Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Νύχτες Πρεμιέρας 2016: Από το κλασικό Atlantic City στο τζούφιο θρίλερ Lights Out

Ο Louis Malle υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους σκηνοθέτες όλων των εποχών, έχοντας σκηνοθετήσει ταινίες τόσο στη γενέτειρά του όσο και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, με τον γνώριμο θλιμμένο τόνο του να τις χαρακτηρίζει. Μια ταινία του που μου έχει διαφύγει εδώ και πάρα πολύ καιρό και ήθελα οπωσδήποτε να δω ήταν το Ατλάντικ Σίτυ (Atlantic City), οπότε η ευκαιρία να μπαλώσω τα κενά μου στο έργο του μου δίνεται με αφορμή τη θεματική ενότητα που είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένη σε αυτόν στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.

Ο Lou είναι ένας υπερήλικας με παρελθόν στις κομπίνες. Μένει σε μια πολυκατοικία στο Ατλάντικ Σίτυ η οποία προορίζεται για κατεδάφιση προκειμένου να χτιστεί ένα καζίνο στη θέση της. Αναπολεί το παρελθόν του παρακολουθώντας τη Sally, τη νεότερη γειτόνισσά του. Η μοίρα θα τα φέρει έτσι ώστε τα μονοπάτια τους να διασταυρωθούν και να ανθίσει ένας έρωτας καταραμένος.

Το φιλμ του Malle είναι ένα μνημειώδες οπτικό δοκίμιο πάνω σε αρκετά θέματα: αμερικάνικο όνειρο, νουάρ εγκληματική ζωή, χαμένα όνειρα. Το εξαιρετικό σενάριο σε συνδυασμό με τη μοναδική του σκηνοθεσία ισορροπούν κατάλληλα ώστε να παραδώσουν μια μελαγχολικότερη και σαφώς πιο φιλοσοφική εκδοχή του γκανγκστερικού φιλμ. Το Ατλάντικ Σίτυ ξηλώνεται σιγά-σιγά προκειμένου να χτιστούν νέα καζίνο που θα αποφέρουν κέρδη ενώ οι μεγαλύτεροι από τους κατοίκους παραμένουν σαν τα γερασμένα κτίρια, θεμελιωμένοι στο παρελθόν, να θυμούνται τις ημέρες που πέρασαν λίγο πριν η απόδειξη της ύπαρξής τους σβήσει για πάντα. Ειρωνικό σημάδι της νέας εποχής που μέλλει να έρθει, μια πινακίδα που επισημαίνει πως το Ατλάντικ Σίτυ ξαναμπαίνει στο χάρτη, με τρόπο συγγενικό του The World Is Yours από τον Σημαδεμένο. Το παλιό φεύγει, το νέο έρχεται.

Αλλά με τι τίμημα; Μπορούν όλοι να ατενίζουν στις μέρες που θα έρθουν με αισιοδοξία; Με το ζόρι προσπαθούν να πράξουν κάτι που θα τους κάνει να λάμψουν έστω και για λίγο, που θα τους κάνει να ξανανιώσουν νέοι. Από την άλλη, η νεότερη γενιά, αυτή της κατάχρησης και της υπόσχεσης για μια καλύτερη ζωή προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανταπεξέλθει στις παρούσες συνθήκες, είτε αυτό σημαίνει εμπόριο ναρκωτικών είτε σκληρή δουλειά για να εξασφαλίσει μια θέση στο μέλλον. Νομάδες της τύχης που αναζητούν το Ελ Ντοράντο.

Η μεν παλιά γενιά έχει ως σύμβολό της τον Burt Lancaster, έναν νοσταλγικό γέρο που θέλει να ξαναζήσει της ημέρες της δόξας του αλλά ταυτόχρονα έχει έναν κώδικα τιμής. Προσπαθεί να νιώσει ξανά χρήσιμος και ικανός, πως μπορεί να προσφέρει σε αυτούς που αγαπά, γι’ αυτό αναλαμβάνει να γίνει έμπορος ναρκωτικών και μπαίνει στο στόχαστρο μιας φαμίλιας μαφιόζων που καταλήγουν να θέλουν το τομάρι του. Η δε νεότερη γενιά ταυτίζεται τόσο με τα κάλλη της Susan Sarandon όσο και με τον ρακένδυτο Robert Joy και την Hollis McLarren. Η μεν προσπαθεί να βγάλει το βιος της σε μια δουλειά που στο τέλος της ημέρας δε θέλει να θυμάται και το ζευγάρι Joy-McLaren ως άλλοι χίπηδες ζουν στη δική τους πραγματικότητα και φέρονται τυχοδιωκτικά προκειμένου να μπορέσουν να νιώσουν πως το αύριο τους ανήκει.

Αλλά όλα καταλήγουν σε ένα κλίμα χαρμολύπης. Γίνεται εμφανές πως για να προχωρήσει η ζωή πρέπει το παλιό να γκρεμιστεί. Θρηνούμε μεν τις απώλειες αλλά πλέον μπορούμε να ξέρουμε πως ο ήλιος θα ανατείλει και η επόμενη μέρα θα φέρει το νέο. Αρκεί να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα και να προχωρήσουμε. Το τέλος της ταινίας βρίσκει την αισιοδοξία να θριαμβεύει και όλοι μπορούμε να αισθανόμαστε ένα κομματάκι πιο χαρούμενοι που τα πράγματα έχουν ως έχουν.


Η ανυπομονησία μου για μια ταινία όπως το Μη Σβήσεις Το Φως (Lights Out) ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να με κάνει να κυκλώσω την προβολή της από την πρώτη μέρα που πήρα το πρόγραμμα του φεστιβάλ στα χέρια μου, έχοντας ήδη δει τη συμπαθητική μικρού μήκους του δημιουργού της, David F. Sandberg. Βέβαια, το όνομα του James Wan στη θέση του παραγωγού δημιούργησε ορισμένους κακούς οιωνούς, αλλά όχι αρκετούς ώστε να με αποτρέψουν να δω το συγκεκριμένο θρίλερ.

Μια απειλητική οντότητα που ελλοχεύει στο σκοτάδι και αφαιρεί τη ζωή από τα θύματά της, σφαγιάζει τον πατριό της Rebecca. Η απειλή, όμως, δεν περιορίζεται εκεί, καθώς ένα πιθανό θύμα είναι ο μικρός αδερφός της Rebecca, Martin, ο οποίος κινδυνεύει άμεσα. Έχοντας περάσει μια αντίστοιχη φάση στο παρελθόν, η Rebecca θα προσπαθήσει να βρει τη ρίζα του μυστηρίου προκειμένου να λύσει το αίνιγμα που κατατρέχει την οικογένειά της.

Θεωρώ τον James Wan πυροτέχνημα. Το πρώτο Saw ήταν ένα παιχνίδι μυαλού και αντοχής που αντέχει μέχρι σήμερα και πραγματοποιήθηκε με ελάχιστα μέσα. Μεθώντας από την επιτυχία του, ξεκίνησε μια σειρά από λάθος κινήσεις, δημιουργώντας καλογυαλισμένα θρίλερ που, αντί να δίνουν έμφαση στην ατμόσφαιρα (ωστόσο ότι θεωρώ το Παγιδευμένη Ψυχή μιαν αξιοπρεπή περίπτωση γιατί είχε μια σκοτεινή ambiance) βασίζονταν περισσότερο στον τρόμο του ξαφνικού. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θεωρώ ότι, ακόμα και από το κάθισμα του παραγωγού, αποκλείεται να μην βάλει το χέρι του ώστε η ταινία του εκάστοτε σκηνοθέτη να μη μοιάζει σαν δική του. Και τελικά επιβεβαιώθηκα. Η συμπαθητική μικρού μήκους ταινία μετατράπηκε σε έναν μεγάλου μήκους όλεθρο που αυτοπεριορίζεται.

Και λέω αυτοπεριορίζεται διότι προσπαθεί με χτυπητό τρόπο να εγείρει συναισθήματα τρόμου, σε σημείου πο καταντά προβλέψιμο το πότε θα συμβεί τι. Ειλικρινά, σε ολόκληρη την ταινία μάντευα τι θα γίνει και κατέληγα προς απογοήτευσή μου να πέφτω μέσα. Όσο για την έκπληξη που θα ‘πρεπε να αισθάνομαι σε κάθε jumpscare, δε λειτούργησε ούτε μια φορά η συνταγή. Έχει καταλήξει κουραστικό να βλέπουμε καλές ιδέες να χαντακώνονται από αυτού του είδους τη σκηνοθεσία και, παρά τη μικρή της διάρκεια, κουράζει γρήγορα, καθ’ ότι θυμίζει σχεδόν ολόκληρη την παραγωγή χολιγουντιανών θρίλερ της τελευταίας πενταετίας και βάλε.

Δεν είναι, επιπλέον, μόνο ο παράγοντας του τρόμου που τη ρίχνει ποιοτικά, αλλά και το ίδιο της το σενάριο όπως και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Το μεν σενάριο, προσπαθώντας να μεγενθύνει τη διάρκεια της ταινίας, προσπαθεί να σκαρφιστεί συνεχώς ευρήματα του πώς να κρατήσουν οι ήρωες το φως αναμμένο, καταλήγοντας σε μια επανάληψη της ίδιας σκηνής σε πολλές παραλλαγές. Γίνεται, οπότε, προφανές πως η συγκεκριμένη ιδέα δε μπορεί να λειτουργήσει σε μεγάλου μήκους διάρκεια και ότι ήταν καλή ιδέα μόνο για μια μικρού μήκους δημιουργία. Και οι ηθοποιοί,παραδίδουν σχεδόν άχαρες ερμηνείες, υποκύπτοντας σε κλισεδιάρικες υπερβολές, με αποτέλεσμα να θυμίζουν κάποια παρωδία.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας