Δε νομίζω ότι κατηγόρησε ποτέ κανείς τους New Order ως ανθρώπους υπεράνω χρημάτων. Άλλωστε, ο πολυσυζητημένος χωρισμός με τον Peter Hook έγινε, πριν λίγα χρόνια, (και) για τα ασημικά των Joy Division. Τυμβωρύχος ο Hook αναμφισβήτητα, ειδικά με αυτούς τους Light που τριγυρνάει παίζοντας τα κομμάτια των JD σαν να τα διασκευάζουν οι Offspring, αλλά και το Lost Sirens δεν περιποιεί ακριβώς τιμή για τους υπόλοιπους. Είναι το άλμπουμ που νομίζω και οι φανατικότεροι του γκρουπ δεν έχουν ακούσει πάνω από 5 φορές. Δεν είναι κακό, δεν είναι ένα πρόχειρο άθροισμα outtakes (αποτελείται από τραγούδια που ηχογραφήθηκαν κανονικά την περίοδο 2003-04), είναι όμως αδιάφορο. Όπως είναι πάντα ότι περισσεύει. Πόσο μάλλον όταν περισσεύει από την πιο ανέμπνευστη στιγμή της καριέρας του γκρουπ που ήταν το αμέσως προηγούμενο Waiting for the Sirens’ Call. Το Lost Sirens μοιάζει σαν μια συλλογή από b-sides (σαν τέτοια ακούγονται τα “I Told You So” ή “Sugarcane”) που απευθύνεται αποκλειστικά σε συλλέκτες fans και τους λείπει το βασικό χαρακτηριστικό της επιτυχίας: η α’ πλευρά τους.
Η Gillian Gilbert αποσύρθηκε το 2001 για να αφοσιωθεί στην οικογένεια που έχει φτιάξει με τον Stephen Morris (δυστυχώς πια παλεύοντας εκτός από την αρρώστια της κόρης τους και με τον καρκίνο του μαστού). Στη θέση της ήρθε, αρχικά για τις περιοδείες και στη συνέχεια μόνιμα για δύο χρόνια (2005-07), ο κιθαρίστας Phil Cunningham. Στους New Order υπήρχε πάντα μια αδιόρατη ισορροπία/κόντρα του «οργανικού» με το «συνθετικό». Ας πούμε το πρώτο #teamHook και το δεύτερο #teamSumner. Εδώ, ο Barney –ίσως και λόγω της αναπάντεχης επιτυχίας του indie Get Ready, τέσσερα χρόνια πριν, κάνει πίσω. O βετεράνος post punk John Leckie (Simple Minds, Magazine, XTC), ο Stuart Price σε διάλειμμα από τις υποχρεώσεις του στην κονσόλα της Madonna και ο Stephen Street με τα παράσημα των Smiths και των Blur, επιστρατεύονται ως all-stars στην παραγωγή, αλλά το αποτέλεσμα είναι μάλλον πενιχρό. Ένα ξεκάθαρο Νο (τα αρχικά τους για πρώτη φορά σε εξώφυλλο) σινγκλ σαν το “Krafty” για το συναυλιακό sing-a-long στο “just give me one more chance/ give me another night/ with just one more day/ maybe we’ll get it right” και μια-δυο αναλαμπές σαν τα “Jetstream” (παρέα με την Ana Matronic των τότε hot Scissor Sisters) και το ομώνυμο του δίσκου track. Κι αυτό ήταν. Οι New Order το 2005 δεν στάθηκαν ικανοί να εκπέμψουν την ψαρωτική ποιότητα του βετεράνου για να ανταγωνιστούν π.χ. τους Killers που σάρωναν παντού με το ντεμπούτο τους. Μοιραία οδηγήθηκαν στο δεύτερο hiatus της καριέρας τους (2007-2011). Κι όταν επέστρεψαν από τη χειμερία νάρκη, στην αναφορά δεν εμφανίστηκε ο εμβληματικός τους μπασίστας Peter Hook.
Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας στα άλμπουμ των New Order. Αυτό που πιστεύουν (και συνήθως είναι) ως πιο δυνατό τους σινγκλ μπαίνει πρώτο στο tracklist. Δεν είναι από τις μπάντες που χτίζουν ατμόσφαιρα, ίσως γιατί ως κατ’ εξοχήν singles group κατά τη βρετανική παράδοση των 80s δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να πλησιάσουν σε κάτι που να μοιάζει με κόνσεπτ άλμπουμ. Υπάρχει κι άλλος ένας άγραφος New Order κανόνας, ή μάλλον καλύτερα διαπίστωση. Σπανίως, οι στίχοι τους υπήρξαν σπουδαίοι (εντάξει, δεν μιλάω για το “True Faith”) – συνήθως είναι απλοϊκοί, εντελώς εύπεπτοι, σπανίως είναι αλληγορικοί ή έχουν δεύτερες ερμηνείες, επίπεδα και… παράλληλα σύμπαντα. Όταν δε τους βλέπεις γραμμένους π.χ. σε κάποιο site αναζήτησης lyrics, (μπορεί να) διαβάζονται (ως) και αστείοι. Έχουν καμία σημασία όλα αυτά όταν ακούς το “Regret”; Το απόλυτο κομμάτι-καλούπι της «ενήλικης pop». Τόσο αφοπλιστικά απλό, τόσο μαγευτικά μελωδικό, ο ορισμός της σύνθεσης που «κολλάει σαν τσίχλα στον εγκέφαλο» με ρεφρέν που αναζητούν απεγνωσμένα οι ραδιοφωνικές πλεϊλίστες. Το Republic ξεκινά λοιπόν χάρμα, συνεχίζει ανάλογα με τα “World” και “Ruined A Day” (αμφότερα θυμίζουν έντονα Depeche Mode), όπως και το “Spooky”, όμως βρίσκει τους New Order ναι μεν εμπορικά απογειωμένους (το πιο επιτυχημένο τους άλμπουμ στις ΗΠΑ) αλλά και κάπως κουρασμένους δε. Έχουν ολοκληρώσει την electro pop στροφή 180 μοιρών σε σχέση με το που βρίσκονταν 15 χρόνια πριν, όμως η φουρνιά του big beat είναι έτοιμη να καλύψει το κουτάκι dance rock κι εκείνοι έχουν μείνει ορφανοί αφού η θρυλική Factory Records έχει κλείσει μόλις ένα χρόνο πριν. Και δεν κρύβουν με κομμάτια όπως τα “Liar” και “Times Change” ότι τα αισθήματά τους για τον παλιό συνέταιρο Tony Wilson δεν είναι τα καλύτερα. O θρυλικός designer Peter Saville πάντως παρέμεινε κοντά τους, μόνο που σχεδίασε αυτή τη φορά ένα «καλιφορνέζικο» εξώφυλλο, επηρεασμένος από τη νέα βάση του. Μια βάση που καθόλου δεν επιθυμούσε ο Bernard Sumner, ο οποίος δεν ήθελε να ταξιδέψει για περιοδεία στις ΗΠΑ. Παντού μύριζε ένταση, μοιραία μετά την εμφάνισή τους στο φεστιβάλ του Ρέντινγκ, το γκρουπ έπεσε σε αδράνεια. Όλοι ξεκουράστηκαν τρέχοντας παράλληλα πρότζεκτ (o Sumner τους Electronic με τον Johnny Marr, o Peter Hook τους Monaco και οι άλλοι δύο τους… The Other Two). Η επανένωση θα ερχόταν πέντε χρόνια μετά, το 1998. Στο δικό μας ranking, βέβαια, από το Republic και μετά υπάρχουν μόνο καλά, σπουδαία κι άλμπουμ αριστουργήματα.
7
Είναι πολύ δύσκολο, και κομματάκι άδικο, να βάζεις στη ζυγαριά κάθε καινούρια τους δουλειά δίπλα με τους ογκόλιθους του καταλόγου των New Order. Όμως το Music Complete, το τελευταίο στούντιο άλμπουμ των Βρετανών, είναι κάτι παραπάνω από καλό. Κυρίως είναι πολύ καλύτερο απ’ ότι περιμέναμε. Είτε γιατί έμοιαζαν να έχουν γίνει greatest hits μπάντα συναυλιών, πόσο μάλλον γιατί είναι το πρώτο τους χωρίς το μαγικό μπάσο του Hooky. Το καθοριστικό, συνθετικά, μπάσο του Hooky. Κι όμως εδώ οι New Order δεν ακούγονται σαν μια «άλλη μπάντα», αλλά εντελώς τελείως σαν τον εαυτό τους. Ο οδοστρωτήρας του “Plastic” μπορεί και να φλερτάρει με το all-time top 20 τους θυμίζοντας κάπως τις καλύτερες μέρες των Chemical Brothers (ο Tom Rowlands άλλωστε είναι σε δύο άλλα κομμάτια παραγωγός), η συνεργασία τους με τον Iggy Pop στο “Stray Dog” εκτός από έκπληξη είναι κι ευχάριστη, το lead single “Restless” δεν ενθουσιάζει αλλά… συνηθίζεται σαν grower hit, αν εξαιρέσει κανείς το αμφιλεγόμενο “Tutti Frutti” και την εντελώς διεκπεραιωτική συνεργασία με τον Brandon Flowers των Killers (“Supeheated”) οι New Order ξαναβρήκαν πλησιάζοντας τα 60 το χαμένο κέφι που είχαν χάσει σε επίπεδο ρυθμού περίπου για ένα τέταρτο του αιώνα.
Joy Division + synths – Ian Curtis = Movement.
Το ντεμπούτο των New Order προκαλεί αυτόματη συναισθηματική εμπλοκή. Έχει κομμάτια με τίτλους “Dreams Never End”, “The Him”, “ICB” (που σημαίνει “Ian Curtis Buried”) κι έχει προετοιμαστεί από την κυκλοφορία του συγκλονιστικού debut single “Ceremony” (στην πραγματικότητα ένα τραγούδι των Joy Division σε στίχους του αυτόχειρα που όμως δεν αναφέρεται σε κάποια κηδεία κι ας ακούγεται πρόδηλα πένθιμο). Είναι αδύνατον να μην δεις το άλμπουμ ως φόρο τιμής/μνημόσυνο και ίσως μάλιστα και να το υπερεκτιμούμε γι’ αυτόν το λόγο, δεδομένου ότι σαφώς υπάρχουν προφανή ζητήματα μετάβασης. Ας πούμε στα φωνητικά, εκεί η αμηχανία σχεδόν κόβεται στον αέρα. Κι όμως είναι ο πιο θεατρικός δίσκος των New Order, τα synths μεγεθύνουν την γκρίζα ατμόσφαιρα και σε μερικές στιγμές τους πάνε στο γήπεδο των Bauhaus. Είναι μια εποχή που έχουν αποφασίσει ότι θα συνεχίσουν (μόνο ο Barney είχε κάποιες αμφιβολίες), έχουν φέρει την Gillian για να γίνουν τετράδα κι, επίσης, δεν έχουν κόψει τις κουταμάρες με το κλείσιμο του ματιού στη ναζιστική σημειολογία: το νέο όνομα, όπως και το παλιό, έχει τέτοιες αναφορές. Από αυτό το μονοπάτι των shocking tactics βγήκαν ευτυχώς γρήγορα, ας είναι καλά η επαφή τους με την club κουλτούρα που τους χαλάρωσε. Στο Movement υπάρχει θυμός, θλίψη, πένθος. Λείπει φυσικά το σημείο αναφοράς της ερμηνείας του Curtis, κάτι που οδηγεί τον Martin Hannett (που παρέμεινε κοντά τους) να καταφύγει σε μια ακόμα πιο ακατέργαστη, απογυμνωμένη παραγωγή με τα drums ειδικά να ακούγονται τελείως στοιχειωτικά σε ορισμένα σημεία. Κι όμως σε αυτό το δίλημμα αβεβαιότητας μεταξύ αναζήτησης νέου ύφους και σεβασμού στις καυτές ακόμα αναμνήσεις, υπάρχει ένα σπουδαίο κομμάτι: το “Dreams Never End” – ένα από τα ελάχιστά τους με τον Peter Hook στα vocals. Το EP 1981-1982 που θα ακολουθήσει (με τα “Everything’s Gone Green” και “Temptation”) επισφραγίζει ότι έχουμε ένα γκρουπ που όχι μόνο δεν παρέλυσε, αλλά ανέκτησε τον βηματισμό του ενεργοποιώντας δημιουργικά αποθέματα που μέχρι τότε κοιμούνταν.
Μετά από οκτώ χρόνια αδράνειας, οι New Order επιστρέφουν. Μέχρι αυτόν τον δίσκο δεν είχα στ’ αλήθεια ζήσει σε πραγματικό χρόνο κανένα προηγούμενο άλμπουμ τους, ακόμα και το Republic με είχε βρει σε τρυφερή ηλικία που δεν «άκουγα τέτοια». Το 2001 όμως χρειαζόταν τους New Order. Θα περίμενε κανείς να πάρουν πίσω τα ηνία του ανθεμικού dance rock από τους Primal Scream που έσπερναν εκείνη την εποχή που ζεματούσε το XTRMNTR, να κεφαλαιοποιήσουν τον ντόρο που δημιουργούταν ξανά για την Factory εν’ όψει της κινηματογραφικής κυκλοφορίας του 24 Hour Party People (στο οποίο φυσικά «πρωταγωνιστούσαν»), να εξαργυρώσουν το αναδυόμενο club trend του electroclash που τους τιμούσε καθιστώντας υποχρεωτικό το “Blue Monday”στο peak των αντίστοιχων dj sets. Κι εκείνοι έφτιαξαν ένα indie άλμπουμ. Βάζοντας –χωρίς να τους το ζητήσει κανείς- με τα δύο πρώτα κομμάτια του δίσκου (και πρώτα singles), “Crystal” και “60 Miles An Hour”, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της britpop. Για τα προαναφερθέντα tracks δε χρειάζεται να προστεθούν πολλά, είναι έτσι κι αλλιώς από τα πιο αναγνωρίσιμα και πολυτραγουδισμένα της τρίτης χιλιετίας. Το καταπληκτικό με το Get Ready είναι το βάθος του. Το βάθος της ευαισθησίας του. Νομίζω, ότι είναι ένας από τους πιο συναισθηματικούς δίσκους των No με κομμάτια όπως τα “Vicious Streak”, “Slow Jam”, “Someone Like You” και φυσικά το φανταστικό “Turn My Way” που η συνεργασία με τον Billy Corgan λειτουργεί υπέροχα. Αντίθετα, η αντίστοιχη συμμετοχή του Bobby Gillespie των Primal Scream (“Rock the Shack”), αν και μοιάζει πιο αβίαστη, χαλάει ένα κομμάτι με στέρεη δομή αφού άλλη μια φορά ο Bobby παθαίνει Mick Jagger. Ήμασταν έτοιμοι, λοιπόν. Κι αυτοί επίσης. Για να προσηλυτίσουν άλλη μια γενιά, όχι με παππουδίστικες αναμνήσεις αλλά με φρέσκο υλικό. Την επόμενη χρονιά θα υπενθύμιζαν ότι και η επαφή τους με το dancefloor διατηρούταν μια χαρά δίνοντας το “Here To Stay” στο σάουντρακ του 24 Hour Party People.
Αντιγράφω από το description ενός ανεβάσματος του άλμπουμ στο you Tube που φιλοξενεί τις δηλώσεις των δύο κεφαλών του γκρουπ σχετικά με το Brotherhood.
Peter Hook: «Όποιος το ακούει καταλαβαίνει ότι έχει δύο πλευρές. Υπήρχαν μεγάλες μάχες που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του».
Bernard Sumner: «Πάντα είχαμε μια ισορροπία ανάμεσα στα electronics και το band stuff. Μάλλον, το Brotherhood πήρε τη δεύτερη κατεύθυνση. Είναι ένα πολύ πυκνό άλμπουμ ίσως γιατί το παρακάναμε στα overdubs κι έχει πολλά ηχητικά στρώματα».
Ο Barney έχει άδικο, ίσως έχει κάνει αυτή τη δήλωση γιατί δεν πέρασε απόλυτα το δικό του. Το Brotherhood είναι ο δίσκος απόλυτης ισορροπίας των New Order. Με ένα βαρύ γκρίζο «βιομηχανικό» εξώφυλλο των Peter Saville/Trevor Key που σε κάποιες limited editions βγήκε με επικάλυψη πραγματικού τιτάνιου-ψευδαργύρου. Είναι ο δίσκος που παραδίνονται στη μελωδία, γεμίζουν το δωμάτιο αφήνοντας τη μίνιμαλ «αραιή» αισθητική των πιο μουντών ημερών και γράφουν δύο από τα καλύτερά τους τραγούδια ever. Για το “Bizarre Love Triangle” δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά (μόνο ότι είναι καλύτερο και πιο ξεσηκωτικό στην 12’’ εκδοχή του απ’ ότι εδώ), αλλά για το “Paradise” που ανοίγει τον δίσκο αξίζει ειδική μνεία ως ένα από τα καλύτερα outsiders της New Order δισκογραφίας. Ένα θαυμάσιο κομμάτι που ο Sumner πατάει ίσως πιο γερά από ποτέ (μέχρι τότε) στα φωνητικά του, τραγουδά ξεκάθαρα χωρίς να απαγγέλει καταδιωκόμενος από το φάντασμα του Curtis. Τιμητική διάκριση και για τα “Broken Promise”, “Angel Dust”, συν το μπασοκίθαρο του Hooky στο “All Day Long”. Η μπάντα είναι για τα καλά στο δρόμο του φωτός. Την επόμενη χρονιά, σωτήριον έτος 1987, θα κυκλοφορήσουν τα singles “True Faith” και “Touched by the Hand of God”, συν το 12’’ “Temptation 87”. Ο δρόμος για το Technique είναι μονόδρομος. Περνάει αναγκαστικά από το dancefloor.
Το άλμπουμ των οπαδών. Που, πιθανότατα, θα το έβαζαν στην κορυφή της δικής τους δεκάδας.
Το άλμπουμ της Ιμπίθα, εκεί επέμεινε να πάνε για να το ηχογραφήσουν ο Hooky με σκοπό να αφήσουν επιτέλους πίσω τους τα «σκοτεινά και κρύα λονδρέζικα στούντιο» και το ταμείο της Factory φυσικά το ενέκρινε (ένα ταμείο που τα ενέκρινε όλα και τρία χρόνια αργότερα χρεοκόπησε αφού είχε στείλει και τους Happy Mondays για ναρκοτουρισμό μεταμφιεσμένο σε ηχογράφηση του Yes Please! στα Μπαρμπέιντος).Το άλμπουμ του acid house. Όχι δεν ανήκει ηχητικά σε αυτό το είδος, αλλά συνέβη παράλληλα με την έκρηξη της ηλεκτρονικής χορευτικής κουλτούρας στο Νησί και φυσικά επηρεάστηκε απ’ αυτό – οι ravers χρειάζονταν λίγη κομψή ηλεκτρονική ποπ για να βγει η εβδομάδα του comedown.
Το άλμπουμ που οι New Order πίκαραν φτάνοντας στο νο.1 του βρετανικού chart. Έτσι κι αλλιώς το 1989 όλοι οι ήρωες του (post) punk είχαν εγκαταλείψει την στρατευμένη μαυρίλα, είχαν μεγαλώσει για να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς αντικομφορμισμού κι έντασης και τερμάτιζαν την εξωστρέφειά τους. Σε αντιδιαστολή με τη νέα γενιά που εξέφραζε ένα νέο τύπο ενδοσκόπησης κοιτάζοντας τα παπούτσια της και καίγοντας ενισχυτές με το shoegaze.
To άλμπουμ με το πιο όμορφο ίσως από τα εξώφυλλα που σχεδίασε ο Peter Saville. Πάντα χωρίς να αναφέρεται πουθενά το όνομα της μπάντας.
Πρώτο single, “Fine Time”, σαν ανταπόκριση από τα dance επίκαιρα της εποχής. Καλύτερη στιγμή το θαυμάσιο “Vanishing Point” – ω Θεοί πόσο φανταστικό τραγούδι είναι το “Vanishing Point” – με ένα synth line που είναι New OrderTM for ages. Πιο χαρακτηριστική, ίσως, στιγμή εκείνη που ο Barney αναρωτιέται “answer me, why don’t you answer me?” στο “Run” σε μια από τις χαρακτηριστικές εισαγωγές στη δισκογραφία τους (συνδυάζεται ιδανικά με το “Mr. Disco” που ακολουθεί και τους κάνει για λίγο σωσίες των Pet Shop Boys). Στο Technique δεν έχουν καμία αμφιβολία για την πολυχρωμία που λέγαμε πιο πριν στην εισαγωγή, την κάνουν πράξη γι’ αυτό και παράγουν την «pop της οικειότητας». Όπως έγραψε κάποτε ο Tom Ewing στο P4K «κάθε τραγούδι του δίσκου είναι σαν να σε οδηγεί σε μια ρευστή δέσμη μελωδίας, μοιάζει σαν μια ζεστή αγκαλιά από έναν άγνωστο που ήξερες σε όλη σου τη ζωή». Στο αποκορύφωμα της αυτοπεποίθησής τους, οι New Order το επόμενο καλοκαίρι θα συνοδέψουν την Αγγλία στο Μουντιάλ της Ιταλίας γράφοντας το επίσημο τραγούδι της “World In Motion” – εκεί που τους ακούμε να χρησιμοποιούν τον John Barnes της Λίβερπουλ ως MC, ενώ αρχικά ήθελαν να γλεντήσουν το Νησί ονομάζοντας το track “E for England” (και δεν εννοούσαν απλά το αρχίγραμμα, αλλά το ecstasy).
Αν το Technique είναι συνήθως το άλμπουμ που προτιμούν οι New Order fans, το Low-Life είναι ο δίσκος των New Order scholars. Των «διανοούμενων μελετητών» του γκρουπ. Στο Low-Life έχουμε μάλλον το σημείο–μηδέν της οριστικής ρήξης με τους Joy Division πιουρίστες, μια σειρά από ενδείξεις το επιβεβαιώνουν. Καταρχάς, σε εξώφυλλο/οπισθόφυλλο είναι η μοναδική φορά που εμφανίζονται μέλη της μπάντας, στην LP έκδοση βλέπουμε μπροστά τον Stephen Morris και πίσω την Gillian Gilbert σε χαρτί ιχνογραφίας συραμμένο στο κανονικό sleeve (στη cd έκδοση υπήρχαν φωτογραφίες και των 4 για να αντικρίζει ο κάτοχος όποιον ήθελε κάθε φορά που το ακούει). Στη συνέχεια, το πρώτο κομμάτι με τον θαυμάσιο τίτλο “Love Vigilantes” (η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει από το μέτωπο στην γυναίκα και τα παιδιά τους που τόσο νοστάλγησε, κανείς δεν έχει καταλάβει 30 χρόνια μετά αν εδώ ειρωνεύονται ή σοβαρολογούν), αλλά και η συνέχεια του “The Perfect Kiss” τους βρίσκει για πρώτη φορά χαρούμενους χωρίς αστερίσκους. Ναι, γίνονται mellow – αρκεί να ακούσει κανείς τον Sumner να στριγγλίζει σαν κοριτσάκι “let’s go out and have some fun” στο “The Perfect Kiss” ή “your hair was long, your eyes was blue/ guess what I’m gonna do to you” στο “Face Up” με το οποίο κλείνει ο δίσκος. Κρατάνε βέβαια τις ισορροπίες με την σκοτεινή τριάδα στη μέση του άλμπουμ. Το “This Must Be The Night” είναι η πιο Cure στιγμή της δισκογραφίας τους, στο τόσο τυπικά 80s “Sunrise” η ένταση εξακολουθεί να ανεβαίνει, ενώ με το instrumental “Elegia” αποχαιρετούν οριστικά κι ανατριχιαστικά τον Ian Curtis (εδώ στην 17λεπτη εκδοχή του). Πάντως, ήδη από τα singles “Confusion” (Αύγουστος 1983), και φυσικά το “Blue Monday” (Μάρτιος 1983), είχαν φανερώσει την χορευτική τους προδιάθεση, στο πρώτο μάλιστα δουλεύοντας μαζί με τον σπουδαίο Νεοϋρκέζο παραγωγό Arthur Baker. Ήταν επόμενο λοιπόν να γράψουν κομμάτια όπως τα “Sooner Than You Think” και “Sub-Culture” που οδηγούν αρμονικά το άλμπουμ στο φινάλε του. Αλλά και να ακολουθήσουν το trend της εποχής γυρίζοντας βίντεο κλιπ με τον Jonathan Demme για να μπουν στο MTV, να βγάλουν τα μαύρα και να φωτογραφίζονται/φιλμάρονται φορώντας ναυτικά σορτσάκια σαν να ανήκουν στο “Club 18-30” που κάνει διακοπές στη Μεσόγειο, να γίνουν απαραίτητοι στα σάουντρακ των αμερικάνικων teen flicks που ήταν πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή. Έχει γραφτεί, και είναι δίκαιο, ότι «το Low-Life είναι το σημείο-σταθμός που οι New Order αυτονομούνται, παύοντας να υπάρχουν για να εκπληρώνουν τις προσδοκίες άλλων». Το σημείο που αρχίζουν να τραγουδάνε ”believe in the land of love” και να το εννοούν.
Ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 1981. Ένα χρόνο σχεδόν μετά την αυτοκτονία. Πάρε τέσσερις 25ρηδες από τον τραχύ άξεστο βρετανικό βορρά του Μάντσεστερ και βάλε τους στη Νέα Υόρκη των αναβράζοντων post-disco ημερών. Θα αλλάξουν τα μυαλά τους, εδώ άλλαξαν εκείνα των Clash που επισκέφθηκαν την ίδια χρονιά το Μεγάλο Μήλο και το γύρισαν στο disco punk/funk. Οι New Order, λοιπόν, είδαν το hip hop και το electro να γεννιούνται, το ξημέρωσαν στο Paradise Garage ακούγοντας τον Larry Levan να μιξάρει εκλεκτικά και σέξυ, άφησαν το φθηνό speed στις τουαλέτες των βρετανικών pubs για την ευφορική μεθυλαμφεταμίνη (αρκετά χρόνια πριν βρεθούν οι συμπατριώτες τους με ένα στρογγυλό smiley κάτω από τη γλώσσα τους), κατάλαβαν ότι δεν είναι κακό να περνάς καλά. Επιστρέφοντας, πήραν τα ηνία της παραγωγής πάνω τους χωρίζοντας από την παλαβή ιδιοφυία του Martin Hannett. Στο Power, Corruption and Lies δεν έχει συμβεί ακόμα η οριστική μετάλλαξή τους. Είναι work in progress και μάλιστα σε πρώιμο στάδιο. Αλλά, δεν μπορεί να κρυφτεί ένα συγκλονιστικό momentum που τους οδηγεί στο να γράψουν το καλύτερο σώμα κομματιών της καριέρας τους. Το μπάσο του Hooky είναι αιθέριο, εξωκοσμικό, σχεδόν επαναπροσδιορίζει τη χρήση του οργάνου σε «ροκ» μπάντα, μπαίνοντας καθαρά στη θέση του οδηγού με τα πλήκτρα και τις κιθάρες να έπονται. Το εναρκτήριο “Age of Consent” και το φινάλε με το “Leave Me Alone” είναι δύο πολύ χαρακτηριστικά σημεία, όχι τυχαία στην αρχή και το τέλος του δίσκου. Τα γκρουπ διατηρεί την τέχνη της αφαίρεσης που του κληροδότησε ο Hannett και την εφαρμόζει στο horror wave του “We All Stand” ή στο πιο ακατέργαστο “Ultraviolence” και το οργανικό “Ecstasy”. Είναι η καρδιά του άλμπουμ, όμως, που το κάνει ανεπανάληπτο. Η αλληλουχία “The Village”, “5 8 6”, “Your Silent Face”, μια από τις καλύτερες τριάδες στην ιστορία της ηλεκτρονικής ποπ, μια σαφής δήλωση υποταγής στον ρυθμό από ένα γκρουπ που χρησιμοποιεί ονειρικά τα synths για να αποδράσει, αν και το ζοφερό παρελθόν/περιβάλλον κρατάει αυστηρό το μετρονόμο.
Και τέλος είναι κι αυτό το εξώφυλλο. Ο Saville σκόπευε να αναδείξει το «μακιαβελικό» context του τίτλου του άλμπουμ χρησιμοποιώντας κάτι ανάλογο στο cover, πάντα με το μίνιμουμ των πληροφοριών. Μετά από μια επίσκεψή του στη National Gallery του Λονδίνου πήρε μια καρτ ποστάλ που απεικόνιζε τον πίνακα A Basket Of Roses του γάλλου ζωγράφου Henri Fantin-Latour και η σύντροφός του επιτιμητικά τον ρώτησε αν θα τη βάλει στο εξώφυλλο. Εκείνη την στιγμή ένα λαμπάκι έμπνευσης άναψε κι ο Tony Wilson με την ανεξάντλητη πειθώ του ανέλαβε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα χρήσης. Άλλωστε, ένας τόσο σημαντικός δίσκος όφειλε να έχει κι ένα αξιομνημόνευτο εξώφυλλο.
*Δεν είναι στούντιο άλμπουμ, αλλά δεν μπορεί να λείπει από ένα τέτοιο αφιέρωμα. To Substance (Factory) κυκλοφόρησε το 1987, μαζεύοντας τα singles που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε οι New Order (πολλά δεν υπήρχαν σε κάποιο άλμπουμ) – μερικά μάλιστα είχαν ξαναδουλευθεί για να είναι πιο radio ή club friendly. Είναι μια συλλογή που αποτελεί τον απόλυτο «οδηγό για αρχάριους» σε όσους κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο σύμπαν του συγκροτήματος. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το καλύτερο δισκογράφημα που φέρει την υπογραφή τους. Ένα «εντελώς ολοστρόγγυλο δεκάρι», από τις λίγες κυκλοφορίες όλων των εποχών που δικαιούνται χωρίς ίχνος υπερβολής αυτό το παράσημο.