Από τα πρώτα «τικ» στο φετινό πρόγραμμα υπήρξε ένα ντοκιμαντέρ για τη μουσική σκηνή του Δυτικού Βερολίνου της δεκαετίας του ’80. Λέγοντας μουσική σκηνή εννοούμε τις μπάντες που λίγο ήθελαν να ακουστούν στο ραδιόφωνο και δε θέλγονταν από τη ντίσκο σκηνή της εποχής. Nina Hagen, βεβαίως εξαιρουμένης, η οποία κατάφερε να υποτάξει την ποπ μουσική στο ταλέντο της και να αναδειχθεί σε παγκόσμια σταρ, χωρίς να βάλει νερό στο κρασί της. Μπάντες, λοιπόν, που ενδιαφέρονταν για την πολιτική, για την τέχνη και ανήγαγαν τη ρομαντική παρακμή σε τρόπο ζωής. Το B-Movie: Λαγνεία & Μουσική στο Δυτικό Βερολίνο / B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin είναι το καλύτερο φετινό μουσικό ντοκιμαντέρ που είδα μέχρι στιγμής.
Ο Mark Reeder, άρρωστος με τη μουσική, φίλος με τον Ian Curtis και μέλος των Frantic Elevators, μπάντα στην οποία συμμετείχε ο Mick Hucknall (Simply Red) το 1978 αποφασίζει να μετοικίσει στο Δυτικό Βερολίνο. Σε αυτή του την απόφαση συνέβαλλαν δύο καθοριστικοί παράγοντες: η ασχήμια του Manchester που μέρα με τη μέρα τον έθλιβε όλο και περισσότερο και η σαγήνη που του ασκούσαν τα synthesizers των kraut συγκροτημάτων. Φτάνει εκεί για να ανακαλύψει πως τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα, αλλά τουλάχιστον η ζωή είναι σαφώς πιο φθηνή, ενώ υπάρχει πολύ έντονη καλλιτεχνική δράση και νυχτερινή διασκέδαση. Γνωρίζει γερμανικές μπάντες και ανάγεται σε σημαντική φιγούρα του underground κινήματος, manager των Malaria, εκπρόσωπος της Factory Records στη Γερμανία, διοργανωτής του πρώτου punk live στο Ανατολικό Βερολίνο και της μοναδικής εμφάνισης των Joy Division στο Koma Kino, πρωταγωνιστής σε κάποιες από τις ταινίες του Jörg Buttgereit (Nekromantik) και για κάποιον καιρό συγκάτοικος του Nick Cave. Μέσα από την αφήγησή του βλέπουμε την πορεία της πόλης μέσα στην κρίσιμη δεκαετία, από τις μέρες της έκρηξης της punk μέχρι την πτώση του τείχους και την επέλαση της rave μουσικής.
Στο άπλετο αρχειακό υλικό που παραθέτει, παρατηρούμε σκηνές από μια εποχή αναβρασμού, από μια πόλη η οποία ναι μεν ρομαντικοποιείται, αλλά δεν παύει να υφίσταται ως μια περιοχή κατακρημνισμένη που προσπαθεί να βρει τα κομμάτια της. Που η νεολαία παίζει ξύλο με την αστυνομία, ξεσπά στο τείχος, δεν είναι σίγουρη για την πολιτική της ταυτότητα αλλά δείχνει μια απέχθεια στην εξουσία, και ταυτόχρονα θέλει να γλεντήσει μέχρι πρωίας, να προκαλέσει με την εμφάνισή της, να ανακαλύψει νέες καλλιτεχνικές οδούς.
Νέοι γοητευμένοι από τους Joy Division γεγονός που ωθεί μερικούς από τους καλλιτέχνες του underground να τους σιχαθούν. Βλέπουμε τους Ärzte να παίζουν το κομμάτι που έγραψαν για την Eva Braun, παρωδώντας σοβαρά ζητήματα, τον Nick Cave επί μονίμου βάσεως αγέλαστο να επιδεικνύει το όπλο του, τον Blixa Bargeld πριν ενταχθεί στους Neubauten να πειραματίζεται με ένα συνθεσάιζερ και τη φωνή του και μετά με την μπάντα που τον ανέδειξε να παίζουν το Yü-Gung. Σε μια βρετανική εκπομπή που επισκέπτεται τον Reeder για να κάνει ξενάγηση στη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου, η Christianne F τυχαία περνάει δίπλα από την παρουσιάστρια, η οποία δε διστάζει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της δίνεται για μια γρήγορη συνέντευξη. Ενδιαφέρουσα πόλη, ενδιαφέρον το παλαιωμένο φιλμ και η αισθητική που δίνει στο ντοκιμαντέρ, άριστη ροή, εξαιρετικές ευκαιρίες να γνωρίσουμε τέχνη που παρέμενε άγνωστη.
Σε μιάμιση ώρα περίπου, ο Reeder καταφέρνει να γράψει ένα λυρικό γράμμα προς την πόλη που ως νέος αγάπησε. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, ο ενθουσιασμός του όταν περιγράφει όσα τον όρισαν ως άνθρωπο στη νιότη του -συμφωνούμε-δε συμφωνούμε με την οπτική του- είναι πέρα για πέρα αυθεντικός και ηδύς. Σαν τον άνθρωπο που θυμάται τον πρώτο του έρωτα ή τις σκανταλιές που έκανε στα εφηβικά του χρόνια και σε μια μάζωξη του ζητάνε να μιλήσει γι’ αυτά. Κανένα σενάριο δεν μπορεί να περιορίσει το βρετανικό του χιούμορ ή τα γλυκόπικρα συναισθήματά του. Αντί να περιοριστούμε στην εξερεύνηση μιας μουσικής σκηνής, μέσα από τη γλαφυρή περιγραφή, ζούμε μαζί του όλα τα κοινωνικά συμφραζόμενα που υφίσταντο όταν μια καλλιτεχνική ομάδα διοργάνωνε ένα γενέθλιο πάρτυ προς τιμήν του τείχους. Και αυτό είναι και το ζητούμενο σε αυτά τα ντοκιμαντέρ.
Ο Νόμος της Αγοράς (La Loi du Marché) πέραν του ότι συζητήθηκε ευρέως μετά την προβολή στις Κάννες, βγήκε με το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου. Ήξερε που το έδινε το βραβείο η κριτική επιτροπή;
Από τότε που έκλεισε το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, ο Thierry προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να τα βγάλει πέρα στη δύσκολη πραγματικότητα της κρίσης. Πρέπει επειγόντως να βρει χρήματα για να βοηθήσει την οικογένειά του και πιο συγκεκριμένα το γιο του που πάσχει από μια μορφή αυτισμού. Η ευκαιρία του δίνεται ως φύλακας σε ένα πολυκατάστημα, στο οποίο αναγκάζεται να μάθει εξαρχής μια νέα δουλειά και τους κανόνες που ισχύουν σε έναν κόσμο που ο ένας τρώει τον άλλον και κανείς δεν κρίνεται με βάση το μόχθο αλλά πόσο καλά ξέρει να μιλάει για τον Άλλο. Έναν Άλλο που προσπαθεί να επιβιώσει όπως κι αυτός σε μια κοινωνία που παραπαίει.
Τίποτα δεν είναι φτιασιδωμένο στον κόσμο του Stéphane Brizé, όλα είναι βασισμένα στο ρεαλισμό, στη σκληρότητα, την ψυχρότητα και την ασχήμια, τόσο τη γενικότερη κοινωνική, όσο και την προσωπική, του ανθρώπου που ανέχεται καθημερινά την αηδιαστική μεταχείριση. Δεν υπάρχουν πλάνα αντιστοίχισης, παρά μονοπλάνα, όπως ακριβώς παρακολουθεί κάποιος ένα περιστατικό να εκτυλίσσεται μπροστά του. Η μουσική (εκτός από μια σκηνή) δε χρησιμοποιείται για λόγους ατμόσφαιρας, όποιος ήχος σπάει την έλλειψη ομιλίας προέρχεται είτε από τον περιβάλλοντα χώρο, είτε από κάποια συσκευή αναπαραγωγής μουσικής. Οι άνθρωποι δε μιλούν με τσιτάτα και στρωτά, δεν περιμένουν πότε θα τελειώσει τη φράση του ο άλλος, αντ’ αυτού μπερδεύουν τα λόγια τους, μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, λιτά και απέριττα, χωρίς καμία ροπή προς την ποιητικότητα.
Και γενικώς, επικρατεί μια ψύχρα στις μεταξύ τους σχέσεις. Κανείς δεν εκφράζει τα πραγματικά του συναισθήματα και τα κρατάει για τον εαυτό του. Όταν απευθύνεται σε κάποιον άλλον είναι είτε για να πειθαρχήσει, είτε για να διαπληκτιστεί μαζί του. Ένα παντρεμένο ζευγάρι προσπαθεί να χορέψει ροκ εν ρολ στους δικούς του ρυθμούς, αλλά όταν δοκιμάζουννα μπουν στα μέτρα που ζητάει ο καθηγητής τους δεν μπορούν να προσαρμοστούν με τίποτα, μια ευφάνταστη αλληγορία για τον κόσμο του σήμερα. Οι άνθρωποι στρέφονται στον εαυτό τους, μέχρι να ξεχειλίσουν και κανείς δε γνωρίζει ποιο θα είναι το τέλος τους, πως θα τους οδηγήσει η απελπισία τους ενώ οι υπόλοιποι αρνούνται να συμμετάσχουν στο μαρτύριό τους, αν και είναι παρόντες. Κανείς δεν επεμβαίνει, τα γρανάζια γυρνάνε, το σύστημα τρίβει τα χέρια του ικανοποιημένο.
Όσο για τον κεντρικό χαρακτήρα, τι μπορεί να πει κανείς για τον πρωταγωνιστή Vincent Lindon; Είναι τέτοιος ο τρόπος που αφουγκράζεται το ρόλο του που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το ότι εδώ έχουμε την καλύτερη ερμηνεία που θα δούμε φέτος. Καθώς είναι ταινία χαρακτήρα, ο Lindon το καταλαβαίνει και αποφασίζει να εκχυλίσει όλο του το ταλέντο ώστε να μη σταματήσει ούτε λεπτό να προσφέρει μαθήματα ρεαλιστικής υποκριτικής. Όταν ξεκινάει η ταινία, ορκιζόμαστε πως αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να δαρθεί άνετα με κόσμο για τα δικαιώματά του. Καθώς η ταινία κυλά και έχουν περάσει αρκετοί διάλογοι, αλλά και αρκετές σιωπές στις οποίες ακούει αμέτοχος ανθρώπους να τσακώνονται, να διαπραγματεύονται, να τον σχολιάζουν, να προσπαθούν να γλιτώσουν από μια πράξη την οποία διέπραξαν λόγω της βάρβαρης καθημερινότητας, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και ο χαρακτήρας του. Φαίνεται η πραγματική του κούραση, η πίκρα του, η έλλειψη δύναμης να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό, η αμφισβήτηση. Και όλο αυτό, όχι μέσα από κουραστικούς διαλόγους, αλλά μέσα από σιωπές που τα μάτια μιλάνε περισσότερο από το στόμα. Σπουδαίος ερμηνευτής.
Όσο για την πολιτική στάση της ταινίας, αυτή παραμένει στην κρίση του καθενός. Ο σκηνοθέτης αφήνει το θεατή να αποφασίσει για τον ηθικό χρωματισμό της πλοκής. Άλλοι θα τον πουν ανόητο, άλλοι ήρωα, άλλοι θα προσπαθήσουν να είναι πιο ουδέτεροι και να τεκμηριώσουν την άποψή τους. Αλλά αυτό είναι καθαρά δική τους απόφαση, ένα ψυχολογικό τεστ φτιαγμένο με προσοχή. Ο δημιουργός, πάντως, φαίνεται να ελπίζει και να επιθυμεί την ανθρωπιά, όχι απλά να δούμε την ταινία του και μετά να γυρίσουμε πίσω στις ζωές μας σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο πικρή κι αν είναι, δεν παύει να είναι τεκμήριο εξαιρετικού κινηματογράφου και, τολμώ να πω, λαϊκού. Δεν απευθύνεται σε κανέναν διανοουμενίστικο κύκλο, ούτε και σε αυτούς που θέλουν να ξεσπάσουν. Την ίδια πραγματικότητα που ζούμε όλοι θα μας αφηγηθεί, αλλά όπως προείπαμε, ανάλογα με τα πιστεύω του καθενός, άλλη χροιά θα πάρει το περιεχόμενο. Στη δεκάδα της χρονιάς πριν καλά-καλά αυτή κλείσει.