσω του. Εντάξει, στην απόφασή του αυτή συνετέλεσε και το γεγονός ότι το συγκρότημα αποσύρθηκε από την ενεργό δράση (sic) για μία δεκαετία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, που θα προβληθεί και στη χώρα μας η ταινία Pulp: A Film About Life, Death and Supermarkets στις Νύχτες Πρεμιέρας, οι οποίες φέτος συμπληρώνουν 20 χρόνια ζωής, ο Banks θα βρίσκεται στην Αθήνα για δύο λόγους:

Α. για να μας ταράξει με την παρουσία του στην αίθουσα, την ώρα που ο Jarvis θα κάνει τα ακροβατικά του στην οθόνη και

Β. για να παίξει μουσική στο πάρτυ που θα ακολουθήσει, μαζί με το DJ team της Popaganda. Αυτό θα γίνει σήμερα το βράδυ στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων μετά τις 11 το βράδυ! 

Εγώ έπαθα την πρώτη μίνι ταραχή όταν ενημερώθηκα ότι θα του μιλούσα στο τηλέφωνο αλλά βλέποντας την ταινία λίγο πριν συνδεθώ τηλεφωνικά με μία από τις αγαπημένες μου βρετανικές πόλεις, ξέχασα άγχος, ξέχασα ημέρα, ξέχασα χρονιά, τα ξέχασα όλα και βρέθηκα στο Σέφιλντ να χορεύω μαζί με χιλιάδες άλλους φανς αλαφιασμένη. Όταν δε άκουσα και τη φωνή του να μου λέει «yes, I’m in Sheffield at the moment», αυτό ήταν. Ξεσάλωσα εντελώς. Η ταινία-ντοκιμαντέρ που έχει σκηνοθετήσει ο Florian Habicht (Love Story) τους ακολουθεί στην τελευταία τους συναυλία στην πόλη που άρχισαν όλα και οι ίδιοι μοιράζονται στο φακό τις σκέψεις τους για τη δημοσιότητα, την αγάπη, τη ζωή, το θάνατο, τα σούπερ μάρκετ και… τη συντήρηση των αυτοκινήτων. Διάφοροι συμπολίτες τους μιλούν για την επιρροή που έχει ασκήσει η μπάντα στους Βρετανούς, μουσικά αλλά και στιχουργικά, και μαθαίνουμε και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τις πρώτες ημέρες των Pulp από τον ίδιο τον Jarvis, όπως ας πούμε, πώς ήταν να δουλεύει όλη μέρα σε ψαράδικο μικρός και να πρέπει το βράδυ να πάει σε πάρτυ χωρίς να μυρίζει ψαρίλα. Ένα θα σας πω, αν τη στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι αρχής και ακούγεται η εισαγωγή του “Common People”, δεν κυλήσει δάκρυ στην αίθουσα και δεν σηκωθεί τρίχα από το πετσί, να πέσετε να με φάτε.

Μία κυρία μίας κάποιας ηλικίας, αναφέρει στην ταινία ότι πάντα της άρεσαν οι Pulp περισσότερο από τους Blur επειδή είναι πιο μελωδικοί και έχουν καλύτερα λόγια. Λόγια που σε κάνουν να σκέφτεσαι. Εσένα ποιες μπάντες σε κάνουν να σκέφτεσαι; Ή μάλλον ας το πάρω αλλιώς, υπάρχουν τέτοιες μπάντες σήμερα; Η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθώ τα καινούργια πράγματα όπως συνήθιζα κάποτε. Δεν έχω την ίδια αγωνία και ενθουσιασμό για κάθε τι καινούργιο όπως όταν ήμουν νεότερος. Από την άλλη, όντως κάποτε υπήρχαν μπάντες που μιλούσαν με τους στίχους τους κατευθείαν στην ψυχή σου. Σε έκαναν να σκέφτεσαι όλα αυτά που βιώνεις σαν νέος, τις ανησυχίες σου, να ταυτίζεσαι με αυτούς τους στίχους. Δεν ήταν μόνο “αγόρι γνωρίζει κορίτσι, αγαπιούνται, τέλος”. Γι’ αυτό και μου άρεσαν μπάντες όπως οι Smiths. Σήμερα, πραγματικά δεν ξέρω τι συμβαίνει. Πάντα ήταν σημαντικό και το image και τα hit singles, αλλά κάποτε δεν ήταν μόνο αυτά. Τώρα με όλα τα free downloads και το streaming, ενώ οι νέοι θα μπορούσαν να μπουν πιο εύκολα στη διαδικασία να μη μείνουν μόνο στο single αλλά να ακούσουν ολόκληρο το άλμπουμ, βαριούνται και δεν το κάνουν. Κάποτε, το να πας σε ένα δισκάδικο, να περάσεις ώρα εκεί χαζεύοντας και να αγοράσεις σχεδόν στα τυφλά έναν δίσκο, ήταν συναρπαστικό. Το ότι ξυπνούσαμε από τα χαράματα και περιμέναμε το σόου του John Peel στο Radio 1 ήταν επίσης συναρπαστικό. Και από ένα δίωρο σόου, προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε περισσότερα, με τρομερή αγωνία. Τώρα με το ίντερνετ που λογικά θα περίμενε κανείς ο κόσμος να ακούει όλο και περισσότερα πράγματα, παρατηρώ περισσότερο το φαινόμενο “μένω στο single που μου πασάρουν και δεν πάω παραπέρα”.

Έχεις κάποια αγαπημένη μπάντα από το Σέφιλντ; Προφανώς θα σου απαντήσω ότι ευτυχώς έχω καταφέρει να είμαι μέλος της αγαπημένης μου μπάντας από το Σέφιλντ. Αλλά πέρα από αυτό, η αγαπημένη μου μπάντα θα έλεγα ότι ήταν οι Longpigs, το γκρουπ του Richard Hawley που στα τέλη των ‘90s με είχαν εντυπωσιάσει πάρα πολύ. Καταπληκτικοί.

Την πρώτη φορά που άκουσα το “Common People”, ήταν ένας θόρυβος και ο Jarvis μουρμούραγε μπλαμπλαμπλαααα επάνω σε αυτό το θόρυβο. Ήταν πολύ βαρετό.

Φαντάζομαι ότι το κορίτσι που θα έφτανε σήμερα στην Αγγλία από την Ελλάδα, πιθανότατα δεν θα υιοθετούσε το στίχο “I wanna live like common people” μιας και τόσα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Το συγκεκριμένο τραγούδι αντιπροσωπεύει όλη τη ματαιοδοξία και την υπερβολή των ‘90s. Βέβαια, παρά την οικονομική κρίση και τις γενικότερες δυσκολίες, υπάρχουν ακόμη κάποιοι που δεν λένε να βάλουν μυαλό. Ισχύει. Πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι που παρά τις δυσκολίες σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα κοιτούν πώς θα βολευτούν οι ίδιοι. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ δυστυχώς. Ακόμα και να σκεφτούν ότι θέλουν να ζήσουν σαν απλοί άνθρωποι, ποτέ τελικά δεν θα το κάνουν. Αλλά μπορεί και να νομίζουν στο μυαλό τους ότι το κάνουν, μόνο και μόνο επειδή μία ημέρα έκαναν κάτι πιο απλοϊκό από τις συνήθειές τους. Μπορεί να ζουν με αυτή την ψευδαίσθηση. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Στην Ελλάδα πώς είναι τα πράγματα τώρα;

Ε, ξέρεις, η κυβέρνηση λέει ότι υπάρχει ανάπτυξη και ότι όλα πάνε προς το καλύτερο, ενώ στην πραγματικότητα εμείς ακόμη προσπαθούμε και προσπαθούμε… Έτσι ακριβώς είναι και εδώ. Επειδή οι πολιτικοί λένε ότι η οικονομική κατάσταση φτιάχνει, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι έτσι. Δεν είναι. Εμείς δεν το βλέπουμε.

Είναι αλήθεια ότι την πρώτη φορά που άκουσες το “Common People”, σκέφτηκες ότι είναι ένα ασυγχρόνιστο χαζούλικο τραγούδι; Την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι, ήταν ένας θόρυβος και ο Jarvis μουρμούραγε μπλαμπλαμπλαααα επάνω σε αυτό το θόρυβο. Ήταν πολύ βαρετό. Σιγά-σιγά άρχισαν να μπαίνουν περισσότερα όργανα και μελωδία και φυσικά οι στίχοι, να αποκτά μορφή και κάπου εκεί μετά τις ατελείωτες πρόβες είπα “ναι, είναι φανταστικό”. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι όταν μπήκαμε στο στούντιο για να το ηχογραφήσουμε, κάποιος έξω στο διάδρομο έκανε φασαρία, σαν να κοπανούσε πόρτες και ο παραγωγός μας ο Chris Thomas χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι ουρλιάζοντας “βγάλτε το σκασμό όλοι, προσπαθούμε να ηχογραφήσουμε έναν hit record εδώ μέσα”. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πάγωσε ο χρόνος και κατάλαβα τι συμβαίνει και σκέφτηκα ότι ναι, είναι αλήθεια, ηχογραφούμε έναν hit record. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό (σ.σ. μικρή ανατριχίλα).

Η ταινία αποκαλύπτει συναισθήματα ανθρώπων από διαφορετικές γενιές και διαφορετικές κουλτούρες. Βλέπουμε παιδιά, έφηβους, ηλικιωμένους, εργάτες, ευκατάστατους, που όλοι έχουν έναν κοινό σημείο αναφοράς, τους Pulp. Τι είναι αυτό που έφερε τόσους εκ διαμέτρου αντίθετους ανθρώπους κοντά σας; Το ότι αυτή η μπάντα λέει τα πράγματα όπως είναι. Έχει ωραίες μελωδίες, πνευματώδεις στίχους και στυλ και μπορεί να απευθυνθεί σε τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους.

Ο Jarvis διάνοια; Χμμμ, είναι βαριά λέξη, ιδίως αν τον έχεις δει με το εσώρουχό του.

Φαντάζομαι ότι πρέπει να έχετε μαζέψει πολλά εσώρουχα από τις συναυλίες, κάθε φορά που παίζατε το “Underwear”. Τα έχετε κρατήσει; Έχουμε μαζέψει πάρα πολλά γυναικεία εσώρουχα, τόσα χρόνια είναι αλήθεια, χαχαχα. Τα έχουμε φυσικά. Ίσως μία μέρα να κάνουμε μία έκθεση. Θυμάμαι τον Jarvis πολλές φορές να αρπάζει τις μπαγκέτες μου και να κάνει τα εσώρουχα σημαίες στη σκηνή χορεύοντας. Πάντως έχουμε και πολλά ανδρικά εσώρουχα, αλλά και πολλά γράμματα που μας πετούσαν στη σκηνή. Μία έκθεση ίσως είναι καλή ιδέα.

Ο Nick Banks, πρώτος από αριστερά.

Η συναυλιακή επανένωση που κάνατε πριν τρία χρόνια ήταν πολύ επιτυχημένη, αλλά γιατί δεν βγάζετε κι ένα άλμπουμ; Κυκλοφορήσατε την επανεκτέλεση του παλιότερου τραγουδιού “After you” και μας αφήσατε με τη γλύκα. Η αλήθεια είναι ότι πλέον δεν έχουμε τον χρόνο που είχαμε κάποτε. Οι οικογένειες, οι άλλες δουλειές καθιστούν πιο δύσκολη την προετοιμασία ενός άλμπουμ. Ίσως η περίοδος που ηχογραφούσαμε πολλή μουσική να έχει πλέον τελειώσει αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, οπότε κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει.

Όταν έχεις παλέψει πάρα πολλά χρόνια για αναγνώριση και σε έχουν απορρίψει πολλές δισκογραφικές και συνεχίζεις να παλεύεις και να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις και τελικά αυτό γίνεται, είναι το πιο έντονο συναίσθημα που μπορείς να βιώσεις. 

“Do you remember the first time” (έπρεπε να το πω, δεν κρατήθηκα) που παίξατε στην Αθήνα, το 1998; Έχεις κάποια έντονη ανάμνηση από εκείνη τη βραδιά; Εγώ για παράδειγμα πέραν του καταπληκτικού live, θυμάμαι ότι ο κόσμος ήταν σε τέτοια ντελιριακή κατάσταση που ύστερα από λίγο βλέπαμε μόνο χώμα επάνω από τα κεφάλια μας. Και τα χέρια του Jarvis να αιωρούνται με το μικρόφωνο από τις σκαλωσιές. Θυμάμαι ότι ήταν σε ένα φανταστικό μέρος δίπλα στη θάλασσα και ότι είχαμε περάσει τόσο ωραία που μετά το live ο Steve έτρεξε και βούτηξε στο νερό ενθουσιασμένος.

Είναι εύκολο να δουλεύεις με τον Jarvis; Είναι αλήθεια ότι είναι διάνοια; Ο Jarvis διάνοια; Χμμμ, είναι βαριά λέξη, ιδίως αν τον έχεις δει με το εσώρουχό του. Μπορεί να είναι εύκολος, μπορεί να είναι πολύ δύσκολος, μπορεί να είναι πολύ απαιτητικός. Κυρίως παλιότερα ήταν συνέχεια στην τσίτα. Και φυσικά δεν θα σου πει ποτέ ακριβώς τι θέλει, πρέπει να μαντέψεις. Φυσικά μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι θέλει αλλά υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που είστε στη σκηνή και κάτι τον ενοχλεί ξαφνικά και σου ρίχνει ΕΚΕΙΝΟ το βλέμμα. Το βλέμμα που λέει: “ξέρω τι έκανες και θα τα πούμε μετά”. Μπορεί να εκνευριστεί πάρα πολύ και να επιμείνει στην άποψή του και να συζητάτε κάτι για ώρες, αλλά οκ, αυτός είναι ο Jarvis και αυτό τον κάνει ξεχωριστό.

Έχει τύχει ποτέ να μπερδευτείς στη σκηνή επειδή έχεις υπνωτιστεί από τις αεροπλανικές φιγούρες του Jarvis; Χαχα, έχουν συμβεί διάφορα περιστατικά αλλά ο Jarvis γενικά πάντα μας προετοιμάζει και τίποτα δεν είναι τυχαίο στα live. Σκηνοθετεί τον εαυτό του στο τραγούδι. Ειδικά τον πρώτο καιρό, όταν κάναμε πρόβες, θα μου έλεγε “να σου πω, σε αυτό το σημείο, κάνε αυτό ώστε να δώσει έμφαση στον καρπό μου που θα τον σπάσω έτσι στο πλάι” ή “όταν γυρίσω από εκεί κάνε το άλλο”. Έπρεπε η μουσική να ανταποκρίνεται στις κινήσεις του. Όταν λοιπόν το συνηθίσεις αυτό, από μόνος σου παρακολουθείς τις κινήσεις του, αυτές τις μικρές απότομες κινήσεις που κάνει και ακολουθείς αυτόματα, γιατί πλέον ξέρεις τον τρόπο που κινείται ο Jarvis. Μπορεί στο κοινό να φαίνεται αυθόρμητο, αλλά για εμάς είναι οι κινήσεις που τον χαρακτηρίζουν και όταν έχεις παίξει τόσα χρόνια μαζί του, πλέον τις περιμένεις και τις ακολουθείς ενστικτωδώς.  

Μετά από τόσα χρόνια, τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις και τι θα ήθελες πραγματικά να μη θυμάσαι; Αυτό που πάντα θα θυμάμαι από αυτό το ταξίδι, είναι το ίδιο το ταξίδι. Όταν έχεις παλέψει πάρα πολλά χρόνια για αναγνώριση και σε έχουν απορρίψει πολλές δισκογραφικές και συνεχίζεις να παλεύεις και να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις και τελικά αυτό γίνεται, είναι το πιο έντονο συναίσθημα που μπορείς να βιώσεις. Και πραγματικά ελπίζω ότι αυτό που βιώσαμε και τελικά καταφέραμε, δίνει ελπίδα σε πολλούς εκεί έξω που καθημερινά ακούνε ότι είναι losers. Αν μπορούσα να ξεχάσω κάτι, αυτό είναι το κουβάλημα όλου του εξοπλισμού μετά τα live στα μπαράκια, στις 5 τα ξημερώματα, μέχρι το βαν και μετά σε όλες τις σκάλες. Φρίκη. Τα καταφέραμε όμως. Και τώρα έχουμε άλλους να μας κουβαλάνε τα πράγματα στις σκάλες,..

Η ταινία “Pulp: A film about life, death and supermarkets”, θα προβληθεί στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟΣ 1, την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου στις 19:30. Το ίδιο βράδυ ο Nick Banks θα διαλέξει μουσική στο μέγάλο πάρτυ που θα γίνει στην Τεχνόπολη – μαζί του και το team της Popaganda. Ολόκληρο το πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας και πληροφορίες για τα εισιτήρια και τα after parties, εδώ.

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά