Βέβαια, κακά τα ψέματα, ο κορωνοϊός έχει φέρει τα πάνω κάτω (και) στη διοργάνωση συναυλιών και φεστιβάλ. Δείχνει όμως ψύχραιμη, γιατί καθώς μιλάμε καταλαβαίνω ότι βάζει μπροστά τη λογική, συνθήκη που ασφαλώς κι αποκτάς με την εμπειρία: «Είναι πολύ μεγάλο το κόστος αυτού που συμβαίνει τώρα εξ αιτίας της πανδημίας. Όμως οφείλεις να κάνεις τις σωστές κινήσεις, δηλαδή να ενημερώσεις έγκαιρα ότι οι συναυλίες δε θα γίνουν και να προσπαθήσεις να τις μετατοπίσεις για αργότερα. Έτσι κρατάς καλή συνεργασία με όλους τους συντελεστές, αλλά κι επιτρέπεις στους καλλιτέχνες να φτιάξουν τον επόμενο προγραμματισμό τους και να είσαι μέσα. Η εμπειρία δείχνει ότι αν την προηγούμενη χρονιά σου την έχεις under control, κι αν είσαι προσεκτικός εν γένει, θα τα καταφέρεις. Αν όμως έχεις κάνει ένα παράλογο άνοιγμα τότε σε μια δύσκολη συγκυρία, όπως τώρα με τον Covid-19, θα έχεις πρόβλημα. Ως High Priority, μαζί με τον Κώστα Θελούρα, αποφασίσαμε από νωρίς να μην πάρουμε την επιλογή του voucher και να δώσουμε στους θεατές πίσω το αντίτιμο του εισιτηρίου που είχαν αγοράσει, και να αποφασίσουν οι ίδιοι αν θέλουν του χρόνου να δουν τους National στο Athens Rocks. Καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος περνάει δύσκολα, έχει υποστεί οικονομικό πλήγμα. Επίσης, το voucher μπορεί να ισχύσει π.χ. σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου που και του χρόνου θα είναι το ίδιο· αν εμείς όμως προσφέρουμε στο κοινό έναν άλλον καλλιτέχνη την επόμενη χρονιά, τότε μιλάμε για ένα διαφορετικό προϊόν».
Αναρωτιέμαι πώς καταφέρνει να επιβιώσει χωρίς την παραμικρή κρατική ενίσχυση ακόμη και σε μια τόσο δύσκολη συνθήκη. Κάτι που δεν είναι τωρινό φαινόμενο, απλώς τώρα έγινε πολύ ξεκάθαρο: «Στην Ελλάδα όσον αφορά το θέμα πολιτισμός είναι σαν να παραβλέπουμε τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά ποιος δίνει το στίγμα τελικά; Αν ανατρέξουμε στις προηγούμενες δεκαετίες ποιες είναι οι συναυλίες ορόσημα που έχουν διαφημίσει τη χώρα στο εξωτερικό και που έχουν κάνει τουρίστες να έρθουν για να δουν κι εκδηλώσεις; Πολιτισμός και τουρισμός πάνε μαζί. Αυτό η πολιτεία το έχει παραβλέψει και ποτέ ως διοργανωτές δεν έχουμε πάρει κάτι. Τα κονδύλια πηγαίνουν πιο πολύ στους κρατικούς φορείς, εννοείται ότι κι αυτοί κάνουν πολιτισμό αλλά….».
Ίσως γιατί τα φεστιβάλ στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται όχι ως κάτι πολύ σοβαρό αλλά περισσότερο ως παραπολιτισμός. «Ακριβώς. Ευτυχώς είχαμε και μια Μελίνα που έκανε κι ένα φοβερό φεστιβάλ στο Καλλιμάρμαρο (σ.σ. το περίφημο Rock in Athens του 1985). Αλλά μετά από αυτό δεν έγινε κάτι. Ήρθε η ώρα ο Σύνδεσμος Διοργανωτών να διεκδικήσει περισσότερα για να μας δεχτούν και ως υπόσταση, να δει δηλαδή και να αναγνωρίσει η πολιτεία την δουλειά που κάνουν όλοι αυτοί οι ιδιώτες promoters, τα έσοδα έχει όλο αυτό. Δεν είναι απλό να γεμίζεις το Ολυμπιακό Στάδιο».
Το έχει κάνει όμως. Το έχει γεμίσει. Προφανώς έφτασε εκεί βήμα βήμα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι. Έχοντας φτάσει στο σημείο που ειναι τώρα, με την ατζέντα και την εμπειρία της, οι δουλειές κλείνουν διαφορετικά; «Κακά τα ψέματα, η αμοιβή πάντα μετράει. Το να κάνεις μια σωστή προσφορά ανάλογη με το επίπεδο του καλλιτέχνη σημαίνει ότι ξέρεις τι συμβαίνει στην αγορά. Και μετά την οικονομική προσφορά, όμως, πρέπει να δίνεις στον καλλιτέχνη τον σωστό χώρο, τις σωστές παροχές και το σωστό timing. Δεν είναι εύκολο να σε εμπιστευθεί ένα γραφείο που εκπροσωπεί κάποιον καλλιτέχνη, αν γίνει όμως αυτό και πάει καλά θα σου εμπιστευθεί κι άλλους καλλιτέχνες του. Έχει τεράστια σημασία να κάνεις καλά τη δουλειά σου και να σέβεσαι τους κανόνες της».
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι κανόνες που διέπουν τη μουσική βιομηχανία όσον αφορά τους promoters; «Να κρατάς τον λόγο σου, αυτό που λες να το κάνεις, να μην υπόσχεσαι πράγματα που δεν μπορείς να τηρήσεις, να μην κρύβεις π.χ. το γεγονός ότι δεν μπορείς να τους προσφέρεις τον τάδε τύπο μηχανημάτων και να τους το ξεφουρνίσεις τελευταία στιγμή για να μην μπορεί να πει όχι· αυτά δεν παίζουν».
Στη μουσική βιομηχανία έχεις στο μυαλό σου ότι όλα θα είναι πιο συμπεριληπτικά, ότι θα είναι πολύ πιο εύκολο να ξεφύγεις από στερεότυπα και παγιωμένες, σκληροπυρηνικές θέσεις. Αλλά η Νανά Τράντου αντιμετώπισε μια διαφορετική πραγματικότητα: «Για μένα ήταν πιο πολύπλοκα τα πράγματα γιατί είμαι και γυναίκα. Έπρεπε να πολεμήσω κι άλλα πράγματα για να κατακτήσω όλο αυτό. Είναι κατά 95% ένας ανδροκρατούμενος χώρος. Η δυσπιστία στις μεσογειακές χώρες είναι απόλυτη. Στη βόρεια Ευρώπη και στην Αμερική δεν αντιμετωπίζονται οι γυναίκες με τέτοια αμφισβήτηση αλλά εκεί τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα γιατί είναι ένας επαγγελματικός χώρος που απαιτεί πολλές θυσίες. Αφιερώνεσαι τόσο που δεν είναι εύκολο να θέλεις να έχεις οικογένεια. Γι’ αυτό πολλές φορές οι ίδιες οι γυναίκες επιλέγουν να κάνουν καριέρα βάζοντας όμως ένα όριο στο πόσο ψηλά θα φτάσουν».
«Αυτό είναι ένα δίλημμα που δεν μπαίνει στους άνδρες», σχολιάζω. «Ποτέ», συμφωνεί, «μπαίνει σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους στις γυναίκες, στο music business ακόμη περισσότερο, αλλά στους άντρες ποτέ. Για να σου δώσω να καταλάβεις στην Ευρώπη υπάρχουν 2-3 γυναίκες promoters και μία στη Ρωσία. Πρέπει σε αυτή τη δουλειά να έχεις και γυναικείο κι αντρικό μυαλό».
Και σίγουρα σε αυτή τη δουλειά πρέπει να είσαι οργανωτικός γιατί πώς αλλιώς μπορείς να διαχειριστείς όλο αυτό το χάος των ανθρώπων που δουλεύουν για μια συναυλία; «Ένα φεστιβάλ ή μια συναυλία δεν είναι χαοτική κατάσταση, αν γίνει το έχεις χάσεις το παιχνίδι. Μπορεί σε εσάς απ’ έξω να φαίνεται έτσι, αλλά εμείς που δουλεύουμε ξέρουμε ανά πάσα στιγμή, ο καθένας τι πρέπει να κάνει και πού πρέπει να βρίσκεται. Πρέπει να έχω ολόκληρη την εικόνα».
Για μένα ήταν πιο πολύπλοκα τα πράγματα γιατί είμαι και γυναίκα. Έπρεπε να πολεμήσω κι άλλα πράγματα για να κατακτήσω όλο αυτό. Είναι κατά 95% ένας ανδροκρατούμενος χώρος. Η δυσπιστία στις μεσογειακές χώρες είναι απόλυτη.
Υπήρξε πάντως εκείνη η συναυλία που της έδωσε την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα ακόμη και με τιτάνια πρότζεκτ. Ξέρεις, από αυτά που σου αλλάζουν την επαγγελματική, και όχι μόνο, ζωή για πάντα. Αυτή η στιγμή ήρθε «το 2008 με την Μαντόνα. Ήταν για εμένα ορόσημο αυτή η συναυλία. Ήταν μια συναυλία που επί 1,5 χρόνο τη δουλεύαμε ξοδεύοντας καθημερινά πολλές ώρες. Υπήρχε ένα πολύ απαιτητικό team ανθρώπων: executives, managers, agencies, production directors, promotion directors. Το production team ήταν γύρω στα 160 άτομα, το team των καλλιτεχνών γύρω στα 130. Όλοι αυτοί συγκροτούσαν ένα απίστευτο μέγεθος για μένα, που δεν ήξεραν αν μπορώ καν να το πλησιάσω, όχι να τα βγάλω πέρα. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Τις τελευταίες 10 ημέρες είχαμε στήσει γραφεία και δουλεύαμε εκεί, στο ΟΑΚΑ. Όταν τελείωσε, παρεμπιπτόντως δεν την είδα τη συναυλία γιατί ήμουν χωμένη πίσω από το stage, απλώς δεν το πίστευα ότι είχε γίνει όλο αυτό».
Φυσικά η αμέσως επόμενη απορία είναι τι γίνεται πίσω από το stage: «Τα πάντα γίνονται πίσω. Όμως στις μεγάλες διοργανώσεις δεν υπάρχει ένταση. Ένταση υπάρχει όταν κάτι δεν πάει καλά, που και πάλι όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Όταν ακούς φασαρία, όταν υπάρχουν άνθρωποι που φωνάζουν τότε σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι».
Και οι σταρ; Πώς συμπεριφέρονται πριν τους δούμε στην σκηνή; «Εννοείται ότι οι σταρ θα έχουν απαιτήσεις για την παραγωγή, για το promo, για τη φιλοξενία. Είναι απολύτως λογικό. Στην Ελλάδα πλέον μπορούμε να ικανοποιήσουμε αυτές τις απαιτήσεις. Δεν είναι παράλογοι, δε θα σου ζητήσουν ένα ελικόπτερο βαμμένο χρυσό. Δεν υπάρχουν αυτά παρά μόνο για λαϊκή κατανάλωση. Είναι λογικές οι απαιτήσεις, αναλόγως του μεγέθους πάντα»
Έχοντας αυτό κατά νου η Νανά Τράντου πιστεύει ότι «ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ικανοποιημένος από το σημείο μηδέν. Με το που πατάει το πόδι του στην Ελλάδα πρέπει να είναι όλα ακριβώς όπως περιμένει να είναι. Σκέψου ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν σε μια άλλη χώρα, με άλλο κοινό, άλλες συνθήκες. Εμένα πάντα με ενδιέφερε να ξέρω, και φρόντιζα λοιπόν να ξέρω αν έχει ξαναέρθει στην Ελλάδα, αν γνωρίζει τον χώρο, αν έχει γενέθλια, αν θα φέρει την οικογένειά του μαζί, αν θέλει να φροντίσω εγώ για την οικογένειά του. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είναι στον δρόμο, μακριά από τα σπίτια τους, επί 8 μήνες. Όλα αυτά φαινονται λεπτομέρειες αλλά είναι κομμάτια του παζλ που πρέπει να συμπληρώσεις».
Γελάει λέγοντας ότι έφερε αυτό το παράδειγμα γιατί της αρέσει πολύ να φτιάχνει παζλ, καταπιάνεται με αυτά εδώ και χρόνια. Οκ, καλά τα παζλ αλλά με το “sex, drugs and rock ‘n’ roll” τι γίνεται; «Η φάση sex, drugs and rock ‘n’ roll έχει ξεπεραστεί. Ήταν μια εποχή που υπήρξε, τη ζήσαμε όλοι αλλά στα 90ς τελείωσε. Οι νέοι καλλιτέχνες ξέρουν ότι δεν μπορούν να είναι σε tour και να είναι συνεχώς φτιαγμένοι. Η χρήση ουσιών απομυθοποιήθηκε γιατί καταστράφηκαν καριέρες, εξαφανίστηκαν καλλιτέχνες με προοπτικές, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Τώρα αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να εστιάσουν στη τέχνη τους. Πια οι περισσότεροι γυμνάζονται, κάνουν διαλογισμό, καλή διατροφή, είναι positive». Δηλαδή είναι ξενέρωτα τα πράγματα; «Όχι δεν το βλέπω έτσι. Εκτός κι αν έχω μεγαλώσει τόσο πολύ», απαντάει και γελάμε. Τη ρωτάω αν τουλάχιστον ο Iggy το κρατάει αληθινό. «Όχι. Ο μόνος που ακόμη αν ζούσε θα ήταν έτσι είναι ο συγχωρεμένος ο Lemmy. Ο Lemmy ήταν rock ‘n’ roll μέχρι τέλους».
Κι αφού φτάσαμε στους σταρ οι επόμενη ερώτηση είναι ποιοι έχουν κάτσει σε αυτό τον μεγάλο, λευκό καναπέ που τώρα εμείς μιλάμε. «Αυτά δε λέγονται. Μπορώ να σου πω ότι έχω υπάρξει πολύ κοντά με τους Sonic Youth. Θυμάμαι είχαν έρθει σπίτι μου, μαζί τους και η κόρη της Kim Gordon και του Thurston Moore, η Koko που ήταν τότε 4 κι έπαιζε με τη δική μου κόρη, την Μαλβίνα που ήταν 3. Με άλλους καλλιτέχνες που είχα αποκτήσει πολύ καλή σχέση ήταν οι Violent Femmes, οι Placebo, οι Muse, ο Moby, οι Depeche Mode, οι Iron Maiden και τελευταία οι U2. Είναι πολύ σημαντικό με ανθρώπους που έχεις συνεργαστεί, και φυσικά ξέρεις καλά τη μουσική τους, να βλέπεις και την ανθρώπινη πλευρά τους, σου δίνει άλλη μια επιπλέον οπτική για το ποιοι είναι. Όταν τους γνωρίζεις λοιπόν καλά καταλαβαίνεις ότι απλώς είναι άνθρωποι με ταλέντο. Αν θέλουν να μοιραστούν κάτι μαζί μου, θα το μοιραστούν. Δεν θα τους πιέσω ποτέ. Και έτσι έχω δημιουργήσει τέτοιες σχέσεις μαζί τους, έτσι έχω έρθει κοντά».
Ο μόνος που αν ζούσε ακόμα θα το κρατούσε αληθινό, είναι ο συγχωρεμένος ο Lemmy. Ο Lemmy ήταν rock ‘n’ roll μέχρι τέλους
Όσοι δεν έχουμε επαφή μαζί τους, δεν μπορούμε εύκολα να τους φανταστούμε με τρακ ή με ανάγκη επιβεβαίωσης. Όμως η Νανά Τράντου έχει δει κι αυτήν την πλευρά: «Καλλιτέχνες που έχω φέρει πάνω από τρεις φορές, έρχονται και με πιάνουν και με ρωτούν: “Πώς σου φάνηκα; Ήταν ο κόσμος όπως την προηγούμενη φορά; Έχει ανανεωθεί το κοινό; Τι ηλικίες ήρθαν; Ήμουν καλός;”. Είναι ανθρώπινη, φυσιολογική ανασφάλεια. Είναι άνθρωποι που συνεχώς εκτίθενται. Αυτά τα φώτα δίνουν όλη την λάμψη αλλά είναι κι αμείλικτα. Εγώ θέλω ο καλλιτέχνης να είναι καλά και να μείνει ευχαριστημένος. Η καλύτερη στιγμή είναι όταν τελειώνει η συναυλία και ο καλλιτέχνης έρχεται και με αγκαλιάζει. Από μόνη μου, όσο καλά και να τον ξέρω, στο τέλος ποτέ δεν θα τον πλησιάσω εγώ, θα έρθει αυτός. Καταλαβαίνω την αγωνία τους. Άλλωστε κι εγώ αγωνία έχω».