Ο Νάσος Βαγενάς αναρωτιέται αν χρειάζεται τόλμη για να γράφεις τα αυτονόητα

Στο σπίτι του στα Εξάρχεια, ένα διαμέρισμα πλημμυρισμένο από βιβλία, ο Νάσος Βαγενάς με υποδέχεται μια βροχερή ημέρα. Είναι πολύ ευγενικός και πρόθυμος να απαντήσει σε όλες μου τις απορίες. Ενώ έξω η βροχή δυναμώνει ο Νάσος Βαγενάς ξεκινάει την αφήγηση της ζωής του που έχει ως αφετηρία τη Δράμα και περνάει από ενδιαφέροντες σταθμούς όπως η συνάντηση με τον εξόριστο πατέρα του στη Λήμνο, τα εφηβικά χρόνια στην Αθήνα, η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο, οι σπουδές στο Κέιμπριτζ και φυσικά τη συνάντηση με την ποίηση, που τον καθορίζει.

Γεννηθήκατε στη Δράμα. Έχετε αναμνήσεις από την παιδική σας ηλικία;  Θεωρώ τον εαυτό μου Δραμινό, παρότι έζησα σε αυτή την πόλη μόνο μέχρι τα 15 μου χρόνια. Έβγαλα τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου και μετά ήρθαμε στην Αθήνα, για λόγους οικονομικοπολιτικούς, όπου συνέχισα το σχολείο. Η ξυλεμπορική επιχείρηση του πατέρα μου χρεοκόπησε, καθώς ο ίδιος ήταν εξορία για κάποια χρόνια.

Σε ποια μέρη βρέθηκε εξόριστος ο πατέρας; Μακρόνησο, Άγιο Ευστράτιο και Λήμνο. Η εξορία του κράτησε συνολικά πέντε χρόνια. Εγώ τον γνώρισα στη Λήμνο λίγο πριν κλείσω τα τέσσερα μου χρόνια.

Θυμόσαστε αυτή τη συνάντηση; Ναι, θυμάμαι το ταξίδι. Πήγαμε μέσω Πόρτο Λάγο με ένα πλοίο που ονομαζόταν «Ανατολή». Θυμάμαι ότι ήταν βράδυ και η μητέρα μου μου είπε «Είμαστε στο Πόρτο Λάγο» κι εμένα μου φάνηκε πολύ περίεργη η ονομασία. Επίσης, θυμάμαι όταν βρεθήκαμε στην Αλεξανδρούπολη η μητέρα μου είπε μια φράση που μου έμεινε «Η Αλεξανδρούπολη έχει ωραία ρυμοτομία». Μου άρεσε η λέξη κι ας μην ήξερα τι θα πει.

Όταν βρεθήκατε με τον πατέρα σας πώς ήταν; Ήταν Ιούλιος. Αντί να συναντηθούμε σε κάποια αίθουσα τον έβαλαν στη μέση ενός γηπέδου και μας έκαιγε ο ήλιος. Αλλά πραγματικά αξέχαστη θα μου μείνει η σκηνή της επιστροφής του. Τον περιμέναμε στη Δράμα,  τον υποδεχθήκαμε στον σταθμό με παϊτόνι. Καθόμουν δίπλα στον αμαξά, μας ακολουθούσαν παιδιά και εγώ φώναζα δυνατά «Ήρθε ο πατέρας μου, ήρθε ο πατέρας μου».  Στο σαλόνι μου περίμενε όλη η υπόλοιπη οικογένεια, η γιαγιά μου, οι θείες μου. Ήταν μια σκηνή θα έλεγα φελλινική.

Πώς ήταν η ζωή τότε στη Δράμα; Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο που μεγάλωσα στη Δράμα. Ένα παιδί μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Απορώ πώς μεγαλώνουν τα παιδιά στην Αθήνα. Έπαιζα πολύ ποδόσφαιρο.  Αρχικά έπαιζα στην Ελπίδα Δράμας και κατόπιν στον Εθνικό Πειραιώς. 

Γιατί σας άρεσε το ποδόσφαιρο; Το ποδόσφαιρο είναι όλα τα αθλήματα μαζί, είναι δέκαθλο εν συγχρονία.

«Τα ποιητικά αισθήματα είναι βαθιά. Γι’ αυτό απορώ με όσους λογοτέχνες γράφουν αυτοβιογραφίες αφού τα έργα σου είναι οι αυτοβιογραφίες σου, όποιο κι αν είναι το θέμα σου. Σε όλα είσαι εσύ μέσα.»

Στα 15 σας λοιπόν ήρθατε στην Αθήνα. Ναι, στα Εξάρχεια, στην οδό Πλαπούτα, αρχικά. Τελείωσα το σχολείο στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων,  στη γωνία Τοσίτσα και Τσαμαδού.

Ήταν τραύμα η μετακόμιση σας από τη Δράμα, που αγαπούσατε, στην Αθήνα; Όχι, η Αθήνα είχε πολλά πράγματα να μου προσφέρει. Άλλωστε, ούτως ή άλλως θα αναγκαζόμουν μετά από δύο-τρία χρόνια να έρθω στην Αθήνα για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος αλλά ήταν και διανοούμενος. Έβγαζε μαζί με φίλους του λογοτεχνικό περιοδικό στη Δράμα από το 1924 μέχρι το 1927 με τίτλο «Νέοι Ρυθμοί». Όταν ήρθε στην Αθήνα αναγκάστηκε να κάνει μια άλλη δουλειά και ξεκίνησε τις μεταφράσεις  αφού ήξερε γλώσσες. Είχε σπουδάσει στο εξωτερικό Πολιτικές και Κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας και μετά έκανε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών.

Εσείς σπουδάσατε  Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρα το πτυχίο, πήγα στρατό και μετά με μια υποτροφία σπούδασα στην Ιταλία Ιταλική Λογοτεχνία και τη σχέση της με την ελληνική. Ύστερα βρέθηκα στην Αγγλία κι έκανα ένα master στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και μετά ξεκίνησα δεύτερο master στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ αλλά συνέχισα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ όπου έκανα τη διατριβή μου με θέμα τον Σεφέρη.

Γιατί τον Σεφέρη; Γιατί με γοήτευε. Τον θεωρούσα έναν ποιητή πλήρη, με την έννοια του ποιητή που στοχάζεται και όχι αυτού που απλώς περιγράφει το συναίσθημα του. Τα δοκίμια του θεωρώ ότι είναι τα σημαντικότερα ελληνικά δοκίμια πάνω σε θέματα ποιητικής.

Το Κέιμπριτζ είναι ένα μυθικό πανεπιστήμιο.  Πράγματι. Πέρασα ευτυχισμένα χρόνια εκεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποια είναι τα σημαντικότερα εφόδια που αντλήσατε κατά την παραμονή σας εκεί; Πιστεύω ότι η επαφή μου με τον αγγλικό τρόπο λογοτεχνικής και κριτικής σκέψης μου άφησε πράγματα. Δεν μου αρέσουν οι πολυλογίες, μου αρέσει να μπαίνω κατευθείαν στο θέμα και όταν δεν κατέχω ένα θέμα να μην εκφράζομαι. Απεχθάνομαι τη φιοριτούρα στο γράψιμο, τους βερμπαλισμούς. Μου αρέσει η ακρίβεια, τόσο η διανοητική όσο και η συναισθηματική..

Πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί η ακρίβεια; Δεν είναι, αρκεί να έχεις καταλάβει αυτό για το οποίο θέλεις να μιλήσεις. Συνήθως οι θολές εκφράσεις στη δοκιμιογραφία οφείλονται στο ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τι θέλει να πει ο συγγραφέας και προσπαθεί να το ανακαλύψει την ώρα που το γράφει. Αυτός είναι ένας νόμιμος τρόπος και πολλές φορές σου αποκαλύπτονται πράγματα μέσω της γραφής. Όχι πάντα όμως. Άλλωστε για να σου αποκαλυφθούν πρέπει να έχεις ανακαλύψει μόνος σου πράγματα.

Πότε ξεκινήσατε να γράφετε; Δεν έχει νόημα να πω από παιδί, όλα τα παιδάκια γράφουν. Ποιήματα σε σοβαρή, κατά κάποιο, βάση άρχισα να γράφω σε ηλικία 20 ετών, δηλαδή από το ’65 και μετά.

Γιατί ποίηση και όχι πεζογραφία; Δεν νομίζω ότι έχω ικανότητα πεζογραφική. Η ποίηση είναι συμπυκνωμένη έκφραση κι εμένα μου αρέσει το συμπυκνωμένο. Αυτός είναι ο λόγος. Κι επειδή, ίσως, οι ποιητές με γοήτευαν περισσότερο από τους πεζογράφους.

Ως προσωπικότητες ή ως γραπτά; Ως κείμενα. Δεν με ενδιαφέρει η προσωπικότητα του συγγραφέα, με ενδιαφέρει το κείμενο.

Μέσα από το κείμενο δεν ανακαλύπτουμε στοιχεία της προσωπικότητας του; Ο αναγνώστης διαβάζει σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό του, σε οποιοδήποτε κείμενο μπορεί να συμβαίνει αυτό. Και τα κείμενα που του πηγαίνουν είναι αυτά στα οποία αναγνωρίζει τον εαυτό του.

«Δεν μου αρέσουν οι πολυλογίες, μου αρέσει να μπαίνω κατευθείαν στο θέμα και όταν δεν κατέχω ένα θέμα να μην εκφράζομαι. Απεχθάνομαι τη φιοριτούρα στο γράψιμο, τους βερμπαλισμούς. Μου αρέσει η ακρίβεια, τόσο η διανοητική όσο και η συναισθηματική.»

Πώς νιώθετε απέναντι στα πρώτα σας ποιήματα; Πώς νιώθατε τότε και πώς νιώθετε τώρα; Δεν νιώθω διαφορετικά. Όταν αισθάνεσαι ότι ένα ποίημα που έχεις γράψει είναι τελειωμένο νιώθεις μια ικανοποίηση τέτοια που λες ότι δε θα μπορούσες ή να το έχεις γράψει καλύτερα ή ότι δεν θα μπορέσεις να γράψεις άλλο ανάλογο ποίημα στο μέλλον.

Πότε ξέρετε ότι ένα ποίημα είναι τελειωμένο; Όταν νιώθεις ότι δε σε αγκυλώνει τίποτε όταν το διαβάζεις. Όταν αισθάνεσαι να λειτουργεί άψογα ο ρυθμός του, ότι δεν παραπατά, δεν σκοντάφτει πουθενά. Η ποίηση τι είναι; Η υπέρτατη μορφή του ρυθμικού λόγου, της ρυθμικής γλώσσας δηλαδή. Ένα έργο τέχνης πρέπει να έχει οργανική μορφή, αρχή μέση και τέλος ακόμη κι αν δεν είναι με αυτή τη σειρά. Τα σημαίνοντα να συγχωνεύονται με τα σημαινόμενα ώστε ο ήχος να προκύπτει από το νόημα των λέξεων και το νόημα των λέξεων να διαμορφώνει τον ήχο.

Στην ποίηση έχουμε πάντα ανάγκη να κατανοούμε; Ναι, αρκεί να προσδιορίσουμε το νόημα της λέξης κατανόηση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όταν λέμε «κατανοούμε» μιλάμε για μια νοητική διαδικασία ενώ στην ποίηση η διαδικασία του ποιητικού λόγου και η αλληλουχία των στίχων και των ποιητικών φράσεων παράγει ένα συγκινησιακό νόημα. Αυτό δεν προσλαμβάνεται, κατά την ανάγνωση ενός ποιήματος, με το μυαλό αλλά με ολόκληρη τον ψυχισμό του ανθρώπου, με την συγχώνευση τη διάνοιας και του συναισθήματος, και θα έλεγα περισσότερο του συναισθήματος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η μετάφραση στην ποίηση, με την οποία επίσης ασχολείστε, μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Η μετάφραση στην ποίηση πρέπει να αρνείται τη φύση της. Θέλω να πω ότι ένα ποίημα για να είναι πιστά μεταφρασμένο πρέπει να λειτουργεί ως ποίημα στη γλώσσα του μεταφραστή.  Συντρέχουν διάφοροι παράγοντες όπως η ευαισθησία του μεταφραστή και οι γλώσσες να είναι συγγενικές. Για μένα, η μετάφραση ενός ποιήματος είναι ένα ποίημα πρωτότυπο του μεταφραστή. Αν ένας μεταφραστής μεταφράσει σωστά ένα ποίημα είναι ποιητής ακόμη κι αν δεν έχει γράψει δικά του πρωτότυπα ποιήματα.

Πώς γράφονται τα ποιήματα; Κατ’ εμέ με δύο τρόπους. Είτε ένα αίσθημα ρυθμού βγάζει στην επιφάνεια κάποιες λέξεις είτε κάποιες λέξεις βγάζουν στην επιφάνεια τον ρυθμό. Αυτό ξετυλίγει μέσα σου βιώματα που τα αισθάνεσαι και τα καταγράφεις, είναι τα ποιητικά αισθήματα. Τα ποιητικά αισθήματα είναι βαθιά. Γι’ αυτό απορώ με όσους λογοτέχνες γράφουν αυτοβιογραφίες αφού τα έργα σου είναι οι αυτοβιογραφίες σου, όποιο κι αν είναι το θέμα σου. Σε όλα είσαι εσύ μέσα.

Αρθρογραφείτε στο «ΒΗΜΑ» σχολιάζοντας την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, όπως επίσης είχατε πάρει θέση στο δημοψήφισμα υπέρ του «ΝΑΙ». Αισθάνεστε ότι αυτές οι απόψεις πιθανόν να επηρεάσουν έναν αναγνώστη της ποίησης σας που ίσως διαφωνεί με τις πολιτικές σας τοποθετήσεις ή την κριτική που ασκείτε; Δεν το σκέφτομαι καθόλου. Εκφράζω την άποψη μου ως πολίτης. Τυχαίνει να έχω ένα βήμα για να πω την άποψη μου, και θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που μπορώ να την εκφράζω σε ένα έντυπο ευρείας κυκλοφορίας.

Αισθάνεστε ευθύνη γι’ αυτό; Όλοι οι αρθρογράφοι προσπαθούν να φωτίσουν όψεις της πραγματικότητας από τη δική τους οπτική. Δεν νομίζω ότι διαμορφώνω την κοινή γνώμη. Γράφω για πράγματα σχεδόν αυτονόητα, γιατί θεωρώ απίστευτο το ότι συμβαίνουν. Μερικοί με συγχαίρουν για την τόλμη μου. Μα χρειάζεται τόλμη για να γράφεις τα αυτονόητα;

Το ποιητικό βιβλίο του Νάσου Βαγενά «Πανωραία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.