«Θα ζητήσω τη βοήθεια επιζώντων, θα δω τι έχει δημοσιευτεί ως τώρα, κι αν κρίνω πως μπορώ κάτι να κάνω, θα προσπαθήσω να ανασύρω την τελευταία στιγμή από τον Καιάδα του χρόνου ό,τι μπορώ από το Ταξίδι του Ματαρόα.» Με αυτά τα λόγια αρχίζει το βιβλίο της η Νέλλη Ανδρικοπούλου, Το Ταξίδι του Ματαρόα, 1945 (Εστία, 2007), μια μαρτυρία για την Υποτροφιάδα, έτσι όπως αποκαλεί η ίδια το επικό και ανέλπιστο για τα δεδομένα της εποχής ταξίδι στο Παρίσι, που έγινε με πρωτοβουλία του φιλέλληνα Οκτάβιου Μερλιέ, διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου το 1945.
Επιβάτης του θρυλικού πλοίου, που θα έσωζε περίπου 200 φοιτητές από τη σκοτεινή παράκρουση της εμφυλιακής Ελλάδας και θα τους έδινε την ευκαιρία να συνεχίσουν τις σπουδές τους, ήταν και η Νέλλη Ανδρικοπούλου. Συνταξίδεψε, ως φέρελπις γλύπτρια, μαζί με τις μετέπειτα μορφές της ελληνικής διανόησης και τέχνης, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, Κ.Παπαϊωάννου, Ντ. Βυζαντιος, Κ.Κουλεντιανός, Ν.Κριαράς και πολλοί άλλοι. Τώρα, οι μνήμες ζωντανεύουν ξανά, στη δική της έκθεση ζωγραφικής που διοργάνωσε και φιλοξενεί το ΜΙΕΤ στο κτίριο Εϋνάρδου στην Αθήνα.
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου εξηγεί ότι ήταν ξεναγός και «το να είσαι ξεναγός τότε είχε κάτι το ηρωικό». Η «ηρωική» ξενάγηση της 92χρονης στα αντιπροσωπευτικά της έργα αναβιώνει μια πληθώρα από δημιουργούς, αλλά και προσωπικότητες που έζησαν στην Ελλάδα τις δύσκολες εποχές. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Μίνως Αργυράκης και ο διεθνούς φήμης Τάκης, κατάφεραν ν’αναδειχτούν μέσα από την καλλιτεχνική συντροφιά της Ομάδας «Αρμός» που συστάθηκε στο ατελιέ της γλύπτριας Ναταλίας Μελά, αδελφικής φίλης της Ανδρικοπούλου.Την ίδια εποχή γνωρίζει και τον συζυγό της Νίκο Εγγονόπουλο ο οποίος τη δίδαξε τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Τέλος, οι κρουζιέρες που έκανε μετά το διαζύγιό της ως ξεναγός από το 1956 στα νησιά, σε μια Ελλάδα με φύση ακόμα παρθένα από την τουριστική ανάπτυξη, αποτυπώνονται ζωγραφικά στην αυτοβιογραφική της ξενάγηση.
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου εξιστορεί τη ζωή της στην Popaganda, περιγράφοντας τους πίνακές της:
Νεανικά χρόνια
Άρχισα τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στο Πέρα στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη που μεγάλωσα. Ο ζωγράφος Αλέκος Λεβίδης, τον οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα για τη ζωγραφική και τις μελέτες του, απόρησε πώς έκανα αυτοπροσωπογραφίες από τόσο μικρή, δηλαδή από τα 15. Νομίζω ότι το να ζωγραφίζεις τον εαυτό σου είναι μια προσπάθεια να γνωρίσεις εσένα, το πρόσωπο σου και μετά τον κόσμο.
Αργότερα, στην Αθήνα, μέσα στην Κατοχή, δεν ξέρω πώς το έσκασα, πήγα ένα βράδυ σε μια ταβέρνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Γυρνώντας σπίτι μετά έκανα ένα σχεδιάκι της ταβέρνας από μνήμης, μοιάζει τίποτα, αλλά αν το κοιτάξεις καλά, έχει όλη την ατμόσφαιρα μέσα. Όλα είναι καμωμένα με τρόπο μινιμαλιστικό. Στο σχέδιο δεν υπάρχει γραμμή διπλή, είναι κάτι απρομελέτητο. Ένας κατσούφης, ο χοντρούλης που τρώει το ψωμί του, το φλερτάκι/ζευγαράκι που αγγίζουν τα δάκτυλά τους με τα ποτήρια, ένα ζευγάρι προβληματισμένο και όλο μαζί έχει λίγο τη ζάλη της ταβέρνας, σαν να χοροπηδάνε γύρω τα πράγματα όταν έχεις πιει κρασί. Εκ πρώτης όψεως αυτό είναι τίποτε, αλλά δείχνει πώς λειτουργεί ένας άνθρωπος. Τίποτε παραπάνω.
Παρίσι
Όταν πήγα στο Παρίσι το 46-47, έμεινα στη Γαλλοβρετανική Εστία της οποίας τα κόκκινα τούβλα ζωγράφισα με το pointillisme της εποχής εκείνης.
Από ένα ταξίδι που κάναμε για να γνωρίσουμε τους γοτθικούς καθεδρικούς ως γλύπτες, ζωγράφισα τα παλιά σπίτια της Αμιένης.
Εργαστήριο Ναταλίας Μελά-Καλλιτεχνική Ομάδα “Αρμός”
Η ζωή τα έφερε έτσι και γύρισα πίσω, οι γονείς μου δεν με άφησαν να ξαναφύγω και σκλαβώθηκα εδώ. Μεγάλη απελπισία. Πλην όμως έτυχε να είμαι φίλη με τη Ναταλία (Νάτα) Μελά που τη γνώριζα από τη Σχολή Καλών Τεχνών και ήμασταν μαζί στο εργαστήριο γλυπτικής του Τόμπρου. Με φιλοξενούσε στο ατελιέ της, όπου συναντιόνταν κάθε μέρα διάφοροι καλλιτέχνες. Βρισκόμαστε στο ζενίθ του Εμφύλιου στην Ελλάδα. Οι κομμουνιστές καλλιτέχνες διώκονταν σε τόπους εξορίας, όπως η Μακρόνησος και τα Γιούρα. Εμείς ζούσαμε στον κόσμο μας, τον κόσμο της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της παρέας, των ερώτων. Εκεί βάζαμε μοντέλο και κάναμε σχέδιο. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι κάνεις ένα σχέδιο ως προπαρασκευή για να κάνεις κάτι σε άλλο υλικό. Το σχέδιο όμως είναι αυθύπαρκτο. Έτσι σχεδίαζα γνωστά πρόσωπα που έρχονταν στο ατελιέ:
Τη Ζωή Καλλιγά. Επίσης ξεναγός, απεικονίζεται στο να βάζει δίσκους στο γραμμόφωνο. Όταν ερχόταν έβαζε συνέχεια μουσική ν’ακούει.
Τον Μίνω Αργυράκη. Σκιτσογράφος, ένας άνθρωπος αρκετά διαταραγμένος ψυχολογικά επειδή η οικογένειά του είχε περάσει πολλά ερχόμενη από τη Μικρασία. Η Νάτα τον συμπαθούσε πολύ.
Τον Τάκη. Γνωστός για τα γλυπτά του με τα ηλεκτρονικά, ερχόταν και αυτός στο ατελιέ της Νάτας. Ήταν τότε πολύ φτωχός. Έτσι ξεκίνησε όμως σε μια καλλιτεχνική ατμόσφαιρα.
Τον Αλέξανδρο Ξύδη, ξάδερφο της Ναταλίας, που ήταν πρόξενος. Είναι γνωστό το πορτρέτο που του έκανε εκείνη τη μέρα ο Τσαρούχης.
Τη φίλη και ζωγράφο Μαριλένα Αραβαντινού που είναι τώρα περίπου στην ηλικία μου.
Τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη που έγραψε τα Ψάθινα Καπέλα και ερχόταν εκεί για να ζωγραφίσει.
Σχεδιάζοντας, αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν, μέσα σε λίγες γραμμές, να βγει ένας χαρακτήρας. Αυτό θέλει μια κίνηση του χεριού και ετοιμότητα, κάτι σαν μια μονοκοντυλιά. Το καλό στα σχέδια αυτά είναι ότι περιέχουν τη φωτοσκίαση, χωρίς να υπάρχει φωτοσκίαση. Για μένα που είχα κάνει γλυπτική ήταν ουσιώδες να βγαίνουν οι όγκοι μέσα από το σχέδιο.
Εκείνο που θα δείτε είναι ότι δεν υπάρχει κλισέ στη ζωγραφική μου. Ανταποκρίνομαι στο αντικείμενο ανάλογα με το τι θα σκεφτώ εκείνη την ώρα. Αυτό είναι σπάνιο γιατί συνήθως οι άνθρωποι δημιουργούν μια μανιέρα και κάνουν μόνο αυτό. Αυτά που κάνω είναι αυθόρμητα και απρομελέτητα.
Το περιώνυμο ατελιέ της Ναταλίας είναι στη Μουρούζη 5, σε μια αυλή πίσω από το σπίτι της στη Βασιλίσσης Σοφίας 4. Ζωγράφισα τη “Μαντάμ Ποπώφ” τη σόμπα του ατελιέ και μια φανταστική μορφή να κάθεται στην καρέκλα. Το χαλί, μια δορά λεοπάρδαλης με κεφάλι, το βάζαμε μια στον τοίχο μια χάμω. Αυτό δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα.
Η Ναταλία είναι παντού γιατί ζούσα στο περιβάλλον της. Την έχω ζωγραφίσει να κοιμάται στο ατελιέ για να ξεκουραστεί και η εικόνα με τα αντικείμενά της σε μεταφέρει σ’εκείνη την εποχή. Εγώ φαίνομαι πίσω από το κεφάλι της σ΄έναν καθρέπτη.
Με την Ομάδα “Αρμός” που φτιάξαμε κάναμε μια έκθεση στο Ζάππειο το 1949. Τότε ήταν που σχεδίασα την ταμία μας κυρία Λιλή Αρλιώτη, γυναίκα τραπεζίτου. Φαίνεται εδώ ότι είχε άλλο αέρα από εμάς. (569)
Τα πορτρέτα τα ζωγράφιζα μια κι έξω, χωρίς επαναφορά. Για πολλά καλοκαίρια παραθέριζα στο σπίτι της Ναταλίας στις Σπέτσες. Εκεί έκανα το πορτρέτο του εγγονού της Ναταλίας, Άγγελου, γιού της Αλεξάνδρας Τσουκαλά, όπως και άλλων μελών της οικογένειας. Θα ήθελα να σας επιστήσω την προσοχή σε κάτι. Εδώ έχουμε μια ζωγραφιά χωρίς καθόλου όγκο. Ο όγκος υποδηλώνεται σχεδόν από το τίποτε. Όμως το πορτρέτο είναι ίδιος ο μικρός.
Τη Ναταλία είτε από μπροστά την έβλεπες είτε από πίσω, έβγαινε πάντα η Ναταλία. Δεν υπάρχει τίποτε το σκωπτικό σε ένα σχέδιο σαν κι αυτό. Η Ναταλία ήταν σαν ένας ταύρος. Ένα ογκώδες πλάσμα καταπληκτικό στη φαντασία και στη δημιουργία. Επειδή ήταν παχουλή, είχε φτιάξει ένα είδος ρόμπας το οποίο έριχνε γύρω της. Υπήρχε ένα παράθυρο στο σπίτι και την είδα, καθώς στεκόταν, από πίσω.
Το σπίτι της ήταν στο Παλιό Λιμάνι των Σπετσών. Φόραγε τα ψαροπέδιλα, έπαιρνε το γνωστό καλαθάκι της, μέσα στο καλαθάκι έβαζε εργαλεία γλυπτικής και ένα υλικό σαν πολυεστέρα, το οποίο το έσκαβες και μπορούσες να κάνεις ό,τι θέλεις με αυτό. Κολυμπώντας με το καλάθι διέσχιζε το Παλιό Λιμάνι, καθόταν απέναντι σε κάτι βραχάκια και έκανε γλυπτική.
Βυζαντινή ζωγραφική
Ό,τι πιο περίπλοκο υπάρχει για να γίνει στη ζωγραφική, βρίσκεται στη βυζαντινή ζωγραφική, η οποία θεωρείται δισδιάστατη επειδή δεν έχει την κλασική προοπτική της Αναγέννησης. Εχει δική της προοπτική. Καταρχήν, δεν υπάρχει παλέτα. Κάθε χρώμα που θα μεταχειριστεί ο ζωγράφος το ετοιμάζει από πριν. Οι αγιογράφοι στα μοναστήρια είχαν αχιβάδες που τις έλεγαν μυδόγαστρα. Εκει μέσα ετοίμαζαν τις μπογιές. Όλες δηλαδή τις αποχρώσεις που θα μεταχειρίζονταν. Τα χρώματα τα έφτιαχναν οι ίδιοι και τα ανακάτωναν με 50% κρόκο αυγού και 50% ξίδι, που έκαναν ένα είδος τέμπερα.
Προκειμένου να φτιάξω έναν άγιο, το πρώτο βυζαντινό έργο που έφτιαξα με την καθοδήγηση του Εγγονόπουλου, έκανα τα εξής: πήρα το πιο σκούρο κόκκινο που είχα και σκέπασα όλον τον μανδύα του αγίου. Ο μανδύας σχηματίζει πτυχώσεις, οι οποίες έχουν κληρονομηθεί από την ελληνιστική τέχνη. Αυτά τα πράγματα λειτουργούν με κώδικες τυποποιημένους. Με σκούρα γραμμή κάνεις το στοιχειώδες σχέδιο. Από κει και πέρα έρχεσαι με τις πιο ανοικτές αποχρώσεις και κάνεις μέσα σε αυτό το κόκκινο κάποια σχέδια, διατηρώντας πάντα το παλιό μέρος που θα είναι η σκιά. Δίπλα στο σκούρο κόκκινο κολλάς ένα πιο ανοικτό. Είναι μια σπαζοκεφαλιά που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, αντίθετη σε κάθε αυθορμητισμό. Μια αλλιώτικη φιλοσοφία για αλλιώτικους ανθρώπους. Προχωράς, προχωράς και είναι πολύ δύσκολο να διορθώσεις κάτι εκ των υστέρων. Επομένως, το τι έχεις κάνει το βλέπεις τελευταία στιγμή όταν έχεις τελειώσει και έχουν μπει όλα τα άσπρα. Για μένα όλο αυτό ήταν ένας ψυχοβγάλτης. Επιπλέον, ούτε θεολόγος ήμουν, ούτε βυζαντινολάτρης. Ο Εγγονόπουλος όμως δεν με άφηνε να ζωγραφίζω αλλιώς και εγώ δεν άντεχα. Μια μέρα του τα βρόντηξα όλα κάτω και του είπα ότι από το χέρι μου “δεν πρόκειται να ξαναδείς τίποτε.” Και δεν ξαναείδε. Εγώ όμως συνέχιζα να ζωγραφίζω έτσι γιατί μου είχε γίνει ψυχαναγκασμός! Η βυζαντινή ζωγραφική παρουσιάζει έναν κόσμο μεταφυσικό που δηλώνεται με το χρυσό φόντο πίσω από τις εγκόσμιες μορφές.
Νίκος Εγγονόπουλος
Τα έργα που έχουν γίνει με την εγγονοπούλεια τεχνική, διαφοροποιούνται από τα δικά του με το να βγαίνει σιγά-σιγά ένα πρόσωπο που ανασαίνει, μακριά από τον ψυχαναγκασμό του προσώπου σε σχήμα αυγού που είναι πάντα το ίδιο.
Το ζεύγος Ρόζενμπεργκ ήταν μια ιστορία πολιτική. Ένα ζευγάρι με δύο παιδιά στην Αμερική, το οποίο κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Βέβαια, πώς είναι η ηλεκτρική καρέκλα δεν μπορούσα να ξέρω, αλλά φαντάστηκα ότι θα ήταν και οι δύο χειροπόδαρα δεμένοι, με το κεφάλι σε κάσκα, καθισμένοι δίπλα-δίπλα σε δύο καρέκλες. Και επειδή έτσι όπως θα κάθονταν θα θύμιζαν τους αρχαίους Αιγύπτιους Φαραώ, το ονόμασα “Ramses 53”.
Ταξίδια
Αυτά που ζωγράφιζα στα ταξίδια μου γίνονταν σχεδόν στο πόδι. Κάποια όμως τα δούλευα και πιο πολύ. Όπως τον μύλο στον πίνακα της Σίφνου. Τα νησιά όπως η Μύκονος και η Πάρος που ζωγράφισα δεν έχουν καμιά σχέση με τώρα που έχουν χτιστεί σχεδόν όλες οι πλαγιές και οι παραλίες. Ο Ορνός που ζωγράφισα τότε δεν υπάρχει τώρα. Τα καϊκια, τα παραδοσιακά καφενεία, τα γαϊδουράκια σπανίζουν.
Ο πίνακας με τα εκπληκτικής ομορφιάς σπίτια της Ύδρας, δείχνει ότι μερικά έχουν παλιώσει και μερικά είναι ακατοίκητα. Τα τζάμια είναι σπασμένα και φαίνεται ένα δέντρο από πίσω και μια ταλαίπωρη γυναίκα ν’ανεβαίνει τα σκαλιά. Αυτό το έργο είχε επίσης μια προετοιμασία για το που θα βάλω το καθετί.
Την πανέμορφη Σύμη την ζωγράφισα βλέποντάς την από το καράβι. Αυτό έγινε επιτόπου μέσα σε δέκα λεπτά, γιατί είχα μαρκαδόρους μαζί μου.
Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας είχε ένα υπέροχο σπίτι στην Ύδρα. Ήταν πάμπλουτος και Εγγλέζος στους τρόπους και τον χαρακτήρα. Το επίπεδο ζωής του ήταν πολύ ανώτερο από οτιδήποτε στην Αθήνα. Αν πάτε στο μουσείο του στη οδό Κριεζώτου, θα δείτε στα δύο πάνω πατώματα τον χώρο στον οποίο ζούσε εκείνος με τη γυναίκα του. Εκεί υπάρχει ένα έπιπλο, μια καρέκλα, την οποία στην Ελλάδα δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί. Στην καρέκλα αυτή κάθεσαι και από δεξιά έχει ένα πράγμα σαν αναλόγιο για να διαβάζεις και από την άλλη μεριά έχει ένα μέρος για να ακουμπάς το ουίσκι σου. Στον πίνακά μου βλέπετε την Μαργαρίτα Λυμπεράκη να κάθεται μαζί με τη Γαλλίδα μεταφράστριά της. Αυτόν τον πάμπλουτο άνθρωπο όταν ήταν 20 χρονών, τον είχαν στείλει οι γονείς του στην Κίνα για να μάθει και τους ανατολικούς πολιτισμούς. Δεν του έφταναν τα εδώ. Τον λέγαμε “ο Κινέζος” επειδή τον ζηλεύαμε για να τον εκδικηθούμε. Ήταν ο αρχηγός του “Αρμού” όταν διοργανώθηκε η έκθεσή μας το 1949 στο Ζάππειο.
Η έκθεση «Η ζαλάδα των χρωμάτων. Η σαγήνη της γραμμής», της Νέλλης Ανδρικοπούλου, θα διαρκέσει μέχρι τις 29 Απριλίου, στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου.