Θέλοντας να αποκτήσω περισσότερο σφαιρική άποψη για τον Eytan Fox και δεδομένου ότι αυτή είναι η ταινία με την οποία έγινε γνωστός στον κόσμο και το όνομά του ξεπέρασε τα σύνορα του Ισραήλ, επέλεξα να δω ακόμη μια ταινία από το αφιέρωμα σε αυτόν. Το Yossi και Jagger αφορά και πάλι στον έρωτα μεταξύ δύο ανδρών, οι οποίοι όμως δεν προέρχονται από αντίπαλα στρατόπεδα. Υπηρετούν στο ίδιο στρατόπεδο -κυριολεκτικά- και προσπαθούν να ανταπεξέλθουν τα εμπόδια που κάθε στιγμή προβάλλουν στη σχέση τους.
Ο Yossi διοικεί μια μερίδα στρατιωτών στην εμπόλεμη ζώνη. Μέρος της μονάδας του είναι και ο Jagger, ένας αστείος και ευγενικός τύπος που χαίρει εκτίμησης απ’ όλους τους συναδέλφους του. Κανείς δεν ξέρει, όμως, ότι μεταξύ τους φωλιάζει ένας μεγάλος έρωτας και ότι όταν ο Yossi τον καλεί για βοήθεια σε κάποια περιπολία, δεν το κάνει λόγω της πολεμικής δεινότητας του συντρόφου του. Η καθημερινότητα της μονάδας διακόπτεται με την άφιξη του στρατηγού, ο οποίος ανακοινώνει την επόμενη αποστολή τους: το στήσιμο ενέδρας κατά των εχθρών με άγνωστα αποτελέσματα. Η σχέση των δύο στρατιωτών καθώς και η σχέση των μελών της μονάδας θα δοκιμαστεί, ενώ δε βοηθάει καθόλου την κατάσταση πως τον στρατηγό συνοδεύουν δύο εμφανίσιμες κοπέλες, η μια εκ των οποίων έχει βάλει στο μάτι τον Jagger.
Βλέποντας πρώτα τη Φούσκα και μετά αυτό, γίνεται αντιληπτή η πρόοδος του σκηνοθέτη ως προς το τεχνικό του κομμάτι. Το Yossi… προηγείται χρονικά κατά 4 χρόνια και μάλιστα πρόκειται περί τηλεταινίας, γυρισμένης για την ισραηλινή τηλεόραση. Η ερμηνεία του πρωταγωνιστή (ο ίδιος που υποδύεται τον Noam στη Φούσκα) είναι σαφώς πιο «μαγκωμένη», καθώς πρόκειται για τη μόλις δεύτερη ταινία στην οποία υποδύεται ένα ρόλο. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται σε κάποια σκηνοθετική εντολή ή στο ρόλο που υποδύεται, αλλά η διαφορά είναι εμφανέστατη. Το σενάριο, αν και πιο πολυσχιδές χαρακτηρολογικά και σαφώς πιο προκλητικό απ’ όσο έχουμε συνηθίσει σε τηλεταινία στα καθ’ ημάς, έχει εμφανή κενά, όταν δεν καταλήγει προβλέψιμο. Για παράδειγμα, ένας διάλογος που το αποδεικνύει αυτό έχει ως εξής: «Πες μου που πονάς» / «Αγκάλιασέ με» / «Μη μιλάς, ξεκουράσου» και μάλιστα χωρίς κάποια παύση να υποδηλώνει το συναισθηματικό περιεχόμενο της τελευταίας φράσης. Συμπαθητική προσπάθεια γίνεται στην ανάπτυξη των υπόλοιπων χαρακτήρων, αλλά τα αποτελέσματα δεν αποδεικνύονται ουσιώδη. Έχει φυσικά, το ελαφρυντικό του ότι είναι υποχρεωμένος να πει ό, τι θέλει σε μόλις μια ώρα, αλλά με λίγο πιο σωστή δομή και όχι διαρκή περάσματα από τον ένα χαρακτήρα στον άλλον, απλά για να δούμε τα τωρινά του συναισθήματα, ίσως τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά. Γιατί κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως άλλο ένα τραγικό ρομάντζο.
Οπότε αναρωτιέμαι: σίγουρα είναι κάπως πιο αξιοπρόσεκτη μια στρατιωτική ταινία που αφορά σε δύο ομοφυλόφιλους εραστές, αλλά η συγκεκριμένη γιατί τράβηξε σε τέτοιο βαθμό τα βλέμματα πάνω της; Σίγουρα, είναι μια τρυφερή (όπως και προβλέψιμη) ιστορία αγάπης, με κάποιες έξυπνες ατάκες, αλλά αν αντί για ομοφυλόφιλους είχαμε ένα ετεροφυλόφιλο ζευγάρι (με κάποια κόρη ενός υψηλά ιστάμενου στελέχους και έναν υπόλογο του «πεθερού» ας πούμε), κανείς δε θα νοιαζόταν. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η έστω και επίφοβη σχέση τους δεν αποδεικνύει ότι είναι τόσο καταραμένη ή δε γίνεται εμφανής η επίπτωση που θα είχε το να μαθευτεί. Είναι απλά μια σχέση που ανθεί στα χαρακώματα και ακολουθεί (ακόμα και για την εποχή που γυρίστηκε) την απόλυτη πεπατημένη, ενώ δεν έχει κάτι παραπάνω να πει. Έχει μεν κάποια αξιοσημείωτα πλάνα με υποβόσκον περιεχόμενο (η ετοιμασία μπροστά από το ραγισμένο καθρέφτη ας πούμε), αλλά κατά τα λοιπά πρόκειται για ένα συμπαθές ντεμπούτο και τίποτα παραπάνω.
Εν κατακλείδι, ως άνοιγμα στον κόσμο, σηματοδοτεί απλά την ύπαρξη ενός σκηνοθέτη από μια χώρα που δε φημίζεται για την κινηματογραφική της παραγωγή, ο οποίος ενδεχόμενα να μας απασχολήσει στο μέλλον. Και ίσως αυτό να είναι αρκετό για πολλούς ώστε να τη θεωρήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σημαντική. Αν δούμε και την υπόλοιπη φιλμογραφία του, σίγουρα θα καταλάβουμε κάτι παραπάνω, αλλά σε κάποιον σαν εμένα που αυτές οι ταινίες και με αυτή τη σειρά είναι η πρώτη γνωριμία με τον ίδιο, αυτή είναι η γενικότερη εντύπωση.
Ιδιαίτερα εν καιρώ κρίσης, το ζήτημα του φασισμού δεν πρέπει να σταματά να προβληματίζει κοινό και καλλιτέχνες. Το είδαμε να δυναμώνει, είναι η ευκαιρία να το αποτρέψουμε. Λογικό είναι μερίδιο της κινηματογραφικής παραγωγής να μιλά γι’ αυτό το θέμα-ταμπού ειδικά για τη χώρα που οδήγησε τον κόσμο σε αιματοκύλισμα τον προηγούμενο αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, όσο ευγενή και να βρίσκω τον σκοπό –οι καλές προθέσεις δεν είναι ποτέ αρκετές από μόνες τους άλλωστε-, άλλο τόσο μεγάλες είναι οι αντιρρήσεις που έχω με το Λαβύρινθο Της Σιωπής σαν ταινία.
Ο Β’ Παγκόσμιος έχει πάνω από μια δεκαετία που έληξε και ο Johann (φανταστική ή πραγματική προσωπικότητα; Ακατανόητο) ασκεί με ζήλο το επάγγελμα του εισαγγελέα. Όταν του αποκαλύπτεται πως ένας πρώην ναζί έχει γλιτώσει από την τιμωρία για τα εγκλήματα που διέπραξε, ξεκινά, με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, ένα κυνηγητό σε όσους εκπροσώπησαν το ναζιστικό κόμμα και δεν υπέστησαν καταδίκη για τα εγκλήματά τους. Τα προβλήματα, όμως, ξεκινάνε από τη στιγμή που καταλαβαίνει πως αρκετοί από αυτούς που ανήκουν στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια ανήκαν στο ναζιστικό κόμμα, ενώ και κάποια άλλα μυστικά τον περιμένουν στη γωνία.
Κατ’ αρχάς, δε γίνεται να μην αναφερθούμε στην εξαιρετική παραγωγή και την αντίστοιχη φωτογραφία. Καλοστημένα σκηνικά που λούζονται από το κλινικό και χωρίς συναισθηματισμούς φως της γερμανικής ιδιοσυγκρασίας, πιστευτή αλλά ταυτόχρονα στυλάτη ενδυματολογία, μια φωτογραφία που όχι μόνο ξέρει να τιμά, αλλά καυχιέται κιόλας για την παραγωγή. Και γιατί όχι, άλλωστε έχει κάθε λόγο στο οπτικό μέρος να κομπάζει. Όπως επίσης, πρέπει να επισημανθεί και κάτι εξαιρετικά σοβαρό: η απεικόνιση της άρνησης των Γερμανών να μιλήσουν, ακόμα και τόσα χρόνια αργότερα, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποκρύπτοντας μάλιστα από τη νέα γενιά τις θηριωδίες του παρελθόντος. Θυμάμαι όταν είχα δει ένα ντοκιμαντέρ του BBC για το Kraut Rock, στο οποίο η πλέον γερασμένη Renate Knaup των Amon Düül II αφηγείται τις δεκαετίες που μεγάλωνε. Περιγράφει το πώς όλοι σιωπούσαν, πως ο πατέρας της ποτέ δεν παραδεχόταν πως ήταν ναζιστής, πως κανείς δε μίλαγε για το τι είχε γίνει 30 χιλιόμετρα μακριά, στο Νταχάου. Μέσα από τις σκηνές που ο εκνευρισμένος δημοσιογράφος ρωτά τους πάντες αν γνωρίζουν τι έγινε στο Άουσβιτς και αυτοί απαντούν αρνητικά, μπορώ να δω τα λόγια της Knaup να παίρνουν σάρκα και οστά.
Αλλά κάπου εκεί έρχεται και η γενικότερη εικόνα της ταινίας να καλύψει τα προτερήματά της. Γιατί κατά βάση δεν πρόκειται για μια ταινία που ενδιαφέρεται να δείξει ενδελεχώς τη συμπεριφορά του κόσμου μέχρι τις δίκες του 63-65, όταν και αρκετά στελέχη των ναζί καταδικάστηκαν. Αντιθέτως, προτιμά να το χρησιμοποιήσει σαν φόντο για να αφηγηθεί ένα μελόδραμα με έναν επίπεδο πρωταγωνιστή, μια παρέλαση κλισέ που αφορούν σε βασανισμένους χαρακτήρες, μια ασήμαντη (αλλά για κάποιο λόγο σημαντική για το σενάριο και γελοία μέχρι την κλιμάκωσή της) ερωτική γνωριμία και να θυμίσει εν πολλοίς σαπουνόπερα εποχής. Τα περιστατικά των βαρβαροτήτων χρησιμοποιούνται σαν τακτικές σοκ για να δώσουν έναν τόνο σοβαρότητας, αλλά από εκεί και πέρα, σε συνδυασμό με τις κάκιστες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, καταλήγει σε ένα βαρετό ιστορικό «δράμα».
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο τέλος υπάρχει και μια θρασύτητα όταν η ταινία περιγράφει τις δίκες σαν ένα κομβικό σημείο για την ιστορία της Γερμανίας προς το καλύτερο. Ναι μεν έδειξε σημάδια αυτοκριτικής και αυτό αποτελεί κάτι όντως σημαντικό, αλλά για ποια καλύτερη Γερμανία μιλάμε ακριβώς; Για τη Γερμανία-υπερδύναμη του ξεπουλήματος των αξιών και τη μετατροπή της σε ένα πλάγιο νέο ράιχ; Που μπορεί να μην στέλνει κόσμο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο; Γιατί οι δίκες δεν ήταν κομβικό σημείο απλά για τη Vaterland, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο, έναν κόσμο που ακόμα και σήμερα φροντίζει να τον διακοσμεί με ένα γυαλιστερό Arbeit Macht Frei στην είσοδό του. Κατευθείαν στόχευση στο πατριωτικό συναίσθημα (σε επίπεδα προπαγάνδας) και έτοιμος ο γερμανικός Πρόμαχος.